27o Φεστιβάλ Κιθάρας στην Πάτρα
Κριτική θεώρηση και κάποιες ιστορικές αναφορές
Αν το πλήθος και το επίπεδο των φεστιβάλ που είναι αφιερωμένα σε ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο φανερώνουν το ενδιαφέρον που υπάρχει γι’ αυτό, τότε μπορεί κανείς με σχετική βεβαιότητα να συμπεράνει ότι το ενδιαφέρον σχετικά με την κιθάρα ήταν και παραμένει στο κέντρο των μουσικών εξελίξεων και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μουσική ζωή του τόπου. Δεν είναι μόνο ο αριθμός των φεστιβάλ κιθάρας που πραγματοποιούνται στην ελληνική επικράτεια αλλά και οι διεθνούς φήμης καλλιτέχνες που συμμετέχουν σε αυτά, δεδομένα που συνηγορούν υπέρ της εκφραζόμενης άποψης. Σε μια περίοδο που οι καλλιτεχνικοί θεσμοί, τόσο στον τόπο μας όσο και διεθνώς, δοκιμάζονται από τη δραματική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, τα κιθαριστικά φεστιβάλ παρουσιάζουν μια απρόσμενα υψηλή κινητικότητα ενώ νέες πρωτοβουλίες αναπτύσσονται σε διάφορες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας. Παράλληλα, φεστιβάλ που έχουν πίσω τους πολλές δεκαετίες παρουσίας, συνεχίζουν την δράση τους με αμείωτη ένταση, σε πολλές περιπτώσεις και με διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους. Σαφή και σοβαρά δείγματα ότι η κιθάρα έχει βαθιές ρίζες στην μουσική και κοινωνική συνείδηση του λαού μας και παρόλες τις αντίξοες συνθήκες ή μάλλον ενάντια σ’ αυτές, εξακολουθεί αδιάλειπτα να δίνει νέους καρπούς.
Αυτές οι σκέψεις συνόδευσαν την προσπάθεια μιας επισκόπησης των “πεπραγμένων” του 27ου Φεστιβάλ Κιθάρας στην Πάτρα, το οποίο πραγματοποιήθηκε εφέτος από τις 30 Μαρτίου έως και τις 2 Απριλίου. Το Φεστιβάλ της Πάτρας διακρίνεται, μεταξύ άλλων, και διότι έφτασε στην εικοστή έβδομη διοργάνωσή του χωρίς καμία διακοπή. Η μακροβιότητα του θεσμού, εφόσον ο χρόνος είναι αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο δεδομένο, παρέχει απτή απόδειξη της προσφοράς του στη μουσική ζωή του τόπου. Είναι αδύνατο μια σύνθετη διοργάνωση να πραγματοποιείται ανελλιπώς επί μια 27ετία ως επακόλουθο συμπτώσεων, συγκυριών ή τυχαίων γεγονότων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δυσκολίες, τα μύρια όσα εμπόδια. Είναι προφανές ότι οφείλεται αφενός στην αφοσίωση, την σταθερή προσήλωση των διοργανωτών στο θεσμό και αφετέρου στην σταθερή πίστη στην αναγκαιότητα μιας υψηλού επιπέδου κιθαριστικής δραστηριότητας. Και εκείνοι που σήκωσαν στους ώμους τους το επίπονο εγχείρημα είναι η Λίζα Ζώη και ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος.
Από τη θέση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, η Λίζα Ζώη και ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος υπηρετούν όλα αυτά τα χρόνια το όραμα του φεστιβάλ, με συνέπεια, σταθερότητα και επιμονή. Πιστοί στην οντότητα του μουσικού οργάνου, στο είδος της μουσικής και γενικά στην τέχνη που θεραπεύουν, επιλέγουν, προτείνουν και περιλαμβάνουν στο πρόγραμμα κάθε χρονιάς τους επισκέπτες-καλλιτέχνες, τα ρεσιτάλ, τις διαλέξεις των παιδαγωγών και των μουσικολόγων, τους διαγωνισμούς και όλα εκείνα τα επιμέρους στοιχεία που συγκροτούν τον θεσμό του φεστιβάλ. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει: υψηλή προσέλευση και φέτος· κατάμεστες οι αίθουσες στα ρεσιτάλ· πολυπληθείς ακροατές που δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους για τους προσκεκλημένους καλλιτέχνες που συγκαταλέγονται στους πιο προικισμένους κιθαριστές της γενιάς τους. Δεν είναι, συνεπώς, απροσδόκητο και ανεξήγητο το γεγονός ότι κάθε χρόνο, την περίοδο λίγο πριν από την εβδομάδα του Πάσχα, η Πάτρα μετατρέπεται σε κιθαριστικό “μελίσσι”, όπου νέοι κιθαριστές από όλη την Ελλάδα συγκεντρώνονται για να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους στο όργανο, να μετρήσουν τις δυνάμεις τους, να απολαύσουν μουσική υψηλών ερμηνευτικών και αισθητικών απαιτήσεων. Κι όταν τελειώσει η “γιορτή”, η υπόσχεση για την επόμενη συνάντηση ανανεώνεται και συνάμα καλλιεργούνται αυξημένες προσδοκίες για όλο και υψηλότερες επιδόσεις στο πλαίσιο πάντα της ευγενικής άμιλλας.
Φυσικά, για να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις και να επιτευχθούν οι προσδοκίες θα πρέπει προηγουμένως να έχουν επιλυθεί πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διοργάνωση. Ζητήματα, όπως η ανεύρεση και επιλογή κατάλληλων αιθουσών για τη διδασκαλία και τις συναυλίες, φιλοξενία των επισκεπτών, σχεδιασμός και εκτύπωση αφισών και προγραμμάτων, γραμματειακή υποστήριξη, προβολή κ.ά. Κομβικής σημασίας και συμφέρουσα ήταν η απόφαση του Ευάγγελου Ασημακόπουλου και της Λίζας Ζώη να αναθέσουν την οργάνωση των ζητημάτων αυτών σε έναν τοπικό φορέα, καλύτερος κατά τεκμήριο οργανωτής ως γνώστης των συνθηκών και ιδιομορφιών της περιοχής.
Η ανάθεση του οργανωτικού σκέλους στην Φιλαρμονική Εταιρία – Ωδείο Πατρών, αποδείχτηκε εξαιρετικά εύστοχη επιλογή. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους και ιστορικούς φορείς της πόλης των Πατρών, με δραστηριότητα που καταγράφεται από το 1892 (!) με την ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρίας. Στην διάρκεια της πορεία της υπηρέτησαν για πολλά χρόνια στις τάξεις της μουσικοί, όπως ο βιολονίστας και διευθυντής ορχήστρας José De Bustinduy (1882-1964) και ο πιανίστας, συνθέτης και παιδαγωγός Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης (1908-1998), ενώ η μπάντα της έπαιξε μαζί με άλλες φιλαρμονικές από την Κέρκυρα και την Αθήνα, στις μουσικές εκδηλώσεις για τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες, το 1896. Στεγάζεται στο ιστορικό κτήριο που ανεγέρθηκε το 1902 από τον Αλβέρτο Μπίρκφελδ για να στεγάσει το εν λόγω συγκρότημα, καθώς και την αίθουσα συναυλιών, με τις πιο κατάλληλες προδιαγραφές για την περίπτωση. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της αίθουσας, η διαρρύθμιση της σκηνής και το ύψος της οροφής, προσδίδουν τέτοια χαρακτηριστικά στην ακουστική του χώρου, που ένα όργανο με χαμηλή στάθμη ακουστότητας όπως η κιθάρα μπορεί να έχει τις καλύτερες ηχητικές επιδόσεις. Ο ήχος φτάνει με φυσικό τρόπο μέχρι τον ακροατή και της τελευταίας σειράς των καθισμάτων, χωρίς να είναι αναγκαία η ηλεκτρική ενίσχυση. Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι, επίσης, εντυπωσιακός, χαρακτηριστικός της εποχής της. Ομοιάζει κατά κάποιον τρόπο με την αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», (μια αίθουσα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της κιθάρας), με κάπως μικρότερες διαστάσεις. Η διεύθυνση και η γραμματεία του Ωδείου, με επικεφαλής την Βασιλική Φιλιππαίου, εργάστηκαν ακατάπαυστα καθ’ όλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες της διοργάνωσης.
Οι εκδηλώσεις στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ κινήθηκαν σε τέσσερις άξονες: μαθήματα τελειοποίησης στην κιθάρα (master class), διαλέξεις (επιμόρφωση), συναυλίες και διαγωνισμοί κιθάρας.
(πατήστε στα εικονίδια για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγέθυνση)
Τα μαθήματα τελειοποίησης πραγματοποιήθηκαν στις αίθουσες του Ωδείου και στη Μεγάλη αίθουσα συναυλιών, κάθε μέρα από το πρωί έως το μεσημέρι. Στα μαθήματα δίδαξαν οι κιθαριστές Oscar Ghiglia, Έλενα Παπανδρέου, Marcin Dylla και –φυσικά– ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος και η Λίζα Ζώη. Ο ανοιχτός χαρακτήρας των μαθημάτων δίνει στον “μαθητευόμενο” την ευκαιρία να βελτιώσει την κατάρτισή του σε ό,τι αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις του οργάνου παίζοντας μπροστά σε ένα μικρό ακροατήριο ενώ, παράλληλα, δέχεται οδηγίες από έναν καταξιωμένο δάσκαλο. Ακόμη πιο ωφέλιμη είναι η παρακολούθηση τέτοιων μαθημάτων από την πλευρά του ακροατή. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τεχνικές οδηγίες και ερμηνευτικές προτάσεις πάνω σε συγκεκριμένα έργα. Κυρίως, όμως, μπορεί να γνωρίσει τα ειδικά χαρακτηριστικά των διαφόρων στιλ διδασκαλίας από καλλιτέχνες που μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές σχολές, ή να έχουν διαφορετική προσέγγιση απέναντι στα είδη της μουσικής, ή ακόμη να έχουν διαφορετική ιδιοσυγκρασία και αυτό, φυσικά, αντικατοπτρίζεται στον τρόπο με τον οποίο διδάσκουν. Έτσι, παρατηρήσαμε άλλον δάσκαλο να χρησιμοποιεί περιγραφές, παρομοιώσεις, προσομοίωση ρόλων και άλλα εξωμουσικά στοιχεία ώστε να βάλει τον μαθητευόμενο σε συγκεκριμένη ψυχική διάθεση, και σε άλλον να δίνει ακριβείς οδηγίες σε παραμέτρους της performance practice (πρακτική της εκτέλεσης), ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Υπό αυτήν την έννοια η αξία από την παρακολούθηση των μαθημάτων είναι ανεκτίμητη, ιδιαίτερα για όσους πρόκειται να ασχοληθούν στην διάρκεια της σταδιοδρομίας τους με τη διδασκαλία.
(πατήστε στα εικονίδια για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγέθυνση)
Σε ό,τι αφορά στην επιμόρφωση, πραγματοποιήθηκαν δύο διαλέξεις στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Στην πρώτη, ο υπογράφων είχε την ευκαιρία να μιλήσει στις 31 Μαρτίου με θέμα «Το Ρεπερτόριο των πρώτων σολίστ κιθάρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό». Μεταξύ άλλων, έγινε λόγος για τη στάση που κράτησαν στο ζήτημα του ρεπερτορίου οι πρώτοι κιθαριστές στην Ελλάδα, για την επίδραση που άσκησε ο τύπος προγραμμάτων που είχε καθιερωθεί στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1930, καθώς και για την αξιοποίηση του ρεπερτορίου ως “εργαλείου” για την αναγνώριση της κιθάρας ως κλασικό όργανο. Ακολούθησε συζήτηση σχετικά με τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει κανείς τα έργα για το πρόγραμμα ενός ρεσιτάλ.
Την επόμενη μέρα Ευάγγελος Ασημακόπουλος πραγματοποίησε διάλεξη-αφιέρωμα στον Oscar Ghiglia, με τίτλο «Τιμώντας τα ογδοντάχρονα του Oscar Ghiglia». Με γλαφυρές περιγραφές, φωτογραφίες και video από την μακρά καλλιτεχνική διαδρομή του τιμώμενου καλλιτέχνη, αναφέρθηκε στη ζωή και το έργο του αναδεικνύοντας τη σπουδαία συνεισφορά του στην κιθαριστική τέχνη. Από όσα ειπώθηκαν, έγινε σε όλους αντιληπτό ότι πρόκειται για έναν πραγματικό θρύλο της κιθάρας, έναν πρωταγωνιστή στη διεθνή μουσική σκηνή. Το αφιέρωμα είχε ιδιαίτερη αξία, δεδομένου ότι έγινε από έναν συν-πρωταγωνιστή στην καλλιέργεια και τη διάδοση του μουσικού οργάνου. Το πολυπληθές ακροατήριο παρακολούθησε με πολύ ενδιαφέρον τη διάλεξη και έδειξε με το χειροκρότημά του να αναγνωρίζει την συναδελφική χειρονομία από μέρους ενός κορυφαίου, επίσης, τεχνίτη, σολίστ-δεξιοτέχνη και παιδαγωγού.
Το συναυλιακό τμήμα του Φεστιβάλ συγκέντρωσε καθολικό ενδιαφέρον των φιλόμουσων της Πάτρας, αν κρίνουμε από την ζωηρή παρουσία τους στην αίθουσα συναυλιών, η οποία ήταν υπερπλήρης κάθε βράδυ από φίλους της κιθάρας, με ορθίους στο πίσω μέρος της.
(πατήστε στα εικονίδια για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγέθυνση)
Την πρώτη βραδιά του φεστιβάλ μοιράστηκαν τη σκηνή δύο νέοι κιθαριστές. Την αρχή έκανε ο Βασίλης Κανελλόπουλος ο οποίος έπαιξε έργα Κώστα Γρηγορέα (Aegean Sketches), Roland Dyens (Libra Sonatina) και Antonio José (Sonata para guitara). Ο Κανελλόπουλος αξιοποίησε την ηχοχρωματική παλέτα της κιθάρας, ώστε πέτυχε να σκιαγραφήσει τις εικόνες που εμπεριέχονται στη μουσική, ιδιαίτερα στα πρώτα δύο έργα και να αποδώσει την ατμόσφαιρα των λοιπών έργων του προγράμματός του, από την πανσέληνο στο Full Moon in Molyvos μέχρι τον αρχετυπικό χορό του απτάλικου καρσιλαμά στο Marco's Steps του Γρηγορέα και από την εξωτική India μέχρι το πυρωμένο Fuoco του Dyens. Για το τέλος της εμφάνισής του, μας χάρισε μια μοναδική ερμηνεία της Σονάτας του José αναδεικνύοντας με ιδιαίτερη ευστοχία τα δομικά χαρακτηριστικά του έργου.
Ακολούθησε ο Χρόνης Κουτσουμπίδης, με έργα Leo Brower (Preludios Epigramaticos), Sergio Assad (Fantasia Carioca) και Γιώργου Νούση (Grenzenlose Fantasie, Mirror, For Maja, Mamen). Ο Κουτσουμπίδης δεν αρκείται σε μια τεχνικά και ερμηνευτικά άπταιστη απόδοση των έργων του γνωστού κιθαριστικού ρεπερτορίου. Με παραγγελίες έργων ενός νέου συνθέτη, όπως ο Νούσης, που ζει και εργάζεται στη Βιέννη, φιλοδοξεί να εμπλουτίσει το ρεπερτόριο του οργάνου με νέο υλικό. Με συνειδητή επιλογή επιτελεί την “αποστολή” που ανήκει στην κουλτούρα των σολίστ κιθάρας να παράγουν οι ίδιοι ή να παραγγέλνουν μουσικές από αναγνωρισμένους συνθέτες. Δεν αρκείται, όμως, σ’ αυτό· προχωρά ένα βήμα πιο πέρα προτείνοντας έναν συνθέτη όχι (ακόμη) γνωστό στο κοινό. Η συγκυρία είναι ευτυχής· τα έργα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και επιτρέπει την βεβαιότητα ότι η κυκλοφορία των έργων σε CD θα έχει μεγάλη ανταπόκριση.
(πατήστε στα εικονίδια για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγέθυνση)
Την επόμενη βραδιά το κοινό είχε την ευκαιρία να ακούσει την Έλενα Παπανδρέου, σε ένα ρεσιτάλ αφιερωμένο στον Roland Dyens. Το πρόγραμμα περιλάμβανε πρωτότυπες συνθέσεις και μεταγραφές που, είτε προέρχονταν από την πένα του Dyens είτε είχαν ξεκινήσει ως project από αυτόν, όμως, δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει λόγω του αιφνίδιου θανάτου του. Η πρόσφατη απώλειά του ήταν ένα δυσάρεστο γεγονός για τον κόσμο της κιθάρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό και ιδιαίτερα για την Παπανδρέου, η οποία συνδεόταν με φιλία μαζί του για πάνω από είκοσι χρόνια. Μετά από αυτά, ήταν φυσικό που στη διάρκεια του ρεσιτάλ η αίθουσα πλημμύρισε από συγκίνηση και συναισθηματική φόρτιση. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού η μουσική είναι άμεσα συνδεδεμένη με την βίωση και την έκφραση του συναισθήματος.
Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από το πρόγραμμα είναι ότι δεν πρόκειται απλώς για έναν φόρο τιμής (tribute) στον συνθέτη, αλλά για ενσυνείδητη διακήρυξη μιας καλλιτεχνικής θέσης με σκοπό τη συνέχιση και διάδοση του έργου του Dyens. Έχει φανεί από την ιστορία ότι οι συνθέσεις καταξιώνονται στο πάνθεο της μουσικής φιλολογίας όχι μόνο χάρις στις πολλές αλλά και στις καλές εκτελέσεις. Κι αυτό στοχεύει και επιτυγχάνει η Παπανδρέου στο μέγιστο βαθμό. Καλά προετοιμασμένη, σε άριστη φόρμα, χάρισε έξοχες ερμηνείες των έργων, όπως είχε κάνει και πριν από μερικές εβδομάδες σε αντίστοιχο αφιέρωμα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τα πρωτότυπα έργα στο πρόγραμμα (Saint-Germain en Laye, Lettre Encore, Triaela) ήταν όλα αφιερωμένα σ’ αυτήν, όπως και οι διασκευές έργων του Χατζιδάκι από τον Dyens (Ο ταχυδρόμος πέθανε, Θάλασσα Πλατιά) και τον Ορέστη Καλαμπαλίκη (Μυρίζει ο Κόσμος Γιασεμί, Η Μικρή Ραλλού). Ας σημειωθεί ότι ο Καλαμπαλίκης μαθήτευσε δίπλα στον Dyens και αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση του κύκλου των διασκευών της μουσικής του Χατζιδάκι που είχε ξεκινήσει ο δάσκαλός του. Το πρόγραμμα συμπληρώθηκε με μια άλλη διασκευή, της Alfonsina y el Mar του Ramirez.
(πατήστε στα εικονίδια για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγέθυνση)
Μια από τις κορυφαίες στιγμές του Φεστιβάλ, ήταν το ρεσιτάλ του Marcin Dylla που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή, 1η Απριλίου. Ο Πολωνός κιθαριστής απέδειξε ότι δίκαια συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων εκπροσώπων της τέχνης του. Η τεχνική που κατέχει του επιτρέπει να υλοποιεί το ερμηνευτικό του όραμα με έναν τρόπο μοναδικό. Το πρώτο μέρος του προγράμματος περιλάμβανε τη Σονάτα σε Ντο μείζονα, op. 15 του Mauro Giuliani, τα Πέντε Πρελούδια του Heitor Villa Lobos και το Hommage a Tárrega, op. 69 του Joaquin Turina. Από μια πρώτη ματιά στα έργα, θα μπορούσε κανείς να αποκομίσει την λανθασμένη εντύπωση ότι η συγκρότηση (ή σύνθεση) του προγράμματος ήταν μάλλον τετριμμένη. Ποιος δεν έχει παίξει –ή έστω ακούσει– κάποιο από τα πρελούδια του Villa Lobos; Ποιο έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο “κλασικό” στο πρόγραμμα ενός ρεσιτάλ κιθάρας από μια σονάτα του Giuliani; Κι όμως, με αυτήν την κοινότοπη “πρώτη ύλη”, ο Dylla μας χάρισε ένα αλησμόνητο ερμηνευτικό οικοδόμημα, από αυτά που μόνο οι αρχιτέκτονες μύστες της μουσικής τέχνης μπορούν να υψώσουν. Προλογίζοντας το πρώτο έργο ο Πολωνός δεξιοτέχνης αποκάλυψε υπαινικτικά την ιδέα που βρισκόταν πίσω από τη δόμηση του προγράμματος. Xαριτολογώντας, αναφέρθηκε στην παροιμιώδη φράση του κορυφαίου πιανίστα Artur Schnabel (1882-1951) για τις Σονάτες του Mozart ότι «είναι πολύ εύκολες για παιδιά και πολύ δύσκολες για σολίστες». Ιδού, λοιπόν, η πρόκληση. Να δώσει νέα πνοή σε ένα εύκολα προσβάσιμο και πολυπαιγμένο έργο· να αποκαλύψει άγνωστες πτυχές του που βρίσκονται κρυμμένες ανάμεσα στις νότες, να αναδείξει νέες διαστάσεις. Αυτή είναι η πεμπτουσία της προσφοράς ενός άξιου ερμηνευτή, «η υπεράσπιση της κλασικότητας του έργου, δηλαδή, της αντοχής του στο χρόνο και της καθολικής του αποδοχής» (Κώστιος). Στην πρόκληση αυτή ο Dylla ανταποκρίθηκε με μεγάλη επιτυχία. Έδωσε φρεσκάδα και νιότη στις ερμηνείες του που στα αυτιά των ακροατών ήχησαν σαν να ακούγονταν για πρώτη φορά. Στο δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ ακούστηκαν τα έργα Theme, Variations & Fugue on Folia de España του Manuel Maria Ponce και Nocturnal, op. 70 του Benjamin Britten. Το παίξιμο του Dylla διακρίνεται για την διαύγειά του, την ειλικρίνεια και την αμεσότητα. Κάθε ένα από τα μορφοπλαστικά στοιχεία της μουσικής υπηρετεί το ερμηνευτικό του όραμα με τέτοια συνέπεια, που καθίσταται άμεσα προφανές στον ακροατή για ποιο σκοπό χρησιμοποιείται. Το ακροατήριο έμεινε καθηλωμένο κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ για να ξεσπάσει σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα στο τέλος του προγράμματος. Εκτιμώ ότι θα άξιζε και για την πρωτεύουσα να απολαύσει έναν τέτοιο κιθαριστή σε ρεσιτάλ κιθάρας.
(πατήστε στα εικονίδια για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγέθυνση)
Η τελευταία μέρα του Φεστιβάλ ήταν αφιερωμένη στους διαγωνισμούς. Στην Κατηγορία Α΄ (για σπουδαστές έως 12 ετών) διακρίθηκαν οι εξής: Αναστάσιος Παστός (Α΄ Βραβείο), Ελένη Τσούγκου (Β΄ Βραβείο), Ίρις Κωνσταντινίδη (Γ΄ Βραβείο), Αλέξανδρος Μαρτσέκης (Γ΄ Βραβείο), Άγγελος Βουτυράς (Έπαινος), Μαργαρίτα Καραγιωργάκη (Έπαινος), Βασίλης Μπάνος (Έπαινος), Ιωάννης Τζογάνης (Έπαινος) και Νικόλαος Τριγώνης (Έπαινος).
Στην Κατηγορία Β΄ (για σπουδαστές έως 16 ετών) διακρίθηκαν οι: Ιωάννα Καζόγλου (Α΄ Βραβείο), Κωνσταντίνα Νικολακοπούλου (Β΄ Βραβείο), Έλενα Θεοδωρούδη (Γ΄ Βραβείο), Γιάννης Μιχαηλίδης (Έπαινος) και Καλλιόπη Τυπάλδου (Έπαινος).
Τέλος, στην Κατηγορία Γ΄ (χωρίς όριο ηλικίας) το Α΄ Βραβείο δόθηκε στον Γεώργιο Καφεντζή. Ο Καφεντζής έχει κατακτήσει υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας, το οποίο αναδείχθηκε χάρη και στην επιλογή των έργων που παρουσίασε (Caprice no. 24 του Niccolό Paganini, Πρελούδιο από τη Σουίτα αρ. 4 BWV 1006a, του Bach). Η Μαρία Κουρσάρη απέσπασε το Β΄ Βραβείο. Η Κουρσάρη έδειξε ότι είναι μια ολοκληρωμένη μουσικός και έχει τη στόφα του καλλιτέχνη. Στάθηκε με άνεση πάνω στη σκηνή και καθήλωσε το ακροατήριο με τη σαγηνευτική ερμηνεία της σε μια διασκευή από τη Σουίτα αρ. 4 του Purcell και το Usher Valse του Nikita Koshkin. Το Γ΄ Βραβείο δόθηκε στον Κωνσταντίνο Μανωλκίδη ο οποίος έπαιξε δύο μέρη από τη Σονάτα για βιολί αρ. 5, BWV 1005 και τη Σονάτα op. 61 του Joaquin Turina, με ήχο φροντισμένο και στιβαρό. Χορηγοί των βραβείων ήταν ο κατασκευαστής Νικόλας Ιωάννου, ο Μουσικός Οίκος Panasmusic (Κ. Παπαγρηγορίου – Χ. Νάκας) και οι χορδές D’ Addario.
Εργαστηριακό - Διδακτικό Προσωπικό,
Τμήμα Μουσικών Σπουδών
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
https://www.kolydart.gr/