ΑΚΟΥΣΑ - ΕΙΔΑ - ΔΙΑΒΑΣΑ
α. Άκουσα
Ευφρόσυνο δώρο εξ Εσπερίας μου προσέφερε στιγμές εξαιρετικής ακροαματικής απόλαυσης, με την έλευση της νέας χρονιάς. Πρόκειται για πρόσφατη δισκογραφική έκδοση της εταιρείας Eloquentia με χαρακτηριστικά EL0607, διάρκεια 54:00’ και ονομασία L’AMOUREUS TOURMENT (που σημαίνει Το βάσανο της αγάπης). Στην έκδοση περιέχονται lai του Γκιγιόμ ντε Μασό (Guillaume de Machaut, π. 1300-1377), του Ζαν ντε Λεκιουρέλ (Jean de Lescurel, αρχές 14ου αιώνα – συναντάται και ως Jehan – Ζεάν - de Lescurel και ως Jehannot – Ζανό – de L’Escurel – έτσι είναι καταχωρημένος στο τριαντάτομο «ευαγγέλιο» Grove) και ανωνύμων συνθετών της εποχής.
Θα αναρωτιέσαι προφανώς αγαπητέ αναγνώστη τι είναι το lai – λε προφέρεται. Το lai (γερμανικά Leich – λάιχ) είναι μεσαιωνικό μουσικοποιητικό τεχνούργημα, στο οποίο συνδυάζεται η λυρική ποίηση με τη μουσική φαντασία. Έντονη υπήρξε η παρουσία του στη γαλλική μουσική κατά το 13ο και το 14ο αιώνα. Τα lai είναι αρκετά εκτεταμένα και αναπτυγμένα – το ένα lai της έκδοσης ξεπερνά τα τριάντα πέντε λεπτά (!) - δεν είναι όμως (από άποψη μορφής) στροφικά, επομένως δεν έχουν μονότονες μουσικές επαναλήψεις. Συνήθως εξιστορούν κάποιο γεγονός ή είναι εμπνευσμένα από κάποιο μύθο. Μπορούμε να τα θεωρήσουμε προάγγελο της μουσικής μπαλάντας και πρόδρομο του γερμανικού Lied. Ο Γκιγιόμ ντε Μασό, δυο σπουδαία lai του οποίου περιέχονται στην έκδοση, τα «Loyauté que point ne delay» και «Ay mi !», υπηρέτησε με ιδιαίτερη αξιοσύνη το είδος. Μνημονεύουμε, ωστόσο, την εύμολπο αυτή έκδοση για έναν ακόμη λόγο. Μας εντυπωσίασε πραγματικά το όνομα του ενός εκ των ερμηνευτών της. Είναι αυτοί: ο νεαρός, πλην όμως εξαίρετος, βαρύτονος Μαρκ Μογιόν (Marc Mauillon), ο πολύπειρος ερμηνευτής παλαιών οργάνων (φλάουτο με ράμφος, ταμπουρίνο κ.α.) Πιέρ Αμόν (Pierre Hammon), ο οποίος έχει και τη γενική επιμέλεια-εποπτεία-συντονισμό, και η σπουδαία ερμηνεύτρια της βιέλας με δοξάρι (vièle à archet) – εδώ παρακαλούμε την προσοχή σας – Βιβαμπιανκαλούνα Μπίφι (Vivabiancaluna Biffi). Το βαφτιστικό της κυρίας σημαίνει Ζήτω το λευκό φεγγάρι (κάτι προς το ινδιάνικο θυμίζει)!!! Ομολογούμε ότι δεν έχουμε συναντήσει πιο παράξενο αλλά και πιο γοητευτικό, συνάμα, όνομα μουσικού-ερμηνευτή λόγιας μουσικής.
Και επειδή απορίες οφείλουμε να προφταίνουμε, σας πληροφορούμε ότι η βιέλα με δοξάρι ήταν έγχορδο μουσικό όργανο, εξαιρετικά δημοφιλές στην Κεντρική Ευρώπη του ύστερου Μεσαίωνα, το οποίο διείσδυσε και στην Αναγέννηση. Συχνά, όταν συνόδευε τραγούδι, παρείχε ήχο ισοκρατήματος. Κάποιες μορφολογικές παραλλαγές της θυμίζουν τη δική μας Κρητική λύρα, αλλά και την συγγενική της Ποντιακή (κεμεντσές).
β. Είδα
Είδα τις προάλλες μια κινηματογραφική ταινία με ιδιαίτερο μουσικό ενδιαφέρον. Το όνομά της Αντιγράφοντας τον Μπετόβεν και προέκυψε από τη σκηνοθετική βούληση και δεξιότητα της Ανιέσκα Χόλαντ (Agnieszka Holland). Πρωταγωνιστές της ήσαν ο Εντ Χάρις (Ed Harris), στο ρόλο βεβαίως του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, και η Ντιάνε Κρούγκερ (Diane Kruger) στο ρόλο της Άννα Χολτζ.
Εύλογο το ερώτημα ποια ήταν η Άννα Χολτζ. Φανταστικό πρόσωπο είναι, αποκύημα της σεναριογραφικής φαντασίας. Ο μύθος της ταινίας τη θέλει σπουδάστρια μουσικής, την οποία στέλνει ο αντιγραφέας του Μπετόβεν στον μουσουργό – καθώς ο ίδιος δηλώνει αδυναμία ένεκα ασθένειας - για να τον βοηθήσει να ετοιμάσει τις παρτιτούρες του για την πρεμιέρα της περίφημης Ενάτης συμφωνίας του.
Αντιλαμβάνεστε πως υποδέχεται τη νεαρά ο άξεστος και εγωιστής Μπετόβεν. Έτσι τον παρουσιάζει η Χόλαντ χωρίς καμιά προσπάθεια ωραιοποίησης, αλλά και χολιγουντιανής υπερβολής τύπου Αμαντέους. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, έχει όμως αίσιον και ευτυχές τέλος – μην πάει ο νους σας στο πονηρό. Η Άννα μάλιστα τελικά όχι μόνον κερδίζει την εμπιστοσύνη του, αλλά τον βοηθά, από τη θέση του υποβολέα, να διευθύνει με ξεχωριστή επιτυχία την παρθενική ερμηνεία της Ενάτης του – ας μη λησμονούμε ότι, ο Μπετόβεν είχε χάσει τελείως την ακοή του, πολλά χρόνια πριν από την πρεμιέρα της Ενάτης, που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη στις 7 Μαΐου 1824. Ρομαντική, ευχάριστη ταινία εν τέλει, πλημμυρισμένη από θεία μουσική.
Η αναπαράσταση της εποχής (σκηνικά, κοστούμια) είναι πραγματικά εξαιρετική. Οι ερμηνείες είναι αξιοπρόσεχτες. Η ερμηνεία της όμορφης Ντιάνε Κρούγκερ είναι σαφώς καλύτερη από εκείνη την άχαρη με την οποία … στόλισε την Ωραία Ελένη στην σχετικά πρόσφατη χολιγουντιανή Τροία του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν. Ο Εντ Χάρις, συνηθισμένος σε προσωπογραφίες (θυμηθείτε τον στο ρόλο του Τζάκσον Πόλοκ, στην ταινία του 2000 Pollock, οπότε ήταν και υποψήφιος για βραβείο Όσκαρ), ήταν για μια ακόμη φορά υπέροχος, έστω και χωρίς το σήμα κατατεθέν του, τα γαλάζια μάτια του. Πλάθει έναν Μπετόβεν ακριβώς όπως τον φανταζόμαστε – τον θέλει έτσι άλλωστε και το σενάριο του έργου.
Όπως προαναφέρθηκε το σενάριο υφαίνεται με βάση μια φανταστική ιστορία. Αυτό βεβαίως δεν δικαιολογεί κάποιες ανακρίβειες τις οποίες μπορεί να παρατηρήσει ο υποψιασμένος θεατής, όπως π.χ. την αναφορά του Μπετόβεν στη Σονάτα του Σεληνόφωτος. Πρόκειται για τη Σονάτα για πιάνο αρ. 14, έργο 27, αρ. 2, την οποία ο πλαστουργός της ονόμασε “Quasi una fantasia” - Σαν μια φαντασία, δηλαδή. Η ονομασία Σονάτα του Σεληνόφωτος πρωτοεμφανίστηκε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη, το 1827, και αποδίδεται από άλλους σε κάποιον εκδότη του πιανιστικού του έργου, και από άλλους – επικρατέστερη αυτή η άποψη - στον ποιητή Λούντβιχ Ρέλσταμπ (Ludwig Rellstab), στον ποιητικό λόγο του οποίου χάρισε την αθανασία με τις αιώνιες μελωδίες του ο Φραντς Σούμπερτ. Σε διάφορες σκηνές της ταινίας ο μουσουργός παρουσιάζεται ως ικανός να ακούει έστω και αμυδρά, με τη βοήθεια βεβαίως πρωτόγονου ακουστικού, ενώ είναι γνωστό ότι από τα μέσα της δεκαετίας 1810-1820, είχε χάσει τελείως την ακοή του. Οι ανιστορικότητες και οι μικροανακρίβειές της ταινίας πάντως είναι ανώδυνες και δεν μειώνουν την αξία της προσπάθειας. Ουδείς μουσόφιλος πρόκειται να μετανιώσει, αν τη δει.
>> Είδα όμως και κάτι άλλο τελείως διαφορετικό και το οποίο διαφορετική συγκίνηση μου χάρισε. Την ακόλουθη φωτογραφία εντόπισα σε σχετικά πρόσφατο ξενόγλωσσο, αγγλικό για την ακρίβεια, περιοδικό.
Κανονικά δεν χρειάζεται σχολιασμό, μια και οι φράσεις και οι αναφορές που υπάρχουν στη φωτογραφία-ανακοίνωση είναι σαφέστατες. Ωστόσο μεταφέρουμε στα καθ’ ημάς τα μηνύματα. «Χαλαρώστε με μια διασωθείσα γάτα». «Υπάρχουν δυο μέσα για να δραπετεύσει κανείς από τα βάσανα της ζωής: η μουσική και οι γάτες» - το απόφθεγμα φέρει την υπογραφή του σπουδαίου μουσικού και μεγάλου ανθρωπιστή Άλμπερτ Σβάιτσερ (Albert Schweitzer). Και η τελευταία φράση «Δώστε σε μια γάτα που περισώσατε ένα νέο σπίτι γεμάτο αγάπη». Το ενδιαφέρον, στην περίπτωση, είναι ότι το δημοσίευμα δεν εντοπίστηκε σε κάποιο φιλοζωικό περιοδικό ή κάτι ανάλογο, αλλά σε ένα αμιγώς μουσικό περιοδικό: το πραγματικά σπουδαίο και έγκυρο BBC Music Magazine (τεύχος Οκτωβρίου 2006 σελίς 97). Το …πήρανε είδηση φαίνεται οι φιλοζωικοί οργανισμοί ότι οι πραγματικοί φιλόμουσοι είναι και πραγματικοί φιλόζωοι. Ευχόμαστε και παρακαλούμε να μην τους διαψεύσει κανείς.
γ. Διάβασα
Το απολαυστικότερο από όσα βιβλία εκδόθηκαν προσφάτως και έχουν σχέση με τη μουσική ξέρετε ποιο είναι; Σας το αποκαλύπτουμε. Είναι το Δεύτερο βιβλίο με τις αντιστίξεις του φίλτατου Γιάννη Ευσταθιάδη (Εκδόσεις Λέσχη, 2006, σελ. 190) – παρεμπιπτόντως ο Γιάννης Ευσταθιάδης έχει συγγράψει και βιβλίο για γάτες (!!!), με τον ευφάνταστο μάλιστα τίτλο Πεινιαουρίσματα (Εκδόσεις Μελάνι, 2002). Προσοχή, το «απολαυστικό» δεν είναι υπερβολή. Κυριολεκτούμε. Η γραφή του Γιάννη Ευσταθιάδη συνδυάζει τα ευκταία: χιούμορ, ποίηση, ευγένεια και γνώση. Το βιβλίο δομήθηκε με σύντομα μουσικά χρονογραφήματα (ναι υπάρχουν ακόμη Δον Κιχώτες που γράφουν χρονογραφήματα), τα οποία δημοσιεύθηκαν στην τακτική ανά Κυριακή στήλη του συντάκτη τους στην εφημερίδα Η Καθημερινή. Η στήλη, η οποία ονομαζόταν Αντιστίξεις ολοκλήρωσε, δυστυχώς, τον κύκλο της τον Ιανουάριο του 2005, «οπότε και σίγησε οριστικώς». Μας θύμισε τη δροσιά και την αμεσότητά της τούτη η έκδοση με τα ερανίσματά της, διόλου ευκαταφρόνητα βεβαίως, αφού ξεπερνούν τα εκατό!!! Μινιατούρες και «μπαγκατέλες» - με την έννοια που αυτές υπηρετήθηκαν από τον Λούντβιχ βαν – που ηχούν σαγηνευτικά, προκαλούν άμεση συγκίνηση και χαράζουν αβίαστα χαμόγελα στα χείλη. Γραφή απολαυστική έως συναρπαστική για μουσικά θέματα παντός καιρού, χωρίς την παραμικρή προκατάληψη αλλά με φανερή αγάπη για κάθε ήχο που τρέφεται από μελωδία, αρμονία και ρυθμό.
Η έκδοση έρχεται ως φυσικό, αλλά και ιδανικό, συμπλήρωμα του προ τετραετίας πρώτου σχετικού ανθολογήματος Το βιβλίο με τις αντιστίξεις (Εκδόσεις Λέσχη, 2002). Σε σχετικό σημείωμά μας, το οποίο είχε δημοσιευτεί την 21η Δεκεμβρίου 2003, στο ειδικό ένθετο για τα βιβλία της εφημερίδας Το Βήμα της Κυριακής, αναφέραμε τα ακόλουθα: «Ο Γιάννης Ευσταθιάδης, ο μόνος από τους τρεις που δεν έχει επαγγελματική σχέση με τη μουσική, οδηγεί με συναρπαστικό τρόπο τον αναγνώστη στο σύμπαν του μουσικού του κόσμου. Τα «δοκίμια μουσικής ακρόασης», όπως αποκαλεί τα περιεχόμενα του πονήματός του Το βιβλίο με τις αντιστίξεις, είναι ένα απάνθισμα των επιφυλλίδων του που με τίτλο «Αντιστίξεις» δημοσιεύονται ανελλιπώς από τον Μάρτιο του 1999 ως σήμερα στην «Καθημερινή της Κυριακής». Οι ζηλευτές, ποικιλόμορφες ακροαματικές εμπειρίες του λειτουργούν ως εφαλτήρια μνήμης. H μνήμη μετατρέπεται σε σπαράγματα λογοτεχνικού κειμένου, των οποίων το όλο θα μπορούσε να αποτελέσει (μουσικό) ημερολόγιο μιας ζωής. Στερεοσκοπικά και πολυδιάστατα τα δοκίμια διεκδικούν αριστείο σε λεπτότητα και χιούμορ. Τούτα τα ελκυστικά χαρακτηριστικά ωστόσο δεν επιδιώκουν τον αποπροσανατολισμό του αναγνώστη από την ουσία: ο Γιάννης Ευσταθιάδης θέλει ο δέκτης των μηνυμάτων που εκπέμπει με ξεχωριστό πάθος να αποκτά με το διάβασμα τα απαραίτητα ερεθίσματα τα οποία θα τον οδηγήσουν σε πραγματικές ή φανταστικές ακροάσεις. Το επέκεινα, δηλαδή, της ανάγνωσης είναι εν προκειμένω η ακρόαση. Τα 91 στιλπνά κείμενα που έχει επιλέξει για την έκδοση αποτελούν συν τοις άλλοις και ασκήσεις ύφους, τελείως διαφορετικές όμως από αυτές που μας δίδαξε ο Κενό. Μολονότι δρα με δεδομένο τον περιορισμό των 400 λέξεων ανά επιφυλλίδα, ο συγγραφέας πείθει με τον προσεκτικά - πλην όμως τελείως ελεύθερα - δομημένο λόγο του ότι εξαντλεί, έστω εν περιλήψει, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται, κάθε λογής (μουσικά) θέματα. Προσφέρει έτσι μιαν εξαίρετη μουσική γευσιγνωσία, πολύτιμη όχι μόνο για τον φιλόμουσο αλλά και για κάθε φιλότεχνο». Όλα τούτα βεβαίως ισχύουν και για το νεογέννητο Δεύτερο βιβλίο με τις αντιστίξεις.
Με την ευκαιρία αναφέρουμε ότι ναι μεν οι έντυπες Αντιστίξεις του Γιάννη Ευσταθιάδη αποτελούν κλέος του παρελθόντος, προσφάτως όμως απόκτησαν ραδιοφωνική μορφή, εναρμονισμένες ασφαλώς προς τις δυνατότητες του μέσου. Επομένως φίλοι αναγνώστες η απόλαυση είναι διπλή καθόσον συνδυάζεται ο λόγος με τη μουσική και βεβαίως «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Ακούστε τις Αντιστίξεις του Γιάννη Ευσταθιάδη κάθε Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη στις 10:30 από τις συχνότητες του Τρίτου Προγράμματος. Μια από τις ελάχιστες εκπομπές του πολύπαθου Τρίτου που αξίζει να ακούτε αυτή τη στιγμή. Μια από τις ελάχιστες εκπομπές που έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης στο σημερινό Ελληνικό ραδιόφωνο. Γνωρίζετε κάποιες άλλες που να προσφέρουν με επιθυμητή ισορροπία την ψυχαγωγία, την ενημέρωση και τη μάθηση; Γιατί αυτά είναι – και πρέπει να είναι – τα συστατικά του σωστού ραδιοφωνικού προϊόντος.
δ. Είδα & άκουσα
Ναι υπάρχει και τέτοιο: είδα και άκουσα. Θα σκεφτείτε ότι και ο κινηματογράφος είναι «είδα και άκουσα». Όμως υπάρχουν περιπτώσεις που το ακροαματικό στοιχείο υπερτερεί ή μάλλον κυριαρχεί και το θέαμα έπεται ή διαθέτει χαρακτηριστικά ήπιας αρωγής. Πλόες στον παγκόσμιο ιστό μας οδήγησαν σε ένα θαυμάσιο «δημοσίευμα» του περίφημου και δημοφιλούς YouTube. Περιέχει τούτο απόσπασμα τηλεοπτικής συνύπαρξης του Τσετ Άτκινς (Chet Atkins, 1924-2001) και του Τζέρι Ριντ (Jerry Reed, γενν. 1937).
Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα για να γνωρίσετε – αν δεν γνωρίζετε – έστω κατ’ ελάχιστον, την τέχνη δυο εξαιρετικών κιθαριστών της λαϊκής αμερικάνικης μουσικής. Ειδικά ο Τσετ Άτκινς (σωστά προφέρεται μεταξύ Άτκινς και Έτκινς) υπήρξε σπουδαίος άνθρωπος και συναρπαστικός κιθαριστής, με μεγάλη επιρροή, γι’ αυτό είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Mister Guitar. Ο περίφημος ήχος της Nashville οφείλει την ύπαρξη και την εμβέλειά του σε αυτόν. Με τον Τζέρι Ριντ (The Guitar Man είναι το δικό του παρατσούκλι) είχε εκτεταμένη δισκογραφική και συναυλιακή συνεργασία, όμως αυτή η τηλεοπτική μαρτυρία είναι σπάνια.
Δείτε τους λοιπόν, ακούστε πως ερμήνευσαν το 1975 το “Jerry’s Breakdown” («Η κατάρρευση του Τζέρι» είναι ο συμβολικός τίτλος του), και γνωρίστε έναν άλλο, αρκούντως διαφορετικό, τρόπο ερμηνείας της ακουστικής κιθάρας. Ιδού η διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?v=Ni8KBhnebwE
Για να μην νομίσετε όμως ότι ο Τσετ Άτκινς ήταν απλώς ένας μεγάλος βιρτουόζος-δεξιοτέχνης της κιθάρας, που σκόρπιζε ενθουσιασμό με τις πυροτεχνηματικές ερμηνείες του, σας προσφέρουμε μιαν ακόμη μαρτυρία (από το YouTube και αυτή), στην οποία μπορείτε να διαπιστώσετε τη μοναδική μουσική ευαισθησία ενός σπάνιου καλλιτέχνη. Εκτός του ότι κάνει την Olson του – τέτοια κιθάρα χρησιμοποιούσε συχνά – να ηχεί σαν ολόκληρη ορχήστρα, την κάνει να «κελαηδάει σαν γλυκόλαλο πουλί» κατά πως λέγαν και οι παλιότεροι. http://www.youtube.com/watch?v=wsePsTEgiqU&mode=related&search
Καλό μήνα να έχουμε – και θα έχουμε. Και ας έχει Τρίτη και 13 τούτος ο κουτσοφλέβαρος.
Κείμενα και φωτογραφική τεκμηρίωση
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
gbmonem@tar.gr
Αρχές Φλεβάρη 2007