ΑΚΟΥΣΑ - ΕΙΔΑ - ΔΙΑΒΑΣΑ (2)
α. Άκουσα
Tούτη την εποχή κολυμπάω στους ωκεανούς της μουσικής του Νίκου Μαμαγκάκη. Ο συνθέτης είχε την ευγενική καλοσύνη να μου δωρίσει τις 22 πρώτες δισκογραφικές εκδόσεις της εταιρείας του , την οποία ίδρυσε και οργάνωσε με σκοπό την με τη δική του εποπτεία επανέκδοση των σημαντικότερων έργων του: Προσοχή! Δεν πρόκειται για επανεκδόσεις των παλαιότερων ηχογραφημάτων του, αλλά δισκογραφικές εκδόσεις καθ’ όλα νέων ερμηνειών. Η σχέση του συνθέτη με την κιθάρα, την κλασική μάλιστα, είναι παλαιόθεν δεδομένη. Επομένως το ενδιαφέρον που έχουν οι καινούριες αυτές εκδόσεις για τον παρόντα ιστότοπο, είναι αυξημένο.
Στον εκτενή κατάλογο των έργων του ανιχνεύονται πολλά συνθέματα στα οποία η κιθάρα δεσπόζει. Ενδεικτικά μνημονεύουμε τα Κοντσέρτο αρ. 1 για κιθάρα και ορχήστρα (1990), Χροές Ι για σόλο κιθάρα (1986), Χροές ΙΙ για κιθάρα και βιολί (1989), Χροές ΙΙΙ για φλάουτο και κιθάρα (1988), Τριτύς για κιθάρα, σαντούρι, κρουστά και δυο κοντραμπάσα (1966), Είκοσι δυο κομμάτια για κιθάρα (1984), Μικρή αναφορά στον Μάνο Χατζιδάκι (1996) και βεβαίως τη θρυλική Εκδρομή στις διάφορες εκδοχές της (1966, 1986).
Στις νέες εκδόσεις από τα προαναφερθέντα έργα υπάρχει η Νέα Εκδρομή (1986), η κιθάρα, όμως, δεν λείπει από σχεδόν καμιά από αυτές.
Στη Νέα Εκδρομή, στην Εαρινή Συμφωνία (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, έργο του 1989-90, το οποίο ορίζεται για ανδρική και γυναικεία φωνή, κιθάρα και έγχορδα) καθώς και στο Μπολιβάρ (έργο του 1969, εμπνευσμένο από τον ποιητικό λόγο του Νίκου Εγγονόπουλου, το οποίο δισκογραφήθκε τώρα και σε ισπανόφωνη εκδοχή!), ο συνθέτης εμπιστεύτηκε την ερμηνευτική δεινότητα του Δημήτρη Κοτρωνάκη (γενν. 1973). Σε όλα τα λοιπά ηχογραφήματα (όπου υπάρχει βεβαίως κιθάρα) προσέτρεξε στην αρωγή του Χρυσόστομου Καραντωνίου. Στην έκδοση με δύο δίσκους ακτίνας, ωστόσο, η οποία είναι αφιερωμένη στη μουσική που πλάστηκε για τη γερμανική τηλεοπτική σειρά-έπος Heimat (Πατρίδα, 1984) & Zweite Heimat (Δεύτερη Πατρίδα, 1993) – ο Νίκος Μαμαγκάκης συνέθεσε συνολικά 44 ώρες μουσικής!!! – δεσπόζει το όνομα της Έλενας Παπανδρέου, με την οποία ο συνθέτης είχε εξαιρετικά καρποφόρα συνεργασία στο παρελθόν. Στην Έλενα Παπανδρέου μάλιστα και τον Γεράσιμο Μηλιαρέση είναι αφιερωμένη η καινούρια έκδοση της Νέας Εκδρομής, τιμή στους «πρώτους διδάξαντες».
(ακούστε δείγμα)
Το ενδιαφέρον μας, όπως είναι φυσικό, εστιάζεται στη νέα ερμηνευτική εκδοχή της Νέας Εκδρομής. Αυτή αντιπαρατίθεται στην ιστορική ερμηνεία της πρωτότυπης κινηματογραφικής μουσική για την ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου Εκδρομή – εκεί που ο ήχος του Γεράσιμου Μηλιαρέση χρωμάτιζε υπέροχα την ασπρόμαυρη εικόνα - καθώς και στην επανεπεξεργασμένη το 1986 δισκογράφησή της από την Έλενα Παπανδρέου - οπότε παρουσιάστηκε ως Νέα Εκδρομή. Τα δυο όμορφα τραγούδια (φωνή – κιθάρα) «Το σύννεφο» και «Φυγή» σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου πρωτοερμήνευσε η Πόπη Αστεριάδη (στην ταινία), ενώ στον επαναπροσδιορισμό του 1986, το πρώτο τραγούδι ερμήνευσε η Νένα Βενετσάνου και το δεύτερο η Σαβίνα Γιαννάτου. Στη νέα έκδοση-εκδοχή τα τραγούδια ερμηνεύει η υπερεκτιμημένη και υπερπροβεβλημένη, εσχάτως, Φωτεινή Δάρρα. Ο Δημήτρης Κοτρωνάκης δεν διστάζει να αναμετρηθεί με ερμηνείες που έχουν καταχωρηθεί στη μνήμη και την καρδιά ως ιδεώδεις. Μερικές στιγμές ο ήχος του μοιάζει τραχύς και επιθετικός. Όμως όποιος γνωρίζει τον μύθο, τον οποίο γεννήθηκε για να υπηρετεί αυτή η εμβληματική μουσική, τότε εύκολα δίνει … άφεση αμαρτιών. Ο κιθαριστής πείθει ότι έχει αφομοιώσει το ύφος και το ήθος του έργου και στις ερμηνείες του προσεγγίζει τη μουσική με τρόπο που να αναδεικνύει και την προσωπικότητά του – κάτι που προφανώς έγινε και με την παρέμβαση του συνθέτη (π.χ. τα δυο μέρη του έργου όπου δεσπόζει το τρέμολο την «Παραλλαγή IV» και το «Ρομάντσο», τα ερμηνεύει το πρώτο αισθητά πιο γρήγορα και το δεύτερο πιο αργά απ’ ότι οι προηγηθέντες). Η δε Φωτεινή Δάρρα στην προσπάθειά της να μιμηθεί άλλοτε τη νεοκυματική αδρότητα της Πόπης Αστεριάδη, άλλοτε την ερμηνευτική πολυμορφία και ξεχωριστή προσωπικότητα της Σαβίνας Γιαννάτου δεν φτάνει πουθενά, καθ’ όσον οι ερμηνείες της είναι άνευρες, άψυχες, ψυχρές και απρόσωπες. Θέμα σύγκρισης επομένως δεν τίθεται.
β. Είδα
Μετά τη μεγάλη εμπορική - και όχι μόνο – επιτυχία την οποία σημείωσαν οι πρόσφατες αμερικάνικες κινηματογραφικές μουσικές προσωπογραφίες Ray (Αφιέρωμα στον μεγάλο Ρέι Τσάρλς, 2004, σκηνοθεσία Τέιλορ Χάκφορντ) και I Walk the Line (ο άνθρωπος με τα μαύρα της αμερικάνικης μουσικής κάντρι Τζόνι Κας είχε εδώ την τιμητική του, 2005, σκηνοθεσία Τζέιμς Μάνγκολντ), η Γαλλία παρέδωσε στους φίλους του κινηματογράφου, αλλά και του παγκόσμιου τραγουδιού, το κινηματογραφικό αφιέρωμα στη σπουδαιότερη τραγουδίστριά της, την εθνική τραγουδίστριά της Εντίθ Πιάφ.
ακούστε: 8 τραγούδια της στο TaR-radio.com
Και είναι βεβαίως άξιον απορίας το γιατί άργησαν τόσο, μια και ο μυθικός πλέον βίος της, όπως και τα τραγούδια που ερμήνευσε, προσφέρονταν και πάντα προσφέρονται για μια συναρπαστική ταινία. Να όμως που έφτασε η στιγμή και κάθε ρομαντικός, φιλόμουσος ή μη, οφείλει να σπεύσει να γνωρίσει την κινηματογραφική εκδοχή της ζωής μιας σπουδαίας, μοναδικής πράγματι, τραγουδίστριας. Απορίας άξιον, εν προκειμένω, είναι το γεγονός ότι όλοι μνημονεύουν την ταινία με τον αμερικάνικο (και πιο πιασάρικο για το διεθνές κοινό) τίτλο της La vie en rose (είχε γίνει μεγάλη επιτυχία και στο αντίπερα του Ατλαντικού και σε ερμηνείες διαφορετικές από της Πιάφ, π.χ. εκείνη του Λουίς Άρμστρονγκ) παραβλέποντας τον αυθεντικό που είναι La Môme (Η παιδούλα, Η μικροκαμωμένη). Ακόμη τελείως άστοχη θεωρούμε την απόδοση του τίτλου στα ελληνικά ως Ζωή σαν τριαντάφυλλο – άλλο βεβαίως σημαίνει το La vie en rose. Εκτός βεβαίως αν εννοούν τριαντάφυλλο με πολλά … αγκάθια.
Ακόμη και όταν είχε πια μεγαλώσει και είχε γίνει διάσημη οι οικείοι της την αποκαλούσαν χαϊδευτικά La Môme Piaf, έτσι όπως ήταν λεπτοκαμωμένη και κοντούλα. Ήταν ίσως η πιο εύστοχη από τις ιδέες του σκηνοθέτη της ταινίας Ολιβιέ Νταάν (Olivier Dahan). Γιατί ας είμαστε ειλικρινείς η πραγματικά ανεπανάληπτη Πιάφ άξιζε ένα καλύτερο κινηματογραφικό εγκώμιο. Έτσι μετά τον Κλοντ Λελούς που σκηνοθέτησε το 1983 την ταινία Edith et Marcel εστιασμένη, αλλά και αυτή όχι με επιτυχημένο τρόπο, στη θυελλώδη σχέση της Πιάφ με τον πυγμάχο Μαρσέλ Σερντάν, ιδού τώρα μια ακόμη κινηματογραφική προσέγγιση του φαινομένου Πιάφ, η οποία αφίσταται του επιθυμητού. Η ταινία με τα συνεχή flash back – ο Νταάν θέλησε να της προσδώσει το ύφος video clip – αφήνει ερωτηματικά ακόμα και στους γνώστες του μύθου. Πόσο μάλλον στους επιδερμικά γνωρίζοντες.
Η σχέση της με τον νεαρό, τότε, Ιβ Μοντάν, που από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για ολόκληρη ταινία αγνοείται παντελώς. Όπως και η ιστορία με τον τελευταίο άντρα της ζωής της, τον ελληνικής καταγωγής κομμωτή Θεοφάνη Λαμπούκα (περισσότερο γνωστό με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Theo Sarapo) είκοσι σχεδόν χρόνια μικρότερό της, τον οποίο παντρεύτηκε στις 9 Οκτωβρίου 1962 σε ορθόδοξη εκκλησία του Παρισιού – μια ακόμη καλή ιδέα για μια ταινία, η ιστορία αυτή. Ο Τεό μοιάζει να την αγάπησε πραγματικά – πολλοί προφανώς τον αποκάλεσαν προικοθήρα – και της χάρισε στιγμές πραγματικής ευτυχίας - που τόσο είχε ανάγκη - προς το τέλος του βίου της. Στο μνήμα της μάλιστα, στο περίφημο κοιμητήριο Περ Λασέζ όπου ενταφιάστηκε (πέθανε στις 11 Οκτωβρίου 1963, πριν συμπληρώσει 48 χρόνια ζωής), είναι γραμμένο το όνομά της ως Madame LAMBOUKAS dite EDITH PIAF.
(Φωτογραφία Γιώργος Β. Μονεμβασίτης 23.6.2005 ©)
Ότι η Πιαφ ήταν ένα δυστυχισμένο πλάσμα που χάρισε στην ανθρωπότητα σπουδαία τραγούδια, ερμηνευμένα με τρόπο μοναδικό, όλοι το γνωρίζουμε. Αυτό ακριβώς, και σχεδόν τίποτα περισσότερο, προσφέρει η ταινία του Νταάν. Ο σκηνοθέτης μολονότι σχετικά νέος (το 1967 γεννήθηκε) δεν είναι άπειρος. Έχει μάλιστα δώσει απτά δείγματα των ιδιαίτερων χαρισμάτων του (π.χ. Πορφυρά ποτάμια 2, 2004). Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση δεν μπόρεσε να στοχεύσει στην καρδιά του μύθου. Και χρεώνεται τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα, αφού αυτός υπέγραψε και το σενάριο του έργου.
Ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Νταάν προσπαθεί να … αφομοιώσει το μύθο
Ακόμη και οι ίδιοι οι συμπατριώτες του θεωρούν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του μέτριο. Η Μοντ και η Λιμπερασιόν φερ’ ειπείν τη βαθμολογούν με 2 στα 5, ενώ τα περίφημα Τετράδια του Σινεμά (Cahiers du Cinéma), τη βαθμολογούν με 1 στα 5! – αν και αυτά δεν έχουν πλέον την αξιοπιστία της παλιάς καλής εποχής. Μα και η μεγάλη διάρκειά της – ξεπερνά τα 140 λεπτά – αποδεικνύεται υπερβολική και κουραστική. Τι μένει λοιπόν από την ταινία; Μένουν μερικές όμορφες στιγμές τραγουδιού (σαν video clip, όπως είπαμε), με συγκλονιστική αυτή του τέλους με τον σπαραχτικό απολογισμό ζωής που έχει όνομα «Non, je ne regrette rien» (Όχι, δε μετανιώνω για τίποτα), μα κυρίως μια πραγματικά για Όσκαρ ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ (Marion Cotillard). Η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός (το 1975 γεννήθηκε) δεν υποδύεται απλώς το ρόλο της Πιάφ. Τον βιώνει, έχει μπει βαθειά στο πετσί του, υποφέρει πραγματικά, όπως υπέφερε εκείνη, χαίρεται πραγματικά όπως χαιρόταν εκείνη, ταυτίζεται με εκείνη. Και δεν πρέπει να ήταν καθόλου εύκολο γιατί εκτός των λοιπόν και η πραγματική σωματοδομή της είναι τελείως διαφορετική. Η Κοτιγιάρ είναι ψηλότερη κατά είκοσι δυο εκατοστά από ότι ήταν η Πιάφ, και εκτός αυτού είναι και πανέμορφη. Κατόρθωσε όμως το ακατόρθωτο. Τη μορφή της προσάρμοσαν οι μακιγιέρ και η τεχνολογία. Την ψυχή της όμως την μακιγιάρισε η ίδια.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ ως Εντίθ Πιαφ Η Μαριόν Κοτιγιάρ ως … Κοτιγιάρ
Ο θεατής βεβαίως βγαίνει από τη σκοτεινή αίθουσα συγκινημένος με το χάιδεμα των τραγουδιών στα αυτιά, μα και το γρονθοκόπημά τους στην ψυχή του – αυτός τουλάχιστον που καταλαβαίνει κάτι περισσότερο. Όλα τούτα τα ηχητικά όμως μπορεί να τα απολαύσει και στις πολλές δισκογραφικές εκδόσεις που τιμούν τις ερμηνείες της, αλλά πολύ περισσότερο στο εξαιρετικό DVD που εξέδωσε το 2003 η EMI (Γαλλίας), με τίτλο Edith Piaf: L’ Hymne à la Môme (κωδικός έκδοσης 7243 599030-9). Σε αυτό περιέχονται πολλές – αν όχι όλες - από τις κινηματογραφικές παρουσίες της, από τις στιγμές συναυλιών της στο Olympia και αλλού, αλλά και πολλά-πολλά ακόμη καλούδια (κινηματογραφικά επίκαιρα της εποχής, μαρτυρίες φίλων και συνεργατών κ.α.).
Υ.Γ. Μην αναζητήσετε την έκδοση αυτή με την επικολλημένη τιμή κτήσης. Αυτή αφορά τη FNAC Γαλλίας. Γιατί εδώ…
γ. Διάβασα
Τον τελευταίο καιρό εκδίδονται αρκετά - σε σχέση πάντοτε με το παρελθόν το αρκετά - βιβλία στη χώρα μας, τα οποία είναι επικεντρωμένα στην όπερα. Τα περισσότερα από αυτά αποτελούν μεταφράσεις ξενόγλωσσων εκδόσεων, των οποίων το περιεχόμενο άλλοτε αποτελεί ένα απλό ξεναγό στο δημοφιλή κόσμο του λυρικού θεάτρου, άλλοτε διαθέτει τα χαρακτηριστικά του δοκιμίου, οπότε έχουμε μια πλέον ενδιαφέρουσα όσο και απαιτητική προσέγγιση του μουσικού αυτού είδους.
Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσεται η έκδοση με τον ευφάνταστο τίτλο Ο σιωπηλός έρωτας του Ζαράστρο, ένα πραγματικά απολαυστικό δοκίμιο, το οποίο υπογράφει ο Ούγγρος μουσικολάτρης Ατιλα Τσάμπαϊ (εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, 2006, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος, 335 σελ., 18,00 €. Πρωτότυπος τίτλος Attila Csampai: Sarastros stille Liebe, εκδόσεις Jung und Jung, 2001, Salzburg und Wien).
Με τις αρχικές φράσεις του στο εισαγωγικό κείμενο του εξαιρετικού αυτού πονήματός του ο Τσάμπαϊ προσδιορίζει την απέραντη αγάπη του για την όπερα και προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη συνέχεια των ανιχνεύσεων, τεκμηριώσεων μα και του προσωπικού βλέμματός του: «Η όπερα είναι μέσο αναγκαίο προς το ζην, ένα μέσω επιβίωσης της ψυχής, ο ωραιότερος αντίκοσμος που μπορεί να πλάσει ο νους μας, η ιερότερη περιοχή της φαντασίας μας, η πιο πυρωμένη αυταπάτη και η πιο εξαντικειμενικευμένη διαμόρφωση της συναισθηματικής μας ύπαρξης, δηλαδή της αθανασίας της ψυχής του ανθρώπου». Με θαυμαστή μεθοδικότητα, στα κεφάλαια που ακολουθούν, ανατέμνει τους μύθους, τόσο τους μουσικούς όσο και τους λογοτεχνικούς-ιστορικούς, είκοσι γνωστών και σημαντικών λυρικών δραμάτων που σφράγισαν το μουσικό κλασικισμό και ρομαντισμό, και τεκμηριώνει τη διαχρονική αναγκαιότητά τους αποδεικνύοντας ότι πολύ απέχουν από τα μουσειακά εκθέματα, που κάποιοι τα θέλουν. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο συγγραφέας παραθέτει, εν είδει παραρτήματος στο τέλος του πονήματός του, κατάλογο με τις αγαπημένες σε αυτόν ερμηνείες των λυρικών δραμάτων στα οποία πριν έχει εστιάσει. Εξαιρετικά χρήσιμη είναι και η παρατιθέμενη μετά από κάθε κεφάλαιο βιβλιογραφία. Οι αναζητήσεις του Τσάμπαϊ κινούνται κυρίως ανάμεσα στο δίπολο Μότσαρτ-Βέρντι, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται σε αυτό, αλλά και από αυτό. Ο τίτλος τον οποίο χάρισε στο πόνημά του είναι συμβολικός αλλά και εύγλωττος: Ο Ζαράστρο ο χαρακτήρας που στον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ, εκπροσωπεί τη σοφία, το καλό και το ωραίο, μοιάζει να καθοδηγεί τη σκέψη του συγγραφέα, η οποία προσπαθεί να διεισδύσει παντού.
Ο Τσάμπαϊ γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1949 και ζει στο Μόναχο, όπου έχει πολυδιάστατη μουσική δραστηριότητα (κριτικός μουσικής, παραγωγός-παρουσιαστής ραδιοακροαμάτων κ.α.). Έχει συγγράψει πολλά κείμενα για τη μουσική, μα και άκρως ενδιαφέροντα εγχειρίδια, καθώς και εικονογραφημένες μονογραφίες για το σπουδαίο Καναδό πιανίστα Γκλεν Γκούλντ και τη μοναδική Μαρία Κάλλας. Τη Μαρία Κάλλας μνημονεύει και στο παρόν σύγγραμμά του, όπου υπάρχουν και αρκετές αναφορές σε έναν άλλο σπουδαίο Έλληνα, τον μουσικολόγο Θρασύβουλο Γεωργιάδη, που υπήρξε άλλωστε και δάσκαλος του συγγραφέα. Στην ευχαρίστηση που εισπράττει ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού, συμβάλει ασφαλώς σημαντικά και η θαυμάσια, γλαφυρή μετάφραση του Θόδωρου Παρασκευόπουλου. Μην αδιαφορήσετε λοιπόν για τούτη τη διαφορετική προσέγγιση στην τέχνη του λυρικού θεάτρου. Θα σας συναρπάσει ο λόγος και οι ιδέες ενός ειδήμονα της μουσικής που έχει το θάρρος να δηλώνει: «…το τραγούδι της όπερας λοιπόν είναι η ωραιότερη, συγκλονιστικότερη κήρυξη πολέμου στον θάνατο και η καθαρότερη μορφή του Ορφέως. Οι όπερες είναι οι ισχυρότερες επικλήσεις της ζωής».
δ. Είδα & άκουσα
Το πλέον ξεχωριστό, σημαντικό μα και ενδιαφέρον μουσικό γεγονός αυτής της περιόδου, ήταν ασφαλώς το αφιέρωμα στον Ζορζ Μπρασένς το οποίο πραγματοποιήθηκε στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ στις 20 Μαρτίου.
ακούστε: 3 τραγούδια του στο TaR-radio.com
Η εκδήλωση ήταν ενταγμένη στον κύκλο που συνδυάζει καλή μουσική και καλό κινηματογράφο και συνδιοργανώνεται από την Ορχήστρα των Χρωμάτων και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Η φετινή χρονιά, η οποία ήταν η έκτη κατά σειρά που διοργανώνεται ο κύκλος, ήταν αφιερωμένη στη γαλλική μουσική και τον γαλλικό κινηματογράφο και είχε όνομα Κάθε Τρίτη γαλλικά και … πιάνο – οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται κάθε Τρίτη, εξ ου και ο γενικός τίτλος των εκδηλώσεων Μουσικές Τρίτες στο Τριανόν.
Οι εκδηλώσεις αρχίζουν πάντοτε προς το τέλος του Γενάρη και διαρκούν έως τις παραμονές του Πάσχα. Φέτος λόγω του θέματος ζητήθηκε και η αρωγή του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, που, ειρήσθω εν παρόδω, γιορτάζει τα 100 χρόνια λειτουργίας του (1907-2007). Με τη δική του βοήθεια κατέστη δυνατό το αφιέρωμα στον Ζορζ Μπρασένς, το οποίο εκτός από το μουσικό μέρος περιλάμβανε και την προβολή της κινηματογραφικής παραγωγής του Ρενέ Κλερ Porte des Lilas, ταινία του 1957, η οποία είναι και η μοναδική στην οποία όχι απλώς εμφανίζεται αλλά πρωταγωνιστεί ο σπουδαίος, ο μοναδικός Ζορζ Μπρασένς. Αφιερώματα σε καλλιτέχνες που έχουν προσφέρει στη μουσική γίνονται πολλά και διάφορα, με πολλές και διάφορες αφορμές. Το θέμα-πρόβλημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι οι επιλογή των καλλιτεχνών που θα πραγματοποιήσουν το εγκώμιο, αλλά και η ικανότητά τους να το πραγματοποιήσουν σωστά. Τη φορά αυτή η επιλογή ήταν η ιδανική.
Ο Ζοέλ Φαβρό, ο οποίος είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μουσικό δρώμενο, υπήρξε ο βασικός συνεργάτης του Μπρασένς από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν γνωρίστηκαν, μέχρι το τέλος του βίου του τραγουδοποιού-τροβαδούρου (29 Οκτωβρίου 1981). Έτσι έχει αφομοιώσει τις συνιστώσες και τις ιδιαιτερότητες των τραγουδιών του Μπρασένς καλύτερα από τον καθένα. Και όχι μόνον αυτό. Η μουσική παράσταση Salut Brassens την οποία έχει οργανώσει παρουσιάζεται με εξαιρετική επιτυχία εντός και εκτός Γαλλίας για περισσότερο από δέκα χρόνια – μέχρι και στο … Αφγανιστάν έχει φτάσει η χάρη της. Αρκεί μια αναζήτηση στο διαδίκτυο για να διαπιστώσει κανείς πόσο σημαντική (ο αριθμός των αναφορών) και πόσο συνεπής (τα σχόλια σε έντυπα αλλά και στο διαδίκτυο) προς το πνεύμα αυτού που την ενέπνευσε είναι.
Ο Ζορζ Μπρασένς (Georges Brassens, 1921-1981) υπήρξε ένας πραγματικά σπουδαίος και ανεπανάληπτος Γάλλος τραγουδοποιός και τροβαδούρος. Αιρετικός ή όχι - εξαρτάται πως αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια αυτής της λέξης - υπήρξε ένας στοχαστικός διανοητής λόγου και μουσικής, που με την αθυροστομία του, αλλά και την ταυτόχρονη αγνότητα-αυθεντικότητά του, δημιούργησε μια μοναδική μουσική κοινότητα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν πρωτοεμφανίστηκε. Μια κοινότητα εντελώς δική του, χωρίς προδρόμους αλλά και χωρίς συνεχιστές.
Τα τραγούδια του, τα οποία συνέβαλλα τα μέγιστα στην ενδυνάμωση του γαλλικού μουσικού – και όχι μόνον –υπαρξισμού, παρά τη φαινομενική μονοτονία τους, προερχόμενη όχι τόσο από τη στροφική τους υπόσταση, αλλά από την απαραβίαστη συνοδοιπορία φωνής και κιθάρας, θα αποτελούν παντοτινό σύμβολο για τους ανήσυχους, τους υποψιασμένους ακροατές. Οι ανήσυχοι και υποψιασμένοι ακροατές που έσπευσαν για να παρακολουθήσουν και να απολαύσουν το αφιέρωμα στον Μπρασένς ήσαν πολύ περισσότεροι από όσους χωρά η αίθουσα του ΤΡΙΑΝΟΝ. Μολονότι τα σκαλάκια χρησιμοποιήθηκαν ως καθίσματα, οι διάδρομοι γέμισαν από όρθιους, πολλοί ήσαν εκείνοι που έμειναν με την πίκρα και την απογοήτευση της μη συμμετοχής σε αυτή τη μουσική γιορτή.
Δεν παρουσιάστηκε βεβαίως στο ΤΡΙΑΝΟΝ ολόκληρο το πρόγραμμα του Salut Brassens αλλά ένα σχετικά μικρό μέρος του (γύρω στα πενήντα λεπτά) μια και έτσι προβλέπουν οι προδιαγραφές στις Μουσικές Τρίτες στο Τριανόν – η διάρκεια ολόκληρης της μουσικής παράστασης ξεπερνά τις δυο ώρες. Από την αρχή ο Ζοελ Φαβρό (Joël Favreau) διάλεξε για το πρόγραμμα αυτό ένα και μοναδικό συνεργάτη επιθυμώντας να διατηρήσει τη λιτότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο της προσφοράς του Μπρασένς: τον ακορντεονίστα Ζαν-Ζακ Φρανσέν (Jean-Jacques Franchin). Και με αυτόν ως μουσικό σύντροφο ήλθε βεβαίως στην Αθήνα. Ζοέλ Φαβρό (φωνή και κιθάρα) και Ζαν-Ζακ Φρανσέν (ακορντεόν) ήσαν λοιπόν αυτοί που μας χάρισαν το ήθος, την ομορφιά και τη διεισδυτικότητα των τραγουδιών του Μπρασένς. Για όσους αναρωτιούνται για το ποιόν των δυο θαυμάσιων μουσικών ιδού παραθέτουμε συμπτυγμένα τα βιογραφικά τους.
Ύστερα από επτά χρόνια κλασικών σπουδών πιάνου στο Ινστιτούτο Μουσικών Σπουδών που είχαν ιδρύσει ο Μορίς και η Ζινέτ Μαρτενό, ο Ζοέλ Φαβρό στράφηκε στη μελέτη της κλασικής κιθάρας και, στη συνέχεια, ανακάλυψε μόνος του τη μουσική της Λατινικής Αμερικής, την τζαζ, την παραδοσιακή μουσική διαφόρων λαών, όπως επίσης και τα τραγούδια των Ζορζ Μουστακί και Ζορζ Μπρασένς, χωρίς ασφαλώς να φανταστεί ποτέ ότι μια μέρα θα συνεργαζόταν μαζί τους.
Μετά τις πρώτες του εμφανίσεις με τους Κατρίν και Μαξίμ Λε Φορεστιέ, τον Ιούλιο του 1968, συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τον Ζορζ Μουστακί, το 1969-1970, τον Ζακ Ιζελέν και τον Ιβ Ντιτέιγ, από τα πρώτα του βήματα μέχρι το 1988. Η γνωριμία του, ωστόσο, με τον Ζορζ Μπρασένς, ήταν αυτή που καθόρισε τους μουσικούς του προσανατολισμούς. Με τον Μπρασένς συνεργάστηκε, ως ο βασικός κιθαριστής του, για περισσότερα από δέκα χρόνια. Παράλληλα συνέθετε τραγούδια, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τέσσερις δίσκους, μαζί μ’ ένα άλμπουμ για παιδιά με τραγούδια που συνέθεσε αξιοποιώντας τον ιδιαίτερο λόγο σύγχρονων ποιητών.
Το 1996 παρουσιάστηκε ξανά στη δισκογραφία με μια δική του παραγωγή, που είχε τίτλο «Ils Chantent Brassens», στην οποία διάσημοι τραγουδιστές ερμήνευαν, σε δικές του ενορχηστρώσεις, τραγούδια του Ζορζ Μπρασένς. Μετά την παρουσίαση του δίσκου στο Παρίσι, άρχισε να συνεργάζεται με τον ακορντεονίστα Ζαν-Ζακ Φρανσέν στην παραγωγή της μουσικής παράστασης Salut Brassens – ένα αφιέρωμα στα τραγούδια του σπουδαίου τραγουδοποιού - η οποία με επιτυχία παρουσιάζεται μέχρι και σήμερα, ακόμη και εκτός Γαλλίας. Με τραγούδια από την παράσταση αυτή δομήθηκαν δύο δίσκοι ακτίνας με τίτλο Salut Brassens οι οποίοι εκδόθηκαν από την εταιρεία Le Chant du Monde.
Όσοι απόλαυσαν την προσφορά του Ζοέλ Φαβρό στο αφιέρωμά του στον Ζορζ Μπρασένς, είχαν την ευκαιρία να εκτιμήσουν και τα δικά του τραγούδια, τα οποία παρουσίασε – και παρουσιάζει – στη νέα μουσική παράσταση Vivre à l'envers, πάντοτε με την αρωγή του Ζαν-Ζακ Φρανσέν. Τα τραγούδια και αυτής της παράστασης εκδόθηκαν σε δίσκο ακτίνας.
Ο Ζαν-Ζακ Φρανσέν γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1955 και σπούδασε μουσική στο Ωδείο του Μπορντό, από όπου αποφοίτησε με βραβεία στο φλάουτο και το σολφέζ. Ο πατέρας του, που είχε διαγνώσει το ξεχωριστό ταλέντο του, τον ώθησε να παρακολουθήσει κρυφά (λόγω Ωδείου!) μαθήματα ακορντεόν.
Συνέθεσε και ερμήνευσε μουσική για θεατρικές παραστάσεις του Théâtre des Amandiers στη Ναντέρ, για το Φεστιβάλ του Φθινοπώρου και το Théâtre de la Renaissance στο Παρίσι, για το Θέατρο της Νίκαιας κ.ά. Συμμετείχε σε ηχογραφήσεις για την πρόσφατη δισκογραφική κατάθεση της Ζιζί Ζανμέρ και σε μια παραγωγή του Ρολάν Πετί στην Όπερα της Βαστίλης. Τα δέκα περίπου τελευταία χρόνια συνεργάζεται σε μουσικές παραστάσεις και σε ηχογραφήσεις με τον τραγουδοποιό και τροβαδούρο Ζοέλ Φαβρό, ερμηνεύοντας κυρίως τραγούδια του Ζωρζ Μπρασένς
Οι δυο καλλιτέχνες επέλεξαν και ερμήνευσαν μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του Μπρασένς – αν και στην περίπτωσή του δεν υπάρχουν καλύτερα και χειρότερα, υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο γνωστά τραγούδια, αφού όλα τους είναι εξαιρετικά. Ακούσαμε, μεταξύ άλλων, τα τραγούδια “J’ai rendez-vous avec vous”, “Les amoureux des bancs publics”, Au bois de mon coeur”, “La parapluie”, “Il n'y a pas d'amour heureux” (σε ποίηση Αραγκόν αυτό), “Jeanne”, “Les passantes” και βεβαίως τον εξαιρετικά δημοφιλή στη χώρα μας «Γορίλα» (Le Gorille), μετά την εξελληνισμένη ερμηνεία του από τον Χρήστο Θηβαίο και τους Συνήθεις Υπόπτους του.
Ζοέλ Φαβρό & Ζαν-Ζακ Φρανσέν στο ΤΡΙΑΝΟΝ
(Φωτογραφίες Γιώργος Β. Μονεμβασίτης 20.3.2007 ©)
Η προσφορά τους είχες τη μορφή εκδήλωσης σεβασμού και λατρείας στον συμπατριώτη τους τροβαδούρο. Η πιστότητα των ερμηνειών ήταν πραγματικά αποκαλυπτική όσο και καταλυτική. Το τραγούδι του Ζοέλ Φαβρό ήταν ένας καθρέφτης του πρώτου διδάξαντος χωρίς όμως να έχει χαρακτηριστικά μιας μιμητικής διαδικασίας. Απλώς η φωνή αλλά και ο τρόπος του συνταιριάζουν αρμονικότατα με τη φωνή και τον τρόπο του δημιουργού. Η κιθαριστική ερμηνεία του, είναι πιο ευέλικτη από εκείνη του Μπρασένς, χωρίς όμως να προσπαθεί μέσω αυτού να υπερκεράσει εκείνον για να εντυπωσιάσει. Η σεμνότητα και η απλότητα προσδιόριζαν την κάθε του φράση, την κάθε του κίνηση. Ανάμεσα στα τραγούδια, προσπαθούσε με λιτές, πλην όμως εξαιρετικά ποιητικές και ουσιαστικές φράσεις να εξηγήσει, να σχολιάσει να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν. Ήταν πραγματικά υπέροχος, κάτι που ήταν αναμενόμενο. Η μεγάλη αποκάλυψη όμως ήταν ο … σιωπηλός της μουσικής συντροφιάς, ο Ζαν-Ζακ Φρανσέν. Οι ερμηνείες του ήταν εξαίσιες. Όχι μόνον τι έπαιζε, αλλά και πως το έπαιζε. Μας γνώρισε έναν μουσικό με σπάνια ευαισθησία και εκφραστικότητα. Με μια φράση «δίδαξε μουσική». Κάτι που όλο και περισσότερο σπανίζει στις μέρες μας.
Ο Ζοέλ Φαβρό στο δείπνο
(Φωτογραφία Γιώργος Β. Μονεμβασίτης 20.3.2007 ©)
Η καλύτερη γνωριμιά μαζί τους, όταν συνδειπνήσαμε, μετά την εκδήλωση, δεν άλλαξε τις εντυπώσεις. Τουναντίον μάλιστα νοιώσαμε τη χαρά της συνάντησης και της επικοινωνίας με δυο ωραίους μουσικούς, δυο ωραίους και απλούς ανθρώπους. Και κάναμε την κρυφή ευχή «σύντομα να τους έχουμε πάλι κοντά μας για να απολαύσουμε ολόκληρο το πρόγραμμα τού Salut Brassens».
Τα απαραίτητα αυτόγραφα-αφιερώσεις
Κείμενα φωτογραφική τεκμηρίωση και επιλογές μουσικής
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
gbmonem@tar.gr
Αρχές Απρίλη 2007