Συνέντευξη του οργανοποιού κιθάρας
ΠΑΥΛΟΥ ΓΥΠΑ
(στον Νικόλα Τσαφταρίδη)
Από την αρχή ο έρωτας μου ήταν η κλασική κιθάρα αυτό σπούδασα εκεί ήταν το ενδιαφέρον μου εκεί ήταν η ανησυχία μου. Ως κατασκευαστής στόχος μου ήταν να βγάλω ένα όργανο, μια κιθάρα, που θα θυμίζει πνευστό, να αναπνέει. Προς τα εκεί βαδίζω..
Το …γεφύρι της Άρτας ήταν αυτή η συνέντευξη. Όταν μπορούσα εγώ ο Παύλος δεν μπορούσε και όταν μπορούσε ο Παύλος εγώ βρισκόμουν εκτός Αθηνών. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά το κείμενο αυτό έπεσε θύμα του diabolus electronicus.
Όπως και να έχει το πράγμα φτάνουμε σήμερα στην παρουσίαση του οργανοποιού Παύλου Γύπα, ενός ανθρώπου και μάστορα που για τους κλασικούς κιθαριστές είναι γνωστός χρόνια τώρα. Η συνάντηση έγινε στο παλιό του εργαστήριο μιας και η μετακόμιση δεν είχε γίνει ακόμα, ήταν σύντομη αλλά μεστή και περιεκτική σε ότι αφορά τις μνήμες του, τις απόψεις του αλλά και τους ήχους από τις κιθάρες του.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1948 και ήρθε στην Αθήνα όταν ήταν 12 χρονών. Το άμεσο περιβάλλον του δεν είχε σχέση με την μουσική. Τα γλέντια όμως με το τραγούδι και το χορό έπαιξαν το ρόλο τους στην διαμόρφωση των αισθητικών αναζητήσεων του Παύλου. Δεν είναι τυχαίο ότι θυμάται από 5 χρονών το βιολί του Θανάση του Σπίνουλα στο πανηγύρι του χωριού του «αλλά με μάγεψε η κιθάρα που έπαιζε μια απλή συνοδεία»
Στην Αθήνα αρχίζει σπουδές κλασικής κιθάρας με τον Νίκο Χαμηλοθώρη. Η αναζήτηση του οργάνου που θα μπορούσε να αποδώσει τον ήχο που φανταζόταν θα τον οδηγούσαν στον κατασκευαστή Νίκο Ιωάννου για να αγοράσει μια κλασική κιθάρα αξιώσεων. «Η πρώτη επαφή ήταν εντυπωσιακή, μου παρουσίασε δυο κιθάρες, δεν ήμουν πολύ ικανοποιημένος αλλά επειδή δεν είχα μεγάλες δυνατότητες οικονομικές αγόρασα τη μία». Γίνονται φίλοι και αρχίζει πια ο Γύπας την δική του διαδρομή στο χώρο της οργανοποιίας. Η αιτία ήταν η αναζήτηση ενός οργάνου που θα πληρούσε τις ακουστικές αναζητήσεις του και η αφορμή η έλλειψη πόρων για την αγορά της. Ο Ιωάννου του έδωσε τις πρώτες κατευθύνσεις
«Με τον Ιωάννου ξεκίνησε η διαδικασία της περιέργειας. Πώς γίνεται ετούτο, πώς λειτουργεί το σύστημα, πώς παράγεται ο ήχος». Η όλη διαδικασία βασίστηκε στην «δοκιμή και πλάνη». Κατασκευή, έλεγχος αποτελέσματος και πάλι από την αρχή. Το διαδίκτυο δεν υπήρχε τότε και η πληροφόρηση σκόνταφτε στην αντίληψη των μαστόρων «για τα μυστικά της δουλειάς». Ούτε υπήρχε πυρήνας κατασκευαστών που να έχουν μια ανοιχτή επικοινωνία.
Τα πρώτα υλικά τα βρήκε από τον Ιωάννου και έναν παλιό μάστορα και επισκευαστή μουσικών οργάνων, το Λάζαρο. Με τα υλικά, την ελάχιστη γνώση και πολύ μεράκι ο Γύπας ξεκινά το 1980 την πορεία του στην κατασκευή. « Μάζεψα την οικογένεια μου και μια και δυο στήνω μια σκηνή στην Κυπαρισσία, στην Ελαία σε ένα πευκοδάσος όπου δυο χιλιόμετρα πιο κάτω είχε το επιπλοποιείο του ένας φίλος μου. Γνώσεις ιδιαίτερες δεν είχα, και μετά από ένα μήνα βγαίνει ένα πράγμα που έμοιαζε με κιθάρα. Σαν περιστεροκούτι θα το χαρακτήριζα παρά σαν μουσικό όργανο. Το φωτογράφιζα και καμάρωνα σαν ο γύφτος το σκερπάνι του. Φεύγω από κει πηγαίνω στην Κέρκυρα, τα χρήματα είχαν τελειώσει και πήγα για να περάσω το υπόλοιπο καλοκαίρι. Βγάζω την κιθάρα από το αυτοκίνητο, μόλις είχα φτάσει, καμάρι εγώ και με πιάνει στο δούλεμα ο αδελφός μου, «τι είναι αυτό που έφτιαξες» εγώ τσαντίστηκα και εκνευρίστηκα πάρα πολύ αυτός έβλεπε την πραγματικότητα και εγώ νόμιζα ότι είχα φτιάξει το αριστούργημα του αιώνα. Δεν είχε βέβαια ούτε χορδές, ούτε τάστα ούτε καβαλάρη, ήταν ένα σώμα κιθάρας με ένα μπράτσο».
Από την πρώτη αυτή προσπάθεια κρατάει μόνο το καπάκι και αρχίζει να κάνει μια κιθάρα πάλι από την αρχή. Σε τρεις μήνες και χωρίς τις ευκολίες ενός εργαστηρίου καταφέρνει να φτιάξει μια κιθάρα αξιοπρεπή. «Βάζω χορδές και τρελαίνομαι. Ήταν η τύχη του πρωτάρη, τρελάθηκα από το αποτέλεσμα. Άρχισα να το περιφέρω δεξιά και αριστερά για να επιβεβαιωθώ. Μεταξύ των άλλων πάω και στον Λάζαρο όπου μου είχε δώσει το καπάκι και του λέω «μαέστρο να τι έφτιαξα με την συνεισφορά σου» την ακούει και μου λέει, «καλό είναι αλλά ρε παιδί μου πολύ βαθύ το έκανες και ο ήχος του μοιάζει σαν ένα αραιωμένο πιάτο σούπα!».
Το βάθος του σκάφους άρχισε τότε να απασχολεί τον Γύπα με αποτέλεσμα διαρκείς πειραματισμούς με το ηχείο της κιθάρας. Ανακάλυψε έτσι την ιδιοσυχνότητα του περιέχοντος αέρα, του καπακιού και του βάθους του ηχείου. «Πολλοί με ενθάρρυναν να συνεχίσω και ανάμεσά τους ο Ασημακόπουλος και ο μετέπειτα καλός μου φίλος και πρώτος μου πελάτης Στέλιος Μπίλιας. Μάλιστα, αγόρασε την πρώτη μου κιθάρα πληρώνοντας με λύρες για να ασημώσει τη δουλειά μου και να πάει καλά, να μου φέρει γούρι όπως είπε».
Η πρώτη επίσημη διάγνωση της αξίας του οργανοποιού Παύλου Γύπα έρχεται από τον Robert Vidal ο οποίος βλέπει μια κιθάρα του στον διαγωνισμό Μαρία Κάλας που είχε δοθεί ως πρώτο βραβείο στην Έλενα Παπανδρέου και τον καλεί να λάβει μέρος σε μια διεθνή έκθεση στη Νότια Γαλλία. Ανάμεσα σε 30 με 40 κατασκευαστές ο Leo Brouwer ξεχωρίζει την κιθάρα του Έλληνα κατασκευαστή.
«Ερχότανε με τους μαθητές του στην αίθουσα της έκθεσης, και πέρναγε απ’ όλες τις κιθάρες. Περνάει κι από μένα, ξαναπερνάει, ξαναπερνάει, χωρίς ν’ ακούσει τίποτα, έκανε μόνο ένα τράβηγμα της χορδής με τον παράμεσο και μία με τον αντίχειρα. Και ξανάρχεται, αφού πέρασε 3-4 φορές απ’ όλους, σταματάει στη δικιά μου κιθάρα. Την πιάνει στο χέρι του, βάζει τους μαθητές του να παίξουνε… «Buena, buena, buena», άρχισε να λέει ο Brouwer … Του άρεσε». Μου λέει: «Συγχαρητήρια, πολύ καλή δουλειά. Μπράβο, να συνεχίσεις» και σηκώθηκε κι έφυγε». H πρώτη αυτή διεθνής αποδοχή επισφραγίζεται από το χειρόγραφο γράμμα του Brouwer προς τον Παύλο Γύπα με κολακευτικά και ενθαρρυντικά σχόλιο για αυτή την κιθάρα:
H προσοχή που έδειξε ο Brouwer σε αυτή την κιθάρα δεν εφησυχάζει τον Παύλο αλλά αντίθετα, τον βάζει στην διαδικασία να ερευνήσει περισσότερο την υπόθεση κατασκευή. Φαίνεται ότι ο ίδιος είναι ο πιο αυστηρός κριτής της δουλειάς του. Η κατασκευή μέχρι εκείνο το σημείο ήταν μια συμπληρωματική απασχόληση μαζί με την διδασκαλία. Έτσι παίρνει την απόφαση να ασχοληθεί σοβαρά με την κατασκευή. «Σταμάτησα με τα μαθήματα και είπα ή θα γίνω παπάς, ή θα γίνω ζευγάς και για να το κάνω σωστά πρέπει να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά». Η πρώτη περίοδος ως κατασκευής κλασικής κιθάρας ήταν δύσκολη από οικονομικής άποψης. Η στήριξη από την οικογένεια του όμως έπαιξε σημαντικό ρόλο. Δεν έφτιαχνε άλλα όργανα γιατί «πιστεύω απόλυτα στην ειδίκευση και επίσης πιστεύω ότι όποιος ασχολείται με πάρα πολλά πράγματα, παρεμφερή μεν αλλά όχι… ίδια, κάπου χάνει τα νερά του». Σιγά αλλά σταθερά άρχισε να αποδίδει οικονομικά και η δουλειά του αφού άρχισε και η αναγνώριση από τους Έλληνες κιθαριστές. Το 1988 ξαναπάει σε διεθνή έκθεση στο Παρίσι και εκεί «Στον διαγωνισμό βγήκα τελευταίος» μου λέει σκάζοντας στα γέλια. Το κέρδος όμως είναι πια η επαφή του με άλλους καταξιωμένους οργανοποιούς και η γνώση που αποκτά με τις συζητήσεις και τις ανταλλαγές απόψεων. Αυτό ήταν κάτι που έλειπε από την Ελλάδα. «Τέλος πάντων, εγώ βρήκα τις απαντήσεις στα ερωτηματικά μου και ψάχνω να βρω ακόμα καλύτερες λύσεις για τα προβλήματα μου».
Σήμερα ο Παύλος έχει καταλήξει σε κάποια σχέδια Hauser με ηχείο «λίγο πεπλατυμένo» έχοντας πάντα κατά νου την συμβουλή του Λάζαρου «να μην γίνει σούπα ο ήχος». Το σχέδιο της εσωτερικής κατασκευής του καπακιού επηρεάζει αλλά όχι καθοριστικά γιατί θεωρεί ότι το βασικό στον ήχο είναι «η συνεργασία των ιδιοσυχνοτήτων. Τελεία και παύλα. Καπάκι, αέρας και πάτος». Το αισθητικό μέρος της κατασκευής είναι απλό και όχι προκλητικό. Έχει καταλήξει σε κάποιες ροζέτες και για τη γέφυρα σε ένα σχέδιο του Gilbert, αμερικανού κατασκευαστή αισθητικά και λειτουργικά κατάλληλο για τις κιθάρες του. «Το αισθητικό μέρος άπτεται της δικής μου αισθητικής, βέβαια, δεν δέχομαι παρέμβαση από κανέναν άλλον. Δηλαδή αν έρθει ο πελάτης και μου πει «εγώ θέλω αυτό, θέλω εκείνο, θέλω το άλλο», θα του πω «με συγχωρείς αλλά φτιάξτο μόνος σου». Αν και δοκιμάζει τις καινοτομίες που εισηγούνται διάφοροι σύγχρονοι κατασκευές δεν τις υιοθετεί αν το ακουστικό αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τον ίδιο «έχω δοκιμάσει Smallman[1] κατασκευή και δεν μου πάει καθόλου, δεν μου πάει καθόλου…» Έχει όμως υιοθετήσει την κατασκευή του καπακιού με honey-comp[2]. «Με καλή χρήση, χωρίς πια να παραβιάζεις τα όρια, έχει ένα αποτέλεσμα και ποιοτικό. Προσπαθούνε πολλοί να δώσουνε ιδιότητες στο διπλό καπάκι που δεν μπορεί να έχει. Δηλαδή όγκο τεράστιο, που μπορεί να βγάλει μια τέτοια κατασκευή αλλά δεν θα βγάλει ποιότητα. Θα βγει φτωχός σαν τενεκές [ο ήχος]. Θα βγει ένα τεράστιο ας πούμε Μι καντίνι, αλλά το background του θα είναι γυμνό. Κακά τα ψέματα, το καπάκι πρέπει να ‘χει κάποιο σώμα, κάποια μάζα. Αν την περιορίσεις προς τα κάτω, φτωχαίνει το όργανο. Αν τώρα αφήσεις περισσότερη, αν ενισχύσεις περισσότερο τη μάζα του υλικού, τότε μεν θα έχεις πολύ καλές αρμονικές αλλά δεν θα έχεις ευελιξία. Γίνεται δύσκαμπτο το όργανο. Πρέπει να βρεις τη χρυσή τομή».
Τα υλικά που χρησιμοποιεί είναι βασικά ο έλατος για το καπάκι, έλατος της περιοχής των Άλπεων και του Καναδά, κέδρος Ονδούρας για το μανίκι, έβενος Κεϋλάνης για την ταστιέρα και φυσικά ο παλίσανδρος. «Θα ‘θελα να μπορούσα να έχω στη διάθεση μου βραζιλιάνικο παλίσανδρο[3]. Δυστυχώς κάποιες προσπάθειες που έκανα, απέτυχαν. Δηλαδή βρήκα κάποια σετ κάποιο διάστημα, έκανα κάποιες κιθάρες, την τελευταία μάλιστα την έδωσα σε μια πελάτισσα μου, τελευταίο σετ, της λέω «άντε, τελευταία και τυχερή» και… τετέλεσται».
Οι κιθάρες του φροντίζει να έχουν ήχο που να αναπτύσσεται σε μια μεγάλη αίθουσα αλλά να τις απολαμβάνεις και σε μικρότερο χώρο. Θεωρεί ότι δεν μπορούν να ξεπεραστούν κάποια όρια ως προς την ένταση του ήχου και σε περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη για μεγάλη ένταση ο καλύτερος τρόπος είναι η σωστή μικροφωνική ενίσχυση. «Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η κιθάρα ούτε πιάνο είναι, ούτε για γήπεδα ποδοσφαίρου».
Για τις χορδές θεωρεί ότι είναι υπόθεση του κάθε κιθαριστή. Μια καινούργια κιθάρα θα πρέπει να ωριμάσει για να μπορέσεις να επιλέξεις τις χορδές. Η διδασκαλία της κατασκευής δεν έτυχε να τον απασχολήσει ιδιαίτερα παρά μόνο σε μια περίπτωση λόγω κυρίως χρόνου και χώρου. Ευχή μας όμως είναι η πλούσια εμπειρία του να βρει διέξοδο και στο κομμάτι αυτό είτε μέσω διδασκαλίας είτε μέσω γραπτών κειμένων. Να αρχίσει επιτέλους να γίνεται ένας διάλογος με τους Έλληνες οργανοποιούς που έχουν τόσα να προσφέρουν σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Άλλωστε οι κιθάρες του Παύλου Γύπα έχουν αγοραστεί από κιθαριστές στην Ελλάδα, στην Γιουγκοσλαβία (πρώην και νυν), στην Ιταλία, στην Γερμανία, στην Αυστρία και αλλού. Μάλιστα στο σεμινάριο κλασικής κιθάρας που έγινε στην Πάτρα στις 19 με 20 Απριλίου από τους Ευάγγελο Ασημακόπουλο και Λίζα Ζώη, η Sabrina Vlacnic εντυπωσίασε παίζοντας με μια κιθάρα Γύπα του 2005 «μια συγκλονιστική εμπειρία» για τον οργανοποιό που παραβρέθηκε και άκουσε την κιθάρα του να ζωντανεύει.
Νικόλας Τσαφταρίδης
nikotsaf@ecd.uoa.gr
(Απρίλιος 2008)
Στοιχεία Κατασκευαστή
Παύλος Γύπας
Διεύθυνση Αττάλου 15 Άγιος Δημήτριος
Τηλέφωνo Εργαστηρίου 210.9937493
Email: info@gypasguitars.com