"ανοιχτά παράθυρα"
Το πρωταρχικό νανούρισμα
Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένας πολύχρωμος, πολύμορφος, πλουμιστός και γι’ αυτό πανέμορφος κόσμος, που με τη φροντίδα του σύμπαντος ταξίδευε στο αστρόφωτο διάστημα. Οι σοφοί έλεγαν πως αυτός ο κόσμος γεννήθηκε από τα δάκρυα του ήλιου, όταν κάπως, κάπου, κάποτε, ένιωσε τόσο μόνος που έβαλε τα κλάματα και πως ύστερα, από τη χαρά και τα γέλια του που γεννήθηκαν δίπλα και κοντά του η Σελήνη και τα αστέρια, γεννήθηκαν όλα τα άλλα. Χρώματα, αρώματα, σχήματα και πλάσματα. Το σύμπαν έδωσε τη φροντίδα αυτού του ξεχωριστού και μοναδικού κόσμου στην τρυφερότητα της Μεγάλης Θεάς, που μάνα όλων άπλωσε τα μεγάλα της στήθη για να θρέψει και να δώσει συνείδηση στα πλάσματα του κόσμου, ενώ τα νανούριζε σιγοψιθυρίζοντας το μεγάλο μυστικό «κοιμήσου εσύ παιδάκι μου, κοιμήσου εσύ μικρό μου. Κι αυτό τον κόσμο τον καλό και μέγα, τον πήρες απ’ τα παιδιά σου δανεικό και πρέπει να τους τον επιστρέψεις».
Περνούσαν τα χρόνια κι οι εποχές και συνεχιζότανε το ταξίδι. Τα πλάσματα γεννιόντουσαν, μεγάλωναν, γεννούσαν τα παιδιά τους κι όταν ερχόταν ο καιρός επέστρεφαν από κει που είχαν ξεκινήσει. Όλα έμοιαζαν να κυλούν όπως τα είχαν πλάσει το σύμπαν και η μεγάλη μητέρα, μέχρι που κάποιοι της ανθρώπινης φυλής, κανείς δεν ξέρει το πώς, το γιατί και το πότε, ενώθηκαν με ύαινα και δράκαινα. Τα τέρατα που προέκυψαν από αυτή την ανίερη πράξη είχαν ανθρώπινη μορφή, αλλά καρδιά και νου της αιμοβόρας ύαινας και της άπονης δράκαινας. Αιμοδιψείς, σκληρόκαρδοι και δίχως ανθρώπινη διάνοια, με τη λήθη να συσκοτίζει τη σκέψη, σκέφτηκαν πως όλα όσα τους είχαν μάθει ήταν ανοησίες των γερόντων κι έτσι αγνόησαν το περιεχόμενο του μεγάλου μυστικού και ξέχασαν πως ήταν ομογάλακτα αδέλφια με τα άλλα πλάσματα. Η δράση τους, για δύναμη και εξουσία, έφερε πόλεμο και πείνα, ενώ σε μεγάλες φωτιές που άναβαν σε όλους τους τόπους και τα μέρη, κατέστρεψαν δάση και ζώα, αφάνισαν τον κύκλο του νερού και μαζί τους έκαιγαν όνειρα και αναμνήσεις των κανονικών ανθρώπων, που όλο και λιγόστευαν, αφού τα ανθρωπόμορφα αυτά πλάσματα συνέχιζαν να γεννάνε και να διαδίδουν τη φρικτή τους ράτσα.
Το μεγάλο μυστικό που έκρυβε το νανούρισμα της Μεγάλης Θεάς, μόνο η κόκκινη γενιά, που είχε αρχηγό της τον καθιστό ταύρο, το γνώριζε πλέον και το μάθαινε με τη σειρά της στα δικά της παιδιά. Συγχρόνως οι άνθρωποι καλούσαν τους σοφούς του σύμπαντος και τη μεγάλη θεά να τους προστατέψουν.
Όμως μαζί με τις χαμένες ψυχές των δέντρων, φυτών και ζώων, έφυγαν οι σοφοί, χάθηκε και η ζωοδόχος θεά, αφού όλα ήσαν πολλά και Ένα. Κι ό,τι είχε διασωθεί από αυτούς, είχε βρει καταφύγιο στην ψυχή τής κόκκινης φυλής. Μόνο που τα κουρέλια αυτά, από την ψυχή του παλιού κόσμου, δεν επαρκούσαν πλέον να σώσουν την πάλαι ποτέ πλουμιστή και όμορφη πλάση.
Η φυλή του καθιστού ταύρου βρήκε καταφύγιο σε απόμακρες περιοχές και προσπαθούσε να επιβιώσει, καθώς και να βρει τρόπους για να σταματήσει το κακό.
Κυλούσε ο καιρός και η φρίκη, έως ότου τη λύση στο πρόβλημα την έδωσαν οι μάγοι της φυλής, οι οποίοι κατάφεραν να φτιάξουν ένα μαγικό ζωμό ανακατεύοντας τη μνήμη της πλάσης με την τρυφερότητα του πρωταρχικού μυστικού. Όποιος έπινε απ’ αυτόν ξερνούσε την τερατόμορφη ψυχή του κι όποιον άγγιζε γινόταν στάχτη.
Ο καθιστός ταύρος, μόλις πληροφορήθηκε το μεγάλο νέο, έβγαλε κραυγή μεγάλη που συντάραξε τις ψυχές και χάραξε βαθιά την ξεραμένη γη. Έβαψε το πρόσωπό του, ξέθαψε το τόμαχοκ της μάχης και άλλαξε το όνομά του σε γοργόφτερο άλογο. Κάλεσε τη φυλή και μια νύχτα, που η σελήνη και τ’ αστέρια κοιμόντουσαν βαθιά, πλησίασαν τις κατοικίες των ανθρωπόμορφων τεράτων κι έριξαν το μαγικό ζωμό παντού, αλλά κυρίως στις φωτιές που άναβαν στα σπίτια και στις αυλές τους. Με το που το μαγικό φίλτρο έπεσε στις φλόγες, σύννεφα πυκνά γεμάτα από σταγόνες μαγικές σηκώθηκαν στον σκοτεινό ουρανό κι ένας κατακλυσμός άρχισε να ξεπλένει τη χτίση. Τα ανθρωπόμορφα κτήνη ήθελαν δεν ήθελαν ήπιαν μεγάλες ποσότητες από το μαγικό υγρό κι άρχισαν να ξερνάνε τη δράκαινα και την ύαινα απ’ την ψυχή τους, που έτρεχαν σκούζοντας να σωθούν, από την μαγική βροχή που τις έσβηνε από τον κόσμο σαν μια τεράστια γομολάστιχα. Όταν τέλειωσε η αντάρα κι ο χαλασμός, το φως της μέρας έριξε τις αχτίδες του στον κόσμο και μετά από πάρα πολύ μεγάλο διάστημα φώτισε την ερημιά και την καταστροφή που είχε προκαλέσει η ανίερη γέννα. Αυτοί που είχαν γίνει και πάλι άνθρωποι, έβαλαν τα κλάματα σαν είδαν την ερήμωση και τα δάκρυά τους έγιναν ποτάμια που πότισαν την ξερή γη. Και αυτή η υγρή συγνώμη κι ο καημός για ό,τι προκάλεσαν στον χαμένο παράδεισο έγινε δεκτή από τα στοιχειά της πλάσης που επέστρεψαν κι αμέσως έριξαν πάνω της το τραγούδι και τη φρεσκάδα τους και ζωγράφισαν με όλη τη μαεστρία τους από τα πιο μικρά φυλλαράκια, έως το πιο τοσοδούλη ζωντανό. Και φανερώθηκαν ξανά στον κόσμο τα μοναδικά χρώματα, τα ευφάνταστα σχήματα και τα χωρίς ταίρι αρώματα μιας ζωντανής και πανέμορφης πλάσης.
Κι έζησαν αυτοί καλά και μεις μείναμε να αναζητούμε τα λόγια και τη μνήμη του νοήματος πως «…αυτόν τον κόσμο τον καλό και μέγα, τον πήρες απ’ τα παιδιά σου δανεικό και πρέπει να τους τον επιστρέψεις».
Βάσω Μαυρουδή
vasso@tar.gr
(Ιούλιος 2007)
(Όλοι οι πίνακες είναι του MARC CHAGALL)