[ανοιχτά παράθυρα]
«Έχουμε ανάγκη την τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια»
(Νίτσε)
Και ποια είναι η αλήθεια, άραγε; Η υπαρξιακή μοναξιά τού είδους μας, ο θάνατος και το πεπερασμένο της ζωής μας; Το κτήνος που κρύβεται στον καθένα μας έτοιμο να κάνει την εμφάνισή του ως άλλη Μέδουσα και να πετρώσει τα πάντα γύρω και μέσα του; Ή ο κυκεώνας των προβλημάτων της καθημερινότητας που ο κάθε άνθρωπος αντιμετώπιζε, αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίζει όσο ο χρόνος θα υφίσταται; Και οι τρεις αυτές σύνθετες εκδοχές είναι συστατικά της αλήθειας που η τέχνη έρχεται, όχι για να επικαλύψει, αλλά για να στηρίξει το νου και το συναίσθημα κατά τη διάρκεια της αναγνώρισής της, καθώς και της αποδοχής της, πριν ο χρόνος και η ζωή βάλουν τέλος στην ατομική πορεία.
Η αλήθεια, όπως σχηματικά περιέγραψα πριν από λίγο, μπορεί πράγματι να γεννήσει τον φόβο που κατατρώει τα σωθικά πνεύματος και συναισθήματος και να στρεβλώσει το άχρονο υπαρξιακό ερώτημα ποιος είμαι και πού πάω, προκαλώντας μυριάδες απαντήσεις που μπορούν ακόμα και να σκοτώσουν μέσα στην απελπισία και τον φανατισμό τής κάθε προσωπικής ή συλλογικής απόκρισης. Της απόκρισης που γεννάται κυρίως από τον φόβο τού θανάτου και πώς τον διαχειρίζεται κάθε άτομο, ώστε να μπορέσει να χαρεί τη μοναδικότητα τής ζωής του και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι αρχαίοι κάτοικοι αυτής της χώρας πίστευαν πως ο Φόβος, μαζί με τα αδέλφια του Δείμο (το δέος) και Αρμονία, ήταν καρπός της σχέσης που είχαν ο Άρης και η Αφροδίτη. Της θεάς του έρωτα και του πάθους και του καυγατζή και βίαιου θεού τού πολέμου. Περίεργο, ε; Ο ζωοδόχος έρωτας να γεννά φόβο και δέος, αλλά από δίπλα και την αρμονία. Ίσως να ήθελαν να επισημάνουν το δισυπόστατο της ζωής ή και το όλο τού θανάτου, με την αρμονική αποδοχή τους να δένει τα δύο αντιφατικά σε πρώτη ματιά γεγονότα. Γιατί ποιος θα αρνηθεί το αυταπόδεικτο, πως δεν υπάρχει ζωή χωρίς τον θάνατο και το αντίθετο;
Κάποιος ίσως σκεφτεί, ωχ η…φεγγαροχτυπημένη τού περιοδικού γράφει (για άλλη μια φορά) για το θάνατο και τι δουλειά έχουν τέτοια θέματα στο Ταρ, που ως γνωστό είναι μουσικό περιοδικό με αφορμή την κιθάρα….
Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η ερώτηση τού πεντάχρονου τότε γιου μου, μπροστά στον γνωστό πίνακα του Πικάσο με τον σπαράζοντα και ασκητικό κιθαριστή: γιατί αυτός ο γέρος παίζει κιθάρα πεθαίνοντας; κι όταν προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε πως δεν πεθαίνει ακριβώς, αλλά η μουσική τον βοηθάει και τον οδηγεί πέρα από τα προβλήματα και τη θλίψη του, η απάντησή του ήταν άθελά του τόσο νιτσεϊκή, που μας έκανε να σταματήσουμε κάθε προσπάθεια περαιτέρω συζήτησης, αφού συμφωνήσαμε μέσα μας απόλυτα με τον μπόμπιρά μας, όταν κατέληξε με την φράση: δηλαδή η μουσική έχει σχέση με τον θάνατο…..και μείς με ένα αμήχανα εξορκιστικό ναι, κάπως έτσι….
Στα χρόνια που πέρασαν από την αθωότητα της παιδικής μου ηλικίας, η συνειδητοποίηση πως ο θάνατος είναι μια από τις πιο βέβαιες στιγμές της υπαρξιακής μας πορείας και μάλιστα η καταληκτική, με οδήγησαν και μένα στην ανάγκη παραμυθίας. Πέρασα από διάφορα στάδια θυμάμαι, για να διασκεδάσω τους φόβους μου. Ακόμα και σε μεταφυσική ομάδα ανέτρεξα, όταν είχα την πολυτέλεια να σκεφτώ πέρα από τα προβλήματα της επιβίωσης. Μέχρι που βαρέθηκα να ακούω για το τι και το πως μας περιμένει στο επέκεινα και αφού ούτως ή άλλως το…. πεπρωμένον φυγείν αδύνατον, είπα πως έτσι κι αλλιώς θα το μάθω, όταν έρθει η ώρα μου και την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια. Ώσπου συνειδητοποίησα πως μια από τις ακλόνητες σταθερές μου, ήταν αυτό που διάβασα στο Νίτσε. Η σπουδαιότερη αρωγός μου, στο όποιο ψυχολογικό άγχος και στην όποια ανησυχία υπήρξε και είναι η τέχνη. Η παρηγοριά που αναζητούσα, για να αντέξω το βάρος της μοναξιάς και του φόβου στην αόριστη, αλλά συγχρόνως και απτή παρουσία του θανάτου μέσα από την απουσία των αγαπημένων μου που είχαν ήδη φύγει, κρυβότανε σε κάθε μορφή τέχνης που κατάφερνα να πλησιάσω.
Πέρα από τη συναισθηματική και αισθητική πληρότητα, που κέρδιζα κάθε φορά από την καλλιτεχνική πολυμορφία, μου προσφερότανε η δυνατότητα να δυναμώσω την ψυχή και το νου μου και παράλληλα να εκτονώσω και να επεξεργαστώ φόβους, αγωνίες, προσωπικές ήττες και προσηλώσεις σε στόχους, μέσα από επισημάνσεις και δρόμους που φώτισαν λαμπερά πνεύματα της παγκόσμιας τέχνης. Η πιο μαγική απ’ όλες, μου φάνταζε και μου φαντάζει ακόμα, η μουσική. Για σκεφτείτε το. Με έναν μαγικό τρόπο, η μουσική έμπνευση έρχεται από το πουθενά και επιστρέφει, ιδιαίτερα στις συναυλίες, αφού διαπεράσει το είναι των ακροατών της στο πουθενά. Κι αν δεν είχε επινοηθεί η ηχογράφηση, η απόλυτη μαγεία της μουσικής θα παρέμενε ακόμα μοναδικό προνόμιο του τυχερού κοινού. Θυμάμαι ότι, σε πολύ νεότερη ηλικία και μετά από επιτυχημένες και άρτιες συναυλίες, όπου το μουσικό συναίσθημα ισορροπούσε με την τεχνική δεινότητα, φανταζόμουνα πως όλη αυτή η συγκίνηση και η ενέργεια που εξέπεμπε η σχέση καλλιτέχνη κοινού, μαζί και οι νότες, ταξίδευαν σε μιαν άλλη σφαίρα, στον κόσμο των σκιών (νάτος ο Άδης του συλλογικού μας υποσυνείδητου), όπου περιμένουν μέχρι να κληθούν και πάλι, για να κατέβουν ανάμεσά μας. Στο μεσοδιάστημα, λέει, αυτές οι σκιές έγραφαν ραβασάκια στους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που την συνέθεταν η συγκίνηση και η δύναμη των καλλιτεχνών, αλλά και οι δονήσεις που προκαλούνταν στις ψυχές των θεατών. Ύστερα διάλεγαν έναν από τους φωτεινούς αόρατους λώρους, που συνέδεαν τους δύο κόσμους, για να στείλουν και πάλι τα μηνύματά τους…
Δεν γνωρίζω εάν πράγματι το ενσυνείδητο κίνητρο κάποιου, που θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη και τη μουσική, έχει να κάνει με την υπέρβαση του υπαρξιακού τέλους. Εάν δηλαδή κινητήριος δύναμη είναι η κατανόηση του θανάτου και το φλερτ με την αθανασία. Να αφήσω, βρε αδερφέ, κάποιο ίχνος στην ανθρώπινη πορεία, πέρα από το συνηθισμένο χνάρι στην καρδιά εκείνων που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν, που μας εκτίμησαν και εκτιμήσαμε, μέσα από το μοίρασμα και την ανταλλαγή συναισθημάτων και εμπειριών. Σίγουρα όμως είναι ένας από τους πιο δημιουργικούς δρόμους για να αντέξεις το δεδομένο τέλος. Χωρίς θεούς μεσολαβητές ή κριτές, που σε περιμένουν στη γωνία με ανταμοιβές παραδείσων και κολάσεων.
Ποια μύγα με τσίμπησε για αυτές τις σκέψεις, που μεταξύ μας τις επεξεργάζομαι αρκετά συχνά; Η ανάγνωση συλλογής διηγημάτων του Ίρβιν Γιάλομ με τίτλο Η μάνα και το νόημα της ζωής. Μια συλλογή όπου, η άρρηκτη σχέση ζωής θανάτου και τα παρεπόμενά της, καταγράφεται και αναλύεται μέσα από την γλαφυρή και γοητευτική γλώσσα του γνωστού λογοτέχνη ψυχίατρου. Η πρωταρχική σχέση με τη μητέρα, το σκληρό παιχνίδι με τις σχέσεις εξουσίας, η έλλειψη επικοινωνίας, ο φόβος που εμποδίζει την φανέρωση των συναισθημάτων μας, αλλά πάνω απ’ όλα το μάθημα ζωής που δίνει μία μελλοθάνατη, μετά την προσβολή της από καρκίνο. Μια γυναίκα που ταυτίζεται απόλυτα με τον ζωοφόρο ρόλο που της έχει αναθέσει η φύση και που δηλώνει: έχω καρκίνο, σε τελικό στάδιο. Αλλά δεν είμαι καρκινοπαθής. Μια γυναίκα που μετατρέπει τη γνώση του επικείμενου θανάτου σε δώρο ζωής και που αποφασίζει να το προσφέρει απλόχερα σε όποιον αντιμετωπίζει άμεσα τον θάνατο.
Διαβάζοντας όμως το διήγημα Ταξίδια με την Πώλα, το μάθημα ζωής βοηθάει και εμάς, που δεν αντιμετωπίζουμε άμεσα τον θάνατο ή πιο σωστά, που δεν γνωρίζουμε το πότε θα τον συναντήσουμε. Πράγματι. Ποια θα ήταν η αντίδρασή μας στις όποιες καταστάσεις αντιμετωπίζουμε εάν, πριν από οποιοδήποτε εκπεφρασμένο συναίσθημα και κίνησή μας, είχαμε κατακτήσει την απόλυτη γνώση τού πεπερασμένου τής ύπαρξής μας; Με πόση περισσή σοφία δεν θα αντιμετωπίζαμε την υπεροψία και την ματαιοδοξία της μοναδικότητάς μας, της απόλυτης αλήθειας μας ή την προσέγγιση των άλλων, την κατανόηση και την αγάπη τους; Με πόση, τέλος, δημιουργική ευαισθησία και τρυφερότητα δεν θα πλησιάζαμε αυτό που ο Νίτσε ισχυρίζεται για τον ρόλο της τέχνης στην σύντομη και σύνθετη ζωή μας;
Βάσω Μαυρουδή
vaso@tar.gr
(Οκτώβριος 2007)
Όλοι οι πίνακες είναι του Pablo Picasso