Αλέξανδρος Σταυρακάκης
Συνέντευξη
στην Τίνα Βαρουχάκη
Είναι ο μοναδικός Έλληνας που έχει διακριθεί και μάλιστα με το Α΄ Βραβείο σε έναν παγκοσμίου φήμης θεσμό δεκαετιών: το Διεθνή Διαγωνισμό Tchaikovsky. Λίγους μήνες μετά τη σπουδαία διεθνή του διάκριση και εν όψει της σύμπραξής του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης ερμηνεύοντας το “Requiem” του Verdi τον ερχόμενο Μάιο, o βαθύφωνος Αλέξανδρος Σταυρακάκης μιλάει, μέσω skype, με αξιοπρόσεκτη σεμνότητα για όσα πέτυχε στη διεθνή του καριέρα. Στο λόγο του, είναι παρόντες όλοι οι σημαντικοί Καθηγητές που συνέβαλαν στην επιτυχία του: η Δέσποινα Καλαφάτη, την οποία χαρακτηρίζει ως «δεύτερη μάνα»,
η Ludmila Ivanova, της οποίας πολλοί μαθητές έχουν διακριθεί στον διαγωνισμό Tchaikovsky και ο Matthias Henneberg, καθηγητής του στην Ακαδημία της Δρέσδης όπου ολοκλήρωσε τις εξαιρετικές μεταπτυχιακές του σπουδές. Στη διήγησή του ξετυλίγεται όλη η ιστορία του διαγωνισμού Tchaikovsky και είναι έκδηλος ο θαυμασμός του για όλους όσοι έχουν διακριθεί διαχρονικά. Στα επικείμενα καλλιτεχνικά του σχέδια εντάσσεται η πρώτη του εμφάνιση στις ΗΠΑ, το Μάιο του 2021 και η συνεργασία του με την Όπερα της Δρέσδης. Αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, την επόμενη σεζόν θα έχουμε την ευκαιρία να τον θαυμάσουμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Αλήθεια, μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρηθούν τα πρότυπα που προβάλλονται στους νέους; Iδού μια εξαιρετική περίπτωση!
«Μεγάλωσα στη Λυρική, σε ένα κόσμο ο οποίος δεν είχε καθόλου «επιτηδευμένα προκλητικές» σκηνοθεσίες, κάτι το δυσνόητο ή το περίεργο. Αυτό το οποίο διάβαζες ως κείμενο και άκουγες ως μουσική, «παντρευόταν» απόλυτα με αυτό που έβλεπες ως θέαμα. Ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να εισέλθω σε αυτόν τον κόσμο, απ’ ό,τι για ένα παιδί τη σήμερον ημέρα, που βλέπει αρκετές φορές μια εκδοχή όπερας, η οποία δεν εναρμονίζεται με το πρωτότυπο - λιμπρέτο ή μουσική. Επίσης, είχα μεγαλώσει ακούγοντας και θαυμάζοντας ερμηνευτές που όχι μόνο ξεκίνησαν την καριέρα τους, αλλά είχαν διατελέσει μέλη της επιτροπής του διαγωνισμού Tchaikovsky».
O βαθύφωνος Αλέξανδρος Σταυρακάκης στο Gala των νικητών του διαγωνισμού Tchaikovsky στη Μόσχα.
Τ.Β. Τον Ιούνιο 2019 διακριθήκατε σε έναν από τους σημαντικότερους διεθνείς διαγωνισμούς: τον 16ο Διεθνή Διαγωνισμό Tchaikovsky. Υπό ποιες συνθήκες αποφασίσατε να συμμετάσχετε και τι σημαίνει για σας αυτή η διάκριση;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Από την εποχή που ξεκίνησα τις σπουδές μου με τη ρωσίδα Καθηγήτρια Ludmila Ivanova, υπήρξε αυτή η σκέψη. Ήμουν 25 ετών όταν πλέον συζητήσαμε σοβαρά το ενδεχόμενο. Μια σκέψη της ήταν να συμμετάσχω στα 26 μου -αρχικά για την εμπειρία, όχι απαραίτητα για μια διάκριση- και εκ νέου στον επόμενο διαγωνισμό που θα λάμβανε χώρα όταν θα ήμουν 30.
Από πλευράς μου ξεκαθάρισα ότι οι διαγωνισμοί είναι μια διαδικασία που δεν με ενθουσιάζει καθόλου, άρα δεν θα ήθελα να μπω στη διαδικασία πολλές φορές. Όμως, αν έπαιρνα μέρος σε ένα διαγωνισμό, αυτός θα ήταν ο Tchaikovsky - για συναισθηματικούς λόγους, είτε αυτό θα έφερνε διάκριση, είτε όχι. Δεύτερον, ξεκαθάρισα ότι εφόσον το επιλέξω δεν πάω απλώς για τη συμμετοχή. Από τη στιγμή που θα μπω στο στίβο του διαγωνίζεσθαι, σημαίνει πως θεωρώ τον εαυτό μου έτοιμο να «κυνηγήσω» μια διάκριση,
oπότε επέλεξα να πάω κατευθείαν στα 30, έχοντας πλέον άλλο βαθμό εμπειρίας κι ετοιμότητας. Aναμφίβολα, η συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό βοηθάει ταχύτατα την εξέλιξη μιας καριέρας. Η συγκεκριμένη Καθηγήτρια -την οποία μου συνέστησε ο Paata Burchuladze, όταν τον γνώρισα στην Ελλάδα στην παραγωγή της ΕΛΣ “Nabucco”- έχει γράψει τη δική της ιστορία στο συγκεκριμένο διαγωνισμό. Πριν από εμένα, τραγουδιστές που είχαν μελετήσει μαζί της, είχαν τέσσερα χρυσά και δυο χάλκινα μετάλλια! Συνεπώς, σπούδαζα με έναν άνθρωπο που ήξερε τον τρόπο να προσφέρει σωστή καθοδήγηση, ώστε να οδηγήσει στη διάκριση.
Τ.Β. Έχετε την εντύπωση ότι εκτιμήθηκε από τους ελληνικούς φορείς μουσικού πολιτισμού ένα τόσο σημαντικό διεθνές βραβείο;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Στο κατάστημα δίσκων που εργαζόμουν, είναι τακτικός θαμώνας ο δημοσιογράφος Γιώργος Μαλλούχος. Όταν εν τέλει κέρδισα στο διαγωνισμό Tchaikovsky ο κ. Μαλλούχος έγραψε ένα άρθρο, το οποίο αναδημοσιεύτηκε από διάφορες ιστοσελίδες, έπειτα υπήρξαν κι άλλες δημοσιεύσεις κι έτσι το γεγονός μαθεύτηκε στην Ελλάδα.
Το κοινό που ακούει μουσική, το οποίο δεν έχει κανένα συμφέρον ή σκοπιμότητα, σαφώς και εκτίμησε τη διάκριση.
Από τους πολιτιστικούς φορείς υπήρξαν συγκεκριμένες προτάσεις. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μου έδωσε τρεις ευκαιρίες να έρθω για συναυλία στην Ελλάδα. Όμως δεν ήταν δυνατόν φέτος να ανταποκριθώ σε όλες. Γι’ αυτό, συμμετείχα μόνο στο πρωτοχρονιάτικο Gala. Η Εθνική Λυρική Σκηνή μου έκανε μια πρόταση, στην οποία πάλι δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, διότι την ίδια χρονική στιγμή είχα ήδη κλεισμένο συμβόλαιο στο Βερολίνο. Συνεπώς, υπήρξε ένα ορισμένο ενδιαφέρον από μουσικούς φορείς να με παρουσιάσουν στο κοινό. Το ζητούμενο όμως από τους μουσικούς και γενικά πολιτιστικούς φορείς, βρίσκεται πολύ μακριά από την πραγματικότητα που βιώνουμε στην χώρα μας. Θα έπρεπε να δίνεται η ευκαιρία να προωθούνται συστηματικά οι νέοι και ανερχόμενοι καλλιτέχνες, όχι κατόπιν μιας σημαντικής διάκρισης, αυτό είναι το minimum αναμενόμενο, καθ’ ότι η αντίθετη περίπτωση πιθανά θα δημιουργούσε ερωτηματικά και θα άφηνε εκτεθειμένους τους αντίστοιχους φορείς.
O βαθύφωνος Aλέξανδρος Σταυρακάκης, με την υψίφωνο Βασιλική Καραγιάννη, τη μεσόφωνο Ειρήνη Καραγιάννη και τον τενόρο Δημήτρη Πακσόγλου από το Πρωτοχρονιάτικο Gala της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, το Δεκέμβριο του 2019.
Τ.Β. Σε μια συνέντευξή σας έχετε αναφέρει: «Έχω μεγαλώσει με ηχογραφήσεις όσων έχουν βγει από το Διαγωνισμό Tchaikovsky». Από παιδί 6 ετών, παρακολουθούσατε συναυλίες της ΕΛΣ μέσα από την κουίντα. Ποιους σπουδαίους ερμηνευτές θαυμάζατε ως παιδί και έφηβος;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Μάλιστα, ήμουν στην κουίντα πίσω από τον υποβολέα! Ο κ. Καρυτινός με είχε χαρακτηρίσει τότε: «το παιδί της Όπερας!» Πιο συχνά ήμουνα στη Λυρική, παρά στο σπίτι μου. Μεγάλωσα στη Λυρική, σε ένα κόσμο ο οποίος δεν είχε καθόλου «επιτηδευμένα προκλητικές» σκηνοθεσίες, κάτι το δυσνόητο ή το περίεργο. Αυτό το οποίο διάβαζες ως κείμενο και άκουγες ως μουσική, «παντρευόταν» απόλυτα με αυτό που έβλεπες ως θέαμα. Ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να εισέλθω σε αυτόν τον κόσμο, απ’ ό,τι για ένα παιδί τη σήμερον ημέρα, που βλέπει αρκετές φορές μια εκδοχή όπερας, η οποία δεν εναρμονίζεται με το πρωτότυπο - λιμπρέτο ή μουσική. Επίσης, είχα μεγαλώσει ακούγοντας και θαυμάζοντας ερμηνευτές που όχι μόνο ξεκίνησαν την καριέρα τους, αλλά είχαν διατελέσει μέλη της επιτροπής του διαγωνισμού Tchaikovsky. Τι ονόματα να πρωτοπεί κανείς… πιανίστες όπως οι Sviatoslav Richter, Heinrich Neuhaus, Emil Gilels, Yakov Flier, βιολιστές σαν τον Joseph Szigeti, τον Leonid Kogan και τον David Oistrakh, τσελίστες όπως οι Mstislav Rostropovich, Gregor Piatigorsky, Pierre Fournier, ο Daniil Shafran, στο τραγούδι καλλιτέχνες όπως η Renata Tebaldi, ο Mario Del Monaco, η Irina Arkhipova. Να θυμίσω ότι και η Μαρία Κάλλας ήταν μέλος της Επιτροπής στον 4ο Διαγωνισμό Tchaikovsky! Επίσης, ο Sergey Lemeshev, ο Mark Reisen, που είναι ο αγαπημένος μου μπάσος. Είναι πολλά τα ονόματα...
Τ.Β. Αναφέρατε ότι έχετε εργαστεί σε κατάστημα δίσκων. Αυτό σας βοήθησε στην εξερεύνηση της μουσικής;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Όταν εργαζόμουν στη «Μουσική Προσφορά», είχα την ευκαιρία και με τη σωστή καθοδήγηση από τον ιδιοκτήτη της, τον κ. Τάσο Τσούφη, να βρίσκω τον «αφρό» των εκτελέσεων στις συνθέσεις που ήθελα να εξερευνήσω, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο. Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης θα περιοριστώ σε ερμηνευτές που αναδείχθηκαν μέσω του διαγωνισμού. Ακριβώς επειδή ήταν μέρος της δουλειάς μου, ήρθα σε επαφή με τις ερμηνείες των Van Cliburn, Grigory Sokolov, John Ogdon, Μikhail Pletnev, ή ακόμα και με πιανίστες που δεν είναι τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό. Στον πρώτο διαγωνισμό Tchaikovsky (1958), το 3ο βραβείο το είχε πάρει ο Naum Shtarkman, ο οποίος δεν είναι τόσο γνωστός. Ήταν ένας πιανίστας με τρομακτική ευαισθησία στο παίξιμό του! Δεν του επετράπη εκτεταμένη δισκογραφία ή συναυλιακή δραστηριότητα, διότι για την εποχή εκείνη το να διατυπώσει ανοικτά ότι είναι ομοφυλόφιλος ήταν απαγορευτικό. Αυτό του στέρησε την καριέρα που θα μπορούσε να έχει κάνει. Εκπληκτικός στον τομέα μεταγραφών Lieder του Schubert από τον Liszt, όσο λίγοι, μαζί με τον Vladimir Sofronitsky. Ο Vladimir Krainev διακρίθηκε στο διαγωνισμό το 1964 και μετά έγινε πιο γνωστός στο δυτικό κοινό ως συνοδός του Yevgeny Nesterenko, ενώ ο ίδιος είναι ίσως ο κορυφαίος εκτελεστής των κοντσέρτων Sergei Prokofiev σε διεύθυνση Gennady Rozhdestvensky. Βιολιστές που ακούω και έχω σε μεγάλη εκτίμηση είναι ο Gidon Kremer και η Viktoria Mullova, από τους αγαπημένους μου. Επίσης η Natalia Gutman στο τσέλο.
Τ.Β. Στον τομέα του τραγουδιού;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Aπό το τραγούδι μου αρέσουν πολύ οι Vladimir Atlantov, Yevgeny Nesterenko, Paata Burchuladze. Βασικά, το 1982 ήταν από τις πιο δυνατές φουρνιές στο τραγούδι: το 1ο βραβείο το πήρε ο Burchuladze, το δεύτερο ο Gegham Grigorian και το 3ο βραβείο ο Vladimir Chernov. Και οι τρεις έκαναν απίστευτες καριέρες! Από γυναίκες, αξίζει να αναφέρω ονόματα όπως η Elena Obraztsova, η Dolora Zajick από την Αμερική, που πήρε το 3ο βραβείο, η Ewa Podleś, άλλη επίσης εκπληκτική μέτζο σοπράνο που πήρε βραβείο στο διαγωνισμό Tchaikovsky. Γι’ αυτό πάντα λεγόταν ότι στο διαγωνισμό Tchaikovsky δεν έχει τόση σημασία ποιο βραβείο θα πάρεις. Η Maria Guleghina πήρε το 3ο βραβείο, η Zajick επίσης. Όμως ο διαγωνισμός ήταν το βήμα για να τους ακούσουν οι σωστοί άνθρωποι και να τους δώσουν τις κατάλληλες ευκαιρίες. Μετά εξαρτάται από τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά πώς θα τις αξιοποιήσει ώστε να ωφελήσει την καριέρα του.
Τ.Β. Είναι πολύ σημαντικό ότι έχετε αυτή την παλέτα μουσικών επιρροών. Έτσι δεν είναι;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Ως ακροατής, πρώτιστα θα ακούσω πιανιστική και συμφωνική μουσική και μετά θα περάσω στη φωνή.
Η Καθηγήτριά μου στο τραγούδι, μου είχε πει: «Ως τραγουδιστής, φρόντιζε να ακούς όσο τσέλο μπορείς παραπάνω. Το λεγκάτο του τραγουδιστή, οφείλει να θυμίζει τον ήχο που θα παράξει ένα τσέλο. Πόσο μάλλον η δική σου η φωνή, που είσαι μπάσος, ώστε να χτίσεις λεγκάτο, συνεχόμενη ροή ήχου». Το συζητούσαμε αυτό με τον πιανίστα Δημήτρη Βεζύρογλου και μου έλεγε ότι οι καθηγητές του πιάνου συμβούλευαν τους πιανίστες: «Για να φτιάξετε λεγκάτο, πρέπει να ακούσετε όσο πιο πολύ μπορείτε bel canto».
Ο βαθύφωνος Αλέξανδρος Σταυρακάκης, στο διαγωνισμό Belvedere.
Τ.Β. Υπαινιχθήκατε προηγουμένως ότι παλιά σέβονταν πιο πολύ το πρωτότυπο εν συγκρίσει με τη σύγχρονη εποχή. Κατάλαβα σωστά;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Δεν το υπαινίσσομαι, το λέω ανοικτά. Όταν ήμουν στην Ακαδημία της Δρέσδης, η Καθηγήτρια σκηνοθεσίας έκανε ένα «ακραίο» ανέβασμα του «Ονείρου Θερινής Νυκτός» του Britten. Σχεδόν όλοι οι ρόλοι ήταν κόντρα σε αυτό που γράφει το λιμπρέτο! Η σύλληψη ήταν ότι ανεβάζουμε την όπερα έχοντας ως κεντρική ιδέα το «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Kubrick! Η Καθηγήτρια, έβλεπε ότι κάπως «κλώτσαγα» - όχι στο να κάνω αυτά που μου έλεγε, το αντίθετο, αλλά στην κεντρική ιδέα. Με ρώτησε γιατί. Και απάντησα το εξής: ως μαθητής, θεωρώ ότι αυτό μου είναι εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί θα με βοηθήσει να πετύχω - ειδικά στη γερμανική αγορά εργασίας, όπου «βασιλεύει» το είδος. Όμως διαφωνώ κάθετα με αυτή την τάση, διότι έτσι έχει χαθεί το λαϊκό προφίλ της όπερας. Η αποστολή κάθε σκηνοθέτη είναι να φύγει ο θεατής από το τέλος της παράστασης χωρίς ερωτηματικά, που συχνά προκύπτουν όταν έρχεται σε κόντρα αυτό που βλέπει στη σκηνή με το κείμενο που διαβάζει στους υπέρτιτλους. Δεν έχω πρόβλημα εξ ορισμού με τα σύγχρονα ανεβάσματα. Αλλά θα σας φέρω ένα παράδειγμα: η «Μιμή» (στην όπερα «La Bohème», που είναι από τις αγαπημένες μου), είναι ένα εσωστρεφές ντροπαλό νέο κορίτσι και ο Ροδόλφος ο ποιητής, ο άνδρας κατακτητής. Όταν σε μια σύγχρονη σκηνοθεσία, η Μιμή κάθεται στον καναπέ με μια προκλητική στάση σώματος και αέρα femme fatale, ενώ ο Ροδόλφος παρουσιάζεται σαν ένα πανικόβλητο «πιτσιρίκι», τότε διαστρέφεται το νόημα και το πνεύμα του έργου! Οι σκηνοθέτες θα πρέπει να σεβαστούν αυτούς που τους εξασφαλίζουν δουλειά: τον λιμπρετίστα και το συνθέτη. Βέβαια, άμα κάποιος θέλει να κάνει «recomposed by… τάδε» σκηνοθέτη, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αυτές τις ελευθερίες η Τέχνη τις δίνει. Όταν όμως κάνεις αναβίωση του έργου αυτού καθεαυτό, οφείλεις να το σέβεσαι.
Τ.Β. Δηλαδή, βλέπετε μια μορφή αλλοτρίωσης στην τέχνη της όπερας σήμερα;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Πρέπει η όπερα να ξαναβρεί ακριβώς το προφίλ που είχε. Το bel canto, ήταν πραγματικά η λαϊκή μουσική των Ιταλών. Γραφόταν από συνθέτες για να ψυχαγωγήσουν 2500 ανθρώπους με πανέμορφες μελωδίες, απλοϊκές πλοκές στα έργα τους, ώστε ο καθημερινός πολίτης να πάει να δει την όπερα, να ψυχαγωγηθεί. Υπήρχαν θίασοι οι οποίοι παίζανε όπερα στο δρόμο, οπουδήποτε. Η όπερα ήταν ένα είδος μουσικής για όλους. Όσο πιο πολύ χάνεται αυτός ο χαρακτήρας και απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη «ελίτ» ακροατών, τόσο συρρικνώνεται το κοινό αυτό και σιγά σιγά η όπερα γίνεται ένα «μουσειακό» είδος. Γι’ αυτό αν πάει κανείς σε θέατρο όπερας, θα δει ότι ο μέσος όρος ηλικίας όσο πάει και ανεβαίνει. Γενικώς, ο νέος κόσμος δεν πάει στην όπερα. Όταν βλέπεις κάτι που δεν το καταλαβαίνεις, δεν σε ελκύει να το ξαναδείς.
Τ.Β. Πού αποδίδετε το φαινόμενο;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Χρονικά θα έλεγα μέχρι και το 1920 ο απόλυτος άρχοντας στην όπερα ήταν ο τραγουδιστής.
Μετά περάσαμε στην εποχή που η απόλυτη εξουσία πέρασε στον μαέστρο, είχε τη συνολική εποπτεία, άρα δικαίως και το συνολικό πρόσταγμα. Με το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε απαγόρευση στη Γερμανία οποιασδήποτε εξεζητημένης σκηνοθεσίας. Όταν έληξε ο πόλεμος, σαν αντίδραση, δόθηκε η απόλυτη ελευθερία στους σκηνοθέτες: «Κάντε ό,τι θέλετε!» Είναι και αυτός ένας κύκλος που θεωρώ ότι θα ολοκληρωθεί. Το θέμα όμως είναι, με τι απώλειες.
Τ.Β. H αρχική εξοικείωσή σας με την κλασική μουσική έγινε στο πλαίσιο του οικογενειακού σας περιβάλλοντος. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το ρόλο που διαδραμάτισαν οι γονείς σας προς αυτή την κατεύθυνση;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα, καθοριστικό. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου η μητέρα μου, ως καθηγήτρια πιάνου, μελετούσε έργα κατά κύριο λόγο Ρομαντικών συνθετών και εννοείται ότι με έχει επηρεάσει. Το δικό μου αγαπημένο φάσμα είναι από τον Κλασικισμό και μετά. Δεν έχω τόσο μεγάλη αγάπη για το Μπαρόκ και μου πήρε αρκετά χρόνια να «ξεκλειδώσω» και να βρω το νήμα σε αυτή τη μουσική. Όταν η μητέρα μου δεν μελετούσε πιάνο, στο σπίτι ακούγαμε Τρίτο Πρόγραμμα. Ο πατέρας μου, από τη στιγμή που είδε ότι ανταποκρίθηκα θετικά, εκτός από την ΕΛΣ, με πήγαινε κάθε Παρασκευή στη συναυλία της ΚΟΑ. Επίσης πηγαίναμε ν’ ακούσουμε τη Συμφωνική της ΕΡΤ. Βεβαίως, αν ερχόταν κάποια μεγάλη Ορχήστρα ή μεγάλος σολίστας του εξωτερικού, είμασταν στο Μέγαρο. Αλλά και πριν -παιδί ακόμα- θυμάμαι την 7η Συμφωνία του Shostakovich με την ΚΟΑ και τον Οδυσσέα Δημητριάδη στο Παλλάς! Ήταν “Τιτάνας”! Δεκαετία ΄60-70, το να φθάσει οποιοσδήποτε μουσικός να διευθύνει στο Bolshoi και τις μεγαλύτερες Ορχήστρες τότε, στη Σοβιετική Ένωση ήταν απίστευτο κατόρθωμα! Η συγκεκριμένη βραδιά έχει χαραχτεί στη μνήμη μου.
Τ.Β. Στα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια, είχατε συμμετάσχει σε Χορωδίες του Τρίτου Προγράμματος, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Rosarte. Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η παιδαγωγική αξία της συμμετοχής παιδιών και νέων σε χορωδίες;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Όταν μπήκα στη χορωδία του Τρίτου Προγράμματος με τον κ. Πατσέα, ήμουν 6-7 χρονών και 9 ετών στη Χορωδία «Μανώλης Καλομοίρης» του Εθνικού Ωδείου που συνεργαζόταν με την ΕΛΣ, με μαέστρο αρχικά τον κ. Βασιλείου κι έπειτα τον κ. Μαλλιάρα. Στη Rosarte δεν υπήρξα ποτέ μέλος. Η κυρία Μαστροσάββα ήταν η τελευταία μαέστρος που είχα στη Χορωδία του Τρίτου Προγράμματος. Ως προς την παιδαγωγική αξία των χορωδιών, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική. Πάντοτε, μεγάλη σημασία έχει ποιος είναι ο παιδαγωγός. Το γεγονός ότι τα παιδιά θα πάρουν μέρος σε παραγωγές της Λυρικής, δίνει άπειρα ερεθίσματα - όχι μόνο μουσικά, αλλά και σκηνικά. Είναι ένα ωραίο μουσικό παιχνίδι το οποίο, ασυνείδητα, περνάει άπειρα μηνύματα στον εγκέφαλο. Εάν τα παιδιά ανήκουν σε μια δραστήρια χορωδία που κάνει όμορφες συναυλίες, παίρνουν μέρος σε ενδιαφέρουσες παραγωγές, θεωρώ δεδομένο ότι θα συνεχίσουν - όχι απαραίτητα για επαγγελματική ενασχόληση. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι αυτός ο στόχος. Ο στόχος είναι να κοινωνήσεις την αγάπη για τη μουσική, σε όσο περισσότερο κόσμο μπορείς. Σε αυτό νομίζω ότι οι παιδικές χορωδίες παίζουν σημαντικό ρόλο, μπορούν να βοηθήσουν. Ξέρω παιδιά, τα οποία ήταν σε παιδικές χορωδίες και μπορεί να μην ασχολούνται αυτή τη στιγμή με το τραγούδι, αλλά έγιναν κιθαρίστες, πιανίστες ή ώριμοι ακροατές.
Τ.Β. Έχετε σπουδάσει Μονωδία στο Ωδείο Αθηνών με την Καθηγήτρια Δέσποινα Καλαφάτη, για την οποία μάλιστα είπατε (σε πρόσφατη συνέντευξή σας, στη δημοσιογράφο Λ. Καρατζαφέρη) ότι είναι «άνθρωπος κλειδί» στη ζωή σας. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα χρόνια μαθητείας σας μαζί της;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Βεβαίως! Η κυρία Καλαφάτη δεν είναι «άνθρωπος κλειδί» μόνο όσον αφορά στη μουσική μου σταδιοδρομία. Είναι δεύτερη μάνα μου! Στο παρελθόν, επηρέασε τη διαπαιδαγώγησή μου. Σήμερα, θα σταθεί σε οτιδήποτε και αν συμβαίνει στη ζωή μου. Είναι πρώτιστα ανθρώπινη η επικοινωνία. Πρόκειται για μια πολύ οξυδερκή, διορατική καθηγήτρια, μια προσωπικότητα «μαμά», ζεστή, προστατευτική. Αν αισθανθεί ότι οι μαθητές της απειλούνται, θα τρέξει να τους υπερασπίσει. Ως Καθηγήτρια, έκανε το πιο σημαντικό: έβαλε τα σωστά θεμέλια. Με όποιο επόμενο καθηγητή και αν συνεργαζόμουνα, δεν θα χρειαζόταν να κάνει αυτό που, δυστυχώς, συμβαίνει συχνά: να πρέπει ο καθηγητής να «ξεμάθει» κάτι λάθος που έμαθε ο μαθητής, για να τον βάλει στο σωστό δρόμο. Με εμένα δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο θέμα, το αντίθετο, τέθηκαν πολύ γερές βάσεις σε βάθος και εύρος και με έφτασε σε ένα υψηλό τεχνικά επίπεδο.
Καθότι η ίδια γερμανομαθής, μου μετέδωσε τη γνώση της για ορισμένους ερμηνευτές γερμανικού ρεπερτορίου. Ήταν ο άνθρωπος επίσης που με έφερε πρώτη φορά κοντά σε ένα από τα αγαπημένα μου, πλέον, μουσικά ακούσματα: τo γερμανικό Lied. Μου έδωσε να τραγουδήσω ένα Lied του Schubert, το 4ο τραγούδι από το «Χειμωνιάτικο Ταξίδι». Σήμερα, είναι από τους τομείς με τους οποίους θέλω πολύ να ασχοληθώ. Το εκτιμώ βαθύτατα.
Τ.Β. Το 2017 αποφοιτήσατε από τη Μουσική Ακαδημία της Δρέσδης. Εντοπίζετε καλές πρακτικές από τη διεθνή σας εμπειρία;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Καλές πρακτικές είναι η πειθαρχία και η οργάνωση. Στην Ελλάδα έχεις τους φίλους σου, τον πολύ όμορφο καιρό, θέλεις να βγεις έξω, δηλαδή έχεις πάρα πολλούς παράγοντες που σου αποσπούν την προσοχή από το στόχο. Στη Γερμανία, επειδή απομακρύνθηκα από το ελληνικό γίγνεσθαι, μπόρεσα να αφοσιωθώ σε αυτό που κάνω. Αρχικά, είχα μπει στην Ακαδημία του Μονάχου για να κάνω μάθημα με την κυρία Ευαγγελάτου - κάτι το οποίο θα ήταν μεγάλη ευκαιρία. Όμως βλέποντας το πρόγραμμα σπουδών, συνειδητοποίησα ότι έχει ένα τεράστιο εύρος μαθημάτων, όπου η διδασκαλία του τραγουδιού περιοριζόταν μόνο σε δυο φορές την εβδομάδα. Δεν ήθελα να απασχολώ το μυαλό μου με 25 τομείς, από τους οποίους μόνο ένας θα ήταν το τραγούδι, γιατί αυτό θα με πήγαινε πολύ πίσω. Ένιωθα ότι δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Συνέχισα με τη ρωσίδα καθηγήτριά μου ιδιωτικά μαθήματα και έφθασα σε ένα πολύ καλό επίπεδο. Χάρη σε αυτή την προετοιμασία, κατάφερα να εισαχθώ στην Μουσική Ακαδημία της Δρέσδης. Θεώρησα ότι μπορώ να δώσω εξετάσεις κατ’ ευθείαν στο πρόγραμμα Meister, που είναι πάνω από το επίπεδο Master και απευθύνεται σε ημιεπαγγελματίες. Έκανα δυο φορές την εβδομάδα μάθημα με τον καθηγητή τραγουδιού και μια φορά με τον πιανίστα χωρίς όλα τα υπόλοιπα μαθήματα που θα είχα στο Μόναχο. Έτσι το μυαλό μου ήταν αφοσιωμένο στο τραγούδι. Στο τέλος, πήρα μέρος σε μια παραγωγή της Ακαδημίας όπου ανεβάσαμε το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Britten.
O βαθύφωνος Αλέξανδρος Σταυρακάκης, δίνοντας ρεσιτάλ στη συναυλιακή αίθουσα του θεάτρου Mariinsky στην Αγία Πετρούπολη.
Τ.Β. Εκτός από τις σπουδές υπάρχουν άλλοι παράγοντες που καθόρισαν τη μουσική σας προσωπικότητα;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Το κυριότερο ήταν το εύρος των μουσικών ακουσμάτων που είχα ως ακροατής. Ο πατέρας μου με έφερε σε επαφή με τη μουσική των Beatles και γενικά με τη ροκ μουσική. Επίσης, παρακολουθούσαμε το Jazz Festival. Ταξιδεύοντας ως ξεναγός, έφερνε λαϊκή μουσική από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, το Περού κ.α. Προφανέστατα, είχαμε και πολλά ακούσματα ελληνικής μουσικής στο σπίτι. Όλο αυτό το μεγάλο μουσικό εύρος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής μου ταυτότητας. Επίσης βοήθησε σημαντικά η εντατική έρευνα που έκανα αργότερα, ως συλλέκτης, σε έργα και κυρίως σε μεγάλους ερμηνευτές. Μπορείς να ακούσεις ένα αριστούργημα. Όμως μια μέτρια εκτέλεση, δεν θα αναδείξει τη μαγεία του και έτσι δεν θα το αντιληφθείς!
Τ.Β. Στην εφηβεία σας βρεθήκατε στο δίλημμα να ασχοληθείτε με τη ροκ μουσική παίζοντας κρουστά ή να συνεχίσετε σε επαγγελματικό επίπεδο τις σπουδές Μονωδίας. Υπάρχουν στοιχεία από τη ροκ μουσική που διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική σας ταυτότητα;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Σίγουρα και σε σημαντικό βαθμό. Τη συγκεκριμένη μουσική εξακολουθώ να την αγαπάω πολύ. Είναι καθημερινής ακρόασης η μπλουζ-ροκ. Έπειτα δεν θεωρώ ότι είμαι αποκλειστικά καλλιτέχνης της όπερας. Κάποτε, δεν υπήρχε καν ο διαχωρισμός ανάμεσα σε καλλιτέχνη της όπερας ή σε κάποιον που ειδικεύεται στο Lied, ή το Ορατόριο. Είσαι καλλιτέχνης που το μουσικό του όργανο είναι οι χορδές του. Σίγουρα με έχει επηρεάσει η ροκ και είμαι εκρηκτικός σε αρκετές στιγμές στις ερμηνείες μου, έχω έντονο ταμπεραμέντο. Θα πάρω σημαντικό ρίσκο σε μια στιγμή που δεν συνηθίζεται. Σας φέρνω ως παράδειγμα την ακρόαση που έδωσα στο Θέατρο Bolshoi πριν ενάμισι χρόνο. Ενώ όταν είσαι σε μια ακρόαση, πηγαίνεις παντελώς «by the book», σεταρισμένος, προετοιμασμένος και ξέρεις 100% τι θα κάνεις, εγώ καθώς ερμήνευα την άρια του Gremin, σε ένα δύσκολο δεξιοτεχνικό πέρασμα, αποφάσισα να «σβήσω» μια ψηλή νότα, να κάνω decrescendo για πρώτη φορά! Πώς μου ήρθε; Δεν ξέρω! Απλώς, με ενέπνευσε το θέατρο! Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο αποτελεί επιρροή από τη ροκ μουσική, είναι ότι ως ερμηνευτής επιτρέπω μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιασμού. Προφανώς, έχω ένα σκελετό και λειτουργώ αρκετά ορθολογικά. Όμως ως καλλιτέχνης κάθε μέρα δέχεσαι ερεθίσματα, τα οποία σε επηρεάζουν: είσαι σε διαφορετική διάθεση, διαφέρει η ακουστική κάθε αίθουσας, ανταποκρίνεται διαφορετικά το κοινό, υπάρχει άλλη ατμόσφαιρα, άλλη ενέργεια. Ορισμένοι καλλιτέχνες δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα. Έχω αρκετά μεγάλο ποσοστό αυθόρμητης ερμηνείας και θεωρώ ότι και η ροκ έχει παίξει ρόλο.
Τ.Β. Από το 2018 είστε μέλος της Όπερας της Δρέσδης. Από τους ρόλους που έχετε υποδυθεί, με ποιον ταυτίζεστε περισσότερο και γιατί;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Θέλω να έχω μια ελεγχόμενη εξέλιξη στην καριέρα μου. Είμαι μπάσος, το οποίο σημαίνει ότι έχω να αναμετρηθώ κυρίως με μεσήλικες ή ηλικιωμένους ανθρώπους ή με κωμικούς ρόλους. Άρα έχω χρόνο για την ωρίμανση. Θέλω να έρθει αργά, χωρίς βιασύνη, χωρίς πίεση, το οποίο είναι ό,τι καλύτερο για μια φωνή. Πολλές φορές οι μπάσοι αντέχουν περισσότερο, γιατί σπάνια θα έρθει κανείς να τους πει στην ηλικία των 23, 25 ετών: «Έλα και κάνε ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει στο ρεπερτόριό σου»! Ενώ στους τενόρους και στις σοπράνο, συμβαίνει! Ο τενόρος είναι ο νέος εραστής, οπότε το σημερινό ειδικά ζητούμενο είναι να «παντρεύουμε» την εικόνα με αυτό που ακούμε. Δύσκολα όμως ένας τενόρος σε αυτή την ηλικία έχει την ετοιμότητα, την ωριμότητα και την εμπειρία να ανταπεξέλθει σε όλα αυτά με την τεχνική του. Αρχίζει λοιπόν να βάζει τον παράγοντα «φύση» να σπρώχνει και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να «σπάει». Εξ ου και βλέπουμε συνεχώς να μειώνεται ο μέσος όρος χρονικής διάρκειας των καλλιτεχνών.
Επανερχόμενος στην ερώτηση σας από τους ρόλους που έχω κάνει, θα διάλεγα τον Commendatore από τον Don Giovanni του Mozart, διότι εάν ποτέ γινόμουν γονέας, μπορώ πολύ εύκολα να φανταστώ ότι θα υπερασπιζόμουν το παιδί μου μέχρι θανάτου! Πόσο δε μάλλον, μετά με έναν τρόπο να έχω την ευκαιρία να είμαι η Νέμεσις αυτού που έκανε οτιδήποτε στο παιδί μου. Ειδικά, αν ήταν η κόρη μου…
Τ.Β. Yπάρχει κάποιος ρόλος που δεν έχετε υποδυθεί μέχρι σήμερα, αλλά θα επιθυμούσατε;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Πολλοί. Εάν θα έπρεπε να διαλέξω ένα ρόλο είναι του Boris Godunov στο Bolshoi με την παλιά σκηνοθεσία, που εξακολουθεί να παίζεται. Όπως σας είπα, ο διαχωρισμός Lied με όπερα, έχει να κάνει με το ότι η όπερα συνήθως έχει απλή πλοκή, πιο κατανοητά κείμενα και όχι τόσο μεγάλο βάθος - είτε από άποψη μουσικής, είτε κειμένου. Όταν όμως ασχοληθεί κανείς με τον Boris Godunov του Mussorgsky, έχει να αναμετρηθεί με ένα τρομακτικά βαθύ κείμενο του Pushkin. Η μουσική που έχει γράψει ο Mussorgsky είναι ιδιοφυής! Αποτελεί τρομακτική πρόκληση και από άποψη τεχνικής, για τον μπάσο που θα αποφασίσει ν’ ασχοληθεί με αυτό το ρόλο. Μετά τον Boris Godunov τεχνικά θα μπορούσα να πω καθ' υπερβολήν ότι το να τραγουδήσει κανείς τον Φίλιππο στον Verdi, είναι σαν να κάνει ζέσταμα! Αλλά δεν νομίζω ότι θα παίξω το ρόλο του Boris Godunov πριν τα 40-45 μου. Δεν το αναφέρω μόνο από άποψη τεχνική, αλλά επειδή απαιτεί βιώματα ζωής, ωριμότητα, που στα 30 μου χρόνια είναι αδύνατον να έχω για να αναμετρηθώ με το συγκεκριμένο κείμενο.
Τ.Β. Ποιους παράγοντες θεωρείτε ως «ευκαιρίες» και ποιους ως «απειλές» για την εξέλιξη της όπερας στην Ελλάδα;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Η ύπαρξη του καινούργιου θεάτρου έχει βοηθήσει. Γενικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο συζητιέται έντονα η άνοδος και το «άνοιγμα» που έχει κάνει η ΕΛΣ. Οι Καλλιτέχνες στους οποίους γίνονται μετακλήσεις έχουν σημαντικές καριέρες στο εξωτερικό. Άρα οι επιλογές είναι προσεκτικές και δεν αποσκοπούν στο να διαμορφωθεί μια σχέση π.χ. με έναν καινούργιο ατζέντη. Σημαντική απειλή, θα ήταν να αποξενωθεί και αποκλειστεί το ελληνικό δυναμικό. Το κάθε θέατρο, σε κάθε χώρα, πρέπει πρώτα να βασίζεται στους γηγενείς καλλιτέχνες και να τους δίνει βήμα. Επί Καρυτινού και πιο πριν, έβλεπες ότι όλους τους καλλιτέχνες που ήταν φερέλπιδες, τους «βγάζανε στο σανίδι». Σε μετέπειτα περίοδο είδαμε για οποιοδήποτε έργο όπερας να γίνονται μετακλήσεις καλλιτεχνών από το εξωτερικό. Αυτή η στρατηγική είχε ως αποτέλεσμα σε άπειρες περιπτώσεις αυτό που ακούγαμε να είναι χείριστο! Και το κυριότερο: υπήρχαν Έλληνες που θα μπορούσαν να παίξουν αυτούς ακριβώς τους ρόλους πολύ καλύτερα! Αλλά οι Έλληνες δεν εξασφαλίζουν κάποιο συμφέρον, ενώ οι καλλιτέχνες που μετακαλούνταν από το εξωτερικό, δημιουργούσαν σχέσεις οι οποίες αργότερα θα μπορούσαν να αποφέρουν οφέλη. Ευτυχώς σήμερα αρκετοί Έλληνες τραγουδάνε στην ΕΛΣ. Άλλωστε, η Ελλάδα πάντοτε παρήγαγε φωνές. Δεν είχαμε ποτέ έλλειψη φωνών στη χώρα μας.
Τ.Β. Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια; Θα έχουμε την ευκαιρία να σας δούμε του χρόνου στην Ελλάδα;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να πάρω μέρος σε μια παραγωγή της ΕΛΣ. Η πρόθεση είναι δεδομένη.
Η ευκαιρία να τραγουδήσω στη χώρα μας, ως Έλληνας που ζω μόνιμα έξω, αποτελεί ιδιαίτερη χαρά. Θυμάμαι, όταν με είχε προσκαλέσει η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης για να συμπράξουμε για το “Requiem” του Mozart, γνώρισα πολύ ωραίους ανθρώπους. Επίσης, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ έχει υπάρξει πολύ ευχάριστη συνεργασία. Φέτος τον Ιούνιο θα ξαναπάω στην Όπερα του Βερολίνου για να υποδυθώ τον Κόμη Ροδόλφο στην όπερα “La Sonnambula” του Bellini. Την επόμενη σεζόν, θα είναι η πρώτη μου παρουσίαση στην Αμερική, το Μάιο του ΄21. Θα εμφανιστώ στην Όπερα της Ουάσιγκτον, στο ρόλο του Colline, του έργου “La Bohème”. Στο θέατρο στη Δρέσδη, την επόμενη σεζόν έχουμε καινούργια παραγωγή του έργου “Turandot”, όπου θα κάνω τον Timur. Επίσης, θα γίνει επανάληψη του «Ελεύθερου Σκοπευτή» του Weber όπου θα υποδυθώ τον Ερημίτη, του ''Ριγκολέτο'' του Βέρντι όπου υποδύομαι τον
Σπαραφουτσίλε, του ''Κουρέα της Σεβίλλης'' του Ροσσίνι όπου υποδύομαι τον Μπαζίλιο.
Τ.Β. Τον προσεχή Μάιο, θα συμπράξετε με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι σημαίνει για σας;
Αλέξανδρος Σταυρακάκης: Όταν είχα πάρει μέρος στο διαγωνισμό Belvedere, μέλος της Επιτροπής ήταν η casting director του Bolshoi. Όταν εκείνη πληροφορήθηκε ότι ο μαέστρος Vedernikov θα διευθύνει το “Requiem” του Verdi με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης, του πρότεινε να είμαι ο μπάσος. Εκείνος ζήτησε να του στείλω μια ηχογράφηση από την άρια του “Requiem”. Την πραγματοποιήσαμε στο Ωδείο Αθηνών με τον πιανίστα Δημήτρη Βεζύρογλου. Μόλις ο μαέστρος την άκουσε, μου πρότεινε να συμμετάσχω. Ακόμη τότε δεν είχα λάβει μέρος στο διαγωνισμό Tchaikovsky. Όσον αφορά στο τι σημαίνει για μένα η συγκεκριμένη συνεργασία, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης είναι από τις αγαπημένες μου Ορχήστρες. Πριν ακόμη από το διαγωνισμό Tchaikovsky και οτιδήποτε άλλο, ήταν κυκλωμένη η ημερομηνία 6 Μαΐου 2020. Mακάρι να γίνει!
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Απρίλιος 2020
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)