“LO QUE VENDRA”
Κολανιάν, Κονταξάκης, Κοτρωνάκης
Εμπνεόμενοι από τον τίτλο του γνωστού έργου για δυο κιθάρες του Astor Piazzolla, “Lo Que Vendrá,” τρείς σολίστες, οι οποίοι δεν χρειάζονται ιδιαίτερες «συστάσεις», ο Ιάκωβος Κολανιάν, ο Μιχάλης Κονταξάκης και ο Δημήτρης Κοτρωνάκης, έδωσαν τη δική τους απάντηση στον προβληματισμό αναφορικά με τις τάσεις της κλασικής κιθάρας στον 21ο αιώνα.
Οι τρείς κιθαριστές, «ένωσαν» τις μουσικές ευαισθησίες και την «υψηλών προδιαγραφών» δεξιοτεχνία τους, παρουσιάζοντάς στις 9 Δεκεμβρίου, στην αίθουσα συναυλιών «Φ. Νάκας», μια πρωτότυπη «κιθαριστική συναυλία».
Η πρωτοτυπία έγκειται καταρχήν, σε αυτή καθεαυτήν την ιδέα δημιουργίας κιθαριστικού τρίο. Το γεγονός, χάρισε ποικιλία στην κιθαριστική βραδιά, που περιλάμβανε έργα για μια, δυο και –το πιο ενδιαφέρον-για τρείς κιθάρες.
Η συναυλία άρχισε σε μπαρόκ ατμόσφαιρα, με τον Ιάκωβο Κολανιάν να ερμηνεύει το Prelude BWV 1006a του J.S.Bach και ως ντουέτο με τον Μιχάλη Κονταξάκη, το Introduction & Fandango, του Louigi Boccherini.
Άλλοι «δημοφιλείς» «σταθμοί» της συναυλίας ήταν η ερμηνεία του ισπανικού έργου του Issac Albéniz, “Mallorca” από τον Μιχάλη Κονταξάκη, καθώς και η παρουσίαση από κοινού με τον Ιάκωβο Κολανιάν, του έργου του Piazzolla “Lo Que Vendrá”.
Aν εξαιρέσουμε τους παραπάνω συνθέτες- έργα των οποίων θεωρεί ως δεδομένο να τα ακούσει κανείς σε συναυλίες κλασικής κιθάρας- κατά τα λοιπά, στο ρεπερτόριο) της εν λόγω συναυλίας, κυριάρχησαν έργα σύγχρονης μουσικής. Έργα, γοητευτικά και με δεξιοτεχνικό ενδιαφέρον- ενίοτε ανυπέρβλητης δυσκολίας.
Ας μας επιτραπεί να μην αναφερθούμε διεξοδικά στο σύνολο των έργων που εκτελέστηκαν στην εν λόγω συναυλία, καθότι πιστεύουμε ότι η ξεχωριστή αναφορά σε κάθε ένα από αυτά, ενδεχομένως θα «κουράσει» τον αναγνώστη.
Προτείνουμε, να «σταθούμε» σε ενδιαφέρουσες «μουσικές στιγμές» αυτής της κιθαριστικής βραδιάς, οι οποίες λόγω της έμφασης του προγράμματος στη σύγχρονη μουσική, εγείρουν έναν ευρύτερο προβληματισμό.
Το ενδιαφέρον μας κέντρισε η ερμηνεία δυο σύντομων χρονικά έργων του Carlo Domeniconi: “The Argentinian knife thrower & “Spanish riders on Greek horses”. To μεν πρώτο, αρχίζει με το χαρακτηριστικό ιδίωμα έργων σύγχρονης μουσικής με έμφαση) στη δεξιοτεχνία εις βάρος της μελωδίας και συνεχίζει ξαφνιάζοντας τον ακροατή με μια όμορφη μελωδία! Το επόμενο έργο του Dοmenicconi, περιελάβανε πράγματι πολύ χαρακτηριστικούς ελληνικούς ρυθμούς και όντως έκανε τον ακροατή να φαντάζεται άλογα που καλπάζουν! Ωστόσο, μουσικά, το έργο αποτελείτο από θραύσματα αποσπασματικών ακουσμάτων με ελληνικό ιδίωμα. Επρόκειτο δηλαδή για ένα «μωσαϊκό» από διαφορετικούς ρυθμούς και μελωδίες που ενώνονταν κάτω από ένα κοινό τίτλο. Πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για μια κιθαριστική συναυλία. Όμως το παράδειγμα αυτό, δίνει το έναυσμα για έναν ευρύτερο προβληματισμό περί της επιτυχούς ή μη, συνοχής του ίδιου του έργου ως σύνθεσης. Αν στόχος είναι η πρωτοτυπία και η εφαρμογή μιας καινούργιας ιδέας, αυτός έχει επιτευχθεί στο έπακρο. Αν όμως, στόχος είναι η απόλαυση της μουσικής αυτής καθεαυτήν, τότε η επιτυχία της σύνθεσης, ως μουσικής πρότασης, τίθεται εν αμφιβόλω.
Σε εντελώς άλλο ύφος, το έργο του Štěpán Rak “Balalaika”. Ένα έργο, το οποίο παρόλη τη σχετικά μεγάλη διάρκειά του (περίπου οκτώ λεπτά) κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μας. Το γεγονός αποδίδεται κατά τη γνώμη μας, όχι μόνο στην ενδιαφέρουσα μελωδική του γραμμή, αλλά κυρίως στις ιδιαίτερες τεχνικές του, όπως συνηχήσεις, χάριν στις οποίες είχε κανείς την αίσθηση ότι το έργο ερμηνεύεται από δυο κιθάρες, ενώ ήταν γραμμένο για σόλο κιθάρα. Στη συναυλία, ερμηνεύτηκε περίφημα από τον Δημήτρη Κοτρωνάκη.
Σε άλλη ατμόσφαιρα, το “Levantine Journey” του Vojislav Ivanović, μας «ταξίδεψε», καθώς και τα υπόλοιπα έργα του ιδίου συνθέτη που ακολούθησαν.
H συναυλία, όπως ήταν αναμενόμενο, ολοκληρώθηκε με δυο έργα ερμηνευμένα από το κιθαριστικό trio.
Το πρώτο, το “Fin de siglo” του Maximo Diego Pujol είναι γραμμένο για τρείς κιθάρες. Ένα ενδιαφέρον έργο, αμιγώς σύγχρονης αισθητικής, από αυτά τα οποία είτε ενθουσιάζουν, είτε απωθούν. Το δεύτερο έργο, διασκευάστηκε προκειμένου να παρουσιαστεί από τις τρείς κιθάρες. Πρόκειται για το εξαιρετικά δημοφιλές “La Vida Breve” (Danza Española No. 1), το οποίο παρουσιάστηκε με πολύ γοητευτικό τρόπο στην ενδιαφέρουσα αυτή εκδοχή.
Η εν λόγω κιθαριστική συναυλία ήταν όντως πρωτότυπη. Αξίζει να παρατηρήσουμε, ότι αντανακλούσε μια προσεκτική προετοιμασία, η οποία δεν εξαντλείτο μόνο στη μελέτη των έργων, αλλά απαιτούσε πρόσθετο χρόνο και κόπο, οφειλόμενο στην ανάγκη διερεύνησης ενός νέου ρεπερτορίου, προσαρμοσμένου στο ίδιο το σύνολο. Eνδεχομένως, η ανάγκη ρεπερτορίου για σύνολα, να περιόρισε λίγο τις επιλογές ρεπερτορίου εκ μέρους των σολιστών. Ίσως, περιόρισε την ελευθερία τους, να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη γνωστή (και πολλαπλώς αποδεδειγμένη ) υψηλή δεξιοτεχνική τους δεινότητα.
Ωστόσο, το εγχείρημα ήταν απολαυστικό και αξιέπαινο, λαμβανομένης υπόψη μιας ακόμη σημαντικής πρακτικής δυσκολίας: την εύρεση χρόνου για πρόβες!
Πρόκειται επομένως για μια συναυλία που οι ακροατές αξίζει να θυμούνται... Το κοινό έχει ανάγκη από τέτοιες πρωτοβουλίες. Γιατί είναι κρίμα, σήμερα που ο μουσικός έχει μέσω διαδικτύου τόσο εύκολη πρόσβαση σε άφθονο υλικό και ερμηνείες, το κοινό να πηγαίνει σε ρεσιτάλ κιθάρας και να ακούει τα ίδια και τα ίδια «χιλιο-παιγμένα» έργα.
Από την άλλη, το να καταστεί η σύγχρονη μουσική το επίκεντρο μιας (καθαριστικής) συναυλίας, ίσως να μην είναι η πιο ελκυστική πρόταση για ένα ρεσιτάλ κλασικής κιθάρας. Όμως η αποδοχή ή μη, μιας τέτοιας πρότασης, είναι κάτι που ορίζεται αμιγώς με υποκειμενικά κριτήρια. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι προτιμότερο να περιλαμβάνονται περισσότερες «εποχές», σε ένα πρόγραμμα συναυλίας, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη «αισθητική» ποικιλία. Κάποιος άλλος, να επιθυμούσε μεγαλύτερη έμφαση στη μπαρόκ αισθητική. Κάποιος τρίτος, να προτιμούσε ένα συναυλιακό πρόγραμμα αμιγώς σύγχρονης μουσικής.
Όλες οι προτάσεις είναι σεβαστές. Αρκεί σε κάθε περίπτωση οι συντελεστές να έχουν τη δεξιοτεχνία να υποστηρίξουν τη μουσική τους πρόταση. Δίχως αμφιβολία, στην προκειμένη περίπτωση αυτό ίσχυε στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Ας μας επιτραπεί η γνώμη, ότι αυτό το ρεσιτάλ, δεν συνιστά απλώς μια πολύ επιτυχημένη προσπάθεια παρουσίασης ενός ανανεωμένου και πρωτότυπου προγράμματος συναυλίας, ήταν κάτι περισσότερο: ένα μήνυμα, ότι το ευοίωνο μέλλον της κιθάρας εξαρτάται από την ικανότητα για ανανέωση του ρεπερτορίου της και την ένταξή της σε σύνολα μουσικής δωματίου- κιθαριστικά και όχι μόνο.
Το «πείραμα» πέτυχε. Θα έχει συνέχεια από τους ίδιους συντελεστές;
To μήνυμα ελήφθη. Θα βρει άξιους «μιμητές»;
Ας ελπίσουμε!
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Δεκέμβριος 2016
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)