[ανοιχτά παράθυρα]
ΘΥΜΑΜΑΙ
Θυμάμαι. Καλοκαίρι του 1974. Λαοθάλασσες να μετακινούνται προς και από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Άλλοτε, για τον Καραμανλή, άλλοτε για τον Ανδρέα, τον Μίκη, την Μελίνα…. Όλοι είχαν ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο και τεράστιες προσδοκίες. Μας είχε «διαφύγει» βέβαια το αυτονόητο. Η χούντα δεν είχε «πέσει». Είχε αυτοδιαλυθεί ακριβώς την ώρα που, οι ερπύστριες των αρμάτων μάχης, έκοβαν την Κύπρο στη μέση. Όμως τόση ήταν η χαρά μας, τόση η ανάγκη να πιστέψουμε σε μιαν άλλη πατρίδα, που τα αυτονόητα έγιναν λεπτομέρειες. Από τότε πέρασαν περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Οι προσδοκίες μας, έμειναν στο ράφι. Τα σημαντικά και σπουδαία βήματα δεν έγιναν. Βέβαια δεν φοβάσαι πια να ομολογήσεις την αριστερή σου συνείδηση. Η εθνική αντίσταση τού ΕΑΜ, πήρε την επίσημη θέση της στην ιστορία, που είχε καθυστερήσει λόγω εμφυλίου και κάποια από τα προ-δικτατορικά αιτήματα της ΕΔΑ, έγιναν ο βατήρας για να ανέβει στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα…
Θυμάμαι, ακόμα τον χαρούμενο χορό στην πλατεία Ομονοίας το ’81 κι ας μην είχε εκλεγεί τότε η ανανεωτική αριστερά. Εθελοτυφλία για άλλη μια φορά. Όμως, επιθυμούσαμε τόσο πολύ να αλλάξουν τα πράγματα……
Η Παιδεία, η Δημόσια Υγεία, ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, το φακελάκι και το λάδωμα, ήταν εκεί.. Σαν από πάντα έτοιμα να δεχθούν την Αλλαγή. Ζητήματα μιας πολιτικής, που δεν χρειαζότανε να έρθεις αντιμέτωπος με τους Αμερικανούς ή με το ΝΑΤΟ, για να τους δώσεις μιαν άλλη διάσταση, μιαν άλλη προοπτική.
Άντ’ αυτών, λαϊκισμοί και συνθήματα, σκυλάδικα σε ρόλο «πολιτιστικών κέντρων», λαμόγια, μίζες, διαμόρφωση μιας νέας τάξης νεόπλουτων, εκσυγχρονισμός….
Η Αλλαγή μετακινήθηκε σε άλλους χρονικούς ορίζοντες, πολύ κοντά στις ελληνικές καλένδες…..
Τι του λείπει, όμως του ψωριάρη; Φούντα με μαργαριτάρι. Μέσα σε όλα εκείνα, λοιπόν, που ενώ θα άλλαζαν χειροτέρεψαν, γεννήθηκε και το εντόπιο λάϊφ-στάϊλ. Φάτσες από το πουθενά ή περίπου, με φρου φρου κι αρώματα, άρχιζαν να κυκλοφορούν το ιδεολογικό και ψυχολογικό κενό τους, καθώς και το μαύρο χρήμα τους, σε κοσμικές συνάξεις και θέρετρα της μόδας.
Παρακολουθώ όλο αυτό το θέατρο σκιών (συγγνώμη καραγκιόζη των παιδικών μου χρόνων), όλα αυτά τα σαπρόφυτα που όχι μόνο κυκλοφορούν, αλλά παίζουν σημαίνοντα και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση συνειδήσεων και μου φαίνεται απίστευτο.
Θυμάμαι πως κάπως έτσι ένιωθα και στην Ιταλία, όταν έβλεπα να κυκλοφορούν περιοδικά γύρω από τον κοσμικό και τηλεοπτικό περίγυρο. Λίγο πριν επιστρέψω, στη χώρα που με γέννησε, η ιδιωτική τηλεόραση άρχισε να ρίχνει περισσότερο φαρμάκι, στην δεύτερη πατρίδα μου. Με εντυπωσίαζε να γίνεται όλος αυτός ο τζερτζελές, σε μία χώρα που σε κάθε βήμα διαπίστωνες τον σημαντικό πολιτισμό της και που για δεκαετίες υπήρξε πρωτοπορία στις πολιτικές εξελίξεις της Ευρώπης. Ποτέ όμως, δεν περίμενα την επέλαση του Μπερλουσκονισμού, που απειλεί και πάλι την εκεί κοινωνία (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Θυμάμαι μετά, στην Ελλάδα πια, που παρακολουθούσα την σταδιακή πτώση, την επιχειρούμενη άλωση συνειδήσεων και μνήμης. Διαπίστωσα πως όλη αυτή η σκουριά, που πνίγει πνεύμα και συνείδηση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό από την χρήση τής τηλεόρασης. Απ’ όλα αυτά τα ομιλούντα περιττώματα και σάπια μήλα, που πάντα επιπλέουν σε ταραγμένες θάλασσες και εποχές. Αλλά…. Κι από την αδυναμία των πολιτικών και πνευματικών ταγών να καθοδηγήσουν και να επαναπροσδιορίσουν την πορεία. Και βέβαια, από την κόπωση να την πω (;), αδιαφορία να την χαρακτηρίσω (;), απογοήτευση μήπως, ή αυτοπυρπόληση μέσα στο κυνήγι της καθημερινότητας και αποπληρωμής των δανείων, εκείνου του κοινωνικού σώματος που συνηθίζουμε να λέμε, λαό...
Αυτή η χώρα η τόσο αγαπημένη και την ίδια στιγμή μισημένη. Αυτή η χώρα μητέρα και μητριά συνάμα. Αυτή η χώρα με το δυνατό φως και τις έντονες σκιές. Αυτό το κράτος που έχει προσβληθεί από γάγγραινα, σε όλο το φάσμα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του. Αυτός ο πολίτης, που έχει απομονωθεί κι έχει κουραστεί από την πολιτική και τους κοινωνικούς αγώνες-τριάντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση-βυθίζεται, ολοένα και περισσότερο, στον βάλτο των βραδινών ειδήσεων, της διαπλοκής, της μίζας, του εύκολου πλουτισμού και της μικροαστικής επίδειξης των νεόπλουτων.
Θυμάμαι. Ένα κινέζικο ρητό: Η επιτυχία, εκτιμάται από αυτό που έχασες για να την αποκτήσεις. Τι επιτύχαμε, άραγε, όλα αυτά τα χρόνια; Γίναμε πιο Ευρωπαίοι στην εξωτερική μας εικόνα. Χορτάσαμε, μέχρι παχυσαρκίας. Πρώτοι στα εμφράγματα. Αποκτήσαμε καλύτερα και ταχύτερα αυτοκίνητα. Πρώτοι στα θανατηφόρα τροχαία. Η ιδιοκατοίκηση είναι σε μεγάλα ποσοστά. Όπως και η κατοχή δεύτερης κατοικίας, το εξοχικό. Οι καταπατητές στα καμένα βουνά μας, τώρα δικαιώνονται…
Αποκτήσαμε Μέγαρο Μουσικής και χάσαμε το Πάρκο Ελευθερίας (το έχετε αντιληφθεί;). Με αποφάσεις ήδη από τη δεκαετία του ’90 και την συνεχιζόμενη κάλυψη και ανοχή των δύο μεγάλων κομμάτων, παραχωρήθηκε η ευθύνη για το ιστορικό πάρκο (ποιος θυμάται τι γινότανε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ) στο Μέγαρο (λέγε με Χρήστο Λαμπράκη…)
Πετύχαμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτολιβανιστήκαμε σε όλη τη διάρκειά τους, αλλά δεν ήταν «καθαροί». Μας άφησαν το μάτι του «Μεγάλου Αδελφού», τις υποκλοπές, τα μεγάλα χρέη. Και η πολιτεία αφήνει να γκρεμίζονται κτήρια, εγκαταστάσεις και να πεθαίνει το πενιχρό πράσινο που είχαμε φυτέψει. Διαμορφώσαμε μια πολυπληθή μεσαία τάξη, κάτοχο πολλών πιστωτικών καρτών, αλλά απωλέσαμε τη συνοχή και την αλληλεγγύη μας. Χάσαμε τη μνήμη μας. Ξεχάσαμε πως είμαστε απόγονοι προσφύγων και μεταναστών και γίναμε αφεντικά, έτοιμα να κατασπαράξουν τους νέους ξεριζωμένους και ανέστιους της παγκοσμιοποίησης.
Θυμάμαι. Το να είσαι αριστερός είναι πρώτα στάση ζωής κι ύστερα έρχεται η θεωρία. Δεν μπορείς να είσαι αριστερός και να μην ενδιαφέρεσαι για τον αδύναμο, τον αδικημένο, τον εκμεταλλευόμενο…. Αν απομακρυνθείς από μια τέτοια στάση ζωής, μεταφέρεις την προσωπική σου ήττα στο κοινωνικό και ιδεολογικό πλέγμα που κινείσαι τώρα. Κι ας ειρωνεύεσαι εκείνους που επιμένουν. Ας υποτιμάς εκείνους που ακονίζουν τα όπλα ψυχής και νου, γιατί εξακολουθούν να κάνουν τον ωραίο αγώνα. Ας περιγελάς εκείνους που συνεχίζουν να τραγουδούν «πλούτη μου και τάλιρα οι συγγενείς και φίλοι», σε ένα περιβάλλον που συρρικνώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, διαρρηγνύει τους δεσμούς και όλα ζυγίζονται με το χρήμα και τις εικόνες του. Το είδωλό σου αργά ή γρήγορα θα τσαλακωθεί, όπως αυτές τις μέρες καλή ώρα. Θα σε χωνέψει η ζούγκλα που δημιούργησες και τα θηρία της. Η μαύρη τρύπα, που για άλλους έστησες, θα σου τραβήξει το επίσημο προσωπείο τού διασκεδαστή. Για να φανερώσει πίσω από την επιτυχία, τον σαρκαστικό μορφασμό τής, γεμάτης ρωγμές, συνείδησης, που σε έφερε να είσαι μέλος και μέρος της εξουσίας, που τόσα χρόνια υποτίθεται χτυπούσες.
Περνάμε μια δύσκολη εποχή. Με σύνθετα ζητήματα. Με το ιδιωτικό να βασιλεύει του κοινωνικού, που όλο και περιορίζεται. Ανάγκη για μια νέα στρατηγική. Που θα βγάλει τους ανθρώπους από το καβούκι τους. Που θα τους κινητοποιήσει, πέρα από τον μικρόκοσμό τους.
Θυμάμαι, όμως. Πως όταν υπήρξε λόγος και αίτημα, ο κόσμος έδωσε το παρόν. Θυμάμαι πως σαν και μένα, είναι και άλλοι. Θυμάμαι πως ακόμα γεννώνται ποιητές σ’ αυτή την χώρα. Θυμάμαι πως δεν πρέπει να επιτρέψω στο σύστημα να με απορροφήσει. Θυμάμαι πως πρέπει να διατηρώ τη μνήμη σε εγρήγορση. Θυμάμαι πως πρέπει να καλλιεργώ τη συνείδηση και να εκπαιδεύω το πνεύμα μου. Θυμάμαι πως κάθε γενιά είχε να αντιμετωπίσει τις δικές της ζούγκλες και μαύρες τρύπες.
Πάνω απ’ όλα όμως, θυμάμαι πως, παρά τα όσα θλιβερά συμβαίνουν γύρω τριγύρω: τη νύχτα, πάντα την ακολουθεί το ξημέρωμα….
(Οι πίνακες ζωγραφικής είναι του Pablo Picasso)
Βάσω Μαυρουδή
vaso@tar.gr
(19/2/ 2008)