"ανοιχτά παράθυρα"
Παιχνίδια της ζέστης και της νόησης
Παιχνίδια που μπορεί να σου παίξει ένας καύσωνας!
Μέσα στην καρδιά του τσιμεντένιου δάσους εσύ, με τεχνητό και δανεικό οξυγόνο, ενώ η άρρωστη πόλη, βυθισμένη στο γκρίζο χρώμα, ρευστοποιείται από τη ζέστη. Ξαφνικά οι ασπίδες προστασίας αρχίζουν να ιδρώνουν κι αργά αλλά σταθερά διαλύονται. Ασπρόμαυρες εικόνες, όπως σε κόμικς του Γκουίντο Κρέπαξ, γεμίζουν το δωμάτιο. Απόσπασμα από ένα παιδικό ποδαράκι με σανδάλι, που σχεδόν βουλιάζει στην καλοκαιρινή άσφαλτο. Μια φέτα καρπούζι, απτό μέτρο της ευτυχίας, να γεμίζει με το ρόδινο χρώμα του το λευκό φανελάκι. Κι ύστερα, να έρχεται και να γεμίζει το δωμάτιο η πικρόγλυκη μυρωδιά ενός λιγούστριου, που σε μεταφέρει στον πρώτο παράδεισο διακοπών που θυμάσαι, με τον πατέρα. Η γεύση του φρέσκου βουτύρου με μέλι, ξεπροβάλλει από το σεντούκι αναμνήσεων, με το πλούσιο άρωμά της να γαργαλάει τη γεύση και να θέτει σε κίνηση τους ενήλικες σιελογόνους αδένες.
Η συγκίνηση μάταια προσπαθεί να επιστρέψει στον χώρο όπου τα συναισθήματα βρίσκουν καταφύγιο. Η μορφή του πατέρα, χαμένη εδώ και δεκαετίες, γέμισε τα μάτια μου και πλημμύρισε το δωμάτιο. Ζητούσε αυτό που άλλες μέρες κατάφερνα να κρύψω. Την ομολογία της έλλειψης, τη δήλωση και το πένθος της απώλειας, που έντεχνα όλα αυτά τα χρόνια κατάφερνα να δαγκώνω και να περιορίζω.
Ο πατέρας μου, ξεκίνησε στα δεκαπέντε του από την Μεσσηνιακή Μάνη και εγκατέλειψε τον τόπο του τούς Δολούς, όπου ζούσαν τον χειμώνα και τις Κιτριές, ένα γραφικό λιμανάκι που τους φιλοξενούσε το καλοκαίρι. Εκεί έμαθε να κάνει υποβρύχιο ψάρεμα με μόνη συσκευή την ανάσα του. Εκεί πάλι, μέχρι τα δώδεκά του, έπαιζε με μία φώκια τα θερινά πρωϊνά που έψαχνε για πεταλίδες στα βράχια. Ήρθε στην Αθήνα, το μεγάλο νεοελληνικό χωνευτήρι, για να αναζητήσει τύχη και όνειρα. Δεν βρήκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η τύχη δεν είναι αλήθεια ότι βοηθάει πάντα τους θαρραλέους. Όσο για τα όνειρά του… απλά όνειρα φαντάζομαι, ενός εφήβου του Μεσοπολέμου, καθημερινά. Να μάθει κάποιο επάγγελμα, να βρει δουλειά, γιατί πώς αλλιώς να επιβιώσει κάποιος που έχει μόνη περιουσία τα χέρια του κι αργότερα μια σύντροφο, οικογένεια, παιδιά….
Οι Μανιάτες θεωρούν ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους τη γενναιότητα, τη ντομπροσύνη και την εντιμότητα. Δεν ξέρω εάν συμβαίνει και στην πραγματικότητα, αυτό που φαντάζονται για τους εαυτούς τους, αλλά ο πατέρας μου πίστευε σε αυτές τις ιδιότητες. Έτσι, μόνος στην Αθήνα και με γενναιότητα, πήγε σε τεχνική σχολή και δούλευε για την επιβίωση, ενώ –ευαίσθητος και έντιμος όπως ήταν- ονειρεύτηκε πως είναι δυνατόν να αλλάξει τον κόσμο και να τον κάνει καλύτερο. Όλα του τα όνειρα πέθαναν, όπως οι εφήμερες ψυχές, τα πολύχρωμα κολεόπτερα που ομορφαίνουν με το πέταγμά τους τα ρόδινα δειλινά του θέρους. Μπορεί με τα παιδιά του να μην ήταν και πολύ ντόμπρος, αφού θέλησε τα νεκρά του όνειρα να γίνουν και δικά μας, αλλά με τον εαυτό του υπήρξε απόλυτα ειλικρινής. Τον θυμάμαι ακόμα, παιδούλα εγώ, να ανασαίνει βαθιά αντίκρυ στα ψηλά βουνά, όπου προσπάθησε να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρά του, και να κρύβει το πρόσωπό του. Μια κίνηση κι ένας αναστεναγμός που τότε δεν καταλάβαινα και όσο κι αν τον ρωτούσα να μου εξηγήσει δεν απαντούσε, άλλαζε απλά κουβέντα. Ο πατέρας μου, δίπλωσε την ήττα του βαθιά στην ψυχή του και δεν μίλησε ποτέ ξανά για τα γεγονότα που τον πλήγωσαν. Ό, τι έμαθα για αυτόν από εκείνη την περίοδο, το έμαθα από άλλους. Απ’ την άλλη σκέφτομαι, πως μπορεί να μας χάρισε τα τραυματισμένα του όνειρα όχι από έλλειψη ευθύτητας, αλλά από τη γενναία και έντιμη σκέψη ότι δεν έφταιγαν τα όνειρα που ματαιώθηκαν από την ανθρώπινη αδυναμία και τα παιχνίδια εξουσίας, που συνήθως τα μετατρέπουν σε φαντασιοκοπήματα. Γιατί παρόλα αυτά, τα όνειρα, όπως και τα παραμύθια, είναι το καλύτερο καύσιμο για να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι. Κι αυτό του το οφείλω. Κι αν κάτι με χαροποιεί είναι πως, εκδήλωσα την εκτίμηση και την αγάπη μου στο πρόσωπό του όσο ήταν ζωντανός. Τουλάχιστον δεν έχω τέτοιο κενό να γεμίσω….
Η ζέστη δεν με άφηνε ήσυχη, μαζί και η συγκίνηση για αισθήματα που ο χρόνος δεν αλλοίωσε, δεν έδιωξε τα αρώματα και τα χρώματά τους και που πάντα βρίσκουν την ευκαιρία και την αφορμή να ξεδιπλώσουν τη δύναμη και την ομορφιά τους.
Κοιτάζω τα παιδιά μου και αναρωτιέμαι τι θα θυμούνται για μένα. Πόση δύναμη ψυχής και ευαισθησίας μπόρεσα να τους κληροδοτήσω; Πώς θα τα ζυμώσουν, τι σχήμα θα δώσουν στις μνήμες και τις επιθυμίες τους; Άραγε στον κόσμο που θα ζήσουν τι περιθώρια θα υπάρχουν για τα δικά τους όνειρα και τι θα απογίνουν τα όνειρα της μητέρας και του παππού τους; Θα τους ομορφαίνουν το εσωτερικό τους τοπίο ή θα τα σηκώνουν σαν βαρίδια που θέλουν να τα πετάξουν; Το εσωτερικό μου κόμικς σχηματίζει αποσπασματικά ταμπλό, άλλα ασπρόμαυρα, άλλα χρωματιστά, κάποια αποκλειστικά δικά μου και κάποια που πήρα από τον πατέρα και τη μητέρα μου. Ένας τεράστιος μαγικός καθρέφτης που με ρωτάει, όχι ποια είναι η ομορφότερη στη χώρα, αλλά αν συνεχίζω να διαχωρίζω το σημαντικό από το ασήμαντο, το ευτελές από το αξιοπρεπές και πάνω απ’ όλα αν μπορώ να δώσω και να πάρω συναισθήματα δικά μου, αλλά και «αισθήματα των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα», όπως λέει κι ο Καβάφης.
Ελπίζω κάποια άλλη στιγμή, με καύσωνα ή όχι, τα παιδιά μου να με θυμηθούν με την ίδια γλυκύτητα που εγώ συνεχίζω να θυμάμαι τον λεβεντάνθρωπο που υπήρξε ο παππούς τους.
Βάσω Μαυρουδή
vasso@tar.gr
(Ιούνιος 2007)