"ανοιχτά παράθυρα"
Che fece... il gran rifiuto
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το’ χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Το τελευταίο διάστημα με κυνηγάει ένα περίεργο όνειρο. Βρίσκομαι λέει σε ένα σαλόνι κι από την ανοικτή οθόνη της τηλεόρασης βγαίνουν λύματα, που μετατρέπουν τον χώρο σε χαβούζα. Όταν ο βρώμικος αυτός πολτός σκεπάσει τους μηρούς μου, βγάζω την ψυχή μου και κρατώντας την στο ένα χέρι, προσπαθώ με το άλλο να κολυμπήσω, να βρω την έξοδο που θα με οδηγήσει στον απέναντι λόφο. Στο ύψωμα που, όπως λέει κι ένας φίλος, θα συγκεντρωθούν όσοι αντέξουν και δεν πνιγούν από την αποφορά, τη ρύπανση και τη μόλυνση της εποχής. Μιας εποχής ραγισμένης, κατακερματισμένης, με πληγωμένους τους ουρανούς της ευαισθησίας και της νόησης, από κομμάτια νεκρών ψυχών που έχουν πάρει τη θέση των ονείρων. Επιστρέφω όμως στο τρομακτικό μου όνειρο και στην αγωνία μου να ξεφύγω, να διασώσω την ψυχή μου από την ασφυξία και να μην με απορροφήσει η δίνη που σχηματίζεται στο κέντρο του βρωμερού βόρβορου, που έχει δημιουργηθεί στον χώρο. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια καταφέρνω τελικά να βρω μια πόρτα και να την ανοίξω. Βρίσκομαι στο ύπαιθρο κι από μακριά βλέπω το ύψωμα. Ένα φως με λούζει, η υγρασία και η αποπνικτική οσμή φαίνεται να απομακρύνονται. Παίρνω θάρρος και αρχίζω να τρέχω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, συνεχίζω να κρατώ στο χέρι. Γύρω μου πετάνε πεταλούδες που τραγουδάνε, φίδια που κρατάνε το μήλο της γνώσης και προειδοποιούν, πως όποιος το γευτεί θα χάσει τον παράδεισο της άγνοιας και της μακαριότητας. Πιο κει μια κουκουβάγια μάταια προσπαθεί να ξεμπλέξει το ιερό πέπλο της Αθηνάς, που αγκιστρωμένο σε δρεπανοφόρους σκώληκες, σκίζεται ακόμα περισσότερο. Συνεχίζω να τρέχω, το μικρό βουναλάκι πλησιάζει, αρχίζω να ανεβαίνω, από την κορυφή ακούγονται γέλια, αναθαρρεύω και δεν δίνω καμιά σημασία στο φως της ψυχής μου, που σα να θαμπώνει. Σκέφτομαι ότι φταίει ο αέρας, που μοιάζει με υγρή άχνη, όσο πλησιάζω στην κορυφή….
Σε λίγο θα διαπιστώσω πως ό,τι άκουγα σαν χαρούμενο γέλιο, δεν ήταν τίποτα άλλο από τους σαρδόνιους γέλωτες ενός μικρού ανθρωπάκου, όχι μεγαλύτερου από ένα μπιζέλι. Τα μάτια του-άδειες λίμνες, έρημοι- δίχως ίχνος φωτός. Το δέρμα του, φιδοπουκάμισο πεθαμένης μνήμης.
Ποιος είσαι; ρώτησα.
Ο άρχοντας του λόφου, είπε, με φωνή που γεννούσε φόβο. Γεννήθηκα από την άγνοια και τον θάνατο της μνήμης. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν υπάρχουν για μένα. Γιατί υπάρχω πέρα και πάνω από αυτά. Γιατί γεμίζω κάθε χώρο. Κάθε σχισμάδα που προσπαθεί να ανοίξει το φως, εγώ προλαβαίνω και την κλείνω. Γιατί είμαι η ίδια η Αρχή. Όπως και να με ονομάσεις. Όπως και να με χρωματίσεις. Τροφή μου είναι όσοι προέρχονται από τη χώρα της συναίνεσης και της σιωπηλής αποδοχής. Αυτοί με δυναμώνουν. Με την κουρελιασμένη πλαστική τους συνείδηση.
Η ψυχή μου, που ακόμα σήκωνα στα χέρια, είχε αφηνιάσει. Αναβόσβηνε, όπως γέρικος φάρος που εκπέμπει SOS στα καράβια: προσοχή – προσοχή, υπάρχουν ύφαλοι και ξέρες. Κίνδυνος- Κίνδυνος-Κίνδυνος.Έφυγα τρέχοντας, λουσμένη στον ιδρώτα του φόβου πως θα καταλήξω στον μέσα κόσμο του άρχοντα τού λόφου. Πήγα όσο πιο μακριά μπορούσα και φώναξα με όλη μου τη δύναμη. Βοήθειαααα!!!
Μέσα στο σκοτάδι που με περιέβαλε, εμφανίστηκαν μια πεταλούδα-τραγουδιστής, ένα φίδι, μια κουκουβάγια, μια χελώνα κι ένας αετός. Τους ζήτησα να με βοηθήσουν να κτίσω τείχη ψηλά, ώστε να είναι αδύνατον να εισχωρήσει το μικρό, μα ισχυρό ανθρωπάκι του λόφου. Τα πλάσματα με κοίταξαν και με απέτρεψαν. Μου θύμισαν το έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου, όπου ο χάρος βρήκε την είσοδο στο ψηλό και πέτρινο κάστρο, δίχως να τον σταματήσουν οι προφυλάξεις και τα εμπόδια που είχε ετοιμάσει ο πυργοδεσπότης.
Εγώ δεν τους άκουσα και άρχιζα να κτίζω το προσωπικό μου καταφύγιο, αλλά όσο πιο ψηλά έφθαναν οι τοίχοι του, τόσο έφθαναν πιο κοντά στα αυτιά μου οι ήχοι και τα λόγια του αφέντη τού λόφου, ενώ το φως τής ψυχής μου συνέχιζε να στέλνει σήματα κινδύνου. Όταν είδα κι απόειδα, στράφηκα και πάλι στα πλάσματα. Εκείνα μου έδωσαν σιωπηλά από ένα τους κομμάτι. Η πεταλούδα ένα μεταξωτό κουκούλι που θα γεννούσε πάντα τρυφερά και εύθραυστα τραγούδια, το φίδι ένα μήλο που όσο κι αν το δάγκωνες ποτέ δεν θα τελείωνε, η κουκουβάγια ένα φτερό που κάθε στιγμή αμφιβολίας θα έπαιρνε πάνω του την ψυχή μου και θα την ταξίδευε στη χώρα τού φωτεινού σημείου, η χελώνα το καβούκι του χρόνου και των εποχών που θα μου θύμιζαν πάντα πως το θέμα δεν είναι να τρέχεις αλλά να φθάνεις και τέλος ο αετός ένα νύχι της περηφάνιας, της αξιοπρέπειας και της επιμονής στο πέταγμα. Όλα αυτά τα στοιχεία τα έβαλαν στην ψυχή μου που, αφού έβγαλε ένα ζεστό και δυνατό φως, έφυγε από τα χέρια μου κι άρχισε να χορεύει στο χώρο λίγο πριν επιστρέψει μέσα μου.
Σε αυτό το σημείο τελειώνει ο ύπνος και επιστρέφω στην ελλαδική πραγματικότητα. Με την δράση του Ελληνάρα (που δεν θέλει να θυμάται την αγροτική του καταγωγή και το φτωχό του παρελθόν τού πρόσφυγα και τού μετανάστη, που θέλει πλέον με κάθε κόστος-ποδοπατώντας και εξαγοράζοντας με το μαύρο χρήμα συνειδήσεις- να αγοράζει την «αστικοποίησή» του, να οδηγεί μεγάλο τζιπ και να τα σπάει στα πολιτιστικά κέντρα του συχωρεμένου Γιαννόπουλου, να πηγαινοφέρνει τα παιδιά του σε ριάλιτι και σε διαγωνισμούς ομορφιάς και να σπέρνει παντού τη μαγκιά του), που αποδέχεται, διασκεδάζει και στηρίζει τα κατασκευάσματα του κάθε αυτοχαρακτηριζόμενου «Μότσαρτ της Ελλάδος», ο οποίος εκμεταλλεύεται τη μοναξιά και την πνευματική ιδιαιτερότητα κάποιων δυστυχισμένων, για το κέρδος και τον αγοραίο χαβαλέ.
Επιστρέφω στην πραγματικότητα των μηχανισμών αναπαραγωγής και εδραίωσης της ξεφτίλας, αλλά και στην πραγματικότητα κάποιων μειοψηφιών που επιμένουν να ονειρεύονται, να θυμούνται και να παράγουν πολιτισμό, που τώρα αλλά και πάντα είναι και ήταν μια βαθιά πολιτική πράξη. Κι όποτε η συχνά αρρωστημένη πραγματικότητα ταράσσει την ισορροπία μου, προσπαθώ να θυμάμαι ότι διαρκώς στην ανθρώπινη ιστορία τα βήματα προς τα εμπρός (όσα και όποτε έγιναν) τα έκαναν οι μειοψηφίες, κόντρα στο ρεύμα και στη σιωπηλή ή κράζουσα πλειοψηφία.
Βάσω Μαυρουδή
vasso@tar.gr
(Μάϊος 2007)