[Απολογία της ματιάς]
Jacques
Brel
Jacques
Ένας ποιητής της μουσικής
Τελευταία φωτογραφία του Jacques Brel με έντονα τα ίχνη της ασθένειας στο πρόσωπό του.
Viellir…
Mourir, cela n’ est rien
Mourir, la belle affaire
Mais vieillir, oh, vieillir…
Να γερνάς και να πεθαίνεις δεν είναι τίποτα.
Να πεθαίνεις, ωραία υπόθεση
αλλά να γερνάς, ω, να γερνάς…
Ο Jacques Brel τραγούδησε τα λόγια αυτά ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, σε ένα άλμπουμ που έμεινε στην ιστορία, καθώς χωρίς σχεδόν καμία διαφήμιση πούλησε 1.000.000 αντίτυπα. Πέθανε στα 49 του χρόνια, στις 9 του Οκτώβρη του 1978, από καρκίνο του πνεύμονα.
"Σε καμιά δωδεκαριά χρόνια, ίσως ενηλικιωθώ κι εγώ", έλεγε με σύνεση και σοφία σε μια συνέντευξη που έδωσε τον Σεπτέμβριο του 1967, λίγους μήνες πριν εγκαταλείψει τη σκηνή. Ήταν τότε 38 χρόνων και του έμεναν 11 χρόνια ζωής ακόμη.
Ο Jacques Brel ηχογράφησε το album που έμελλε να είναι το τελευταίο του, το φθινόπωρο του 1977. Στο εξώφυλλό του βλέπουμε σύννεφα να αιωρούνται σ’ ένα μπλε ουρανό, στο φανταστικό υπερπέραν της μουσικής του.
Γεννήθηκε 8 Απριλίου 1929 στο Schaerbeck των Βρυξελλών, σε μια αστική οικογένεια και πήρε αυστηρή χριστιανική παιδεία. Ο Jacques Romain Georges Brel, μόλις 16 ετών, έφτιαξε με τους φίλους του ένα μικρό θίασο και οργάνωνε παραστάσεις με δικά του έργα. Στα 18 του, έχοντας αποτύχει στις σπουδές του, υποχρεώθηκε από τον πατέρα του να εργαστεί στην οικογενειακή τους επιχείρηση. Συγχρόνως, γράφτηκε στο "France Cordée", ένα φιλανθρωπικό κίνημα, του οποίου θα γίνει πρόεδρος. Εκεί γνωρίζει και τη μελλοντική του σύζυγο Thérèse Michielsen. Το 1950 παντρεύεται και ένα χρόνο αργότερα, αποκτά την πρώτη του κόρη, Chantal. Με έκδηλη την απέχθειά του στη δουλειά του γραφείου, αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στη μουσική. Τραγουδάει τις συνθέσεις του στις παρέες του και σε μικρές σκηνές του Βελγίου, μα η ωμότητά του δεν γίνεται αποδεκτή από το κοινό.
Το 1953, βγάζει το πρώτο του δισκάκι και ο Jacques Canetti, της Philips, πιστεύει στο ταλέντο του και τον προσκαλεί στη Γαλλία. Πρόσκληση που ο Brel αποδέχεται μετά τη γέννηση της δεύτερης κόρης του, France. Έτσι, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, που του έκοψε κάθε οικονομική υποστήριξη, φεύγει μόνος του στο Παρίσι. Περνάει δύσκολα και το κοινό τον υποδέχεται χλιαρά. Οι περισσότερες εμφανίσεις του είναι αποτυχημένες. Το '55, καταφέρνει να φέρει τη γυναίκα και τα κορίτσια του στο Παρίσι και μένουν στη συνοικία Montreuil. Τότε γνωρίζει και τον πιο πιστό του φίλο, Georges Pasquier, που φώναζε Jojo. Το 1956, έχοντας εκδώσει το πρώτο του album, γνωρίζεται με τον πιανίστα François Rambert, που γίνεται μόνιμος συνοδός του στο πιάνο, κατανοεί την καθολικότητα του Brel και αναλαμβάνει όλες τις ενορχηστρώσεις του στο στούντιο. Στη σκηνή ο μεγάλος καλλιτέχνης, δουλεύει πια με τον πιανίστα Gérard Jouannest και γράφουν μαζί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του. Το 1958, αποκτά την τρίτη του κόρη, Isabelle και από τότε κάνει μια σημαντική καριέρα με ρεσιτάλ σε όλο τον κόσμο, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Το κοινό τον αναγνωρίζει ως αυθεντικό άνθρωπο του θεάματος. Το 1962, φεύγει από τη Philips, και υπογράφει στην Barclay, όπου και κυκλοφορεί το album “Le plat pays”, αφιερωμένο στην πατρίδα του. Λίγους μήνες αργότερα δημιουργεί τη δική του εταιρεία που διευθύνει η γυναίκα του. Όπου κι αν εμφανίζεται, φροντίζει να δίνει χώρο και χρόνο στους νέους για να παρουσιάζουν το ταλέντο τους.
Το 1967, εγκαταλείπει οριστικά το τραγούδι, δίνοντας το τελευταίο ρεσιτάλ του στο Roubaix της Βόρειας Γαλλίας και αφιερώνεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Κάνει φιλμ και παραστάσεις, αγοράζει με ένα φίλο του ένα ιστιοφόρο και παθιάζεται με την ιδέα των ταξιδιών. Γνωρίζει απίστευτη επιτυχία παίζοντας τον Σάντσο Πάντσα, που μετά από 150 παραστάσεις εγκαταλείπει και κανείς δεν τολμά να πάρει τον ίδιο ρόλο. Το καλοκαίρι του 1969, αγοράζει ένα αεροπλάνο και παρακολουθεί μαθήματα πιλότου σε μια Ελβετική σχολή. Εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες και τα τραγούδια του επανακυκλοφορούν με νέες ενορχηστρώσεις.
Το 1973, κυκλοφορεί ένα δισκάκι, που τα έσοδά του χαρίζονται σε μια οργάνωση για τα ανάπηρα παιδιά. Λίγο αργότερα χάνει τον καλό του φίλο Jojo. Στη συνέχεια βρίσκεται στις Βρυξέλλες, εγχειρίζεται στον πνεύμονα και μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο. Τότε δηλώνει πως επιθυμεί να περάσει τη ζωή που του απομένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και να πεθάνει μόνος. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του βρίσκει το δικό του καταφύγιο μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο, μακριά από την ταραγμένη πραγματικότητα, σε μια ιδιότυπη εξορία, στα νησιά Marquises. Eκεί αγοράζει ένα καινούργιο αεροπλάνο, το βαπτίζει Jojo και το μετατρέπει σε αερο-ταξί για να βοηθάει τις ανάγκες των νησιωτών. Πηγαινοέρχεται στις Βρυξέλλες, για τις ιατρικές του εξετάσεις, μα πάντα επιστρέφει στο νησί, παρόλο που το κλίμα δεν είναι κατάλληλο για την υγεία του.
Αυτή η τελευταία, είναι η ζωή την οποία ήθελε και ο ίδιος όσο τίποτε άλλο να ζήσει. Είναι το τέλος ενός περιπετειώδους ταξιδιού. Η πραγματική γαλήνη και η ησυχία ενός μοναχικού πολεμιστή.
Αξίζει να δώσουμε μια λεπτομέρεια βασική, που είναι το σύμφωνο "ρ", το "ρ" που ο Brel έντεχνα χρησιμοποιεί σαν "λάβαρο φωνητικό". Ο Brel αγαπούσε τις λέξεις και μέσα από αυτές την ενέργεια που περιέκλειαν. Αγαπούσε τις λέξεις και τις επινοούσε. Αγαπούσε τα ρήματα, όπως αγαπούσε την ίδια τη δράση. Έδινε δράση στους στίχους, αλλά και ζωή, και αυτό το έκανε με μεγάλη μαεστρία, κι ας έφτανε καμιά φορά στην υπερβολή. Αυτή η ένταση μας υπογραμμίζει ότι τα τραγούδια του δεν είναι ενός εύκολου εμπορίου, είναι οι φίλοι του. Τα τραγούδια του Brel μας μιλάνε σήμερα για έναν αιώνα πίσω, σαν να είναι εντελώς καινούρια.
"Ne me quitte pas"
Ο Brel δεν ήθελε να καταλάβει ό,τι είχε να κάνει με την μόδα και το πρόσκαιρο. Άρεσε σ’ αυτούς οι οποίοι, πριν κάνουν ένα βήμα μπροστά, ρίχνουν ένα βλέμμα πίσω. Υπάρχει λοιπόν μια διπλή "κίνηση" μέσα στον Brel και το έργο του. Ήθελε να σώσει τα έπιπλα πριν γίνουν αντικείμενα παλαιοπωλείου. Ήθελε να σώσει τα οικογενειακά κειμήλια, τα κειμήλια της χώρας του, της παιδικής του ηλικίας. Στη μουσική το εξέφραζε πολυσήμαντα, αντιστεκόμενος τις τάσεις της εποχής του.
Το Παρίσι που ονειρεύτηκε και τραγούδησε ο Brel. Ένα μοναχικό Παρίσι, που αποτυπώθηκε με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο από μια εκρηκτική προσωπικότητα του γαλλόφωνου τραγουδιού.
(Στο κείμενο ‘ενσωματώθηκαν’ και μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο του Francois Gorin για τον Jacques Brel, (εκδ. Libro), σε απόδοση της Μιμής Μιχαηλίδου-Κοκκόρη).
Ευάγγελος Κοκκόρης
(Φεβρουάριος 2009)
(Επιμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας)