"ανοιχτά παράθυρα"
Πόσο έχουμε ανάγκη τους μύθους και τα παραμύθια;
«Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάγματα του μυαλού τα πράγματα».
Μεγάλωσα με μύθους. Μύθους διαφορετικούς από την πλειοψηφία των άλλων Ελληνόπουλων της ίδιας γενιάς. Οι δικοί μου μύθοι μιλούσαν για αντάρτες, που μέσα στα πυκνά τους γένια φώλιαζαν ανοιξιάτικα χελιδόνια μιας άλλης ανθοφορίας. Που μετέφεραν τα μηνύματα μιας άλλης ζωής και άλλης ποιότητας ανθρώπων. Ανθρώπων που πόναγαν για τον πόνο του άλλου, που μπορούσαν να χωρέσουν στην καρδιά τους τον πολύχρωμο κόσμο μας, που το κύριο στοιχείο δεν ήταν τα σύνορα και οι διαφορετικές γλώσσες, αλλά η συμπαράσταση, η κινητοποίηση και η θυσία για να έχουν όλοι, όχι μόνο τα βασικά, αλλά πρόσβαση στη γνώση, τη μόρφωση και τα σημαντικότερα πνευματικά αγαθά. Μαζί με τους γενειοφόρους, βρισκότανε ο Ρήγας, ο Μακρυγιάννης, ο Διάκος, (αλλά και ο Τσε με τον Κάστρο κάποια χρόνια αργότερα), όπως και ο Λόρκα με τον Ναζίμ Χικμέτ, καθώς και κάποιοι περίεργοι Κινέζοι που τους έλεγαν Μάο (με μεγάλες πορείες), αλλά και Λάο Τσε και Κομφούκιο που αφηγούνταν ιστορίες για εσωτερικούς καθρέφτες και για την εκφρασμένη καλοσύνη προς όλα τα δημιουργήματα του κόσμου, καθώς και για το χρέος των ισχυρών να ανακουφίζουν τα προβλήματα των απλών και ταπεινών ανθρώπων. Από κοντά και οι μυθικοί ήρωες του ελληνικού αρχαίου κόσμου.
Στο σχολείο, συνάντησα και τον Χριστό, ενώ πολλοί από τους ήρωες των πρώτων παιδικών μου χρόνων δεν συμμετείχαν στην διδασκαλία της ελληνικής ιστορικής μυθολογίας και τους κουβαλούσα παράνομα στην καρδιά μου, φεϊγβολάν απαγορευμένης σκέψης….
Στο σχολείο έμαθα και το τραγουδάκι του κρυφού σχολειού για το φεγγαράκι που φώτιζε τον δρόμο σε σκοτεινές εποχές, ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν γράμματα και του Θεού τα πράγματα.
Αργότερα τα πρόσωπα και τα θέματα πήραν τις ιστορικές τους διαστάσεις, αλλά οι σπόροι της μυθολογικής τους διάστασης με είχαν ήδη σημαδέψει και με ακολουθούν ακόμα και τώρα που έχω εισέλθει στον προθάλαμο της υπαρξιακής εξόδου….
Όλα αυτά ήρθαν στην σκέψη μου παρακολουθώντας τον καυγά που έχει ξεσπάσει για το βιβλίο της ιστορίας της έκτης δημοτικού, όπου αμφισβητούνται πολλά σημεία της εθνικής μας μυθολογίας (λάβαρο της Αγίας Λαύρας -Παλαιών Πατρών Γερμανός, κρυφό σχολειό κ.λ.π.), ενώ πολλά γεγονότα ( π.χ. Μικρασιατική καταστροφή) γράφονται με κάποιο τρόπο, λέει, που «λειαίνει» και στρογγυλεύει τις λέξεις και τις έννοιες. Δεν θα μπω στην ουσία του ζητήματος γιατί δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά δεν θα κρύψω την έκπληξή μου για το διαφορετικό ποιόν των ανθρώπων που βάλλουν κατά του συγκεκριμένου πονήματος. Ακροδεξιοί, θρησκόληπτοι, μαζί και ο Αρχιεπίσκοπος, αλλά και άνθρωποι της προοδευτικής διανόησης (για άλλους λόγους) των οποίων εκτιμώ το πνεύμα και τις γνώσεις τους, με κάνουν να σκέφτομαι ότι στο βιβλίο μάλλον υπάρχει πρόβλημα. Όπως και στην ελληνική κοινωνία (δεν περίμενα βέβαια αυτή την περίπτωση για να το διαπιστώσω, αλλά…) που αντί να μπει στην ουσία της παιδείας που παρέχει το σχολείο, καθώς και του τρόπου διδασκαλίας της, τσιτώνεται για ρωγμές σε μύθους ή για αποσπασματικές και ωραιοποιημένες περιγραφές γεγονότων (χωρίς αυτό να είναι αμελητέο). Το ελληνικό σχολείο είναι αποστεωμένο εδώ και δεκαετίες, η ελληνική κοινωνία στο μεγαλύτερο κομμάτι της συντηρητικοποιείται, φοβισμένη από ραγδαίες αλλαγές που δεν μπορεί να κατανοήσει, ενώ η οικογένεια κλυδωνίζεται όπως και σε όλο τον Δυτικό κόσμο.
Όμως το ερώτημα της επικεφαλίδας, ζητάει απάντηση. Και αυτή είναι καταφατική. Φαίνεται πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν την ανάγκη παραμυθίας, για να διαμορφώσουν τον ψυχισμό και τον ιδεολογικό τους χώρο, αλλά και για να αντέξουν στην εχθρική(;) πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται παγκοσμίως. Οι λέξεις από μόνες τους δεν έχουν συναίσθηση ούτε συναίσθημα. Η ερμηνεία τους όμως και η χρήση τους στο πλαίσιο μιας αφήγησης έχουν και συναίσθημα και συναίσθηση και μηνύματα να περάσουν στον αναγνώστη και ακροατή. Γλυκαίνουν ή αγριεύουν την ψυχή, κινητοποιούν ή αποχαυνώνουν το πνεύμα, διαμορφώνουν καλές ή κακές συνειδήσεις. Με αυτά και άλλα πορεύονται οι παιδικές ψυχές μέχρι να φυσήξουν ως ενήλικες τη χρυσόσκονη ή τη στάχτη που σκεπάζει τους προσωπικούς και συλλογικούς μύθους και αναμετρηθούν με την ιστορία και τη γνώση. Αργότερα θα διαπιστώσουν πως πρόκειται για το πρώτο υλικό διαμόρφωσής τους και πως έχουν να λογαριαστούν είτε με φαντάσματα, είτε με τις τρυφερές εικόνες μιας εποχής που γεμίζει τον συναισθηματικό τους κόσμο με χρώματα κι αρώματα, που συνεχίζουν λειτουργούν ωσάν τρυφερό της γιαγιάς χέρι. Γνωρίζω πλέον ότι κανένα χελιδόνι δεν φώλιαζε στα πυκνά γένια των ανταρτών, για παράδειγμα, αλλά βαθιά στην ψυχή μου κι ας έχω μεγαλώσει. Να γνωρίζατε πόσες φορές ανέτρεξα σε αυτά τα δώρα, που φυλάσσω ως κόρη οφθαλμού και που μου κληροδότησε η παιδική μου ηλικία. Πόσες φορές αναμετρήθηκα με τον εσωτερικό καθρέφτη και τον σεβασμό προς τα φυτά και τα ζώα της ισότιμης ύπαρξης με την δική μου, που μου χάρισαν οι παραβολές των Κινέζων σοφών, η ηθελημένη επιλογή απομάκρυνσης από την εξουσία του Τσε της εφηβείας μου ή και η επιλογή του δρόμου της Αρετής από τον ροπαλοφόρο Ηρακλή…
Ναι! Έχουμε ανάγκη από τους μύθους, αρκεί να ανοίγουν εσωτερικά παράθυρα και όχι να κλείνουν ερμητικά το νου, εγκλωβίζοντάς τον σε υγρούς και υπόγειους κόσμους ενός σκοτεινού χθες, σήμερα και αύριο. Μύθοι που σκουριάζουν και χειραγωγούν το ανθρώπινο πνεύμα δεν μας χρειάζονται σε καμιά ηλικία.
Βάσω Μαυρουδή
vasso@tar.gr
(Μάρτιος 2007)