...κάτι σαν πρόλογος.
Με αφορμή την κιθάρα λοιπόν θα κάνουμε μια προσπάθεια να γνωρίσουμε όσους επαγγελματικά ασχολούνται με την κατασκευή μουσικών οργάνων. Είναι και πολλοί και καλοί. Βρίσκονται σε όλη την Ελλάδα και κατασκευάζουν όλη την γκάμα των εγχόρδων οργάνων, αρκετά κρουστά και κάποια πνευστά. Έχουν ειδικότητες και προτιμήσεις, μελετούν, ερευνούν και δοκιμάζουν νέα υλικά και τεχνικές αλλά και παραδοσιακούς τρόπους επεξεργασίας και κατασκευής. Με λίγα λόγια είναι οι Κατασκευαστές Μουσικών Οργάνων στην Ελλάδα. Το βασικό κριτήριο παρουσίασης είναι η επαγγελματική σχέση που πρέπει να έχουν με το αντικείμενο της κατασκευής και το πάθος τους για το τελικό προϊόν. Τέλος ας σημειωθεί ότι η σειρά παρουσίασης δεν είναι αξιολογική και βασίζεται στο προσωπικό μου αρχείο. Για αυτόν το λόγο με χαρά θα δέχομαι την όποια πληροφορία των αναγνωστών σχετικά με κατασκευαστές μουσικών οργάνων ώστε να έρθουμε σε επαφή μαζί τους για μια μελλοντική παρουσίαση. Ο κατάλογος που διαθέτουμε είναι μεγάλος. Βοηθήστε μας να γίνει μεγαλύτερος Οι όποιες πληροφορίες ή απόψεις μπορούν να στέλνονται στις δυο διευθύνσεις ταυτόχρονα: nikotsaf@tar.gr , nikotsaf@yahoo.gr .
Στάθης Τσόλης
Η λαϊκή κιθάρα στην οργανοποιία
"Όσοι μοιράζονται την εμπειρία της οργανοποιίας θα μπορούν να εξελιχθούν και να εξελίξουν τις κατασκευές".
Αρχίζουμε την περιπλάνησή μας στον μαγικό κόσμο των κατασκευαστών μουσικών οργάνων με τον Στάθη Τσόλη, κατασκευαστή και δάσκαλο που βρίσκεται στην περιφέρεια. Οι πληροφορίες που ακολουθούν έχουν προέλθει από την επικοινωνία που είχα μαζί του.
Ο Στάθης Τσόλης γεννήθηκε στη Πρέβεζα το 1967 και άρχισε να ασχολείται με τη μουσική από 13 χρονών. Στην αρχή ασχολήθηκε με το ακορντεόν αλλά γρήγορα άρχισε να μαθαίνει κιθάρα κυρίως από φίλους και συνομηλίκους του. Γύρω στα 18 άρχισε να παίζει και διάφορα παραδοσιακά έγχορδα, κυρίως τρίχορδα όπως μπουζούκι, τζουρά και μπαγλαμά. Το τμήμα Μηχανολογίας ΤΕΙ Σερρών του οποίου είναι τελειόφοιτος τον βοήθησε να αρχίσει να βάζει σε εφαρμογή τις πρώτες του κατασκευαστικές ιδέες. Το πρώτο όργανο που κατασκεύασε ήταν το σώμα μιας ηλεκτρικής κιθάρας χρησιμοποιώντας την ταστιέρα από μια παλιά σπασμένη που βρέθηκε στα χέρια του. Όταν βρισκόταν στις Σέρρες αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να αγοράσει κάποιο μουσικό όργανο. Το ταξίδι αυτό δεν έγινε και έτσι αποφάσισε να κατασκευάσει τον πρώτο του σκαφτό μπαγλαμά. Τις πρώτες ιδέες τις πήρε από τους αδελφούς Τσονίδη, κατασκευαστές που βρίσκονταν στις Σέρρες. Από το 1990 μέχρι το 1992 μαθήτευσε στο εργαστήριό τους που έχει την επωνυμία «Οργανοποιείο ο Μ. Βαμβακάρης». Η ενασχόληση με την κατασκευή υπήρξε καθοριστική με αποτέλεσμα να αποφασίσει να ασχοληθεί πια με την κατασκευή εγχόρδων μουσικών οργάνων.
Έτσι το 1996 δημιούργησε το δικό του εργαστήριο στην Πρέβεζα όπου άρχισε να κατασκευάζει όργανα από όλη την οικογένεια των λαουτοειδών με ντούγες ή σκαφτά αλλά και κιθάρες κυρίως σε σχέδια δικά του. Για αυτό το σκοπό μελετάει τις υπάρχουσες κατασκευές κερδίζοντας από την εμπειρία των παλαιότερων αλλά και νεότερων κατασκευαστών ενώ συγχρόνως ενημερώνεται από την διεθνή βιβλιογραφία. Έτσι παίρνει ιδέες και δουλεύει για να βγει ένα συγκεκριμένος ήχος που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στην αισθητική του κάθε οργανοπαίκτη. Ιδιαίτερη αγάπη έχει για την κατασκευή της λαϊκής κιθάρας και του στεριανού λαούτου. Το τελευταίο σχέδιό του είναι η λαϊκή κιθάρα σε σχήμα «οχτώ». Τα ξύλα που χρησιμοποιεί είναι πολλά και διαφορετικά επειδή «όπως έχει δείξει η εμπειρία πολλά είναι αυτά που μπορούν να δώσουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα». Τέτοια ξύλα είναι η λεμονιά, η μουσμουλιά, η ελιά, η κερασιά και βέβαια ο πειραματισμός συνεχίζεται.
Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες επεκτείνονται και στην μουσική δημιουργία. Έχει παίξει με διάφορα σχήματα μουσική και τραγούδια της σύγχρονης ελληνικής σκηνής, ρεμπέτικα και λαϊκά, και αυτή την περίοδο συμμετέχει στη θεατρική ομάδα Πρέβεζας όπου παίζει διάφορα όργανα και συνθέτει για τις ανάγκες της ομάδας. Όργανα του χρησιμοποιούνται από διάφορους επαγγελματίες μουσικούς. Μια σημαντική δραστηριότητα στη ζωή του είναι και διδασκαλία.
Από το 2000 διδάσκει το μάθημα της Οργανοποιίας στο ΤΛΠΜ του ΤΕΙ Ηπείρου σε εργαστήριο πλήρως εξοπλισμένο στην Άρτα. Το μάθημα της οργανοποιίας είναι υποχρεωτικό εισαγωγικό για όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες του τμήματος για ένα εξάμηνο, ενώ από κει και πέρα όποιος ή όποια θέλει μπορεί να το πάρει ως μάθημα δεξιότητας και να συνεχίσει την παρακολούθηση για τα επόμενα 6 εξάμηνα. Στα πλαίσια του μαθήματος κατασκευάζονται όλα τα νυκτά έγχορδα όργανα, ένα τουλάχιστον ατομικά και όλα τα υπόλοιπα ομαδικά. Συνήθως το ατομικό όργανο είναι ένας σκαφτός μπαγλαμάς ή ένας τζουράς αλλά δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου κάποιος φοιτητής ή φοιτήτρια προχωρά και σε πιο μεγάλες κατασκευές. Σημαντικό κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας παίζει επίσης και η επισκευή μουσικών οργάνων καθώς επίσης και η κατασκευή βοηθητικών οδηγών-εργαλείων (οδηγός χαράγματος ταστιέρας, οδηγούς για την συναρμογή σκάφους - μπράτσου κτλ) αλλά και σχεδιασμός -κατασκευή καλουπιών. Στα πλαίσια του μαθήματος επίσης ερευνώνται τόσο οι παλιές κατασκευαστικές τεχνικές όσο και οι σύγχρονες αντιλήψεις όπως παρουσιάζονται στην διεθνή βιβλιογραφία. Ως υπεύθυνος του εργαστηρίου οργανοποιίας συμμετείχε στην έκθεση που διοργάνωσε το ΤΛΠΜ το 2004 όπου εκτέθηκαν τόσο οι κατασκευές των φοιτητών αλλά και υλικά, εργαλεία και τα διάφορα στάδια κατασκευής. Έχει δώσει διαλέξεις στο ΤΕΑΠΗ Πανεπιστημίου Αθηνών στα πλαίσια του μαθήματος Κατασκευή Μουσικών Οργάνων. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην κατασκευή της ακουστικής και λαϊκής κιθάρας και του όρθιου ηλεκτροακουστικού μπάσου. Η έλλειψη ελληνικής βιβλιογραφίας σχετικά με την κατασκευή μουσικών οργάνων[1] παίζει βασικό ρόλο στην αργή εξέλιξη της οργανοποιίας. Το κενό αυτό προσπαθεί να καλυφθεί με την επικοινωνία και τις συζητήσεις που γίνονται μεταξύ των κατασκευαστών εκείνων που έχουν ξεπεράσει το σύνδρομο του «συντεχνιακού μάστορα». «Όσοι μοιράζονται την εμπειρία της οργανοποιίας θα μπορούν να εξελιχθούν και να εξελίξουν τις κατασκευές». Έτσι από τα νέα παιδιά που βγαίνουν πια και από τη σχολή, αλλά και από διάφορα εργαστήρια, υπάρχει σίγουρα προοπτική στο επάγγελμα αρκεί να δουν την εργασία αυτή ως μια διαδικασία που απαιτεί μεράκι, αγάπη αλλά πάνω από όλα ανοιχτό μυαλό και συνεχή αναζήτηση για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα που είναι ο προσωπικός ήχος του κάθε κατασκευαστή και κατ' επέκταση του κάθε οργανοπαίκτη.
Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας λαϊκής κιθάρας αρχίζουν από τα εμφανή και επεκτείνονται σε αυτά που δεν φαίνονται αλλά και σε αυτά που ακούγονται. Οι συρμάτινες χορδές είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της λαϊκής κιθάρας. Για τις δικές του κιθάρες ο Στάθης χρησιμοποιεί χορδές για Μι καντίνι 0,12 ή 0,13 αν και αυτό είναι προσωπική υπόθεση του κάθε ερμηνευτή. Το φάρδος της ταστιέρας είναι εμφανώς στενότερο από αυτό της κλασικής γιατί ο αντίχειρας του αριστερού χεριού συμμετέχει στην ανάπτυξη μπασογραμμής. Το σχήμα του ηχείου είναι μικρό 8αρι με τις δυο περιοχές του ηχείου (lower bout και upper bout) σε παρόμοιο μέγεθος. Αυτόν τον τύπο κιθάρας συνήθως τον ονομάζουν κιθαρόνι. Η ένωση του σκάφους με το μπράτσο γίνεται στο 12 τάστο όπως στην κλασική αλλά αρκετά συχνά το μήκος χορδής είναι μικρότερο. Στην κλασική έχουμε μήκος χορδής 65 εκατοστά ενώ στη λαϊκή θα συναντήσουμε χορδή μήκους από 61 έως 64 εκατοστά με σπανιότερο το 64 Λιγότερο εμφανές είναι το πάχος του καπακιού. Συνήθως χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις στην κλασική είναι από 1,5 μέχρι 2 χιλιοστά ενώ στη ακουστική 2,3. Στη λαϊκή όμως το πάχος του καπακιού μπορεί να φτάσει μέχρι 3,5 χιλιοστά ανάλογα με τον κατασκευαστή. Οι λαϊκές κιθάρες του Στάθη Τσόλη έχουν πάχος καπακιού 1,7 με 2,1χιλιοστά και αυτό ανάλογα με το ξύλο, τα καμάρια και το ακουστικό αποτέλεσμα που θέλουμε να έχουμε. Τα καμάρια (οι ενισχύσεις που βρίσκονται κάτω από το καπάκι) έχει καθιερωθεί να είναι παράλληλα, παρόμοια με του παραδοσιακού λαούτου. Ο Τσόλης όμως χρησιμοποιεί αυτήν του Robert Bouchet (1898-1986), Γάλλου κατασκευαστή που βελτίωσε την διάταξη του Jurad Antonio de Torres (1817-1892)για την κλασική που είναι ακτινικά. Αν και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται και καμάρια σε σχήμα πλέγματος (σαν πέργκολα ή δίχτυ). Είναι βέβαια ένα ανοιχτό θέμα έρευνας μεταξύ των κατασκευαστών, όχι μόνο για τη διάταξη την οποία θα έχουν, αλλά και για το πάχος, το ύψος αλλά και το σχήμα τους. Τέλος ως προς τον ήχο στην λαϊκή κιθάρα, δίνεται έμφαση στη μεσαία περιοχή συχνοτήτων και έχουμε πιο έντονο attack δηλαδή «σκάσιμο» γιατί είναι σημαντικό να φτάσει ο ήχος στη μέγιστη ένταση του γρήγορα. Επιπρόσθετα, το sustain συνήθως είναι μικρότερο από την κλασική. Το μπάσο επίσης θα πρέπει να είναι καθαρό και με μικρό sustain για να μην μπερδεύεται με τις συγχορδίες που ακολουθούν. Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η λαϊκή κιθάρα είναι όργανο συνοδείας που παίζει με οξύτερα όργανα, (μπαγλαμάς, τζουράς, τρίχορδο) και επομένως θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως όργανο ορχήστρας ή πιο σωστά όργανο – ορχήστρα με τα μπάσα, τις συγχορδίες και κατά περιπτώσεις με τα «κεντήματά» της.
[1] Το μόνο βιβλίο που έχει εκδοθεί σχετικά με την κατασκευή είναι το βιβλίο του Δημήτρη Κοφτερού “Δοκίμιο για το ελληνικό σαντούρι”, οι σημειώσεις του Τσόλη για το ΤΛΠΜ, μια σειρά άρθρων του Χρήστου Σπουρδαλάκη στο Λαϊκό Τραγούδι και οι σημειώσεις του Γιώργου Καρελλά για το ΤΕΙ Ιονίων Νήσων
Νικόλας Τσαφταρίδης
nikotsaf@ecd.uoa.gr
(Ιανουάριος 2007)