Μεταξύ τυρός και αχλαδίου
ή
«Έχουνε άραγε αυτιά τα πόδια μας;»
«Μαμά, αν στήσουμε όρθιο ένα τρένο δίπλα σε μια πολυκατοικία, ποιο θα είναι πιο ψηλό; Το τρένο ή η πολυκατοικία;» Υπήρξα αυτήκοος μάρτυς πριν από χρόνια, αυτής της αφοπλιστικής απορίας ενός πεντάχρονου, που καθόταν στα γόνατα μιας νεαρής γυναίκας, ανάμεσα σ’ ένα βουνό από τσάντες με ψώνια, μέσα στον Ηλεκτρικό. Την απάντηση της μητέρας δεν μπορώ να τη θυμηθώ, ίσως γιατί δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά το απλανές βλέμμα, με το οποίο κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο, και τα γέλια που προκάλεσε αυτή η ερώτηση σε όλους, όσοι βρίσκονταν στο ίδιο βαγόνι.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έρθει αντιμέτωποι με παρόμοιες διασκεδαστικές απορίες παιδιών και δυστυχώς, οι απαντήσεις μας είναι συχνά κατά πολύ κατώτερες των ερωτήσεων, τουλάχιστον σε επίπεδο φαντασίας. Καμιά φορά, βέβαια, συμβαίνει και το αντίθετο. Ένας φίλος μου μετέφερε, ξεκαρδισμένος, πως, ενώ βρισκόταν στο μπάνιο του, έφτασε στ’ αυτιά του από το παράθυρο του φωταγωγού η εξής στιχομυθία, την οποία είχε ο μικρός του διπλανού διαμερίσματος με τη μητέρα του:
- Μαμά, όταν μεγαλώσω, μπορώ να γίνω νάνος σε τσίρκο;
- Δεν ξέρω… Μη με ανακατεύεις με τέτοια. Αυτά να τα συζητήσεις με τον πατέρα σου…
Σ’ αυτήν την περίπτωση, οφείλω να ομολογήσω, πως η απάντηση ήταν πιο απολαυστική από την ερώτηση, αν και υποψιάζομαι ότι οφειλόταν μάλλον σε πλήρη εξουθένωση, παρά σε οποιασδήποτε μορφής σουρεαλιστική διάθεση.
Ωστόσο, κάποτε, άκουσα την πιο παράδοξη απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί, όπως νόμιζα, σε μια φαινομενικά απλή ερώτηση ενός παιδιού. Θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω την ιστορία: ΄Ένα βράδυ, κατακαλόκαιρο, βρέθηκα με κάποια παρέα δίπλα στη θάλασσα, σ’ ένα μικρό καφενεδάκι ενός ψαράδικου χωριού, όπου παραθέριζα. Παρόλη τη
ζέστη, η όρεξη δεν έλειπε, τα πιάτα με τους μεζέδες πήγαιναν κι έρχονταν, οι καράφες αδειάζαν και γεμίζανε με γοργούς ρυθμούς, ώσπου στο τέλος μερικοί άρχισαν και το τραγούδι. Κάποιος έφερε μια κιθάρα απ’ το αυτοκίνητο, άλλος έβγαλε μια φυσαρμόνικα, ένας πήρε δυο κουτάλια, κι ένας τελευταίος χρησιμοποίησε μια κατσαρόλα ως αυτοσχέδιο ταμπούρλο. Στη στιγμή, στήθηκε ένα γλέντι τρικούβερτο. Ενώ λοιπόν τα πνεύματα είχαν φτάσει στο τσακίρ κέφι, μια μικρή, που άκουγε στο γλυκύτατο όνομα Αστερούλα και που παρακολουθούσε με μεγάλη προσήλωση την ερασιτεχνική ορχήστρα, ρώτησε:
-Μπαμπά, γιατί οι μουσικοί, όταν παίζουν, χτυπάνε το πόδι τους στο πάτωμα;
Εκείνος έμεινε για λίγο σιωπηλός.. Δεδομένου του ότι ο εν λόγω φίλος ασχολείται με τα μαθηματικά δίχως να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, νόμισα πως έψαχνε να βρει μιαν απάντηση, λίγο πολύ, όμοια με αυτήν που θα έδινα κι εγώ, λόγου χάριν «για να κρατάνε το ρυθμό», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Γελάστηκα. Όταν μίλησε, η φωνή του είχε μία βεβαιότητα που δεν φαινόταν να επιδέχεται καμιά αμφιβολία.
- Τα αυτιά που έχουνε στα πόδια τους μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ακούνε!
Η Αστερούλα ξαφνιάστηκε.
-Έχουνε αυτιά τα πόδια μας μπαμπά;
-Βεβαίως και έχουνε! Μόνο που δεν φαίνονται. Όπως αυτά που έχει και το μυαλό μας. Υπάρχουν, αλλά δεν τα βλέπουμε…
-Γιώργη! Το κρασί ήτανε δυνατό και σε βάρεσε! Μα χαλάλι! Εβίβα άλλη μια! γέλασε από απέναντι ένας άλλος φίλος που άκουγε τη συζήτηση, παρόλο το σαματά που γινόταν.
Ο Γιώργος παραπονέθηκε:
-Καλά οι άλλοι, αλλά κι εσύ ρε Στέλιο; Εσύ, ένας φιλόλογος! Στην Ελλάδα γεννηθήκαμε, δεν ήρθαμε από τη Φιλανδία!
-Και τι έχει να κάνει; Γι’ αυτό λες στο παιδί πως έχουμε τριών λογιών αυτιά;
-Ένα θα σου πω μόνο κι εσύ πρέπει να καταλάβεις. Ρους, Πους, Νους. Βγάλε τα αρχικά, τι μένει;
-Ους!
-Άι, γεια σου. Κατάλαβες τώρα;
-Όχι!
-Είναι που έβαλες μπροστά σου τους χοχλιούς και τους ρουφάς μοναχός σου, γι’ αυτό δεν μπορείς να σκεφτείς. Φέρε τους πιο δω και θα σου εξηγήσω.
-Γι’ αυτό σκας; Θα παραγγείλουμε άλλους δυο, είπε ο Στέλιος κι έσπρωξε το πιάτο κατά τη μεριά μας, αφού πήρε έναν ακόμα και βάλθηκε να τον τραβάει απ’ το καβούκι του με μια οδοντογλυφίδα. Μόλις τα κατάφερε, σήκωσε ικανοποιημένος το κεφάλι του.
- Λοιπόν; Περιμένω.
-Να περιμένεις. Άσε να φάω κι εγώ πρώτα…
Καθώς οι χοχλιοί ήταν νοστιμότατοι, μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μας για λίγα λεπτά. Όταν το πιάτο άδειασε, ο Γιώργος έμοιαζε να έχει ξεχάσει την προηγούμενη συζήτηση. Ωστόσο, ο Στέλιος φαίνεται πως αδημονούσε:
- Τι θα γίνει; Θα μας πεις καμιά φορά τι σχέση έχουνε τ’ αυτιά με τα ποδάρια;
Ο Γιώργος γέμισε το ποτήρι του και σκέφτηκε για λίγο.
-Λοιπόν. Είπαμε: Ρους, Πους Νους. Πρόσεξε: Εάν ο Ρους είναι η ροή του ρυθμού, τότε πώς αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί το Ρυθμό ο νους του ανθρώπου;
-Πώς;
-Δια του Ποδός! Για σκέψου λίγο…Π+ οδός. Όπου Π ίσον η πύλη, το πέρασμα με λίγα λόγια. Και οδός, ο δρόμος που οδηγεί στο Νου!
Ο Στέλιος εντυπωσιάστηκε. Και επειδή η φασαρία από τα τραγούδια, τα όργανα, τα γέλια και τις φωνές ήταν μεγάλη, άλλαξε θέση και ήρθε πιο κοντά για να ακούει καλύτερα. Φαινόταν να απολαμβάνει το θέμα και δεν ήταν ο μόνος. Δυο τρεις άλλοι, μαζί κι εγώ, παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον. Άκουγε και η Αστερούλα, αλλά δίχως να καταλαβαίνει και πολλά πράγματα.
-Πάρε τώρα τη λέξη ρυθμός. Από αυτήν, με αναγραμματισμό, προκύπτουν οι λέξεις θυμός και μύθος. Όπου θυμός ίσον συναίσθημα και μύθος ίσον λόγος και κατ’ επέκταση, νους. Περιττό να πω ότι και σ’ αυτές τις τρεις λέξεις υπάρχει το ους.
Ο Γιώργος είχε ζεσταθεί και απολάμβανε τη «διάλεξή» του. Στην προσπάθειά του να ακουστεί μέσα στο γενικότερο χαμό που επικρατούσε γύρω, μιλούσε ολοένα και πιο δυνατά. Η όλη σκηνή έμοιαζε λίγο με θέατρο του παραλόγου.
-Τώρα που το σκέφτομαι, είπε προβληματισμένος ο Στέλιος, οι λέξεις Μουσική και Μούσα εμπεριέχουν το ους, και είναι φυσικό. Χωρίς αυτί, μουσική δεν υφίσταται. Ούτε ρυθμός βέβαια, ούτε και μύθος. Αλλά ο θυμός, το συναίσθημα, τι ανάγκη έχει από αυτιά;
Ο Γιώργος χαμογέλασε:
-Περίμενε.. Θα σου πω κάτι άλλο. Ποιος θεός ταυτίζεται με το Νου, με το Λόγο, στην αρχαία Ελλάδα;
-Ο Δίας.
-Έτσι ακριβώς.
Τώρα κάποιοι είχαν σηκωθεί και χορεύανε. Οι υπόλοιποι σφυρίζανε και χτυπούσαν παλαμάκια. Ο Γιώργος δυνάμωσε κι άλλο τη φωνή του.
-Ο Δίας είναι η Νόηση του ανθρώπου, η υπέρτατη δύναμή του. Στο χέρι του κρατά τον κεραυνό, έτσι δεν είναι; Και τι άλλο είναι ο κεραυνός, εάν δεν είναι το αρχικό Ν της Νόησης, εφόσον το τοποθετήσουμε πλαγίως;
-Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ!
-Κακώς! Αν λοιπόν ο Δίας είναι ο Νους, και στοιχείο του η φωτιά, ποιος θεός ταυτίζεται με το συναίσθημα του ανθρώπου;
Ο άλλος τον κοίταξε ερωτηματικά.
-Ποιος;
- Για βάλε με το νου σου…Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι, εκτός από τον κυρίαρχο του υγρού στοιχείου;
-Ο Ποσειδώνας! φώναξε θριαμβευτικά ο Στέλιος.
-Αυτός βέβαια! Ο αδελφός του πατέρα των θεών, ο δεύτερος από τους τρεις γιους του Κρόνου- Χρόνου και της Ρέας-Ροής, ο θεός που βασιλεύει στη θάλασσα, στις λίμνες, στα ποτάμια και σ’ όλα τα νερά της γης, ο Γαιήοχος, ο Ενοσίχθων Ποσειδώνας!
-Ο Κοσμοσείστης….
Τώρα ξεφώνιζαν και οι δυο πιο πολύ απ’ αυτούς που τραγουδούσαν. Από τα διπλανά τραπέζια μερικοί τους κοίταζαν και γελούσαν. Και καθώς έπιαναν άκρες μέσες τη συζήτηση, ήταν σίγουροι πως αυτοί οι δυο είχαν γίνει φέσι.
Ο Γιώργος ήταν ενθουσιασμένος με τα ίδια του τα λόγια..
-Λίγο ταρακούνημα μας προκαλεί το συναίσθημα; Σεισμό κανονικό!
-Πες το ψέματα…
Σταμάτησαν για λίγο. Η Αστερούλα βαρέθηκε να ακούει και πήγε με τα άλλα παιδιά να παίξει. Ο Στέλιος όμως ήταν ακόμα κάπως ανήσυχος. Δεν είχε πεισθεί εντελώς.
-Καλά όλα τούτα, ρε Γιώργη, αλλά τ’ αυτιά στα πόδια; Εγώ συνεχίζω να μην καταλαβαίνω…
-Αχ, Στέλιο…Στα χωράφια σου είμαστε, και αναρωτιέσαι ακόμα; Ποια είναι η έδρα της νόησης στο ανθρώπινο σώμα;
-Το κεφάλι.
-Και κύριός του ο Δίας... Η έδρα λοιπόν του συναισθήματος είναι-
-Το στήθος!
-Ε, λοιπόν όχι! Είναι τα πόδια! Και κύριός τους ο Ποσειδώνας! Όπου σύμφωνα με μια ερμηνεία, Ποσειδών σημαίνει ο σείων δια των ποδών, όχι μόνο τη γη αλλά και το συναίσθημα του ανθρώπου. Εξ ου και το άλλο επίθετο που του αποδίδουν. Ποσίδεσμος!
-Αυτός που δένει τα πόδια…;
-Ο Ποσειδώνας δεσμεύει τα πόδια των ανθρώπων. Και κατ’ επέκταση, το συναίσθημα μπλοκάρει πολλές φορές το νου. Αν όμως υπάρχει καλός ρους, τότε με το ρυθμό, δια των ποδών, ενεργοποιείται ο θυμός, και τελικά ο μύθος, δηλαδή ο λόγος, μπορεί να εκφραστεί δίχως την παραμικρή δυσκολία.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος από αυτούς που χόρευαν, έφυγε απ’ τον κύκλο του χορού και ταρακούνησε με δύναμη τις καρέκλες των δυο συνομιλητών.
-Μωρέ τι θυμούς και πράσινα άλογα κοπανάτε τόσην ώρα; Αφήσετε τις κουβέντες και σηκωθείτε να χορέψετε…
-Είδες Στέλιο; Η μουσική ξεσηκώνει τα πόδια πρώτα.. Είναι τ’ αυτιά που λέγαμε…είπε ο Γιώργης κι ανασηκώθηκε, καθώς ο άλλος τον τραβολογούσε από το πουκάμισο.
- Στάσου μια στιγμή.. Ο Στέλιος τον έπιασε απ’ το άλλο χέρι. Κάτι μένει να μου ξεκαθαρίσεις. Είπες πιο πριν, πως ο Δίας είχε και άλλον έναν αδελφό, εκτός από τον Ποσειδώνα. Ποιος ήταν αυτός ρε Γιώργη; Για θύμισέ μου…
- Άσε, κουμπάρε…Μην τα ρωτάς….. Ο τρίτος γιος του Κρόνου και της Ρέας ας ήταν και να μην υπήρχε…Αυτός είναι που μας κάνει όλη τη ζημιά…
-Ποιος είναι, πες!
- Ο Πλούτωνας κουμπάρε… Ο μαύρος Άδης... Γι’ αυτό σου λέω, μην το ψάχνεις….. Καλά λέει ο φίλος μας από δω. Ας αφήσουμε τις αμπελοφιλοσοφίες κι ας πιάσουμε το χορό.
-Από κει βγαίνει, λες, και η παροιμία, «ασ’ τ’ αυγά και πιάσ’ τ’ αυτιά σου»;
-Σίγουρα! Κάποιος αρχαίος φιλόσοφος θα το έχει πει κι αυτό. Αμφιβάλλεις;
Καίτη Παπαδάκη
(Αθήνα, Ιούνιος 2007)
επιλογή εικόνων: Κώστας Γρηγορέας