Δημήτρης Μητρόπουλος
Η ελληνική μουσική και ο μαέστρος
Κατά βάθος η ζωή του έμεινε ένα άλυτο αίνιγμα δίνοντας αφορμή στη δημιουργία του μύθου που καλλιεργούσε πιθανώς ασυνειδήτως ο ίδιος, γύρω από το άτομό του. Τον γνήσιο, πραγματικό Μητρόπουλο τον έβρισκε κανείς στη μουσική του. Γι αυτήν έζησε και εμόχθησε, με αυτήν εμεγαλούργησε και πάνω σε αυτήν απέθανε.
Μίνως Δούνιας
Είναι γνωστή η αγάπη και η φροντίδα που πρόσφερε ο μαέστρος στη μουσική της εποχής του. Ως πιανίστας και μαέστρος παρουσίασε στο κοινό έργα που μόλις τότε είχαν γραφτεί, χωρίς να λογαριάζει τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγονταν (και συχνά είχαν) στο καλλιτεχνικό κατεσρημένο τα καινούρια, αντισυμβατικά ακούσματα. Έκανε αδιάκοπο αγώνα για να προετοιμάσει το κοινό να απολαύσει τις νέες αρμονίες αλλά και τις φρέσκιες ιδέες συνθετών όπως ο Κρένεκ, ο Σκαλκώττας, ο Μπεργκ, ο Προκόφιεφ, ο Μιγιώ, ο Σαίμπεργκ μεταξύ πολλών άλλων.
Στην εληνική περίοδο της δραστηριότητάς του ο Μητρόπουλος είχε παρουσιάσει τριάντα πέντε έργα δεκατεσσάρων ελλήνων συνθετών εκ των οποίων τα είκοσι ένα σε πρώτη παρουσίαση. Όταν όμως ο μαέστρος άπλωσε πανιά στον κόσμο, η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών άρχισε να απογοητεύεται από το γεγονός ότι η .. ελπίδα χάνεται για όλους αυτούς τους μουσουργούς που παρέμεναν εγκλωβισμένοι στο ελληνικό μικρόκοσμο ενώ, καθώς ήταν φυσικό, ο Μητρόπουλος δεν θα πειθαρχούσε τόσο εύκολα στις δικές τους επιθυμίες και στη κατά μία τουλάχιστον έννοια «χειραγώγηση» από μέρους τους. Οι γκρίνιες λοιπόν άρχισαν με διαπιστώσεις ότι δεν παίζει πλέον ελληνική μουσική, αν και έλλην διεθνούς κύρους.
Τον Απρίλη του 1939 ο Μητρόπουλος διηύθυνε στη Μιννεάπολη ένα πρόγραμμα με έργα Καλομοίρη, Σκλάβου και Σκαλκώττα. Οι κριτικές τον ικανοποίησαν. Ο ίδιος πρότεινε μάλιστα και στους εκεί έλληνες να συγκεντρώσουν χρήματα για να καταφέρουν να τυπώσουν ελληνικά έργα και να είναι έτσι ευκολότερο να φτάσουν στα χέρια των διαπρεπών μουσικών για εκτελέσεις σε Αμερική και Ευρώπη. Δεν εισακούστηκε δυστυχώς. Αλλά και ο ίδιος, όσο ήταν στη Μιννεάπολη, δεν έπαιξε άλλο ελληνικό έργο.
Ο Μανόλης Καλομοίρης δεν το άφησε να περάσει: κατήγγειλε το μαέστρο από το΄Εθνος σαν εχθρό της ελληνικής μουσικής, ακροβατώντας ανάμεσα σε κοπλιμέντα σχετικά με τις μουσικές του ικανότητες και σε ελληνικές... πισόπλατες λεκτικές επιθέσεις όπως περί των σκιών της μουσικής του ιδιοσυγκρασίας που πρέπει να τις αποσιωπήσουμε.. (εμείς οι ... ασκίαστοι, ας προσθέσω).
Η Σοφία Σπανούδη υπεράσπισε το μαέστρο απέναντι στα σχόλια του Καλομοίρη, ο Καλομοίρης την κατηγόρησε ότι πάσχει από Μητροπουλίτιδα και επιχείρησε με τον γνωστό θυμωμένο μάχιμο λόγο του να ανασκευάσει τις «ανακρίβειες» της.
Ο Μητρόπουλος θεώρησε ότι έπρεπε να αντιδράσει απαντώντας σε όλα αυτά. Απάντησε στα αγγλικά παρακαλώντας να σταματήσει κάθε περιττή συζήτηση ανάμεσα σε αυτούς που τον τιμούν και αυτούς που τον μάχονται. Δηλώνει πρόθυμος να μελετήσει κάθε τι που γράφτηκε στα δέκα χρόνια που ζούσε μακριά και διευκρινίζει ότι όπως είναι λογικό δεν προλαβαίνει να ενημερωθεί για τη μουσική παραγωγή των ελλήνων συνθετών. Παρακαλεί όσους τον επικρίνουν να του κάνουν την τιμή να του στέλνουνουν έργα, που αν προσαρμόζονται σε ό,τι ακούγεται εκείνη τη στιγμή στην Αμερική, θα ανελάμβανε να το προτείνει στο κοινό. Εμμέσως βέβαια τους δηλώνει ότι όσα είχε ήδη στην ελληνική περίοδο διευθύνει δεν θεωρεί πια ότι μπορούν να ξαναπαιχτούν. Κλείνει την επιστολή ζητώντας συγνώμη για τη φαινομενική του αδιαφορία.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Μητρόπουλος γνωρίζει δύο ταλαντούχους νέους συνθέτες, τον Γιώργο Σισιλιάνο και τον Χαρίλαο Περπέσσα. Διευθύνει δύο έργα του Περπέσσα και τη πρώτη συμφωνία του Σισιλιάνου με την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, υπερασπίζοντας με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική αυτή συνθετική έξαρση.
Γιώργος Σισιλιάνος (1920-2005)
Ο Μίκης Θεοδωράκης μου έχει διηγηθεί την ιστορία της παρ ολίγον συνεργασίας του με τον Μητρόπουλο. Το 1953 αν και ο ίδιος αποφεύγει να διακηρύττει τις πολιτικές του πεποιθήσεις προσπαθώντας να ορθοποδήσει μουσικά εκτός Ελλάδας, διαδίδεται στη Νέα Υόρκη ότι ο Μητρόπουλος έχει σκοπό να διευθύνει την πρώτη Συμφωνία ενός έλληνα συνθέτη κομμουνιστή. Στη πραγματικότητα κάποιοι φίλοι του μαέστρου, ελληνοαμερικανοί, του μίλησαν με θερμά λόγια για το έργο του Θεοδωράκη και ο Μητρόπουλος εξεδήλωσε την επιθυμία να το προγραμματίσει με την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Το State Department μεσολάβησε τότε στο να απαγορευτεί ο προγραμματισμός του έργου του Θεοδωράκη! Ο Μητρόπουλος διηγήθηκε ένα χρόνο αργότερα στον Θεοδωράκη το γεγονός θυμωμένος και απογοητευμένος από την αρνητική εξέλιξη. Το 1957 ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός συνάντησε τον Μητρόπουλο στη διάρκεια του Φλωρεντινού Μαίου. Ανάμεσα σε άλλα ο μαέστρος του είπε ότι μελετούσε εκείνο το καιρό δύο έργα του Μίκη Θεοδωράκη που ήθελε κάποια στιγμή να μπορούσε να παρουσιάσει. Δεν πρόλαβε όμως ούτε αυτό, έτσι μια διπλή σειρά ατυχιών στέρησε από τον Θεοδωράκη μια τόσο μεγάλη τύχη.
Η περίπτωση Σκαλκώττα είναι επίσης από την αρχή της γνωστή στο Μητρόπουλο. Να σημειώσουμε πως ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο Μητρόπουλος είχε παρουσιάσει στο κοινό δωδεκαφθογγική μουσική, που γνώριζε καλά, αφού και ως συνθέτης είχε συνθέσει στο ιδίωμα σχεδόν την ίδια εποχή με τον Σκαλκώττα, αν όχι πριν κι από αυτόν.
Ζητάει παρτιτούρες ενώ ενδιαφέρεται πολύ για την Ουβερτούρα του Σκαλκώττα, την οποία ζητά επανειλλημένα από την Καίτη Κατσογιάννη. Δηλώνει όμως ότι έτσι καθώς δεν έχει την ευχέρεια να περιλάβει πολύ μεγάλο αριθμό σύγχρονων έργων στα προγράμματα πρέπει να μελετήσει έγκαιρα το έργο, πριν αποφασίσει, γιατί διευθύνει μόνον όσα έργα του κάνουν πραγματικά μεγάλη επιθυμία να προβάλει στο κοινό. Αναφέρεται μάλιστα στον πόλεμο που χρειάστηκε να κάνει προκειμένου να παιχτούν συνθέσεις των Σαίμπεργκ και Κρένεκ στο παρελθόν, αλλά και αμερικανών ακόμη συνθετών της εποχής.
Οι παρτιτούρες του Σκαλκώττα (Τα δέκα Σκίτσα οπωσδήποτε, ενδεχομένως όμως κι άλλες) στέλνονται από τον εκδότη τους –την εκδοτική εταιρία Universal - στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Η Καίτη Κατσογιάννη του ξαναγράφει προσπαθώντας να τον βοηθήσει να πάρει απόφαση υπέρ της παρουσίασής τους, ότι αν και οι έλληνες δεν αγαπούν τη σύγχρονη μουσική δέχτηκαν τα Δέκα Σκίτσα πολύ θετικά. Εκεί όμως τελειώνει η αναφορά στον Σκαλκώττα εκατέρωθεν.
Έφη Αγραφιώτη