"ανοιχτά παράθυρα"
Άναστρη νύχτα το πένθος μας
Διαβολόκαιρος! Η βροχή δεν λέει να σταματήσει μέρες τώρα και η υγρασία διαπερνάει τα πάντα. Προσπαθώ να κρατήσω την ισορροπία μου περπατώντας πάνω στη λάσπη, που τα βουνά τής επτάλοφης αρχαίας πόλης ξερνάνε πάνω σε κτίρια, δρόμους και πολίτες. Ο αριστερός μου ώμος με έχει πεθάνει, από τη συσκευή οξυγόνου που κουβαλώ μαζί μου. Παίρνω βαθιές ανάσες και στηρίζομαι όσο μπορώ καλύτερα στους γλιστερούς τοίχους, που έχουν γεμίσει από βρύα και μούχλα. Η πόλη μοιάζει με θηρίο που καταπίνει τα πάντα. Έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι στο εσωτερικό του και παλεύω να σωθώ από τα καυστικά στομαχικά υγρά και τη δυσοσμία που εκλύει. Μπροστά μου κείτονται πεσμένα σώματα ανθρώπων που δεν κατάφεραν να κρατήσουν τον βηματισμό τους και τώρα βρίσκονται στην διαδρομή της λάσπης προς την μολυσμένη θάλασσα που περιτριγυρίζει την περιοχή.
Συχνά, η συσκευή οξυγόνου μου χτυπάει τις άλλες που βρίσκονται στους ώμους και τις πλάτες ανθρώπων, που σαν και μένα προσπαθούν να επιβιώσουν στη νέα τάξη πραγμάτων. Δαγκώνουμε ένα «συγγνώμη» και προχωράμε.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Το πιστοποιούν οι μνήμες των παλαιότερων καθώς και τα γραπτά που άφησαν οι Γηραιοί. Η αρχαία γενιά που ζούσε πριν χρόνια σε αυτή τη γωνιά της Γης. Επρόκειτο για μια ευλογημένη περιοχή, που συνδύαζε πεδιάδα, βουνό και θάλασσα. Την πεδιάδα, καταπράσινη από αμπέλια, ελιές, συκιές, αμυγδαλιές και τα άλλα οπωροφόρα, διέσχιζαν ποτάμια, ενώ επτά κατάφυτοι λόφοι επέτρεπαν στο βλέμμα και το πνεύμα να περιπλανηθούν μέχρι τα μικρά νησιά που στόλιζαν τον θαλάσσιο κόλπο και να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα, καθώς ο ήλιος πραγματοποιούσε την αέναη βουτιά του στη θάλασσα ή την αυγή που χρωμάτιζε με τα απαλά της χρώματα την πόλη και τον μοναδικό βράχο που πάνω του ακουμπούσε η υλική υπόσταση της ομορφιάς τού ξεχωριστού πνεύματος της περιοχής. Ύστερα έπεσε σιωπή για αιώνες και η λήθη μαζί με σκιές και χώμα σκέπασαν την περιοχή, μέχρι που ο καημός γέννησε μια νέα γενιά. Ποτέ όμως η λύπη δεν υπήρξε καλή μητέρα. Θολώνει το νου και όταν πλαισιώνεται μάλιστα με την οργή, για πράγματα που δεν κατανοείς και δεν ελέγχεις, τότε παίρνει σάρκα και οστά μια γενιά που καίγεται για τις επιθυμίες της, μέχρι να γίνει στάχτη, αλλά αφήνει σε άλλους τον χώρο για να αποφασίσουν και να πράξουν. Από τότε μια αίσθηση μελαγχολίας και πένθους έβαψε τον τόπο με ένα ανεξίτηλο μαβί χρώμα, που σιγά, σιγά άρχισε να τρώει τα όνειρα τού τόπου και να τα αφήνει ανεκπλήρωτα. Μαζί τους, αργά αλλά σταθερά, βαρυθυμούσαν και οι ομορφιές της περιοχής.
Τα χρόνια κυλούσαν και βυθιζόντουσαν στο πουθενά ολοένα και περισσότερο. Ήταν αναπόφευκτο φαίνεται η μελαγχολική γενιά να δημιουργήσει εκείνη που επονομάστηκε γυάλινη. Οι πιο οξυδερκείς και ταλαντούχοι, διαπίστωσαν γρήγορα πως η γενιά αυτή ήταν στην πραγματικότητα ακέφαλη και πως στο λαιμό τού κάθε μέλους της φύτρωνε κάποιος αντικατοπτρισμός κεφαλής, που κάθε βράδυ εμφάνιζε τη γύμνια του. Μάταια όμως μιλούσαν οι ποιητές. Το σκοτάδι έπνιγε τις αισθήσεις και ο νους βουτούσε στο κενό όπως σε πήδημα θανάτου χωρίς δίκτυ ασφαλείας.
Η καταστροφή δεν άργησε να εμφανίσει τα κοφτερά της δόντια. Το δρεπανοφόρο στόμα της άρχισε να αλέθει τον χρόνο, τη μνήμη, τις αντιστάσεις και τις αντοχές. Αθώοι και ένοχοι που έθρεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του το τέρας, βρέθηκαν στο στόμα του. Κι όσο περισσότερους κατασπάραζε, τόσο δυνάμωνε εκείνο και η βαριά του ανάσα μετέτρεπε κάθε τι που άγγιζε σε πέτρα. Λόφοι, πευκώνες, ποταμοί και αμπελώνες απολιθώθηκαν. Τα χρώματα, οι εποχές, καθώς και το σύνολο της πανίδας χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη, ενώ το σκληρό γκρίζο της πέτρας απλώθηκε παντού. Ο ήλιος αρρώστησε βαριά και οι ουρανοί ξέχασαν την απαλότητα και την ηρεμία της γόνιμης βροχής, ρίχνοντας καταρράχτες πάνω στην περιοχή, λες και είχαν καταληφθεί από τη σφοδρή επιθυμία να εξαφανίσουν από τους χάρτες την κάποτε ευλογημένη περιοχή.
Συνέχιζα την δύσκολη διαδρομή μου, προσπαθώντας να μην χαθώ κι εγώ στα λασπόνερα. Έκανα οικονομία στις ανάσες και τα όνειρά μου για να πάω πιο πέρα. Συχνά με στοίχειωνε το ερώτημα, εάν πράγματι όλα είχαν χαθεί. Κι αν οι λέξεις έπαψαν να είναι γόνιμες και καρπερές. Κι αν ο νους και η ψυχή των ανθρώπων είχαν για πάντα μετατραπεί σε στέρφες κι ερημωμένες εκτάσεις. Δεν είχα εύκολες απαντήσεις, αλλά και η ψυχή μου δεν δεχότανε εύκολα μια αποκαλυπτική εκδοχή της ανθρώπινης πορείας. Κι ύστερα εάν έθετα τέτοια ερωτήματα και διαπιστώσεις, γιατί δεν θα έπρεπε να υπήρχαν και άλλοι σαν εμένα;
Με αυτά και άλλα να με απασχολούν και ισορροπώντας στις δύσκολες συνθήκες έφθασα στη μεγάλη πλατεία. Εκεί όπου με είχαν τραβήξει μικρές φωτεινές κουκκίδες, που έμοιαζαν με καλοκαιρινές πυγολαμπίδες και που όταν τις είχα δει πριν από κάποια ώρα από το παράθυρό μου, είχαν προκαλέσει την περιέργεια και την διαδρομή μου. Στάθηκα κατάκοπη, αλλά ευτυχής από αυτό που αντίκρισα. Χιλιάδες άνθρωποι ήταν εκεί και είναι αλήθεια πως δεν μπορούσα να δω καλά τα πρόσωπά τους, αλλά το βλέμμα μου το τράβηξαν σαν μαγνήτης τα φωτεινά σημεία που υπήρχαν στο κέντρο τού μετώπου και στο αριστερό μέρος του στέρνου τους.
Το φως ήταν αδύναμο ακόμα, όπως βρέφος που αρχίζει να περπατά, ταλαντεύεται και πέφτει, αλλά που μαθαίνει από τις πτώσεις και γρήγορα όχι μόνο βαδίζει, αλλά τρέχει σταθερό και χαρούμενο. Οι τρεμουλιαστές αχτίδες δεν έφθαναν πολύ μακριά, αλλά όπου κι αν έφταναν κυλούσαν πάνω στις χοντρές σταγόνες της καταιγίδας και εκατοντάδες μικρά ουράνια τόξα διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ανοίγοντας μικρά παράθυρα, κάτω από την καταιγίδα. Καθηλώθηκα απ’ την εικόνα και κοίταξα μέσα τους, απολαμβάνοντας πετούμενα να τραγουδούν, δάση να στραφταλίζουν κάτω από τον ήλιο και μικρά παιδιά να παίζουν ζάρια με τον χρόνο.
Δεν πρόλαβε να γλυκάνει για πολύ η ψυχή μου και ένας δυνατός, πυρωμένος άνεμος με σήκωσε ψηλά, με στροβίλισε με δύναμη, μετέτρεψε το παλτό μου σε φτερά κι άρχισα σχεδόν να πετώ στο κενό, με μόνο στήριγμα τη συσκευή μου. Σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκα στη χώρα όπου ο μύθος γίνηκε ένα με τη φύση και τα πλάσματά της. Την πανέμορφη χώρα του Πέλοπος, με τα ποτάμια, τις ελιές, τα αμπέλια και τα χιλιόχρονα δάση της. Τις παλιές, όσο και ο σκεπτόμενος χρόνος, ονομασίες της. Αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε κάθε περιγραφή φρίκης. Το τοπίο βρισκότανε μέσα σε πύρινες μπάλες, όπου άνθρωποι, ζώα, μνήμες και πράσινο είχαν γίνει ένα τραγικό σύμπλεγμα. Δεν ήξερες για ποιον να θρηνήσεις. Μάταια οι κραυγές τους καλούσαν σε βοήθεια τους Θεούς. Παλιοί και νέοι είχαν στρέψει αλλού το βουρκωμένο βλέμμα τους. Μόνο αγύρτες πλέον τριγύριζαν στους κάποτε περήφανους κάμπους, λόφους και τα ψηλά βουνά που σπάραζαν. Τσαρλατάνοι που έσκυβαν πάνω στα απομεινάρια, για να γεμίσουν τα γλοιώδη τους στόματα. Χειρότεροι από κόρακες….
Τα φτερά μου καψαλίστηκαν κι άρχισα να πέφτω, φλεγόμενη ως άλλος Φαέθων, πάνω στις στάχτες. Βρέθηκα δίπλα στα μαύρα από το πένθος νερά του Αλφειού. Πήρα στάχτη και σκέπασα τα μαλλιά μου. Το μαύρο, άναστρη νύχτα, τύλιξε τον κόσμο κι εμένα. Ήταν η ώρα της σιωπής και της περίσκεψης. Ίσως και ώρα ενηλικίωσης ενός έθνους που δεν λέει να ωριμάσει, εδώ και 177 χρόνια και συνεχίζει, συχνά πυκνά, να πορεύεται με άγουρη και σκουληκιασμένη κρίση….
Βάσω Μαυρουδή
vaso@tar.gr
(Αύγουστος 2007)