[ανοιxτά παράθυρα]
Απαξιώνουμε την Όπερα στην Ελλάδα;
Για να δημιουργηθεί το Σύμπαν και η Πλάση, χρειάστηκε η «σοφή μοναξιά» ενός Θεού ή η Μεγάλη Έκρηξη (Big Bang). Όλα έχουν μια αιτία κι έναν λόγο ύπαρξης στον Κόσμο. Και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν είναι αποτέλεσμα των χιλιόχρονων επιλογών της φύσης, η αλληλουχία αυτών των επιλογών και φυσικά η καταλυτική παρουσία του ανθρώπου που κατάφερε, μεταξύ άλλων, να δώσει υπόσταση σε έννοιες, ιδέες και σε συναισθήματα κι από άυλες δημιουργίες τού νου να πλάσει τέχνες, τεχνικές και τεχνολογίες.
Όλα αυτά που θα προσπαθήσω να γράψω, ξεκίνησαν παρακολουθώντας στο φόρουμ τη συζήτηση περί όπερας και απαξίωσής (;) της από το ελληνικό κοινό.
Άγγελος μουσικός, πίνακας του Bellini Giovanni
1432-1516, πρώϊμη ιταλική Αναγέννηση
Ars Antiqua και Ars Nova
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα, από την αρχή. Η όπερα, είναι προϊόν της κοσμικής (σε αντιδιαστολή με την θρησκευτική και δεν έχει βέβαια, καμία σχέση με τις κοσμικότητες) λόγιας μουσικής.
Την αυγή της λόγιας κοσμικής μουσικής, μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στη Δύση στην Ars Antiqua (Παλιά Τέχνη). Έτσι ονόμαζαν την μεσαιωνική μουσική του 12ου και 13ου αιώνα. Μενεστρέλοι και τροβαδούροι τραγουδούσαν, περιφερόμενοι από πόλη σε πόλη ή στην υπηρεσία πριγκίπων και λοιπών αρχόντων.
Αν κοιτάξουμε τι συνέβαινε στην Ελλάδα εκείνων των αιώνων, τι θα βρούμε άραγε; Θα βρούμε μια επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που την διέσχιζαν στρατεύματα φράγκων και βυζαντινών μισθοφόρων, που μάχονταν το ένα τ’ άλλο, για να μην μιλήσουμε για τους προηγούμενους αιώνες αυτής της εποχής. Αιώνες που στιγμάτισαν τους ανθρώπους της περιοχής, με το κυνήγι και την σφαγή των Εθνικών, μετά την κυριαρχία της χριστιανικής θρησκείας, τις μετέπειτα αιματηρές διαμάχες της εικονομαχίας και άλλα πολλά τέτοια επεισόδια. Η μουσική την Βυζαντινή περίοδο, εκφράζεται μόνο μέσα στην εκκλησία κι αν υπήρξαν εκφράσεις λόγιας κοσμικής μουσικής δεν θα το μάθουμε, αφού δεν διασώθηκαν τέτοια δείγματα. Όμως ο χρόνος για την δυτικοευρωπαϊκή μουσική συνέχιζε να κυλά και η Ars Nova (Νέα Τέχνη) και τα πολυφωνικά μανδριγάλια, έκαναν την εμφάνισή τους τον 14ο αιώνα, «υμνώντας» την αρχή της Αναγέννησης σε όλες τις εκφάνσεις της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και δημιουργίας. Γέφυρα σταθερή και πολυποίκιλη, που οδήγησε στη γέννηση της όπερας τον 16ο αιώνα.
Η ζωή και η ιστορία αρέσκονται συχνά σε παιχνίδια πασπαλισμένα με ειρωνεία και σαρκασμό. Ό,τι φυλάσσονταν στο Βυζάντιο, πίσω από ψηλά τείχη μοναστηριών και κάστρων, με την Άλωση το 1453 και την διαφυγή λόγιων βυζαντινών προς την Ιταλία, έδωσαν υπερφυσικά σχεδόν φτερά στην Αναγέννηση των γραμμάτων, των τεχνών και των ουμανιστικών μελετών. Ο αρχαίος κόσμος, που ακρωτηριάστηκε και τόσο χτυπήθηκε από τη νέα θρησκεία, έπαιρνε επιτέλους την εκδίκησή του. Και τι εκδίκηση, δημιουργική και ευφάνταστη (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία)!!!
Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα.
1855 Θεόδωρος Βρυζάκης
Eθνική αστική τάξη
Να γυρίσουμε όμως, στο θέμα μας. Όσο η όπερα άλλαζε μορφές σχήματα και στόχους, όπως ίσως τα παρακολουθείτε από την σύντομη καταγραφή της ιστορίας της στο περιοδικό (Α μέρος: http://www.tar.gr/content/content.php?id=160 , Β μέρος: http://www.tar.gr/content/content.php?id=352, Γ μέρος: http://www.tar.gr/content/content.php?id=1207 ), άλλαζε και η κοινωνία. Είπαμε! Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς αιτία και αιτιατό.
Το κέντρο του βάρους της δημόσιας ζωής στη Δύση μετατοπίζεται σιγά - σιγά προς την αστική τάξη, που δημιουργήθηκε με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας. Η αστική τάξη έπαιξε στην ιστορία ένα ρόλο εξαιρετικά επαναστατικό. Σε μια σειρά επαναστατικών κινημάτων, από την κορυφαία Γαλλική Επανάσταση (1789) ως τα επαναστατικά κινήματα του 1848, ο ευρωπαϊκός χώρος συγκλονίσθηκε συθέμελα και οι ανακατατάξεις που συντελέσθηκαν, στην κοινωνική, στην ιδεολογικό-πολιτική, αλλά και οικονομική δομή της ευρωπαϊκής κοινωνίας, ήταν τόσο ριζικές και απόλυτες, που σηματοδότησαν μια νέα εποχή τόσο για την Ευρώπη, όσο και για ολόκληρο τον κόσμο. Η περιχαράκωση των λαϊκών τάξεων από την αστική τάξη, που ήθελε να τις ελέγχει γιατί φοβήθηκε το «μάτι» της, είναι βέβαια άλλη ιστορία. Κι όπως η μία τάξη γεννούσε την άλλη, έτσι και οι καλλιτεχνικές εκφάνσεις και μορφές συνέχιζαν την πορεία τους σε μια σχέση κρίκου-αλυσίδας. Για τους ανθρώπους στις χώρες της Δύσης, η ρότα των τεχνών αποτελούσε την πνευματική κληρονομιά τους, όπου κάθε γενιά και τάξη πρόσθετε το δικό της πνεύμα και τον δικό της οίστρο. Αυτήν κλήθηκε να υπερασπιστεί και να συνεχίσει και η κάθε εθνική αστική τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ευρωπαϊκές χώρες, ο σεβασμός στα μνημεία που άφησαν οι εποχές στις περιοχές τους είναι απόλυτος. Είναι η κουλτούρα και η εθνική τους ταυτότητά. Τίποτα δεν γκρεμίστηκε, κανένα χνάρι δεν σβήστηκε…
Η όπερα ακολούθησε αυτή την εξέλιξη, θα το αντιληφθούμε και στην συνέχεια της ιστορίας της, και στην τελική της μορφή, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μουσικά είδη της εθνικής αστικής τάξης των ευρωπαϊκών κρατών, ακριβώς όπως η προηγούμενη μορφολογική της πορεία ήταν προϊόν της άρχουσας τάξης των ευγενών και της φεουδαρχίας. Ήταν τυχαίο άραγε, πως σιγά -σιγά η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα λιμπρέτα είναι το κάθε εθνικό γλωσσικό ιδίωμα, ή ότι στη διάρκεια του ιταλικού απελευθερωτικού αγώνα, κατά των Αυστριακών και της ιταλικής παλιγγενεσίας με πρωτοπόρο την εθνική αστική τάξη της χώρας, το όνομα του Βέρντι ήταν συνώνυμο με επαναστατικό σύνθημα; Το Viva VERDI {Viva V(ittorio) E(mmanuelle) Re D’I(talia) =Ζήτω ο Βιτόριο Εμανουέλε, o Βασιλιάς της Ιταλίας}, που φώναζαν οι Ιταλοί πατριώτες, το κέρδισε ο συνθέτης τόσο από την μουσική του αξία, όσο κι από την ενασχόλησή του με τα κοινά και τις αστικές επαναστατικές του ιδέες, στάση που μετουσιωνότανε και στο έργο του.
Προσωπογραφία ανδρόγυνου. 1858 Διονύσης Καλλυβωκάς
Aστική τάξη στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, όσο η Ευρώπη άλλαζε, ζούσε κάτω από τον τουρκικό ζυγό και η διαμόρφωση των τάξεων, που ίσως να είχαν παρόμοια εξέλιξη εάν δεν «έπεφτε» η Κωνσταντινούπολη το 1453, πάγωσε στον χρόνο. Τσιφλικάδες, εξαθλιωμένοι αγρότες, κάποιοι καραβοκύρηδες και έμποροι ήταν η σύνθεση του έθνους μας, λίγο πριν το ‘21.
Η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τους τσιφλικάδες, ούτε να υλοποιήσει τους, «αστικής» προέλευσης, στόχους με τους οποίους ο απόηχος της γαλλικής επανάστασης είχε μπολιάσει πολλούς από τους πρωτεργάτες και μαχητές της. Οι οποίοι ακολούθησαν με αυτοθυσία το «Ελευθερία ή θάνατος», αλλά υπενθυμίζω, ήταν απλοί άνθρωποι οι περισσότεροι. Που δεν γνώριζαν καλά-καλά να γράφουν το όνομά τους. Για να μην αναφέρουμε πως εμείς εδώ δε νιώσαμε, ούτε μάθαμε τι σημαίνει «βιομηχανική επανάσταση»…
Αν διαβάσει κανείς τον Μακρυγιάννη και την «Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος ο Έλλην», αντιλαμβάνεται ακόμα καλύτερα γιατί και πως στην Ελλάδα, δεν δημιουργήθηκε εθνική αστική τάξη, όπως στην Ευρώπη, αλλά μια τάξη με κομπραδόρικο χαρακτήρα και μεταπρατική οικονομία, που πολύ αργότερα συνδέθηκε με την όποια βιομηχανική ανάπτυξη και εξέλιξη. Τι αστικό ευρωπαϊκό κράτος να ιδρύσεις, μετά την απελευθέρωση, όταν τα τρία ελληνικά πολιτικά κόμματα αυτοχαρακτηρίζονταν «γαλλικό», «αγγλικό» και «ρώσικο» και η υποτέλεια στις ξένες μεγάλες δυνάμεις ήταν ο κανόνας, που η επίδρασή του φτάνει συχνά έως τις μέρες μας; Ποιόν λόγιο πολιτισμό θα γεννούσε αυτή η κοινωνική σύνθεση, πριν και μετά την επανάσταση; Σε ποια πολιτιστική κληρονομιά θα στηριζότανε η όποια προσπάθεια; Σε ποια πνευματική συνέχεια, όταν το όποιο νήμα είχε κοπεί βάναυσα; Πάλι καλά που υπήρξε και το σπουδαίο δημοτικό μας τραγούδι κι αργότερα η φυσική του συνέχεια το ρεμπέτικο, για να έχουμε εμείς οι υπόλοιποι να στηριχτούμε, πέρα από τα «κλέη» των αρχαίων ημών προγόνων!!
Ο γαλατάς, πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα 1895.
Κι αν δεν υπήρχαν οι γνωστοί «ευεργέτες», Έλληνες μεγαλοαστοί, που υπήρξαν μέλη της εθνικής αστικής τάξης εκείνων των κρατών όπου μεγαλούργησαν και δημιούργησαν τις περιουσίες και τον ατομικό τους πολιτισμό, δεν θα υπήρχαν ούτε αυτά τα λιγοστά αρχιτεκτονικά χνάρια, όσα οι Νεοέλληνες δεν γκρέμισαν για την αντιπαροχή. Δεν υπήρξε, λοιπόν, εθνική αστική τάξη στα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά υπήρξε και υπάρχει πλήθος μικροαστών! Που σαν τα τρωκτικά άρχισαν να τρώνε και να καταστρέφουν πρωτίστως την δική τους μνήμη και τις δικές τους ρίζες, αγροτικές ή λαϊκές. Αυτή είναι και η αιτία, κατά τη γνώμη μου, που η νεώτερη Ελλάδα έχει γεμίσει με τόσα «πολιτιστικά» φο μπιζού ή αλλέως σκυλάδικα, πολυτελείας και μη, ή μουσική για τα «πανηγύρια» (που καμία σχέση δεν έχουν με τα παραδοσιακά πανηγύρια). Επειδή, όλα αυτά τα υποπροϊόντα, διατηρούν έναν κάποιο απόηχο της καταγωγής τους, χωρίς όμως να «απειλούν» τη νέα ταξική αναβάθμιση τού μικροαστού και πρώην αγρότη ή εργάτη, που μπορεί να κοιμάται ήσυχος και να ξεχνά το παρελθόν του. Κανείς δεν απειλεί την αστικοποίησή του και μπορεί να συνεχίζει το τρωκτικό του έργο, καθώς επίσης τα «γαλλικά και το πιάνο» στην καλύτερη περίπτωση.
Ποια εθνική αστική τάξη υπήρξε, λοιπόν, για να καταπολεμήσει τον αναλφαβητισμό και την άγνοια, αλλά και να συνδέσει σε μαζικό επίπεδο-έστω- τους Έλληνες αστούς με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Οι όποιες, για παράδειγμα, ατομικές προσπάθειες λόγιας μουσικής δημιουργίας, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα παρακαλώ, δεν έπιασαν φυσικά ρίζες και δεν καρποφόρησαν. Γιατί η τέχνη, για να ανθίσει, χρειάζεται συνθήκες και περιβάλλον που πηγαίνουν πέρα από την προσωπική επιθυμία του καλλιτέχνη.
Την ίδια εποχή, τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα αγωνίστηκαν πολύ σκληρά για να επιβιώσουν, μέσα σε ιστορικές περιστάσεις αντίξοες και ήττες ιδιαίτερα σκληρές. Δεν είχαν χρόνο και χώρο, για να ασχοληθούν με τέχνες που χρειάζονταν ειδικές γνώσεις και εκπαίδευση. Γι’ αυτό, ή μάλλον και γι’ αυτό, είναι σημαντική η προσφορά της αριστεράς στη δεκαετία του ’60. Έφερε, μέσα από μαζικούς πολιτιστικούς συλλόγους, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε επαφή με την ποίηση, το σκεπτόμενο τραγούδι και το θέατρο. Καλλιτεχνικές εκφράσεις που πολύς κόσμος αναγνώριζε, μέσα από την παράδοσή του. Το γιατί αυτό το κίνημα χάθηκε, είναι μια μεγάλη ιστορία. Κατανοώ πως η απάντηση στο ερώτημα χρειάζεται σύνθετη έρευνα με πολλαπλές αναγνώσεις, αλλά θα αποτολμήσω να καταθέσω ένα από τα χιλιάδες αίτια. Η επταετία της χούντας, έκοψε τον ζωογόνο λώρο, η μικροαστική αισθητική της υπερίσχυσε και δυστυχώς ουσιαστικά υπερισχύει ακόμη και σήμερα.
"Η Γυναίκα που πλέκει"
Πίνακας του Περικλή Πανταζή 1849-1884
Επίλογος
Να επιστρέψουμε όμως στην όπερα. Για να σας εξομολογηθώ, την δική μου επαφή με αυτό το μουσικό είδος, που είναι ένα μικρό παράδειγμα για όσα έγραψα προηγουμένως για τους λαϊκούς ανθρώπους, από τους οποίους προέρχομαι. Πρώτη φορά που άκουσα όπερα, στα δεκαπέντε μου, ήταν από έναν φίλο, από μεγαλοαστική οικογένεια και καλές σπουδές, που μας έβαλε στο πικάπ, όταν εγώ είδα ραδιόφωνο στα δέκα μου, να ακούσουμε την «όπερα της πεντάρας» των Μπέρτολντ Μπρεχτ-Κουρτ Βάϊλ. Αν και δεν καταλάβαινα τη γλώσσα, μου άρεσε. Ίσως γιατί γνώριζα τον Μπρεχτ, από παραστάσεις που είχα δει στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, ας είναι καλά οι πολιτιστικοί σύλλογοι της αριστεράς, που έλεγα. Μετά, στα είκοσί μου και μαοΐστρια, βρέθηκα στην Ιταλία. Εκεί, γνώρισα τον πατέρα ενός φίλου μου από το πανεπιστήμιο, που έκανε χάζι με την αριστερόστροφη Ελληνίδα και τις απόψεις της. Σε μια επίσκεψή μου, με ρώτησε τι γνώμη έχω για την όπερα. Με την άγνοια και την υπεροψία της ηλικίας, του απάντησα πως δεν ασχολούμαι με την…αστική τέχνη!!
Ήταν το ’68. Η Ευρώπη έβραζε, ο Τσε είχε δολοφονηθεί, η Σοβιετική Ένωση είχε εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία, η Χούντα γιόρταζε τα πρώτα της γενέθλια και το μόνο στήριγμα που (μου) είχε απομείνει ήταν η Κίνα του Μάο…
Δεν ασχολούμαι, λοιπόν, με την αστική τέχνη… Μα πώς θα φτιάξεις την τέχνη για τον λαό, αν δεν γνωρίζεις αυτό που απορρίπτεις και θέλεις να γκρεμίσεις, με ρώτησε ο άνθρωπος, που έγινε ο πνευματικός μου πατέρας για πολλές δεκαετίες. Το ερώτημα λογικό, ακόμα και για μια μαοΐστρια. Δέχθηκα, λοιπόν, να πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι του και να ακούμε μαζί όπερα.
Στο χέρι το λιμπρέτο, οι απαραίτητες διευκρινήσεις και μέσα σε μια κατανυχτική ατμόσφαιρα, όπου η ανθρώπινη σιωπή έδινε χώρο στα χρώματα και τα συναισθήματα της μουσικής, της γλώσσας και της έκφρασης, η ψυχή και το πνεύμα μου ξεκόλλησαν, άνοιξαν φτερά και πήγε περίπατο η μαοϊκή θεώρηση του κόσμου και της τέχνης. Από τότε και αφού άκουσα όλες τις όπερες που είχε στη δισκοθήκη του, αγάπησα αυτό το μουσικό είδος, που με πήγε παραπέρα, όπως κάθε έργο που πηγάζει από την βαθύτερη ανάγκη επικοινωνίας των ανθρώπων.
Έτσι! Δεν νομίζω πως οι Έλληνες θεατές απαξιώνουν σώνει και καλά την όπερα. Απλά δεν τους συνδέει μαζί της καμιά πολιτιστική παράδοση και δεν την γνωρίζουν, όπως και άλλα είδη τέχνης, για σαφείς ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους. Κι όσο το πολιτιστικό στίγμα θα το δίνει η τηλεόραση, τα σαπρόφυτα που φυτρώνουν τριγύρω της, το μαύρο χρήμα με κάθε κόστος, η γρήγορη κοινωνική ανέλιξη και η νεόπλουτη επίδειξή της, οι καιροί θα κυλούν και οι ψυχές θα γίνονται στέρφες.
Αν και μέσα στο νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο της επικοινωνίας και της πρόσβασης στην πληροφορία, υποψιάζομαι ή αν θέλετε ελπίζω, πως κάποια πράγματα θα αλλάξουν θετικά και στον πολιτισμό.
Βάσω Μαυρουδή
vasso@tar.gr
(Μάρτιος 2008)