Ρυθμός: η γέννησή του, η εξέλιξη και η σημασία του
Η έννοια του ρυθμού, ή μάλλον η υπόστασή του, είναι τόσο παλιά όσο ίσως η ιστορία του ανθρώπου. Αρκεί να αναλογιστούμε τους χαρακτηριστικούς χτύπους μιας καρδιάς ή την περιοδικότητα του πολλαπλασιασμού ενός κυττάρου. Με άλλα λόγια, οτιδήποτε μπορεί να "οργανώσει" τo χρόνο σε διακριτά τμήματα.
Ως όρος, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία στους πρώιμους ελεγειακούς ποιητές, στους οποίους η λέξη (ρυθμός) φαίνεται να σημαίνει κάτι σαν "διάθεση". Τον 5ο αιώνα π.Χ. συναντούμε διαφόρους συγγραφείς που τη χρησιμοποιούν με τη σημασία του "σχήματος" και της "μορφής". Πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ., ο όρος φαίνεται πως ήταν εξίσου σημαντικός και για την εκτίμηση της γλυπτικής.
Εάν, όμως, ο ρυθμός σήμαινε τη μορφή, πώς κατέληξε να συγχωνευθεί με την κίνηση και τη μουσική; Η απαραίτητη γέφυρα φαίνεται να είναι ο χορός. Σε αποσπάσματα έργων του Πλάτωνα που αναφέρονται στη μουσική, βρίσκουμε αναφορές σε αρμονία και ρυθμό, όπου η πρώτη χαρακτηρίζει την άδουσα φωνή και η δεύτερη τις κινήσεις του χορού. Ο ιδεώδης και κυρίαρχος τύπος μουσικής ήταν αυτός που συνέδεε την ποίηση, την μελωδία και το χορό. Πιο συγκεκριμένα, οι ρυθμοί ήταν αρχικώς οι "θέσεις" που λάμβανε το ανθρώπινο σώμα στην πορεία του χορού, οι τύποι ή τα σχήματα που δημιουργούσε, όπως το σήκωμα ή το χαμήλωμα ενός ποδιού, που επαναλαμβανόμενα δημιουργούσαν διαλείμματα στη χορευτική διαδικασία. Καθώς η μουσική και το τραγούδι συγχρονίζονταν με το χορό, οι επανερχόμενες θέσεις του χορευτή σημάδευαν διακριτά διαλείμματα στη μουσική: οι ρυθμοί του χορευτή γίνονταν, συνεπώς, ρυθμοί της μουσικής. Μια δραματική παράσταση είναι μια συνέχεια από ποικίλες μελωδίες, λέξεις και χειρονομίες. Οι ρυθμοί ήταν σταθεροί τύποι και οι θέσεις του χορού εξασφάλιζαν τη δομή της κάθε παράστασης.
Στη σύγχρονη αντίληψη, ο ρυθμός έχει να κάνει με την εναλλαγή των τονισμών των ήχων και των παύσεων στο χρόνο, με βασικά επιμέρους στοιχεία του το μέτρο, τη ροή και το tempo.
Ας ξεκινήσουμε όμως, κάνοντας αρχικά αναφορά στο μέτρο, το βασικότερο ίσως συστατικό της ρυθμικής αγωγής.
Το μέτρο αναφέρεται στην οργάνωση των παλμών (pulses) ή τονισμών (beats), που με τη σειρά τους είναι οργανωμένοι σε τακτά επαναλαμβανόμενες ομάδες αποτελούμενες από δύο, τρεις ή και περισσότερους παλμούς. Ο αριθμός των παλμών ανά ομάδα και η οργάνωση της κάθε ομάδας καθορίζουν το μέτρο. Το βασικό στοιχείο του μέτρου είναι η ύπαρξη δυνατών (τονισμένων) και αδύνατων τμημάτων, που δίνει στο κάθε μέτρο τον ξεχωριστό του χαρακτήρα. Έτσι, εάν σε ένα ποίημα μετρήσετε τις λέξεις των στίχων και τους τονισμούς, θα διαπιστώσετε πως το ποίημα ακολουθεί μια συγκεκριμένη ρυθμική αγωγή που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο μέτρο. Αν τώρα στο ίδιο ποίημα αλλάξουμε τους τονισμούς των λέξεων, αλλοιώσουμε δηλαδή το μέτρο, π.χ. αντί για "θάλασσα πλατιά" πούμε "θαλάσσα πλατία", τότε το ποίημα για το οποίο μιλάμε θα χρειαστεί μάλλον αποκρυπτογράφηση για την κατανόησή του.
Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και στη μουσική; Αν π.χ. σε μια μουσική φράση (που αποτελείται από μερικά μέτρα) αλλάξουμε τους τονισμούς της, τότε αυτή θα παραποιηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε το έργο να μην έχει καμία σχέση με την αρχική ιδέα του συνθέτη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σπάνιο σε μαθητές, ή ακόμη και σε επαγγελματίες μουσικούς, ιδιαίτερα όταν τα όργανα τα οποία παίζουν στο μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου τους είναι σόλο (κιθάρα, πιάνο κ.ά.). Φανταστείτε τώρα μια συμφωνική ορχήστρα όπου ο κάθε μουσικός έχει διαφορετική αντίληψη του μέτρου! Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως το μέτρο είναι ένα "εργαλείο" που χρησιμοποιείται για την απόδοση των ρυθμικών εναλλαγών του εκάστοτε έργου, αλλά και εργαλείο που εξυπηρετεί το δημιουργό στην καλύτερη απόδοση των ιδεών του.
Στη δυτική μουσική, ενσωματώθηκαν για πρώτη φορά στη μουσική γραφή σύμβολα που όριζαν ξεκάθαρα το ρυθμό και που τον απέδιδαν με σχετική ακρίβεια, κάπου τον 13ο αιώνα. Ρεπερτόριο προηγούμενων περιόδων, π.χ. Γρηγοριανών και άλλων τύπων εκκλησιαστικών ύμνων, χαρακτηρίζεται από σημαντικά μεγαλύτερη ρυθμική ελευθερία – ουσιαστικά έλλειψη του κανονικού μετρικού σχήματος. Ενώ αντίθετα, από την προκλασική έως την κλασική περίοδο (εποχές που διακρίνονται για της αυστηρές τους φόρμες) τα μουσικά έργα χαρακτηρίζονται από την απόλυτη ρυθμική ακρίβεια.
Η επιλογή μιας συγκεκριμένης ρυθμικής αγωγής από τους δημιουργούς, π.χ. 4/4 , 6/8 κ.ά., έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κάθε μετρικού σχήματος, που τους επιτρέπει να αποδώσουν καλύτερα τις ιδέες τους . Ο J.S. Bach για παράδειγμα, στη Loure της 4ης σουίτας για λαούτο, που χρησιμοποιεί μέτρο 6/4, είναι προφανές πως ήθελε με αυτόν τον τρόπο να έχει μεγαλύτερο χώρο (διάστημα) έτσι ώστε να αναπτύξει τις μελωδικές του γραμμές και να αποδώσει τον δραματικό χαρακτήρα του έργου. Ενώ αντίθετα στα έργα που χρησιμοποιεί μικρά μέτρα, π.χ. 3/8, όπου κατά κανόνα έχουμε γρήγορο tempo, η αίσθηση είναι χαρούμενη, δοξαστική κ.λπ.
Με την εμφάνιση του ρομαντισμού, όπου οι δημιουργοί είχαν πιο έντονα την ανάγκη να εκφράσουν το συναίσθημά τους, η απόλυτη ρυθμική πειθαρχία που ακολουθούσαν οι προγενέστεροί τους στην προκλασική και κλασική περίοδο, έγινε εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεραστεί. Έτσι, εισήχθησαν στη μουσική όροι όπως π.χ. rubato, accelerando, rallentando κ.ά. με απώτερο σκοπό τη ρυθμική ελευθερία, όχι όμως και τη μετρική πειθαρχία.
Η μουσική στον 20ό αιώνα χαρακτηρίζεται από την καθιέρωση της απόλυτης ελευθερίας, αφού και αυτή δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις νέες τεχνολογικές και επιστημονικές ανακαλύψεις (διάσπαση του ατόμου, πυρηνικές δοκιμές κ.ά.). Εμφανίστηκαν έργα που παρουσίαζαν απόλυτη ελευθερία στο ρυθμό, σε αρκετές δε περιπτώσεις επιχειρήθηκε ακόμα και η κατάργηση του μέτρου, ενώ η απόδοση των μουσικών φράσεων σημειώνεται από το συνθέτη είτε με ligatures είτε με accent (>).Με αυτόν τον τρόπο γραφής ο δημιουργός "ελευθερώνεται" και μπορεί να μεταδώσει τις ιδέες του πιο άνετα. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτός ο τρόπος γραφής δεν υιοθετήθηκε απόλυτα από τους δημιουργούς. Όμως η μουσική διαρκώς εξελίσσεται και θα εξελίσσεται, νέες τεχνικές και σύμβολα θα ενσωματώνονται και μόνο το μέλλον είναι αυτό που θα μας υπαγορεύσει τελικά ποιος τρόπος γραφής θα επικρατήσει από τους σύγχρονους δημιουργούς στο θέμα του ρυθμού.
Μιλώντας για το ρυθμό, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθούμε στο στοιχείο της ροής του. Άλλωστε η ιδέα του ρυθμού, από την αρχαία Ελλάδα ακόμα, αντανακλούσε την τάση να αναζητηθεί (και, κυριολεκτικά, να γίνει ορατό) το νόημα της μεταβολής σε στατικές μορφές, όπως ήταν τότε οι διακριτές θέσεις του χορού. Η ικανότητα τώρα της απόδοσης αυτής της συνέχειας (ροής) και της κίνησης αποτελεί ξεχωριστή προσωπική ικανότητα του εκτελεστή.
Θα προσπαθήσω, με όσο γίνεται πιο απλά παραδείγματα, να εξηγήσω τι εννοώ λέγοντας κίνηση (ροή) στο ρυθμό:
Όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν πια μπει για τα καλά στη ζωή μας (κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.¨α.), έχουν από τους κατασκευαστές τους επενδυθεί με "μουσική". Εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά αυτή τη μουσική, θα διακρίνουμε τη στασιμότητα του ρυθμού της. Μπαίνοντας σε ένα σύγχρονο dancing club, θα ακούσουμε τη γνωστή μας πια "εμπορική" χορευτική μουσική, που κατασκευάζεται κυρίως από ηλεκτρονικούς υπολογιστές με πλήρη απουσία του ανθρώπινου παράγοντα, και θα δούμε τους θαμώνες να λικνίζονται επιτόπου, εκτελώντας ουσιαστικά μηδενική κίνηση.
Η έλλειψη "κίνησης" μπορεί επίσης να οφείλεται σε ανύπαρκτο ή αδύναμο τονισμό, που αφαιρεί τον παλμό και το "νεύρο" από ένα μουσικό έργο και το κάνει να ακούγεται υποτονικό, ανιαρό και βαρετό – κάτι που ειδικά στα αργά μέρη γίνεται ακόμα εντονότερο. Έχω παρατηρήσει αρκετές φορές σε συναυλίες, όταν στα αργά μέρη ο εκτελεστής δεν δίνει τον απαραίτητο παλμό, το κοινό να δείχνει σημάδια κούρασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να νιώθει την ανάγκη να "κινηθεί", με συνέπεια στην αίθουσα να ακούγονται άκρως ενοχλητικοί ήχοι (τρίξιμο καθισμάτων, βήξιμο κ.ά.).
Ο ρυθμός με την κίνηση αποκτά πνοή που δίνει στο έργο παλμό και ζωντάνια. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο εκτελεστής να είναι καλά προετοιμασμένος, απαλλαγμένος από τα όποια τεχνικά προβλήματα, να έχει καλή φυσική κατάσταση, ηρεμία και αυτοπεποίθηση, έτσι ώστε να μπορεί αβίαστα να αποδώσει τον παλμό και την κίνηση του εκάστοτε έργου.
Η ταχύτητα είναι άλλο ένα σημαντικό κεφάλαιο στο οποίο αξίζει να σταθούμε. Η ένδειξη του tempo πολλές φορές αναγράφεται στην παρτιτούρα από τον ίδιο το συνθέτη. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που δεν αναγράφεται ακριβώς η ταχύτητα του έργου; Ή όταν αναγράφεται π.χ. lento (αργά) ή presto (γρήγορα), πόσο αργά ή πόσο γρήγορα; Υπάρχουν φορές που αυτό υπαγορεύεται από το ίδιο το έργο. Μια "πτώση", για παράδειγμα, που μας είναι οικεία, μας βοηθά να αντιληφθούμε την ταχύτητα του έργου ή ένα ρυθμικό σχήμα που εμφανίζεται σε κάποιο άλλο σημείο του έργου και που μπορεί να μας είναι ήδη γνωστό, μπορεί επίσης να βοηθήσει.
Τι γίνεται όμως όταν απουσιάζουν όλες οι παραπάνω ενδείξεις; Αρκεί μόνο το ένστικτο για την επιλογή του tempo; Σίγουρα όχι. Ο εκτελεστής οφείλει, όταν έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με ένα άγνωστο γι’ αυτόν είδος μουσικής, να ενημερώνεται σχετικά από την πληθώρα των διαθέσιμων πηγών, όπως βιβλιογραφία, δισκογραφία, ακόμα και το διαδίκτυο. Η λανθασμένη επιλογή του tempo οδηγεί είτε σε πολύ αργές εκτελέσεις, με αποτέλεσμα οι μουσικές φράσεις να μην έχουν την πνοή που χρειάζονται και να δυσκολεύουν τους ακροατές στην παρακολούθησή τους, ή σε πολύ γρήγορη εκτέλεση, που ναι μεν επιδεικνύει τις τεχνικές ικανότητες του εκτελεστή, καταλήγει όμως τις περισσότερες φορές να αγχώνει τον ίδιο αλλά και το κοινό του. Το πιο σημαντικό όμως, είναι ότι με το λανθασμένο tempo η μουσική είναι ανίκανη να εκφράσει τις συγκινησιακές φορτίσεις που ο συνθέτης θα ήθελε.
Η σημασία που μπορεί να έχει αυτό αναφέρεται χαρακτηριστικά από τον Iγκόρ Στραβίνσκι σε κάποια από τις διαλέξεις του με θέμα τη "Μουσική Ποιητική": "O χρόνος κυλάει με ένα ρυθμό που κυμαίνεται σύμφωνα με τις εσωτερικές προδιαθέσεις του ατόμου και σύμφωνα με τα συμβάντα πάνω στη συνείδηση του".
Αλλά, όλο αυτό το θέμα είναι τεράστιο και θα μας απασχολήσει στο μέλλον.
Ιάκωβος Κολανιάν
kolanian@tar.gr
(Σεπτέμβριος 2006)
Πηγές
1. Ιγκόρ Στραβίνσκι (1980) "Το μουσικό φαινόμενο", Μουσική ποιητική, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, σελ. 34-56.
2. Don Michael Randal (editor) (1999) The Harvard Concise Dictionary of Music and Musicians, Harvard University Press, London.
3. Σιγκεχίζα Κουριγιάμα (2004) "Ρυθμός", Η εκφραστικότητα του σώματος, Βιβλιοπωλείoν της Εστίας, Αθήνα, σελ. 86-96.
4. http://en.wikipedia.org/wiki/Rhythm.