Η μελαγχολία του Οκτώβρη
Παρακολουθώ τα χαιρέκακα όσο και επιφανειακά τηλεοπτικά ρεπορτάζ για τη νεολαία που δεν γνωρίζει(;) τι συνέβη το μακρινό ’ 40 κι αναλογίζομαι την δική μου νεότητα. Τότε που γνώριζα πολύ καλά τι είχε συμβεί την 28η Οκτωβρίου του 1940, καθώς και την απαγορευμένη συνέχειά του, που κειτόταν στραγγαλισμένη μαζί με τα χιλιάδες θύματα της περιόδου, το 10% του πληθυσμού, αλλά και τα άλλα τού εμφυλίου, που θάφτηκαν με κρυφούς θρήνους σε στρατοδικεία, φυλακές, εξορίες και αυλές χαμόσπιτων. Πάντα με απασχολούσε τι ήταν αυτό που κινητοποίησε εκείνη τη νεολαία, που κίνησε για το μέτωπο κι ύστερα για τα βουνά με ένα πλατύ χαμόγελο και βλέμμα που δεν σκίαζε η αμφιβολία ή το σκίαζε, αλλά το όνειρο ήταν ιδιαίτερα λαμπερό και δεν άφηνε να καταγραφεί στις φωτογραφίες της εποχής; Ύστερα, όπως πάντα συμβαίνει με τον παγωμένο χρόνο, κιτρίνισαν οι μνήμες, έτρεξαν οι μέρες και τα χρόνια, η λήθη συχνά κάνει την εμφάνισή της, αλλά κάπου εκεί έξω, από την ραθυμία της κατανάλωσης, περιφέρονται ακόμα τα όνειρα με την ξεσκισμένη και τρύπια χλαίνη τους. Σε αντίθεση με τη νεότητά μου, τώρα πια δεν γνωρίζω-πέρα από γενικότητες- τι ζητάνε αυτά τα όνειρα και με στοιχειώνουν κάθε Οκτώβρη. Τώρα που, για πρώτη φορά σε αυτόν το τόπο, έχουν περάσει ήδη τριάντα τρία χρόνια χωρίς εμφυλίους, πραξικοπήματα και αιματηρούς μαζικούς αγώνες.
Τώρα που η Δημοκρατία μάς πάχυνε μέσα κι όξω μας, τώρα που ο στρεβλός τρόπος της εγκαθίδρυσης αυτής της Δημοκρατίας δείχνει τα δόντια του, καθώς αλέθει γενιές και ιδέες, τα κιτρινισμένα και γεμάτα κρυοπαγήματα όνειρα του ’40 έρχονται να ζητήσουν, τι άραγε; Δικαίωση; Πέρασε πολύς και βασανιστικός χρόνος από τότε και το ποτάμι ποτέ δεν γυρίζει, ούτε είναι ποτέ ίδιο το νερό της κοίτης του. Τότε; Μήπως δεν τα θρηνήσαμε με τις αρμόζουσες χοές; Μήπως γιατί έχει σταματήσει ο διάλογος μαζί τους; Και πως είναι άραγε ο διάλογος με θέματα που έμειναν μετέωρα στην ιστορία; Με τις παρελάσεις και τα τραγούδια της Βέμπο να ηχούν από τα ραδιόφωνα; Πότε στην πραγματικότητα μιλήσανε τα νέα παιδιά με εκείνα τα όνειρα; Λιπόσαρκα σε νοήματα και θέσεις τα σχολικά βιβλία. Σιωπή επικρατεί συνήθως στις οικογένειες. Ή μάλλον όχι. Η σιωπή μπορεί να φέρει και περίσκεψη, ερωτήματα, ανησυχίες. Ψίθυροι ακούγονται στα σπίτια, σχολιασμοί για τον άλφα και τον δείνα γραφικό της τηλοψίας μας. Νεκρές ψυχές. Μάταια τα όνειρα του Οκτώβρη και του Νοέμβρη χτυπούν τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών. Λίγα ανοίγουν για να φιλοξενήσουν τα νοήματα και την ενθύμησή τους. «Να φυλάγεσαι από τη μισή μάθηση που καταντά στρέβλωση και νάρκη», έγραφε ο Σεφέρης, αλλά πόσοι ακούνε πια τους ποιητές και τα όνειρα; Η μισή μάθηση είναι ο κανόνας και η νάρκη έχει αδρανήσει τούς νευρώνες τής ψυχής και του νου, εδώ και δεκαετίες.
Σκουληκοφαγωμένες ζωές παιδιών, πριν καν βγούνε από το κουκούλι τους κι αρχίσουν το πέταγμα προς τα άνθη της γνώσης. Πώς, έστω, να καούν τα μεταξένια τους φτερά στη φλόγα των μετέωρων ονείρων; Τι ζητάνε από τα ταλαίπωρα παιδιά οι συμμετέχοντες στο φόνο; Πότε τους μίλησαν για εκείνους τους νέους, που κάηκαν μαζί με τα όνειρά τους; Ή για τα άλλα, τα σημερινά, που πεθαίνουν για λίγο νερό ή χάνονται σε πολέμους που, όπως πάντα, οργανώνουν άλλοι. Πότε χαϊδέψανε τις καρδιές τους με λόγια μαλαματένια γηραιών και νεότερων δημιουργών, πότε ανέλυσαν μαζί τους τις προφητείες των ποιητών, πότε τους έδειξαν τη σοφία της πλάσης; Μόνο αχρεία ερωτήματα για το νόημα των επετείων, από εκείνους που άδειασαν και έθαψαν βαθιά τα νοήματα, τις πράξεις και τα αίτια. Οι δειλοί.
Μελαγχολικός κι αυτός ο Οκτώβρης, φθινοπωρινός, όπως κι αυτοί που πέρασαν, αλλά κι αυτοί που θα έρθουν. Όμως δεν θέλω να χαθώ στα χρώματα της εποχής και στην μελαγχολία της. Κοιτάζω γύρω μου και αρπάζομαι από την πεποίθηση ότι η φύση έχει δώσει για όλα τις απαντήσεις της. Κι όπως κάτω από την στάχτη, μετά την καταστροφή κι εφόσον ο άνθρωπος τα σεβαστεί, θα φυτρώσουν και πάλι λιγνά δεντράκια, έτοιμα να γίνουν αψηλά, περήφανα και σκιερά, έτσι και οι νέοι άνθρωποι μπορούν να ονειρευτούν και να αγαπήσουν τη ζωή και τα αινίγματά της. Αρκεί σαν τη μάνα φύση να τους φροντίσουν, να φιλέψουν τη νόηση και την ευαισθησία τους με λόγια και όνειρα ακριβά, που ψηλώνουν το νου και το συναίσθημα. Να τους συνδέσουν με τις στιγμές που κυοφόρησαν, γέννησαν, νανούρισαν κι ανάθρεψαν όνειρα, που ζητάνε όχι εκδίκηση, αλλά χώρο για να θυμίσουν και να διδάξουν το γιατί και το πώς της ύπαρξης και της ιστορίας.
Βάσω Μαυρουδή
vaso@tar.gr
(Οκτώβριος 2007)