[οργανοποιία]
ΚΙΘΑΡΙΣΤΙΚΑ ΥΒΡΙΔΙΑ
ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟΛΟΓΙΟ
Τα τέλη του 18ου αιώνα βρίσκουν την κιθάρα σαν ένα ολοκληρωμένο μουσικά όργανο. Με έξι μονές χορδές σε συνδυασμό με μια λιτότητα και ευκολία κατασκευής (σε αντίθεση με τον πλούσιο διάκοσμο και τα πέντε ζεύγη της μπαρόκ προκατόχου της) πληρεί πλέον τις προϋποθέσεις να γίνει δημοφιλές λαϊκό όργανο. Διάσημοι εκτελεστές και συνθέτες της προσδίδουν την αναγκαία λάμψη.
Με την μορφή αυτή η εξάχορδη κιθάρα εισάγεται από τους Βαυαρούς στην μετεπαναστατική Ελλάδα. Ιδιαίτερα παραστατικό είναι το σκίτσο της εποχής εκείνης, του Δανού ζωγράφου Rorbye, (http://www.lutherie.gr/introd/gail.htm), που απεικονίζει τον οργανοποιό Λεωνίδα Γάϊλα στο εργαστήριό του.
Βασικό όργανο της Επτανησιακής καντάδας, εισάγεται για τα καλά στην λαϊκή μουσική σκηνή της Ελλάδας λίγο αργότερα. Αγαπημένο μουσικό όργανο του μικρομεσαίου Ελληνικού σαλονιού, με Ευρωπαϊκές περγαμηνές, απολαμβάνει μια ανάλογη λάμψη. Παράλληλα δεν αποστρέφεται την υπόλοιπη λαϊκή μουσική, ενώ ο νυκτός τρόπος παιξίματος, η σχετική ευκολία εκμάθησης και το ρεπερτόριό της δημιουργούν γέφυρες επικοινωνίας μ’ αυτή.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα γόνιμο έδαφος, πάνω στο οποίο θα φυτρώσουν μια σειρά από υβριδικά μουσικά όργανα, αποτέλεσμα επιμειξίας της κιθάρας με όργανα της οικογένειας του λαούτου. Σε κάποια από τα υβρίδια αυτά, οι διαφορές περιορίζονται στην μορφή του αντηχείου (κιθαρόσχημο) ενώ αναλλοίωτη παραμένει η μουσική δομή του λαουτοειδούς. Απλοϊκός οργανολογικός υβριδισμός, που εγγίζει τα όρια της παρενδυσίας.
Σαν μια τέτοια περίπτωση καταγράφεται η περίπτωση της λαουτοκιθάρας από τον Φοίβο Ανωγειανάκη. Ο μουσικολόγος αποδίδει την αιτία δημιουργίας του υβριδίου αυτού στα αισθήματα του Έλληνα λαουτιέρη , όταν αντιλαμβάνεται την μουσική του να χάνει τα κοινωνικά της ερείσματα. Προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί και για να ξορκίσει την κακοδαιμονία αυτή. Όπως όλη η μετεμφυλιακή Ελλάδα που προσπαθώντας να ξεχάσει τις πληγές της, στρέφει τις πλάτες της στην παράδοση, αναγορεύοντας σε πανάκεια κάθε τι δυτικό. Το καμπύλο (αλά Τούρκα) αντηχείο του οργάνου δίνει την θέση του στο οκτώσχημο κιθαριστικό. Αλλά φευ, η ύπαιθρος, η κοιτίδα της, αδειάζει με γοργούς ρυθμούς, και εδώ πρέπει να αναζητηθεί η ουσιαστική αιτία της κρίσης. Το εκσυγχρονιστικό αυτό λίφτινγκ αποδείχτηκε εξαιρετικά βραχύβιο και αναποτελεσματικό. (Κάποιοι, κάπου στην Ήπειρο, πραγματοποιούν ακόμη πιο «ριζοσπαστικά» και μοδάτα ανοίγματα. Εγκατέλειψαν την λαουτοκιθάρα για χάρη μιας κομψής σκαφάτης Gibson).
Αστικό Δημοτικό τραγούδι δεν υπήρξε ποτέ, την θέση αυτή την είχε καταλάβει πριν δεκαετίες το ρεμπέτικο με κυρίαρχο όργανό του το μπουζούκι.
Στο «κιθαρομπούζουκο» του Σπιτάμπελου αξίζει να προσεχθεί το αντηχείο που παραπέμπει σε κεντροευρωπαϊκή οργανοποιία.
Δεξιά, δύο καλούπια από το οργανοποιείο του Κώστα Δεκαβάλα.
Το μπουζούκι, υβρίδιο του λαούτου με τον ταμπουρά (στην πρώτη του μορφή, κάπου στο γύρισμα του αιώνα), αναγορεύεται σε κύριο μουσικό όργανο των χαμηλών ( και λούμπεν) στρωμάτων των αστικών περιοχών που αυξάνουν από το φαινόμενο της αστυφιλίας. Κυνηγιέται ανελέητα από την δικτατορία του Μεταξά. Η αλλαγή του ρεπερτορίου του (Τσιτσάνης κ.α,) και της μορφής του αντηχείου του με σαφείς τις επιρροές του μαντολίνου, του παρέχουν ασφάλεια. Οι αλλαγές αυτές συντελούν αποφασιστικά στο άνοιγμά του στα πλατύτερα λαϊκά στρώματα, χωρίς όμως να επιτύχουν την πλήρη αποδοχή του απ’ αυτά. Η λύση αυτή δεν κρίθηκε επαρκής από πολλούς, η νέα μορφή του δεν έπαυε να δηλώνει μπουζούκι. Έτσι η οδός της παρένδυσης θεωρήθηκε μοναδική και επιβεβλημένη. Το κακόφημο σ’αυτή την περίπτωση αντηχείο του μπουζουκιού αντικατέστησε μ’αυτό της κιθάρας, ενώ το νέο όργανο διατήρησε απαράλλαχτη την μουσική δομή του τρίχορδου. Σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του Κώστα Δεκαβάλα το όργανο αυτό κατασκευαζόταν κατά κόρο στο εργαστήριό του. Ό ίδιος μάλιστα μου ανέφερε πως μετέτρεπε «ρεκίντο κιθαρόνια» σε μπουζούκια. Στα Ελληνικά Οργανοποιεία της εποχής είχαν πραγματοποιηθεί ανάλογες μετατροπές σε μπουζούκια. (http://www.lutherie.gr/bouzouki_d/man_wash.htm).
Λαρισαϊκής καταγωγής-κατασκευής
Στην μεταπολεμική Ελλάδα το ρεμπέτικο μετασχηματίζεται σε λαϊκό και επεκτείνεται πέραν του παραδοσιακού χώρου του, διεμβολίζοντας τον χώρο του ελαφρού τραγουδιού. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο ρεύματα είναι τρομακτικός. Ένα νέο υβρίδιο, που τώρα χαρακτηρίζεται από το σχήμα του μπουζουκιού, και την μουσική δομή της κιθάρας, και ακούει στο όνομα μπουζούκι, (καθώς ο συνοδευτικός όρος τετράχορδο, χρησιμοποιείται από τους «ειδικούς»), εμφανίζεται στο Νεοελληνικό οργανολόγιο. Εξευρωπαϊσμός του πρώτου, ή συμβιβασμός των δύο ρευμάτων; Όπως και να έχει το όργανο αυτό εξελίσσεται σταδιακά σε «απόλυτο» κυρίαρχο. Το ρεμπέτικο τρίχορδο μπουζουκοκίθαρο ακολουθεί καταπόδας. Μετατρέπεται σε τετράχορδο. Όμως τώρα δεν συντρέχουν οι ίδιες αιτίες που ήταν υπεύθυνες για την δημιουργία του προκατόχου του. Παύει σχεδόν να κατασκευάζεται και η παρουσία του μόνο σαν προβολή της προσωπικής άποψης του παίχτη μπορεί να θεωρηθεί και όχι ιδιαίτερη τάση. Το υβρίδιο αυτό και στις δύο εκδοχές του, δεν ευδοκίμησε στον Ελληνικό χώρο. Κάτω από άλλες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες θα μπορούσε αυτό να κατέχει την θέση του μπουζουκιού. Έχω την εντύπωση πως ένα ανάλογο «πείραμα», πριν από αιώνες, κάπου αλλού, γνώρισε τεράστια επιτυχία, σε βαθμό που να ξεχαστεί η υβριδική φύση του νέου οργάνου. Πιστεύω όμως ότι ο κύριος λόγος «απόσυρσης» αυτού του οργάνου από το Ελληνικό οργανολόγιο, πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στο γεγονός ότι δεν ήταν προϊόν δημιουργικής αναζήτησης, ούτε αποτέλεσε απάντηση σε κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα. Επιπλέον ο ήχος του ήταν έξω από τις προδιαγραφές των Ελλήνων μουσικών και ακροατών. Θα έλεγε κανείς πως γεννήθηκε σε λάθος τόπο και χρόνο. Γιατί σ’ εντελώς διαφορετικές συνθήκες, σ’ άλλους τόπους κάνει θριαμβευτική καριέρα. Ο πλούσιος γλυκός και μεταλλικός του ήχος των διπλών χορδών του το ανέδειξαν σε βασικό όργανο των απανταχού Κελτικών ορχηστρών.
Ακούστε το:
http://www.youtube.com/watch?v=CQOh2tRSWX4
http://www.youtube.com/watch?v=UmfqBQCxBro&feature=related
Ιρλανδέζικο μπουζούκι
Εκεί το καμπύλο αντηχείο του μπουζουκιού, ήταν εντελώς ακατανόητο, τα ανατολίτικα ηχοχρώματά του άφηναν αδιάφορο το νέο κοινό σε αντίθεση με το δημοφιλές για τους μουσικούς και κατασκευαστές αντηχείο της κιθάρας. Γι΄αυτό, και η αντικατάσταση που προέκυψε μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη. Στους κύκλους των οργανοποιών έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του, το πρώτο εγχειρίδιο κατασκευής http://www.stewmac.com/shop/Books,_plans/Building_and_repair:_Bouzouki.html
Έχουμε κάθε λόγο να υποπτευόμαστε ότι η νέα χιλιετία θάναι γεμάτη από τους ήχους του, θα σχολιάσει ο εθνομουσικολόγος Chris Smith και θα παρομοιάσει την εξέλιξή του μ’ αυτή της κιθάρας (http://www.acousticguitar.com/issues/ag89/bouzouki.html).
Στην ηλεκτρονική έκδοση αυτού του άρθρου, βρήκα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παράγραφο που ο συγγραφέας του πρόσθεσε: The name game.
Γιάννης Κουκουρίγκος
Φυσικός-Οργανοποιός
Σιδηροχώρι Σερρών
info@lutherie.gr