Agustín Barrios
130 χρόνια από τη γέννησή του
(1885 – 1944)
Και λέω ‘πολύτιμο’, γιατί κατά την άποψή μου τα έργα του έρχονται να καλύψουν ένα κενό που υπήρχε στο ρεπερτόριο του οργάνου στο διάστημα μεταξύ Tárrega και Villa-Lobos, ένα διάστημα (των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα) στη διάρκεια του οποίου κανένας αξιόλογος συνθέτης της κιθάρας δεν εμπλούτισε τη φιλολογία της με ένα τόσο πλούσιο αριθμό έργων.
Όσο κι αν θεωρώ υπερβολική την άποψη του John Williams πως ο Agustín Barrios υπήρξε ο μεγαλύτερος συνθέτης της κιθάρας όλων των εποχών, ωστόσο παραδέχομαι πως ο βιρτουόζος Παραγουανός άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο.
Κάπου ξεχασμένος για δεκαετίες στα βάθη της Λατινικής Αμερικής, έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν πρώτα ο Αμερικανός Richard Stover και στη συνέχεια ο John Williams ασχολήθηκαν σοβαρά με το έργο του, φέρνοντας στην επιφάνεια τις συνθέσεις του, 30 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο πρώτος με τη συγκέντρωση των πιο αξιόλογων κομματιών και τη δημοσίευσή τους σε μια φροντισμένη έκδοση και ο δεύτερος με μια αυστηρή επιλογή τους σε έναν εντυπωσιακό δίσκο που προκάλεσε αίσθηση.
Όλα αυτά στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Η δική μου πρώτη επαφή με έργο του Μπάριος έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ήταν η ‘Danza Paraguaya’ που μου είχε προμηθεύσει για το ρεσιτάλ μου στον ‘Παρνασσό’ ο αείμνηστος δάσκαλός μου, ο Δημήτρης Φάμπας. Θυμάμαι πως μου έδωσε το κομμάτι σε δυο φωτογραφίες (!) αρκετά σκοτεινές και σε μεγέθυνση, που χρειάστηκε να το αντιγράψω με πένα και σινική μελάνη σε μια κόλλα πενταγράμμου, όπως κάναμε τότε, αφού φωτοτυπικά μηχανήματα και φωτοτυπίες δεν υπήρχαν. Ο Φάμπας συνήθιζε να φωτογραφίζει παρτιτούρες συμμαθητών του στην Ακαδημία της Σιένα όταν σπούδαζε στην τάξη του Σεγκόβια. Μου είχε μάλιστα αποκαλύψει πως πολλά κομμάτια που δεν υπήρχαν σε εκδόσεις, τα φωτογράφιζε και στη συνέχεια τα πήγαινε στο φωτογραφείο για να τα ‘εμφανίσει’.
Ένα από αυτά λοιπόν ήταν και ο ‘Χορός της Παραγουάης’ που έμελλε να είναι και η πρώτη μου γνωριμία με τον Αγουστίν Μπάριος. Για να είμαι ειλικρινής δεν έψαξα να μάθω κάτι περισσότερο για τον συνθέτη, αλλά και να έψαχνα δεν θα έβρισκα άκρη. Σκοτάδι βαθύ από πληροφορίες και επικοινωνία είχαμε όλοι μας την εποχή εκείνη.
Έτσι θεώρησα πως κι αυτό ήταν ένα κομματάκι γραμμένο από κάποιον λαϊκό νοτιοαμερικάνο, πιθανώς κιθαρωδό ή κάτι ανάλογο, μια και της μόδας τότε ήταν τα λάτιν με τους ρυθμούς, τις μελωδίες και τους λικνιστικούς χορούς τους, σάμπα, τσα-τσα, ρούμπα, μάμπο κλπ., αλλά και τα διάφορα ‘Λος’ συγκροτήματα ‘Λος Πάντσος’, ‘Λος Ίντιος’ ‘Λος Παραγουάϊος’ που περιόδευαν παντού στην Ευρώπη με τις κιθάρες, τις άρπες και τα τραγούδια τους.
Από την άλλη βέβαια, με προβλημάτιζε και το γεγονός πως στο ‘Χορό της Παραγουάης’, ο συνθέτης έδειχνε δεξιοτέχνης και βαθύς γνώστης του οργάνου.
Η αρχική διαπίστωση που έκανα, επιβεβαιώθηκε αργότερα στο δεύτερο κομμάτι του Μπάριος που έπεσε στα χέρια μου στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ήταν το τελευταίο μέρος του Catedral, σε ένα χειρόγραφο της κακιάς ώρας που ούτε και θυμάμαι πώς το απέκτησα, αφού κάποιες νότες, θέσεις και δάχτυλα ήταν λάθος και ένας θεός ξέρει από αντιγραφή σε αντιγραφή τι κακοποίηση είχε τραβήξει κι αυτό, όπως και κάθε κείμενο εκείνο τον καιρό. Χωρίς να έχω ιδέα λοιπόν για τα άλλα μέρη που προηγούνται, το Catedral μού φάνηκε μια πρώτης τάξεως άσκηση για τα δάχτυλα, μια σπουδή που σε προκαλούσε να την τρέξεις, φωτίζοντας και ισορροπώντας όλες εκείνες τις φωνές που διαθέτει. Με το Catedral ήμουνα σίγουρος πια, πως ο συνθέτης πρέπει να είναι ένας αξιόλογος κιθαριστής χωρίς ωστόσο να έχω ολοκληρώσει μέσα μου μια σφαιρική εικόνα γι’ αυτόν, αφού ούτε βιογραφικό του υπήρχε, ούτε άλλα δικά του χειρόγραφα κυκλοφορούσαν, μα ούτε υπήρχε έστω μια κάποια πληροφορία αν ζει!
Έπρεπε λοιπόν να φτάσουμε στα τέλη του ’70 αρχές του ’80, όταν χάρη στη διάδοση του δίσκου και την κυκλοφορία των έργων του από έντυπη έκδοση, άρχισε να εξαπλώνεται παντού η φήμη αυτού του εμβληματικού όσο και αινιγματικού ιεραπόστολου της κιθάρας, που έμελλε στις μέρες μας οι συνθέσεις του να αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου των κορυφαίων σολίστ.
Σήμερα ωστόσο, παρά τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και τον καταιγισμό πληροφοριών από κάθε γωνιά του πλανήτη, η ζωή και το έργο του σε αρκετά σημεία παραμένουν σκοτεινά. Εν τούτοις θα προσπαθήσω να παραθέσω τα κυριότερα στοιχεία από τη ζωή του, αποφεύγοντας να εμπλακώ σε αμφισβητούμενα γεγονότα, αντικρουόμενες απόψεις, εικασίες και υπερβολές.
Ο ινδιάνικης καταγωγής λοιπόν Agustin Pio Barrios Mangoré, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της περιοχής Misiones της Παραγουάης και ήταν το πέμπτο από μια οικογένεια με οκτώ παιδιά.
Αν και τα πρώτα βιογραφικά παρουσιάζουν τον Μπάριος να έχει σπουδάσει με υποτροφία ως παιδί-θαύμα στο Εθνικό Κολλέγιο της Ασουνθιόν, την πρωτεύουσα της Παραγουάης, αποκτώντας κλασική παιδεία με τις μεθόδους Sor και Aguado, άλλες μαρτυρίες αναφέρουν πως στα νιάτα του δεν σπούδασε ποτέ σε κάποιο επίσημο ωδείο, ενώ στο Γυμνάσιο τέλειωσε μόνο δυο τάξεις. Προσθέτουν ακόμη, πως όλο το ενδιαφέρον του από νεαρή ηλικία στράφηκε στην κιθάρα και τη σύνθεση, γι’ αυτό και στην ωριμότητά του ο Μπάριος δεν είχε κάποια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα πέραν του να εμφανίζεται παίζοντας κιθάρα και να συνθέτει μουσική.
Αντίθετα άλλα βιογραφικά του, μιλάνε πως παράλληλα με τις σπουδές του στη μουσική, ασχολήθηκε και διέπρεψε στη φιλολογία, τα μαθηματικά και την δημοσιογραφία και πως πέρα από τα ισπανικά, τη μητρική του γλώσσα και αυτή των προγόνων του – της ινδιάνικης φυλής Γκουαρανί – μπορούσε να διαβάζει Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.Τα ίδια μάλιστα βιογραφικά υποστηρίζουν πως ο Μπάριος υπήρξε ο πρώτος κιθαριστής που έγραψε δίσκο, γεγονός που αμφισβητεί άλλο δημοσίευμα τόσο ως προς τις σπουδές του και την ευρυμάθειά του στις γλώσσες, όσο και στο γεγονός του δίσκου, που ως πρώτον αναφέρει τον Μεξικανό κιθαριστή Octaviano Yanes που έγραψε στις 25 Αυγούστου του 1908 ένα μεξικάνικο χορό με την δισκογραφική εταιρεία Victor.
Επί πλέον ενώ τα περισσότερα δημοσιεύματα θέλουν τον Μπάριος να αφήνει την γενέτειρά του την Παραγουάη και να εγκαθίσταται στην Αργεντινή από όπου για τα επόμενα 30 χρόνια πραγματοποιεί περιοδείες σε όλα τα κράτη της αμερικανικής ηπείρου, κάποια άλλα δημοσιεύματα ίσως πιο πειστικά, λένε πως η καθημερινότητα και οι επείγουσες ανάγκες της ζωής, τον υποχρέωναν να ταξιδεύει συνεχώς γι’ αυτό και ουδέποτε είχε μια μόνιμη κατοικία σε κάποια χώρα. Πέρασε, γράφουν, μια εκτεταμένη περίοδο της ζωής του στη Βραζιλία (1915-1919), δυο άλλες στην Ουρουγουάη (1912-1915 & 1919-1927) και μια τρίτη στο Ελ Σαλβαντόρ (1939-1944) αλλά σε καμία από αυτές τις χώρες δεν δημιούργησε μια μουσική σχολή ή δεν τύπωσε κάποιες από τις συνθέσεις του. Έδωσε ρεσιτάλ σε όλες σχεδόν τις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής αλλά ουδέποτε εκπλήρωσε το όνειρο του να παίξει στη Βόρειο Αμερική (ΗΠΑ & Καναδά). Η μόνη φορά που εγκατέλειψε τη Λατινική Αμερική ήταν το 1934 για ένα ταξίδι στην Ευρώπη που διήρκεσε 15 μήνες χωρίς κάποια αποτελέσματα.
Ωστόσο όλα τα δημοσιεύματα συμφωνούν, πως για ένα διάστημα ο Μπάριος εμφανίζεται στα ρεσιτάλ του με το παραδοσιακό ντύσιμο των ινδιάνων και με τον τίτλο ‘Νιτσούγα Μανγκορέ – ο Παγκανίνι της κιθάρας’. Το Νιτσούγα αποτελεί αναγραμματισμό του ονόματος Αγουστίν, ενώ το Μανγκορέ ήταν το όνομα του θρυλικού αρχηγού της ινδιάνικης φυλής των Γκουαρανί.
Κυρίως όμως συμφωνούν πως οι δραστηριότητες και οι επιτυχίες του Μπάριος ως συνθέτη – σολίστα, δημιούργησαν ένα ασυναγώνιστο προφίλ κιθαριστή σε όλη τη Λατινική Αμερική, ανάλογο μπορώ να πω με αυτό του Σεγκόβια στην Ευρώπη.
Ολοκληρώνοντας αυτό το σύντομο βιογραφικό θέλω να προσθέσω πως στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Μπάριος άρχισε να έχει σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του, οπότε αναγκάσθηκε να σταματήσει τις περιοδείες και να περιοριστεί σε μεμονωμένα ρεσιτάλ, γι’ αυτό και μετακόμισε στο Ελ Σαλβαδόρ της Κεντρικής Αμερικής όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του διδάσκοντας και συνθέτοντας.
Ο Μπάριος που στις μέρες μας τιμάται στην Παραγουάη ως ένας από τους κορυφαίους μουσικούς της, δεν υπήρξε μόνον ένας εντυπωσιακός δεξιοτέχνης της κιθάρας, αλλά και ένας συνθέτης με περισσότερα από 300 έργα – κάποια από τα οποία θεωρούνται από τις ωραιότερες σελίδες της φιλολογίας του οργάνου. Σώζονται περίπου 100 από αυτά, είτε σε χειρόγραφα είτε σε δίσκους των 78 στροφών, μπορούμε δε να τα κατατάξουμε σε 3 κατηγορίες: στα θρησκευτικά, τις διασκευές και τα φολκλόρ.
Σε πολλούς τώρα γεννιέται το ερώτημα, πώς συνέβη και ένας τόσο μεγάλος κιθαριστής και συνθέτης παρέμεινε άγνωστος για δεκάδες χρόνια, όταν μάλιστα η σταδιοδρομία του στη Λατινική Αμερική ήταν εμφανώς εντυπωσιακή.
Δεν υπήρξε ποτέ κάποιος παράγοντας να προωθήσει τα έργα του?
Σε καμία από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής που επισκέφτηκε δεν συνάντησε κάποιον ατζέντη για να συνεργασθεί?
Άραγε πώς ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ποτέ να τυπώσει τις συνθέσεις του ή να διακινήσει τους δίσκους του? Και όταν βρέθηκε στην Ευρώπη για 15 μήνες, πώς δεν ακούστηκε?
Και από την άλλη, ο Σεγκόβια που τόσο συχνά έπαιζε στην Λατινική Αμερική, αλλά και την πατρίδα του την Παραγουάη, ούτε κι αυτός τον είχε ανακαλύψει?
Γι αυτό το τελευταίο μάλιστα, ακούγονται πολλά και λέγονται περισσότερα: ότι δηλαδή πράγματι ο Σεγκόβια τον γνώριζε και πολύ καλά μάλιστα γι’ αυτό και τον φοβήθηκε, ενώ μια άλλη εκδοχή θέλει τον Σεγκόβια να μην εκτιμά καθόλου την λαϊκότροπη μουσική του Μπάριος, όταν μάλιστα εκείνο τον καιρό αγωνίζεται να καθιερώσει την κιθάρα ως συναυλιακό όργανο, διαχωρίζοντας το ρόλο της από το φλαμένκο και τα Λάτιν.
Μια τρίτη εκδοχή υπενθυμίζει πως ο Σεγκόβια μέχρι το 1950 που άρχισε να διδάσκει στην Ακαδημία της Σιένα δεν βοηθούσε κανέναν.
Υπάρχει και μια τέταρτη από το βιβλίο “Mangoré, Life and Plays of Barrios” των Godoy & Szaran, σχετικά με τη συνάντηση των δυο κιθαριστών και το Catedral: «…το έργο αυτό που γράφτηκε το 1921 και είναι εμπνευσμένο από τη μουσική του J. S. Bach, υπήρξε η κορυφαία σύνθεση του Μπάριος κερδίζοντας την εκτίμηση ακόμα και του Αντρές Σεγκόβια ο οποίος το 1994 αναφέρει “…το 1921 στο Μπουένος Άϊρες, έπαιξα στη αίθουσα La Argentina, γνωστή για την καλή της ακουστική στην κιθάρα, στην ίδια που ο Μπάριος είχε επίσης παίξει λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
Μου συστήθηκε μέσω του γραμματέα του Elbio Trapani και τον προσκάλεσα στο ξενοδοχείο μου όπου ο Μπάριος έπαιξε με την δική μου κιθάρα διάφορες συνθέσεις του, μεταξύ των οποίων και κάποια η οποία πραγματικά με εντυπωσίασε. Ήταν ένα μεγαλειώδες κομμάτι κονσέρτου με τίτλο La Catedral, του οποίου το πρώτο μέρος είναι ένα Andante σαν εισαγωγή και πρελούδιο και το δεύτερο ένα πολύ δεξιοτεχνικό κομμάτι το οποίο είναι ιδανικό για το ρεπερτόριο κάθε σολίστα της κιθάρας. Ο Μπάριος μού υποσχέθηκε να μου στείλει αμέσως ένα αντίγραφο του έργου (παρέμεινα δέκα μέρες πριν συνεχίσω το ταξίδι μου) αλλά ουδέποτε έλαβα το αντίγραφο”.
Το κείμενο πάλι αυτό με έβαλε σε σκέψεις αφού το 1921 ο Μπάριος είχε γράψει μόνο το τρίτο μέρος, το Allegro Solemne, ενώ πολλά χρόνια αργότερα, προσθέτοντας δυο ακόμα μέρη, ολοκλήρωσε το έργο δίνοντας του τον τίτλο La Catedral.
Τα δύο μέρη που προστέθηκαν (¨Preludio ‘Saudade’ και Andante Religioso), γράφτηκαν στην Αβάνα (Κούβα) το 1938, όταν ο Μπάριος είχε προβλήματα υγείας τα οποία, σε συνδυασμό με την έλλειψη χρημάτων και την αναπόφευκτη ένταση στη συζυγική του ζωή, τού δημιούργησαν μια βαθιά συναισθηματική φόρτιση. Ολόκληρο το Catedral με τα τρία μέρη παίχτηκε από το συνθέτη για πρώτη φορά στο San Salvador στις 25 Ιουλίου 1938 και το γεγονός αυτό αδυνατίζει την αξιοπιστία του προαναφερθέντος βιβλίου και εκθέτει τους συγγραφείς.
Όπως και νάχουν τα πραγματικά γεγονότα, όπου κι αν βρίσκεται η αλήθεια, παιδί-θαύμα ή όχι, καλλιεργημένος ή μη, πρωτοπόρος στους δίσκους ή όχι, στην Αργεντινή ή αλλού, ο Αγουστίν Μπάριος πήρε μια θέση στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών της ιστορίας του οργάνου, αφού τα έργα του είναι πλέον τόσο διαχρονικά όσο και οικουμενικά.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(Μάιος 2015)
lizevas@yahoo.com
http://www.evangelos-liza.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)