"MedArt"
Δίχως χρώμα...
Το σημερινό κείμενο δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά έχει μία σαφή διάσταση που καθιστά απαραίτητη την ένταξή του στη στήλη τούτη. Αφορά άπαντες, θέλω να πιστεύω, «με νύχια» ή χωρίς.( Έτσι άκουσα να συστήνεται πρόσφατα σε άγνωστη σε εμένα παρέα διπλανού τραπεζιού εξίσου άγνωστος σε εμένα κιθαριστής. «Με τί ασχολείσαι; μία κοπέλα όλο νάζι. Η απάντηση, αρρενωπή και μυστηριώδης, ήταν στο περιεχόμενό της ...εκκωφαντική: «Με νύχια!!!». Εδώ είμαστε, σκέφτηκα και τα όσα άκουσα από εκεί και έπειτα μου προκάλεσαν ανάμεικτες εντυπώσεις-παραλλαγές ως επί το πλείστον στο θέμα της ιλαρότητας- όμως η σε δεύτερο χρόνο επεξεργασία αυτών με έκανε να πάρω τα πράγματα πολύ πιο σοβαρά.) Το ζητούμενο, αν υπάρχει κιόλας, είναι πάνω-κάτω τι κινεί τον καθένα μας να ασχοληθεί με την τέχνη, τι συντηρεί τη διάθεση αυτή και πόσο συνιστά Υγεία ο τρόπος με τον οποίο όλα αυτα γίνονται πράξη. Ακούγεται υπερ-θεωρητικό; Μπορεί, η πραγματικότητα όμως δείχνει άλλα. Προκειμένου λοιπόν να βγει κάποιο συμπέρασμα, αλλά να αποφευχθούν τόσο οι πλατειασμοί όσο και οι αφορισμοί, ας μείνει το θέμα στην υποπερίπτωση της ενασχόλησης με τη μουσική. (Αν αντί «μουσική» έγραφα «κιθάρα», στην πραγματικότητα δε θα άλλαζε τίποτε. Απλά διερύνω το κοινό της κουβέντας.)
Για αρχή, και επειδή αυτό το κείμενο δεν είναι έκθεση ιδεών, καλό θα ήταν να οριστεί η ανάγκη για έκφραση και δημιουργία η οποία κατ’ουσίαν είναι η προ-οργανωμένη διέξοδος της διανόησης και του συναισθήματος που η καθημερινή διαβίωση χειρίζεται σαν πλεόνασμα ή σαν έλλειμμα. Πρακτικά δηλαδή, ό,τι λιγότερο ή περισσότερο, εκτρέπει την ισορροπία από τη θέση της και άρα πρέπει ή το έλλειμμα να αναπληρώθει ή το πλεόνασμα να διοχετευτεί κάπου, ώστε η ισορροπία να αποκατασταθεί στην προηγούμενη ή σε μία νέα στάθμη. Επίσης, επειδή η ανάγκη για έκφραση συναρτάται στενά τόσο με την ανάγκη για συναισθηματική εκτόνωση όσο και για νοητική εκφόρτιση, εξαρτάται άμεσα με το πόσο ανέπτυγμένη είναι στον καθένα η συνειδητότητα των αναγκών αυτών. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος που αναζητεί διέξοδο πχ στη μουσική (αφού αυτό είναι το θέμα τώρα) αναγνωρίζει, έστω και αφηρημένα, την ανάγκη του να αποφορτιστεί με αυτόν τον τρόπο τον μη λεκτικό, τον πιο θολό σε επίπεδο περιγράμματος τουλάχιστον, γι’αυτό και προχωρεί προς αυτό. Φυσικά ας μην ψάξει κανείς να βρει αριθμητικά περιγραφικά δεδομένα ή ευθείες γραμμές πρωτοβάθμιων συναρτήσεων ακριβώς γιατί, ειδικά στις νευροεπιστήμες τα νοήματα είναι απλά, τα γεγονότα όμως πολύ πιο σύνθετα. Παράλληλα, είναι σημαντική και η περιβαλλοντική παράμετρος, δηλαδή πού και πώς μεγαλώνει και ζει κανείς. Το περιβάλλον είναι αυτό που δίδει τις πρώτες παραστάσεις αφενός, αφετέρου το περιβάλλον, ως καθημερινότητα, είναι εκείνο που διαμορφώνει κατευθύνσεις και πρότυπα ως εκ τούτου θέτει τα θεμέλια ηθικής και αισθητικής. Πέρα από αυτά, το περιβάλλον είναι εκείνο που παρέχει την πολυτέλεια της αναζήτησης και αυτό που προσδιορίζει, όχι μόνο την κατεύθυνση προς την οποία διοχετεύονται οι ανάγκες για έκφραση, αλλά και το κατα πόσο είναι εφικτή η υλοποίηση των αναγκών αυτών. Άτομο και περιβάλλον είναι δε τόσο στενά συνδεδεμένα στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε στην πράξη είναι δύσκολο να διαχωριστεί τί εκπορεύεται από το ένα και τί από το άλλο. Αυτό σχηματοποιείται με το εξής παράδειγμα: Έστω ένα εξαιρετικά ταλαντούχο παιδί με κλίση και επιθυμία σε σχέση με τη μουσική, το οποίο όμως γεννιέται και μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου η κλίση του αυτή δεν μπορεί ούτε να αναγνωρισθεί από κάποιον, ούτε επομένως και να καλλιεργηθεί. Οι πιθανότητες το ταλέντο αυτό να εξωτερικευθεί είναι σημαντικά λιγότερες, ακριβώς γιατί το περιβάλλον δε συνδράμει προς την κατεύθυνση αυτή. Εύκολα λοιπόν αντιλαμβάνεται κανείς τη στενή αλληλεπίδραση των δύο παραμέτρων. Λίγο εώς πολύ, τούτοι είναι οι κυριότεροι παράγοντες που καθορίζουν τη διάθεση- ή σωστότερα- την προδιάθεση ως προς την ενασχόληση. Το ενδιαφέρον θα είναι το βήμα παραπέρα, δηλαδή το τί ορίζει την επιθυμία για εκμάθηση, την επαγγελματική ενασχόληση, την παραμονή και την ατομική ένταξη σε έναν τέτοιο ανθρωποχώρο.
Ποιά να είναι λοιπόν η φυσιολογία ( ή η παθοφυσιολογία) που «όλους κάπως μας ενώνει;». Το ερώτημα είναι σύνθετο και με άπειρα υπο- υπο- υπο- ερωτήματα. Πρώτα και κυριότερα, πόσο συνειδητοποιημένο είναι ένα μικρό παιδί όταν πάει πρώτη φορά στο ωδείο; ( Εγώ, τουλάχιστο, θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες των θεωρητικών που κοίταζα ή ταβάνι ή παράθυρο.) Υφίσταται ειδικότητα στην επιθυμία του παιδιού να είναι καλό στην «εξωσχολική» αυτή δραστηριότητα ή μήπως εντάσσεται απλά στην επιθυμία για πρωτεία και διακρίσεις; Οι γονείς, από την άλλη, ποιούς στόχους έχουν όταν στέλνουν τα παιδιά τους στο ωδείο; Και, μέσα από αυτόν τον κυκεώνα των «καλών προθέσεων», ποιές είναι αληθινά οι σωστές; Δυστυχώς, αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο οι γονείς μειονεκτούν δίχως να φταίνε στις περισσότερες περιπτώσεις, ακριβώς γιατί κρίνονται πρωθύστερα, η ποιότητα των προθέσεών τους δηλαδή κρίνεται από το χρονικά ύστερο αποτέλεσμα. Αυτό το αποτέλεσμα όμως είναι το ζητούμενο. Ποιο θα πρέπει να είναι; Ας μην παραβλέπει κανείς ότι το ζητούμενο ορίζει το ορθό της πρόθεσης. Θα γίνει η αρχή από το τι πρέπει να αποφευχθεί και δια της εις άτοπον απαγωγής καταλήγουμε. Δεν πρέπει σε καμία των περιπτώσεων ένα παιδί να οδηγείται στη μουσική για λόγους γονεϊκών απωθημένων. Αυτός ο μεταθετικός μηχανισμός όχι μόνο αποπροσανατολίζει το παιδί από τα ωφέλη, αλλά δημιουργεί και συντηρεί ψυχοπιεστικές συνθήκες και στους δύο πόλους αυτής της σχέσης. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα πλέον αντιπροσωπευτικά παραδειγματα είναι εκείνα τα παιδιά-θαύματα, γόνοι ενός εκ των δύο ή και των δύο γονέων-ερασιτεχνών μουσικών οι οποίοι διόλου τυχαία φέρουν ένα σύμπλεγμα αδικημένου.Τα παιδιά αυτά ωθούνται από πολύ μικρή ηλικία προς κάτι που αρχικά τους φαίνεται σαν παιχνίδι, το οποίο όμως χάνει την αθωότητα του από πολύ νωρίς γιατί παρεμβαίνει ο γονιός-προπονητής, ο γονιός-manager. Τελικώς, το σύνηθες αποτέλεσμα είναι τα παιδιά αυτά να παύουν να υφίστανται καλλιτεχνικά και να έχουν μία απροσδιόριστη μεν, βέβαιη δε ημερομηνία λήξης επειδή η σχέση τους με τη μουσική δεν έχει προσωπική διάσταση αφενός, αφετέρου λόγω του καταναγκασμού στον οποίο υπόκεινται σε νεαρή ηλικία που με τη σειρά του αποστερεί την ένταξη της μουσικής στη ζωή και αντίστροφα. Αυτό συμβαίνει γιατί η πολύωρη καθημερινή ενασχόληση με ένα μουσικό όργανο σε νεαρές ηλικίες γίνεται άκριτα και μόνο έπειτα από καθοδήγηση ενηλίκου. Έτσι, η διαδικασία αυτή αποκτά χαρακτήρα άβατου για το παιδί, το οποίο δέχεται ότι λοιπή ζωή υφίσταται μόνο μετά την εκπλήρωση αυτής της καθημερινής υποχρέωσης. Η σημαντικότερη επίπτωση του γεγονότος αυτού είναι ότι, όχι μόνο επιβραδύνεται η ψυχοκοινωνική και συναισθηματική ωρίμανση, αλλά και το ότι μουσική και ζωή δεν αναμιγνύονται παρά εξελίσσονται σαν παράλληλοι μονόλογοι. Ο αντίλογος σε αυτό είναι ότι η τέχνη απαιτεί θυσίες, ότι χρειάζεται πειθαρχία, προσήλωση και ασκητική ζωή. Όλα αυτά είναι γνωστά, το θέμα όμως είναι πάλι η επιλογή. Ας μην ξεχνά κανείς ότι η μουσική ως μορφή τέχνης εμπνέεται από τη ζωή μα και συμπληρώνει τη ζωή, γεγονός που εξηγεί ίσως και τις συζητήσεις που κατά καιρούς γίνονται για την έλλειψη μουσικών προσωπικοτήτων σήμερα. Αυτό έχει να κάνει με το ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που σταδιοδρομούν σήμερα έχουν προκύψει από αυτήν την διαδικασία. Και η επιλογή τελικά φαίνεται να είναι μεταξύ τελειότητας( μάλλον τελειοθηρίας) και πληρότητας.
Το παραπάνω σενάριο είναι το συνηθέστερο από τα «λάνθασμένα» και ως τέτοιο περιγράφηκε λίγο πιο αναλυτικά. Στον αντίποδα του λάθους, το σωστό σχεδόν ειρωνικά προβάλλει ως το προφανές: Η εκμάθηση της μουσικής έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα όταν είναι τμήμα μιας ευρύτερης μορφωσιακής διαδικασίας και δεν υφίσταται «πρωταθλητισμικού» τύπου στοχοθεσία ή πίεση. Με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται η παιδεία αυτή στην προσωπικότητα του ατόμου, αναπτύσσονται συνειρμικά πρότυπα και συσχετισμοί μουσικών ερεθισμάτων με συναισθήματα, εικόνες και παραστάσεις, εμπεδώνονται και εκλογικεύονται έννοιες όπως η δομή και το περιεχόμενο, και όλα αυτά παράλληλα με τη λοιπή ωρίμανση του ατόμου, οπότε άνθρωπος και μουσική μέσα στον άνθρωπο μεγαλώνουν παράλληλα.
Η σημαντικότερη όμως διάσταση του ζητήματος αυτού είναι αυτή που ορίζει την ανάγκη της ένταξης και της δημιουργίας ομάδων με το κοινό αυτό χαρακτηριστικό της ενασχόλησης με τη μουσική. Δεν είναι νέα γνώση το γεγονός του κοινωνικού συγχρωτισμού σε ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά, ομάδες που καλούνται peer groups στη διεθνή βιβλιογραφία. Αντιθέτως, είναι φυσικό κι επόμενο άνθρωποι με κοινά χαρακτηριστικά, κοινά ενδιαφέροντα και κοινές ανησυχίες να βρίσκουν μεταξύ τους περισσότερα σημεία επαφής. Η διαδικασία αυτή, στην απλή και υγιή της μορφή αναδεικνύει την επικοινωνιακή διάσταση της μουσικής, τόσο αυτής καθεαυτής, όσο και ως αφορμής για συνδιαλλαγή. Δυστυχώς όμως, η πραγματικότητα δείχνει και μία άλλη, καθόλου ιδεατή κατάσταση, η οποία συνίσταται στην ύπαρξη ομάδων που αντί κοινών οραματισμών χαρακτηρίζονται από κοινές ψευδαισθήσεις, διακρίνονται από τάσεις ελιτισμού και αυτό-αποκλεισμού από το ευρύτερο γίγνεσθαι, ενώ παράλληλα είναι πνευματικά μη παραγωγικές. Αγαπημένα τους θέματα συνήθως είναι οι ατέρμονες και συχνά ανούσιες συζητήσεις επί ζητημάτων ακόμη πιο ανούσιων και όλα αυτά ειδωμένα μέσα από ένα πρίσμα αυτό-ανακηρυγμένης αυθεντίας. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που αναζητούν διαχωρισμούς σε «-ούς» και «-ότερους» (τεχνικός-τεχνικότερος, εκφραστικός-εκφραστικότερος, μουσικός-μουσικότερος κλπ.) στην προσπάθεια ορισμού μίας ιεραρχίας καλού μα και καλύτερου. Η παρουσία τέτοιων υποσυνόλων φυσικά και δεν μπορεί να χαρακτηρίσει το ευρύτερο σύνολο, προσφέρει όμως στοιχεία τα οποία εξηγούν αρκετά πειστικά το όλο φαινόμενο. Αρχικά, πρέπει να γίνει η άβολη παραδοχή ότι η παρουσία τέτοιων συμπεριφορών είναι συχνότερη στον καλλιτεχνικό χώρο, κυρίως εξαιτίας του υποκειμενισμού που έχει η Τέχνη. Ο υποκειμενισμός αυτός- είτε ως απουσία ενός ενιαίου συστήματος κριτικής και αξιολόγησης είτε ως αυτό που περιγράφει ο Carl Jung ως το «αδιαφοροποίητο χάος της μαγικής νοοτροπίας»- εξελίσσεται όμως σε ισοπεδωτισμό, πολλές φορές συνειδητά, ακριβώς επειδή η επιθυμία για ένταξη και αποδοχή κάπου (οπουδήποτε), υπερβαίνει την αγάπη ενός συγκεκριμένου αντικειμένου. Αντιθέτως, αυτή η τελευταία είναι που χρησιμοποιείται ως πρόφαση και ως μανδύας σε αυτή τη διαδικασία της επιλογής. Το φαινόμενο αυτό, ως έχει, συνιστά παθογένεια γιατί στην ουσία του βασίζεται στην αντιστροφή των προτεραιοτήτων: Αντί το ερώτημα να είναι «Τί μου αρέσει;» ή, πιο σωστά «Τί μου αρέσει αρκετά; » και η φύση της διαδικασίας να είναι επαγωγική, δεν υπάρχει καν ερώτημα, μόνο ο ενστικτώδης και όχι ο έλλογος προσδιορισμός μιας ανάγκης που ούτως ή άλλως αφορά άπαντες και είναι αυτή της ένταξης. Γιατί στη μουσική; Πρώτον, εξαιτίας αυτού του κακώς εννοούμενου υποκειμενισμού που προαναφέρθηκε, δεύτερον, εξαιτίας της θολότητας μεταξύ των επιμέρους χώρων της και τρίτον, εξαιτίας της γοητείας που ασκεί. Ο κιθαριστής του προλόγου με τη «μινιμαλιστική» και τόσο «εναλλακτική» απάντηση που έδωσε, ουσιαστικά αυτοπροσδιορίστηκε, χωρίς βέβαια να αντιλαμβάνεται τη απόσταση μεταξύ των προθέσεών του και της πραγματικότητας. Αυτό που ήθελε να πει, χωρίς όμως να το πει ευθέως, ήταν ότι φυσικά και είναι πολύ καλός σε ό,τι ενδεχομένως κάνει, το ξέρει, εντούτοις είναι απόλυτα προσγειωμένος και το έχει απομυθοποιήσει, δεν ανήκει σε καμία πάσης φύσεως παράταξη (ούτε αυτός ούτε οι φίλοι και ομοϊδεάτες του) και όπου κάποιος διαφωνεί, απλώς δεν καταλαβαίνει. Η πραγματικότητα είναι άλλη όμως. Σε μία τέτοια περσόνα, ένας ειδικός μπορεί να διακρίνει στοιχεία δυσπροσαρμοστικότητας που εκπορεύονται από άλλον άλλοτε φόβο απόρριψης. Η δυσκολία αποδοχής της κριτικής (γιατί εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποτυχίας), οδηγεί με τη σειρά της στην προσπάθεια δημουργίας ενός πιο προστατευμένου περιβάλλοντος και επειδή «η ισχύς εν τη ενώσει», τέτοιες προσωπικότητες έλκονται με αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτών των «κακών ensemble». Και τα ensemble αυτά είναι κακά ακριβώς επειδή ο συνεκτικός παράγοντας δεν είναι το κοινό όραμα, αλλά οι κοινές φοβίες και τα κοινά συμπλέγματα που, ναι μεν είναι ισχυροί συνεκτικοί παράγοντες (ισχυρότεροι ενδεχομένως από το όποιο κοινό όραμα), όμως πόση ψυχική υγεία καταδεικνύει η δημιουργία και η συντήρηση μίας σχέσης εξαιτίας του φόβου της μοναξιάς και της απόρριψης; Πέρα από αυτό όμως, τίθεται ακόμη ένα ερώτημα το οποίο είναι, ακόμη και να υποτεθεί ότι υφίστανται υγιώς τέτοια σχήματα, πόσο δημιουργικά είναι εντέλει; Εκπληρώνεται δηλαδή σε κάθε περίπτωση ο πρωταρχικός σκοπός της ενασχόλησης με την τέχνη τούτη; Δυστυχώς το ερώτημα έχει μάλλον ρητορικό χαρακτήρα γιατί η απάντηση είναι προφανής. Από την άλλη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη γοητεία και την αίγλη που έχει το πλησίασμα στην τέχνη και εκ μέρους εκείνων που είναι η μερίδα του πιο ενεργού κοινού, εκείνοι που και νιώθουν και δηλώνουν lege artis μουσικόφιλοι ή φιλότεχνοι. Ακόμη και εκεί τηρούνται οι ίδιες αναλογίες προθέσεων και αποτελεσμάτων, γεγονός που τελικά αποδεικνύει γιατί ο κάθε καλλιτέχνης έχει και το κοινό του. Και νυν και αεί, όμοιος ομοίω πελάζει.
Θα ήταν ενδιαφέρον να συζητηθεί ίσως εκτενέστερα και με παραδείγματα όλο τούτο το μεγάλο θέμα. Στον επίλογο όμως (όπου ο γράφων μπορεί να πάρει θέση) το μόνο που μου έρχεται σαν επίμετρο είναι μία εικόνα και μία φράση να φαντάζουν ως η σωστή κατεύθυνση, όχι για κάποια εγγυημένη και εμπεριστατωμένη λύση στην προβληματική πλευρά του θέματος, αλλά για τη θέαση και την αντίληψη των πραγμάτων ως πραγματικά είναι: ο πιανίστας Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ που, προς το τέλος της ζωής του σε μία συνέντευξη που έδωσε για ένα φιλμ για τη ζωή του, κάποια στιγμή ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του, είπε «Δεν είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου.» και έκλαψε. Δεν πιστεύω ότι ο τεράστιος αυτός καλλιτέχνης στα γεράματα μετάνιωσε έτσι απλά. Η σημασία αυτού του ελιοτικού aftersight (με την έννοια της κρίσης, της «μετάβλεψης» ως αντιθέτου της πρόβλεψης- ‘foresight’) έγκειται στο ότι η συνειδητότητα τέτοιων θεμάτων σε ανθρώπους τόσο ολοκληρωτικά και αληθινά δοσμένους έρχεται εξ ορισμού όψιμα αφενός, αφετέρου το γεγονός από μόνο του επισημαίνει την αναγκαιότητα της διαρκούς συνειδητοποίησης επάρκειας και γνησιότητας των κινήτρων για την παρουσία του καθενός ενεργά στο χώρο που οριοθετούν οι επιλογές του. Αν λοιπόν τελικά ζήτημα υφίσταται, αυτό δείχνει να είναι (κι ας μη με συμφέρει!) πρώτα και πάνω από όλα προσωπικό, όχι γιατί δεν μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω, αλλά επειδή αφορά, πέρα και πάνω από όλα, τον καθένα μας χωριστά.
Ανδρέας Καρακατσάνης, M.D.
andreas@tar.gr
(Μάιος 2007)