ΑΛΕΞΙΟΣ Γ. Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ
«Η μουσικολογική πτυχή ενός ιστορικού-μεσαιωνολόγου – Dr Jekyll αλλά όχι Mr Hyde»!
Συνέντευξη στην Τίνα Βαρουχάκη - (Α' Μέρος)
Πολλοί επικαλούνται την έκφραση «η μουσική είναι η ζωή μου», αλλά ελάχιστοι την έχουν κάνει πράξη στον ίδιο βαθμό με τον τακτικό Καθηγητή Ιστορίας Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Χρόνων, Αλέξιο Σαββίδη. Ο Καθηγητής, τιμήθηκε προσφάτως με το πολύ σημαντικό Βραβείο «Λαμψίδη», «την ύψιστη μέχρι στιγμής τιμή που μπορούσα να διανοηθώ», όπως αναφέρει ο ίδιος.
Έχοντας μεγαλώσει σε ένα αστικό περιβάλλον επιστημόνων και διανοουμένων με προεξάρχουσα μορφή τον αείμνηστο υπέροχο ποιητή, Νίκο Καρούζο, γαλουχήθηκε δίπλα σε πλούσιες βιβλιοθήκες και συλλογές ηχογραφημάτων. Εξ΄απαλών ονύχων ακούει Τρίτο Πρόγραμμα, παρακολουθεί συναυλίες εντός και εκτός συνόρων και συνομιλεί με μεγάλες μορφές του πόντιουμ. Οι σημειώσεις ετών, θα αποτελέσουν το υλικό πάνω στο οποίο διαμορφώθηκε η τιτάνιας προσπάθειας συγγραφή της εγκυκλοπαίδειας «Μεγάλοι Μαέστροι», η οποία διαρκώς εμπλουτίζεται. Το παιδιόθεν πάθος του για τη μουσική μετουσιώνεται σε μια τεράστια συλλογή χιλιάδων ηχογραφημάτων, η μορφή των οποίων μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την τεχνολογική εξέλιξη: μπομπίνες, κασέτες, βινύλια, cds, dvds και εσχάτως «διαμάντια» μέσα από το youtube. Αυτά, αποτέλεσαν το υλικό για το πόνημά του, που εκδόθηκε τελευταία, με τίτλο: «Μαέστροι στο Διαδίκτυο», (εκδόσεις Ηρόδοτος).
Όταν συνειδητοποίησα ότι η συνέντευξη διήρκεσε δυο ώρες, με ένα αίσθημα ενοχής απέναντί του έκλεισα το κασετόφωνο. Μέγα λάθος! Γιατί τότε ήταν που μου εκμυστηρεύτηκε το όραμά του: να υλοποιηθεί το σχέδιο νόμου για την ίδρυση ενός ακόμη Τμήματος, που μαζί με το υφιστάμενο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, θα συναποτελούν τη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου: o λόγος για το Τμήμα «Τεχνών και Μουσικής».
«Μετά την ελληνική Επανάσταση με την άφιξη των Βαυαρών στην Ελλάδα, μαζί με όλα τα προβλήματα που έφεραν, κόμισαν και κάτι πολύ καλό: την κλασική μουσική, την οποία όμως η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να αφουγκραστεί και να απορροφήσει. Αντί να σας κάνω κάποιο δικό μου σχόλιο, θα σας πω περιφραστικά τι θυμάμαι από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη: «Εδώ ο κόσμος χάνεται, προσπαθούμε να φτιάξουμε το Κράτος μας, μόλις γλυτώσαμε και καταφέραμε να απαλλαγούμε από τον τουρκικό ζυγό, με τα πιανοφόρτια θα ασχολούμαστε;» Καταλάβατε ότι η φράση αυτή του-κατά τα άλλα υπέροχου-Μακρυγιάννη, του ήρωα αυτού του Ελληνικού Αγώνα, μπόλιασε μια ολόκληρη γενιά, η οποία μεταλαμπάδευσε στις επόμενες γενιές αυτή τη νοοτροπία. Από εκεί και πέρα, αυτό είχε και άμεσο αντίκρισμα στο ότι δεν υπήρξε συστηματική επαγγελματικού τύπου ενασχόληση ακόμη και για τη συγγραφή βιβλίων εκπαίδευσης περί μουσικής.»
Ο Α.Γ.Κ. Σαββίδης το 2016
Τ.Β. Δεδομένης της ιδιότητάς σας ως Πανεπιστημιακού Καθηγητή Ιστορίας Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Χρόνων, πώς προέκυψε η ερευνητική ενασχόληση με τις προσωπικότητες και τα έργα της συμφωνικής μουσικής;
Α.Σ. Είναι οι δυο πτυχές στη ζωή μου που έχω αγκαλιάσει. Η μια είναι η δουλειά μου, το επάγγελμά μου, η άλλη είναι κατά κάποιο τρόπο το χόμπι μου. Η μεγάλη μου αγάπη, που συμπληρώνει τη δουλειά μου. Γράφω ιστορικές μελέτες ακούγοντας μουσική. Δηλαδή, δεν γίνεται ξεχωριστά η μια ενέργεια εις βάρος της άλλης, ή με την απουσία της άλλης. Συμπλέουν. Κάποια φορά ένας συνάδελφος με είχε ρωτήσει: «όταν ακούς δύσκολη, βαριά συμφωνική μουσική, μπορείς να κάνεις κάτι άλλο;» Tου απάντησα: «εμπνέομαι να κάνω κάτι άλλο!» Όταν ακούω μια συμφωνία του Μπρούκνερ (Bruckner) με αυτές τις απαιτητικές αρμονίες που πρέπει να συγκεντρωθείς για να τις απορροφήσεις και να τις νιώσεις, ναι, μπορώ εκείνη τη στιγμή, παράλληλα, να κρατήσω σημειώσεις στο πλαίσιο μελέτης μου, αναφορικά με μια πτυχή διπλωματικών σχέσεων του Βυζαντίου με τους Άραβες. Του συναδέλφου μου, του είχε φανεί λίγο αξιοπερίεργο αυτό. Όταν γράφω κάτι, πρέπει να βάλω μουσική για να το συντροφεύσει, γιατί έτσι θα το γράψω καλύτερα. Γι΄αυτό, μερικές φορές τα άρθρα και τα βιβλία που γράφω ως προς τη Μεσαιωνική Ιστορία είναι γραμμένα κατά το πλείστον σε απλή κατανοητή γλώσσα. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να τα καταλάβει και ο απλός φιλίστωρ αναγνώστης και όχι μόνο ο εξειδικευμένος μελετητής. Κάποιοι συνάδελφοι θεωρούν ότι αυτό συνιστά μια κάπως υπερβολική εκλαΐκευση της επιστήμης, η οποία πρέπει να έχει κάποια όρια. Πιστεύω ότι τα όρια τα κρατώ. Κανείς πρέπει να γράφει απλά και κατανοητά για να μπορεί να τον καταλάβει πας ο ενδιαφερόμενος. Μπορεί μερικές μελέτες να είναι εξειδικευμένες. Η ροή του λόγου όμως, πρέπει να είναι απλή. Αλλά για να επιστρέψω στο ερώτημά σας, όλες αυτές οι ενασχολήσεις, τόσο η Ιστορία, όσο και η μουσική, ξεκίνησαν πολύ νωρίς, γιατί είχα την ευτυχία και την ευλογία να έχω κοντά μου ανθρώπους, οι οποίοι από πολύ μικρή ηλικία με ενέπνευσαν πάρα πολύ…
Τ.Β. Όπως ο ποιητής Νίκος Καρούζος, γεγονός που με συγκίνησε πολύ … έτσι δεν αναφέρετε στο βιβλίο σας «Δοκίμια Κλασικής Μουσικής Παιδείας»;
Α.Σ. Ο Νίκος Καρούζος ήταν ένας φάρος για μένα, ένας οδηγός ποιότητας ζωής. Ο άνθρωπος αυτός, με έκανε να αγαπήσω πάρα πολύ και τη Βυζαντινή φιλολογία, διότι ήταν ένας πολυίστωρ ποιητής, ο οποίος διάβαζε για το Βυζάντιο από σπουδαία επιστημονικά συγγράμματα, άκουγε μουσική αναλύοντάς την ως μουσικολόγος, έπαιζε σκάκι ως επαγγελματίας σκακιστής (με βιβλίο που περιείχε θεωρίες ανοιγμάτων, άμυνας και επιθετικών κινήσεων). Γενικά, ο Νίκος Καρούζος, ό,τι έκανε, το έκανε με μια επιστημονικότητα και έναν επαγγελματισμό που με επηρέασε από πολύ μικρή ηλικία. Έζησα κοντά του για πολλά χρόνια, επειδή είχαμε την τύχη να είναι ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας μου. Και έτσι γαλουχήθηκα μέσα από το δικό του πνεύμα, τη δική του πανεπιστημοσύνη, ώστε να αγαπήσω τα δυο αντικείμενα που έκτοτε με συντροφεύουν στη ζωή μου: τη Μεσαιωνική Ιστορία με έμφαση στο Βυζάντιο και τη συστηματική μελέτη, ακρόαση και, συχνά μουσικολογική προσέγγιση της μουσικής.
Εγώ δεν είμαι ειδικός ούτε στις άλλες τέχνες -αν και πρέπει να σας πω ότι ως μαθητής στο Κολλέγιο Αθηνών είχα πάρει το α΄ βραβείο το 1966, με μια έγχρωμη αναπαράσταση (ακουαρέλα) της μάχης των Θερμοπυλών. Ήμουν περίπου 11 χρονών παιδάκι. Μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω στρατιώτες, γιατί είχα καλό χέρι, με είχε διδάξει ο θείος μου, ο Μενέλαος Σαββίδης, πολύ γνωστός ζωγράφος, έργα του οποίου εκτίθενται και στην Εθνική Πινακοθήκη. Πέθανε όμως πολύ νέος και έτσι δεν πρόλαβε.
>> ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ, ΜΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ >>
Τ.Β. Σπουδάσατε μουσική;
A.Σ. Έχω σπουδάσει αρκετά χρόνια μουσική τόσο στο Ωδείο Αθηνών, όσο και στο Ελληνικό Ωδείο. Μάθαινα πιάνο, είχα προχωρήσει αρκετά και στο βιολί. Ευτύχησα να έχω σπουδαίους δασκάλους: στο Ωδείο Αθηνών, θυμάμαι, για παράδειγμα, καταπληκτικά μαθήματα σολφέζ με τον Ιωάννη Μαργαζιώτη και τον Μενέλαο Παλλάντιο, τον Ακαδημαϊκό. Θυμάμαι τη δασκάλα μου στο πιάνο, τη Βίνια Τσόπελα, η οποία αργότερα έκανε μια πολύ καλή καριέρα στο εξωτερικό. Ήταν μια πολύ καλή δασκάλα και εξίσου καλή πιανίστα. Στο βιολί, είχα τη μεγάλη τύχη να θητεύσω κοντά στον Τάτση Αποστολίδη και τον Γιάννη Βατικιώτη. Μάλιστα, ο Γιάννης Βατικιώτης ήταν θείος μου, ως δεύτερος εξάδελφος της μητέρας μου. Με επηρέασε πάρα πολύ, γιατί κοντά του έμαθα να αγαπώ την μουσική ερμηνεία, να παρακολουθώ συστηματικά τις νέες δισκογραφίες. Είχε μια απέραντη καταπληκτική δισκοθήκη βινυλίων. Τότε εκείνα τα χρόνια-όπως ξέρετε-δεν υπήρχαν τα cds και τα dvds, αλλά τα βινύλια και οι παλιές μπομπίνες μαγνητοφώνου, οι οποίες δυστυχώς δεν επέζησαν μέσα στο χρόνο, είχαν μικρή ζωή και έτσι δεν μπόρεσαν (παρά την πολύ καλή ηχητική απόδοση) να καθιερωθούν και επικρατήσουν στον εμπόριο και στην αγορά. Αντιθέτως, οι μικρότερες κασέτες, είχαν πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Φανταστείτε ότι σήμερα έχω στη συλλογή μου κασέτες κλασικής μουσικής που έχουν επιζήσει και τις ακούω καθαρότατα και ας τις είχα ηχογραφήσει στις αρχές της δεκαετίας του΄70! Οι κασέτες αυτές, αποτελούν πολύτιμο μέρος της συλλογής μου, γιατί έχω μια πολύ πλούσια δισκοθήκη και ταινιοθήκη.
Τ.Β. Φαντάζομαι θα είναι χιλιάδες τα ηχογραφήματα… έτσι δεν είναι;
Α.Σ. Είναι αμέτρητα. Τα βινύλια που τα συγκεντρώνω συστηματικά από 8 -9 ετών, περίπου από το 1963, πρέπει τώρα να έχουν ξεπεράσει τις 30.000! Χρειάζονται σωστή αρχειοθέτηση, την οποία όποτε βρίσκω καιρό προχωρώ. Καλύτερη αρχειοθέτηση έχω προλάβει μέχρι σήμερα να κάνω στα cds, που και εκεί έχω τεράστιο αριθμό, διότι τα μαζεύω όχι μόνο ως συλλέκτης, αλλά και ως συστηματικός ακροατής. Πολλές φορές, οι φανατικοί συλλέκτες δεν προλαβαίνουν να ακούν και νιώθουν πληρότητα απλά αισθανόμενοι ότι τα ηχογραφήματα βρίσκονται στη δισκοθήκη τους. Εγώ δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι! Αν δεν ακούσω αυτά που έχω, θα νιώσω μια μεγάλη έλλειψη. Αλήθεια… ο χρόνος μιας ζωής δεν φθάνει για να ακούσουμε ό,τι θέλουμε να έχουμε ακούσει! Γι΄αυτό, ακούω πάρα πολύ συστηματικά και έχω προσαρμοστεί στην ιδέα ότι παράλληλα με τη δουλειά μου, ακούω μουσική. Ίσως είμαι από τους μακροβιότερους, συστηματικότερους ακροατές του Τρίτου Προγράμματος. Από μια εποχή, τότε που κυκλοφορούσε το «Ραδιοπρόγραμμα», γιατί ακόμη δεν υπήρχε τηλεόραση. Μάλιστα, έχω μετανοήσει πάρα πολύ που δεν κράτησα τον πολύτιμο θησαυρό αυτών των τευχών. Όπως δεν κράτησα και ένα μεγάλο μέρος των προγραμμάτων συναυλιών. Πήγαινα από νωρίς στο εξωτερικό για να παρακολουθώ συναυλίες, όχι τόσο για να κάνω τουρισμό. Τα συνδύαζα βέβαια. Ακούγοντας καταπληκτικές συναυλίες που τις έχω συγκρατήσει μέσα στη μνήμη μου, τις ξανακούω πολλές φορές και θυμάμαι τους μεγάλους μουσικούς- κυρίως Αρχιμουσικούς- που είχα συστηματικά προσπαθήσει να γνωρίσω. Μετά το τέλος των συναυλιών, έτρεχα στα παρασκήνια για να σφίξω το χέρι των μαέστρων.
Τ.Β. Θυμάστε κάποιον μαέστρο που σας συγκίνησε ιδιαιτέρως;
A.Σ. Μεταξύ των άλλων, ένα παράδειγμα θα σας το πω: Το 1968 στο Albert Hall, είχε διευθύνει μια από τις τελευταίες του συναυλίες ο ήδη υπέργηρος τότε Σερ Έιντριαν Μπόουλτ (Sir Adrian Boult), μια μυθική μορφή της μπαγκέτας στη Βρετανία. Και θυμάμαι μου είχε πει: «καλό μου παιδί, αν προλάβω θα έρθω και στην Ελλάδα». Δεν πρόλαβε. Τότε πρέπει να ήταν τουλάχιστον ογδόντα τόσων ετών. Πέθανε το 1983, σε ηλικία 94-95 ετών! Ως το τέλος της ζωής του διηύθυνε! Ήταν μια μεγάλη μορφή! Θυμάμαι σε εκείνη τη συναυλία είχε διευθύνει το έργο «Πλανήτες», του Γκούσταβ Χολστ, (Gustav Holst), το οποίο τότε το είχα ακούσει σε συναυλία για πρώτη φορά. Έκτοτε, το έχω ακούσει με σημαντικούς αρχιμουσικούς, με σπουδαίες ορχήστρες και με γυναικεία χορωδία στο τέλος. Αλλά σαν την εκτέλεση εκείνη … δεν θυμάμαι καλύτερη. Νομίζω, ότι πρέπει να διηύθυνε νέος την πρώτη ή μια από τις πρώτες εκτελέσεις του ίδιου έργου, τη δεκαετία του ΄30.
Τ.Β. Πώς συνδέεται κατά τη γνώμη σας, η μουσική με την ιστορία;
A.Σ. Η μουσική που την παρακολουθώ με όλη αυτή την αγάπη, είναι και ιστορική μελέτη. Δεν μπορώ να ακούσω απλώς τη μουσική ως γλυκούς ήχους που χαϊδεύουν τα αυτιά. Όταν ακούω ένα έργο, θέλω και πρέπει να ξέρω πότε γράφτηκε, πώς, υπό ποιες προϋποθέσεις και ποιες ήταν οι γενικότερες συνθήκες. Και εκεί συνδέεται η μουσική με την ιστορία. Από μικρό παιδί κρατάω αρχεία. Από αυτές τις σημειώσεις, υλοποιήθηκε το 2006, 2007 και εκδόθηκε το 2008 το λεξικό «Μεγάλοι Μαέστροι». Είναι ένα βιβλίο, το οποίο πήρε και πολλές και καλές κριτικές σε μουσικολογικά περιοδικά- παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος που το έγραψε δεν ήταν ούτε επαγγελματίας μουσικός, ούτε μουσικολόγος. Προσπαθώ σε καθημερινή βάση να μελετώ, διότι έχω μια αρκετά καλή μουσικολογική βιβλιοθήκη, αλλά και πολλά ξένα βιβλία και ειδικά περιοδικά, τα οποία όλα αυτά τα χρόνια τα αγόραζα. Και η μεγάλη βιβλιοθήκη, η ιστορική και η μουσικολογική βιβλιοθήκη, είναι από αγορές που συστηματικά έκανα από μικρό παιδί, όταν πήγαινα στο σχολείο, αλλά και αργότερα, όταν έγινα φοιτητής. Το μεγαλύτερο μέρος του χαρτζιλικιού μου πάντοτε πήγαινε σε δίσκους και σε βιβλία. Και εκείνα τα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60, άρχισα συστηματικά πλέον να ακούω και να καταλαβαίνω τη μουσική ακούγοντας Τρίτο Πρόγραμμα, αλλά και Πρώτο Πρόγραμμα, το Εθνικό πρόγραμμα-όπως λεγόταν τότε. Το Εθνικό Πρόγραμμα μάλιστα, κάθε Πέμπτη, θυμάμαι, είχε σε ζωντανή σύνδεση συναυλίες της Συμφωνικής της Βοστώνης! Κάθε βράδυ της Πέμπτης, ήμουν «καρφωμένος» στο ραδιόφωνο. Αρχιμουσικός της Συμφωνικής της Βοστώνης τότε ήταν ο Αυστριακός, ο Έριχ Λάινσντορφ (Erich Leinsdorf) και μετέδιδαν τις συναυλίες σε απευθείας σύνδεση. Τότε ήταν η εποχή λίγο πριν και στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Μεταδιδόταν η συναυλία στο πλαίσιο ενός προγράμματος πολιτιστικών ανταλλαγών με την Αμερική.
Τ.Β. Στον πρόλογο του βιβλίου σας «Δοκίμια Κλασικής Μουσικής Παιδείας» αναφέρετε ότι σκεφτόσασταν να προσθέσετε στον τίτλο: «Για την Ελλάδα» αναφέροντας επιγραμματικά: «λόγω του ότι η μουσική υποδομή μεγάλου μέρους του ελληνικού αναγνωστικού κοινού δυστυχώς δεν είναι καθόλου αυτονόητη». Το φαινόμενο αυτό, σε ποιους παράγοντες το αποδίδετε;
Α.Σ. Θα επικεντρώσω την απάντησή μου ως προς τη μουσική παιδεία. Οφείλεται σε ένα και μόνο παράγοντα: στον ερασιτεχνικό τρόπο με τον οποίο το Νεοελληνικό Κράτος αντιμετώπισε τη μουσική εκπαίδευση από τα πρώτα χρόνια του σχολείου. Επικράτησε σταδιακά η νοοτροπία του ότι η ώρα της μουσικής στο σχολείο (αν υπάρχει) είναι η ώρα που χαλαρώνουμε λίγο. Αν με την ευκαιρία, μας αναφέρουν δυο τρία λόγια για το τι ήταν ο Μότσαρτ και μας βάλουν να ακούσουμε και την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, (Beethoven) τόσο το καλύτερο. Το μάθημα της μουσικής, αντιμετωπίζεται με ένα μεγάλο ερασιτεχνισμό. Και εκεί ίσως θα έπρεπε να αναζητηθούν και ευθύνες όχι μόνο των κρατικών λειτουργών που διαμόρφωσαν προγράμματα στο Υπουργείο Παιδείας, αλλά και ότι δεν αντέδρασε εγκαίρως ο μουσικός και καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας με Υπομνήματα, εκθέσεις, ασκώντας πίεση, έτσι ώστε το μάθημα της μουσικής να είναι από τα σχολεία αυτό που θα έπρεπε να είναι παντού: μια ιερουργία. Δυστυχώς όμως αυτό έχει και προϊστορία. Μετά την ελληνική Επανάσταση με την άφιξη των Βαυαρών στην Ελλάδα, μαζί με όλα τα προβλήματα που έφεραν, κόμισαν και κάτι πολύ καλό: την κλασική μουσική, την οποία όμως η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να αφουγκραστεί και να απορροφήσει. Αντί να σας κάνω κάποιο δικό μου σχόλιο, θα σας πω περιφραστικά τι θυμάμαι από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη: «Εδώ ο κόσμος χάνεται, προσπαθούμε να φτιάξουμε το Κράτος μας, μόλις γλυτώσαμε και καταφέραμε να απαλλαγούμε από τον τουρκικό ζυγό, με τα πιανοφόρτια θα ασχολούμαστε;» Καταλάβατε ότι η φράση αυτή του-κατά τα άλλα υπέροχου-Μακρυγιάννη, του ήρωα αυτού του Ελληνικού Αγώνα, μπόλιασε μια ολόκληρη γενιά, η οποία μεταλαμπάδευσε στις επόμενες γενιές αυτή τη νοοτροπία. Από εκεί και πέρα, αυτό είχε και άμεσο αντίκρισμα στο ότι δεν υπήρξε συστηματική επαγγελματικού τύπου ενασχόληση ακόμη και για τη συγγραφή βιβλίων εκπαίδευσης περί μουσικής.
Τ.Β. Όμως η ίδρυση τμημάτων Μουσικών Σπουδών, δεν δείχνει σταδιακά μια αλλαγή νοοτροπίας;
A.Σ. Ένα άλλο θέμα, κάτι που επίσης θα άξιζε να το ψάξετε, να δούμε τι γίνεται με τα τμήματα μουσικών σπουδών στα Πανεπιστήμιά μας. Γιατί μερικά από αυτά, έχουν αξιόλογο εκδοτικό έργο. Στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο περνάνε και σε πρακτική, σε μουσική ερμηνεία με δικά τους μουσικά σύνολα, ακριβώς γιατί διδάσκουν σε αυτό καθιερωμένοι αρχιμουσικοί, συνθέτες, άλλοι ερμηνευτές και σολίστ, όπως ο Μίλτος Λογιάδης, ο Χάρης Ξανθουδάκης, κ.ά., που είναι βαθείς γνώστες της μουσικής. Εκεί ο σπουδαστής έχει την ευκαιρία εκτός από θεωρητική κατάρτιση να λάβει και μια πρακτική γνώση της μουσικής εμπειρίας. Και θα άξιζε τον κόσμο να ερευνηθεί αν τα μουσικά αυτά τμήματα, πώς και κατά πόσο, συνεργάζονται μεταξύ τους. Αν δεν συνεργάζονται, γιατί; Τι μουσική σπουδάζουν στο ένα, τι μουσική στο άλλο; Μέσα από ποιο κάτοπτρο γίνονται οι μουσικές σπουδές; Μήπως έχει σχέση με αυτό που είπα πριν ότι επειδή στην Ελλάδα δεν υπήρχε ποτέ συστηματική μουσική Παιδεία στις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, μπήκε ξαφνικά και απροετοίμαστα και ανοργάνωτα και στην Τριτοβάθμια; Βιβλία ολόκληρα μπορούν να γραφτούν. Ως μονάδες, οι διδάσκοντες στα τμήματα αυτά είναι αξιολογότατοι. Το συνολικό αποτέλεσμα δεν βλέπω. Πρέπει να μας δοθεί καλύτερα και σαφέστερα. Στο πλαίσιο αυτό, θα άξιζε τον κόπο να κάνει κανείς μια έρευνα συστηματική και για τις δυο προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες και να δει ποια είναι τα βιβλία της μουσικής για το δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Εγώ είμαι ακόμη στην γενιά που τελείωσα Στ΄ Γυμνασίου, τελείωσα το ΄74 όταν επανήλθε η Δημοκρατία με την ανατροπή της Χούντας. Τη Χούντα την έζησα ως μαθητής Γυμνασίου και Λυκείου. Θυμάμαι πάντως μαζί με όλα αυτά στα χρόνια της Χούντας, ένα πολύ καλό Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο, το οποίο στα χρόνια της Δημοκρατίας άρχισε να εκφυλίζεται.
Τ.Β. Πιστεύετε ότι το επίπεδο του Φεστιβάλ Αθηνών βαίνει μειούμενο;
A.Σ. Στο Φεστιβάλ Αθηνών, τα παλαιότερα χρόνια μέσα σε μια θερινή σεζόν, ακούγαμε τρείς τέσσερις σημαντικές ξένες Ορχήστρες, τις τακτικές συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Φανατικός θιασώτης της ΚΟΑ ο υποφαινόμενος από το 1963, μικρό παιδάκι, πήγαινα και στον Ορφέα και στο Παλλάς θυμάμαι τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη, τον Ανδρέα Παρίδη, τον Βύρωνα Κολάση, τους σπουδαίους αυτούς μουσικούς, αλλά και εξαιρετικούς ξένους μαέστρους να την διευθύνουν στο Ηρώδειο, π.χ. ο Ντμίτρι Κιταγιένκο, με μια σπουδαία εκτέλεση της 4ης του Τσαϊκόφσκυ (Tchaikovsky) στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 … Σήμερα, τι είναι το Φεστιβάλ Αθηνών ως προς τη μουσική; καλύτερα να αλλάξουμε θέμα συζήτησης. Η έντεχνη μουσική έχει εν μέρει εξοβελιστεί.
Τ.Β. Ποια περίοδος της ΚΟΑ σας φαίνεται πιο γοητευτική;
Α.Σ. Η ΚΟΑ μετεξελίσσεται. Τα τελευταία χρόνια έχει μια σημαντική βελτίωση ήχου, όχι όμως αναγκαστικά και του αντίστοιχου ρεπερτορίου της. Έχω μερικές φορές προβληματιστεί με τις τοποθετήσεις ορισμένων από τους νέους αρχιμουσικούς, που τα τελευταία χρόνια ανέλαβαν ως μουσικοί διευθυντές. Παρακολούθησα συστηματικά την ΚΟΑ ως και το τέλος περίπου της θητείας του Βύρωνα Φιδετζή. Παρακολούθησα και τον Χριστόπουλο. Τον Τσιαλή δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω πολύ, γιατί με είχε κάπως ενοχλήσει η τοποθέτησή του σε κάποια συνέντευξή του στο «Πολύτονον» της ΄Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών σχετικά με το θεωρούμενο από αυτόν παραδοσιακό ρεπερτόριο. Και μάλιστα ένα από τα αρθράκια που είχα γράψει, ήταν ένα σχόλιο στην τοποθέτησή του αυτή. Είχε πει τότε ότι «δεν μπορούμε να παίζουμε και να είμαστε επίκαιροι, για παράδειγμα, μια ουβερτούρα του Μπετόβεν, (Beethoven) ένα κοντσέρτο του Σούμαν (Schumann) και μια συμφωνία του Μπράμς (Brahms)». Εντελώς καλοπροαίρετα, του είχα προτείνει: «κύριε Τσιαλή να κάνετε τις επόμενες συναυλίες με ουβερτούρα Μπράμς, κοντσέρτο Μπετόβεν και Συμφωνία Σούμαν, μετά ουβερτούρα Σούμαν, κονσέρτο Μπραμς, Συμφωνία Μπετόβεν και μετά ουβερτούρα Μπετόβεν, κοντσέρτο Σούμαν και Συμφωνία Μπραμς!» Απάντηση δεν πήρα ούτε στο γράμμα που είχα στείλει, ούτε και έμμεσα με τις συναυλίες. Αναμφίβολα, είναι καλός αρχιμουσικός, τον έχω παρακολουθήσει. Όμως δεν μου αρκεί μόνο αυτό. Θέλω το σεβασμό στο ρεπερτόριο παράδοσης. Καλές είναι και οι νεωτεριστικές τάσεις. Και ο Χριστόπουλος, ο οποίος επίσης είναι πολύ καλός μουσικός, είχε κάνει νεωτερισμούς καλούς. Μάλιστα-απ΄ό,τι έχω καταλάβει- δεν ήταν και τόσο «ορθόδοξος» ο τρόπος ολοκλήρωσης της θητείας του. Και ο Τσιαλής έχει θητεία στο εξωτερικό και πολύ καλές σπουδές. Κάτι όμως δεν με κρατάει πολύ κοντά στην ΚΟΑ επί της δικής του θητείας.
Τ.Β. Το 2016 τιμηθήκαμε με το βραβείο «Λαμψίδη». Τι σημαίνει για σας αυτή η διάκριση;
Α.Σ. Το βραβείο «Λαμψίδη», για μένα αποτελεί την ύψιστη μέχρι στιγμής τιμή που μπορούσα να διανοηθώ ως προς τη σταδιοδρομία μου. Ο Λαμψίδης υπήρξε ένας πολύ μεγάλος Βυζαντινολόγος. Πρόεδρος επί σειρά ετών της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, μιας από τις παλαιότερες και πιο εγκεκριμένες επιστημονικές επιτροπές στην Ελλάδα, από το 1927. Φέτος, γιορτάζονται τα 90 χρόνια της πλούσιας δράσης -εκδοτικής κυρίως- της Επιτροπής. Είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω τον Λαμψίδη όταν επέστρεψα από την Αγγλία το 1980, έχοντας ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές μου εκεί και έγινε ο μεγάλος μου δάσκαλος για τη μελέτη της Ιστορίας και του πολιτισμού του Πόντου. Είμαι πάρα πολύ συγκινημένος που τιμήθηκα με το βραβείο που φέρει το όνομα του δασκάλου μου για την υπερτριακονταπενταετή δική μου συγγραφική προσφορά, αναφορικά με τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού του μεσαιωνικού Πόντου. Η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, είναι πραγματικά μια «κιβωτός» διατήρησης του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Έχει μια πάρα πολύ καλή Βιβλιοθήκη, αίθουσα διαλέξεων, ένα εξαιρετικά οργανωμένο Λαογραφικό Μουσείο και μια πλουσιότατη συλλογή αυτοτελών ή περιοδικών δικών της εκδόσεων. Η απονομή του βραβείου, τα Χριστούγεννα του 2016, ήταν για μένα κάτι το απόλυτα συγκινητικό, διότι συνδυάστηκε με την παράλληλη εκδήλωση που αναφέρθηκε και στα μουσικολογικά μου βιβλία. Ήταν μια εκδήλωση που παρουσίασε το δίπτυχο της δραστηριότητάς μου και μάλιστα για το μουσικολογικό μου έργο είχα τη μεγάλη τιμή και τύχη να μιλήσει ο συνάδελφος, πανεπιστημιακός καθηγητής Γιώργος Μανιάτης. Είναι μερικές στιγμές που οπωσδήποτε κανείς νιώθει ότι εν μέρει δικαιώνεται. Γιατί τα χρόνια στην έρευνα και στην πανεπιστημιακή θητεία δεν είναι τα πιο εύκολα στη σταδιοδρομία ενός ανθρώπου. Συνεπάγονται πάρα πολλές θυσίες, πολλές δυσκολίες και υπάρχουν εμπόδια και δύσκολες καταστάσεις. Επίσης, στο Πανεπιστήμιο προσπαθώ πολλές φορές να είμαι «ισορροπιστής» καταστάσεων, καθότι έχω μακρόχρονη προεδρική θητεία στο τμήμα μου. Τα τελευταία χρόνια και ως Κοσμήτορας της Σχολής, προσπαθώ ακόμη περισσότερο να συντονίζω καταστάσεις. Λειτουργώ, όπως λέμε, «συγκολλητικά».
T.B. Στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, διδάσκετε κάποιο μάθημα σε σχέση με ιστορία της μουσικής;
Α.Σ. Αρχικά ο οργανισμός ίδρυσης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στη Σχολή, μεταξύ άλλων Σχολών, που ιδρύθηκε στο Ναύπλιο, προέβλεπε τη δημιουργία ενός τμήματος που θα θεράπευε τις τέχνες και τη μουσική. Το Τμήμα θα ονομαζόταν «Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής» και θα ήταν και σε μια πόλη πολιτισμού που εκτός των άλλων, υπήρξε επίσημα η πρώτη Πρωτεύουσα του Νεοελληνικού Κράτους. Τώρα υφίσταται Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπου υπάρχουν και μαθήματα που έμμεσα έχουν σχέση με τη μουσική, αλλά δεν είναι αμιγώς μουσικολογικά. Απλώς, έχουν σχέση με τη μουσική χορού, που ντύνει θεατρικές παραστάσεις, που είναι και αυτή μια πολύ αξιόλογη μουσική. Μάλιστα ο Θόδωρος Αντωνίου, έχει πολύ διακριθεί σε αυτό το είδος, ως κορυφαίος μουσουργός. Δυστυχώς, το τμήμα αυτό, το δεύτερο που αρχικά προεβλέπετο, δεν ιδρύθηκε ποτέ! Μέχρι σήμερα, εδώ και πολλά χρόνια η Σχολή του Ναυπλίου έχει μείνει μονο-τμηματική, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει ενόψει συγχωνεύσεων περισσότερο από άλλες, διότι για να υπάρχει μια Σχολή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δυο τμήματα. Παλαιότερα, είχα απευθυνθεί στις τότε πρυτανικές αρχές και είχα τεθεί στη διάθεσή του Πανεπιστημίου να βοηθήσω στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας ίδρυσης, κατάρτισης νέων προγραμμάτων σπουδών ως προς τη μουσική. Δεν ιδρύθηκε δυστυχώς μια τέτοια Σχολή μέχρι σήμερα. Τώρα σε λίγο καιρό, αρχές Νοεμβρίου, έχουμε πρυτανικές εκλογές θα προκύψουν νέα διοικητικά σχήματα. Εγώ ως Κοσμήτορας της Σχολής της Καλαμάτας, θα επανέλθω στις νέες πρυτανικές αρχές, γιατί θα συνεχίσω να είμαι μέρος της Συγκλήτου. Θα επαναφέρω το θέμα, δηλώνοντας ότι εξακολουθώ να προσφέρομαι να βοηθήσω.
Τ.Β. Λόγω της ιδιότητάς σας ως Καθηγητή, έχετε το προνόμιο να διαλογίζεσθε με τη νέα γενιά. Αξιολογώντας τη νέα γενιά από την αρχή της σταδιοδρομίας σας έως σήμερα, νομίζετε ότι το πνευματικό επίπεδο των φοιτητών σήμερα βαίνει αυξανόμενο ή μειούμενο;
Α.Σ. Θα σας απαντήσω, γιατί είναι σημαντική ερώτηση και αγγίζει μια πολύ ευαίσθητη χορδή μου στο πλαίσιο της σταδιοδρομίας μου της επαγγελματικής. Τελειώνοντας τις σπουδές μου τις ιστορικές και παίρνοντας το διδακτορικό μου, ξεκίνησα ως ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Παρέμεινα εκεί 16 χρόνια. Εκείνα τα 16 χρόνια, δεν ήταν αποκλειστικά έργα έρευνας, γιατί είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με φοιτητές, που λόγω των δημοσιευμάτων μου ερχόντουσαν να με γνωρίσουν, να συζητήσουμε και σιγά σιγά άρχισα-ήδη ως ερευνητής- να κάνω μαθήματα και σεμινάρια και στο Πανεπιστήμιο. Πρώτα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά σ’ εκείνο του Αιγαίου, όπου τελικά εκλέχθηκα καθηγητής και πιο πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Έχω συμπληρώσει δεκαεπτάμιση χρόνια πανεπιστημιακής θητείας (συνολικά δηλαδή θητεύω στην έρευνα και στη διδασκαλία κοντά τριάντα τέσσερα χρόνια) και έχουν περάσει από τα «χέρια μου» αρκετές γενιές φοιτητών. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν πολύ καλές μεμονωμένες περιπτώσεις νέων ανθρώπων που έχουν εκπονήσει το διδακτορικό τους μαζί μου και μερικοί από αυτούς είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσουν το δικό μου έργο και θα το βελτιώσουν. Επίσης, έχω συναντήσει και σε προπτυχιακό επίπεδο καλούς φοιτητές, οι οποίοι εκπόνησαν πολύ καλές πτυχιακές εργασίες, μπόρεσαν να εισαχθούν σε μεταπτυχιακά προγράμματα και εν πολλοίς να προχωρήσουν. Ωστόσο, από την εμπειρία μου αυτά τα χρόνια, η απογοήτευσή μου έγκειται στο ότι το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό, άνω του 90%, είναι ένα κύμα νέων ανθρώπων που περνάει μέσα από το Πανεπιστήμιο και δεν το ακουμπάει! Γενιές νέων παιδιών έχουν περάσει μέσα στο Πανεπιστήμιο και δεν κατάλαβαν ούτε που ήταν, ούτε γιατί ήταν εκεί! Δεν κατάλαβαν ακόμη, γιατί έχασαν τόσες ευκαιρίες που τους δίνονταν για να κάνουν κάτι σημαντικό, για να έχουν κάτι πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να ακουμπήσουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Υπάρχει πολύ μεγάλο «λασκάρισμα» στις νέες γενιές – κάτι που τα τελευταία χρόνια έχει επιδεινωθεί.
Τ.Β. Που αποδίδετε αυτό το φαινόμενο;
Α.Σ. Σ΄αυτό, έχει μεγάλη ευθύνη και η κακή χρήση της τεχνολογίας. Σήμερα αυξάνονται, λόγου χάριν, τα κρούσματα ασύδοτης, «ξετσίπωτης» αντιγραφής σε εργασίες! Και δεν καταλαβαίνουν τι μεγάλο έγκλημα κάνουν! Τα παιδιά που έρχονται και παρακολουθούν τα μαθήματα- γιατί αν και είμαι μπλεγμένος στη Διοίκηση του Πανεπιστημίου, δεν σταματώ τα μαθήματά μου- αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των εγγεγραμμένων. Και από αυτό το μικρό ποσοστό, ένα ακόμη μικρότερο, είναι αυτό που θα συνεχίσει. Και ακόμη πιο μικρό, είναι το ποσοστό των παιδιών που πραγματικά θα διακριθούν. Στα δάκτυλα του ενός χεριού κάθε χρόνο! Αυτοί όμως οι λίγοι και οι αντίστοιχοι λίγοι άλλων συναδέλφων, είναι οι αυριανοί διάδοχοί μας για να συνεχίσουν αυτό τον αγώνα. Για το 90% του «έρματος», μιας μάζας άβουλης, χωρίς στόχο, πρέπει να φταίει οπωσδήποτε και η Παιδεία που έχουν- ή μάλλον που δεν έχουν- λάβει από το σπίτι τους. Φταίει και η κακή εκπαίδευση που εδώ και δεκαετίες παρέχεται στις δυο άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Και το ξέρω αυτό από πρώτο χέρι, από συναδέλφους, οι οποίοι κάνουν αγώνα για να μορφώσουν τα παιδιά τους. Μέσα σε ένα κυκεώνα φυγοπονίας και νοοτροπίας της ήσσονος προσπάθειας. Φταίει και το γεγονός ότι οπωσδήποτε οι εκπαιδευτικοί και στις τρείς βαθμίδες υπο-αμείβονται -είναι μισθολογικά ένα από τα πιο αδικημένα επαγγέλματα. Όμως, για να το πω πιο σωστά, δεν είναι επάγγελμα, αυτό του εκπαιδευτικού, είναι λειτούργημα. Δίνεσαι ψυχή τε και σώματι. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά! Η γενική εικόνα οπωσδήποτε με καταθλίβει. Οι λίγες όμως λαμπερές περιπτώσεις που έχω τη χαρά και την εμπειρία να βλέπω, μου δίνουν κάποια αισιοδοξία για την υπόλοιπη πενταετία που θα μείνω ακόμη στο Πανεπιστήμιο. Γιατί και εγώ πλησιάζω προς την τελευταία φάση της ακαδημαϊκής μου καριέρας.
(ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΟ Β΄ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ, ΟΠΟΥ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ, ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ Α.Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΑ)
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Νοέμβριος 2017
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)