Απόηχοι από μια σχέση μαθητείας
Ομιλία του Βασίλη Αντωνόπουλου στην εκδήλωση μνήμης για τον Γεράσιμο Μηλιαρέση με τίτλο "Γεράσιμος Μηλιαρέσης, αφιέρωμα σε έναν ευπατρίδη της κιθάρας" (Ωδείο Φίλιππος Νάκας, 2 Δεκεμβρίου 2005).
Κατ’ αρχάς, διερμηνεύοντας, πιστεύω, τα αισθήματα των παλαιών μαθητών του Γεράσιμου Μηλιαρέση, θα ήθελα να συγχαρώ και να εκφράσω τις θερμές μας ευχαριστίες προς τους διοργανωτές και συντελεστές αυτής της εκδήλωσης που γίνεται στη μνήμη του, και ιδιαιτέρως προς τον κ. Ευ. Ασημακόπουλο, που με ξεχωριστό ζήλο ανέλαβε και υλοποίησε αυτή την πρωτοβουλία, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την εκτίμηση και αγάπη που έτρεφε για το δάσκαλό μας.
Ως ένας παλαιός μαθητής του Γεράσιμου Μηλιαρέση, με παντοτινή ωστόσο σχέση μαθητείας μαζί του, θα ήθελα, αποτίνοντας έναν ελάχιστο φόρο τιμής προς το δάσκαλο που έφυγε, όχι τόσο να αποτιμήσω την αξία του ΓΜ ως κιθαριστή ή, ακόμη, να αναδείξω τη συμβολή του στη διάδοση και ανάδειξη της κιθάρας στον ελληνικό χώρο – αυτό θα το εκτιμήσουν διακεκριμένοι κιθαριστές και άλλοι αρμοδιότεροι εμού – όσο να περιγράψω, στα πλαίσια του δυνατού, μία πλευρά της προσωπικότητας του δασκάλου που καθόρισε με αποφασιστικό τρόπο τη σχέση είτε με τους φίλους, είτε με τους μαθητές του.
Πρόθεσή μας είναι, περιγράφοντας δύο, κατά τη γνώμη μας, μεγάλες αρετές του δασκάλου, την ευγένεια και τη γενναιοδωρία , να αναδείξουμε ταυτόχρονα τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνονταν αυτές οι αρετές στις διάφορες φάσεις της ζωής του. Αν κάτι νομιμοποιεί, νομίζω, την πρόθεσή μας, αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι μαζί του υπήρξε μία σταθερή επί 28 περίπου χρόνια σχέση δασκάλου προς μαθητή (από το Σεπτέμβρη του ’77 στο Ωδείο Ορφείο όπου δίδασκε), σχέση η οποία συν τω χρόνω απέκτησε χαρακτηριστικά που επεκτείνονταν σε περιοχές πολύ πέραν όσων όριζε από μόνη της η κιθάρα. Κοντολογίς, οφείλουμε στο δάσκαλο, εκτός των μυστικών της κιθάρας, τη φανέρωση των μυστηρίων της ζωής - όπως ο ίδιος την κατανοούσε - της κρυμμένης ομορφιάς της, και την άνευ όρων, ορίων και αναστολών μετάδοση και προσφορά τους σε μας. Για το λόγο αυτό, δηλώνουμε παντοτινοί μαθητές του και θα του είμαστε βαθύτατα ευγνώμονες για όσα μας έμαθε και μας έδωσε.
Η ευγένεια και γενναιοδωρία του δασκάλου, ως έκφραση ενός γενικότερου ήθους που ενσάρκωνε, υπήρξαν ιδιαίτερα αισθητές και προσδιόριζαν σε μεγάλο βαθμό τη φύση του μαθήματος. Ως μαθητές βιώναμε στο μάθημα πολύ έντονα την ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του Η βεβαιότητα των δύο αυτών γνωρισμάτων του δασκάλου δεν μας εγκατέλειψε ποτέ, γιατί η ίδια η εμπειρία της σχέσης μαζί του, το επιβεβαίωνε διαρκώς και το επικύρωνε.
Αν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται, ότι η πρώτη γνωριμία και συνάντηση με κάποιον είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της σχέσης, τότε μπορώ με σιγουριά να υποστηρίξω ότι τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση – συγχωρέστε μου την προσωπική αναφορά – αυτό όντως συνέβη.
Όταν κατά τη διάρκεια της πρώτης μας συνάντησης στο Ωδείο «Ορφείο Αθηνών», Σεπτέμβρη του ’77, και μετά από μία άκρως αποτυχημένη εκτέλεση ενός πρελούντιου του Μπάχ (στην παραγγελία του δασκάλου να παίξω κάτι για να εκτιμήσει την κατάστασή μου) - μια εκτέλεση που τη χαρακτήριζαν συν τοις άλλοις τα τρεμάμενα χέρια, τα λουσμένα στον ιδρώτα δάχτυλα, και η άθλια τεχνική που επέτεινε δραματικά το ήδη προβληματικό παίξιμο - άκουσα το δάσκαλο να εκστομίζει ένα μεγαλοπρεπές «μπράβο», αντί για το απολύτως φυσικότερο: «αντε στο καλό παιδί μου», κατάλαβα αμέσως ότι αυτόν τον άνθρωπο μπορώ να τον εμπιστεύομαι. Και, επιτρέψτε μου να πώ, ότι ως προς αυτό, στις τρείς περίπου δεκαετίες γνωριμίας και σχέσης μαζί του, δεν διαψεύστηκα ποτέ. Η ικανότητά του επιπλέον να ιδρύει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους μαθητές του ήταν μοναδική. Νοιαζόταν γι’αυτούς με τέτοιο τρόπο που ακόμα και στις χαμηλές τους στιγμές ή μάλλον, ιδίως σ’ αυτές, δεν απέσυρε ποτέ την εμπιστοσύνη του από το πρόσωπό τους. Η ενθάρρυνση και ο καλός λόγος υπήρξαν μόνιμος συνοδός στη σχέση με τους μαθητές του.
Είμαι βέβαιος ότι ανάλογες εμπειρίες έχουν να διηγηθούν οι πλείστοι των μαθητών του δασκάλου, για ένα κυρίως λόγο: ο δάσκαλος δεν άλλαζε προσωπεία και συμπεριφορά ανάλογα με το ρόλο που υποδυόταν. Αυτό που ήταν στην κοινωνική του ζωή ήταν και ως δάσκαλος. Δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο έξω από αυτό που ήταν. Η αμεσότητα της σχέσης και η διάθεση προσφοράς προς τον εκάστοτε συνομιλητή του σε κάθε έκφανση της κοινωνικής του ζωής, δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από την αμεσότητα και γενναιοδωρία που τον διέκρινε απέναντι στους μαθητές του. Παρότι η φυσική του ευγένεια και καλοσύνη γίνονταν αφορμή να καταργούνται οι αποστάσεις μεταξύ αυτού και του μαθητή, ουδέποτε έπαψε να είναι και να παραμένει δάσκαλος. Με όλους τους μαθητές, εξ όσων γνωρίζω, είχε φιλικές σχέσεις αδιακρίτως, δεν επέτρεπε ωστόσο η φιλικότητα και οικειότητα που δημιουργούσε ο ίδιος, να αποβαίνει εις βάρος της διδασκαλίας. Αντιθέτως, η ατμόσφαιρα ζεστασιάς και οικειότητας, διευκόλυνε το ξεπέρασμα των φόβων και αναστολών του μαθητή. Η αυστηρότητα επιπλέον που, αραιά και που, επιδείκνυε, δεν εκλαμβάνονταν ποτέ ως αποδοκιμασία ή απόρριψη από το μαθητή. Ατμόσφαιρα και αύρα ελευθερίας επικρατούσε στη διάρκεια του μαθήματος.
Ομολογεί, μέσα από το βιβλίο του «Ήχοι και απόηχοι», ο ίδιος: «Πολλές φορές είχα πει, πως το τελευταίο πράγμα που μάθαιναν οι μαθητές μου ήταν η κιθάρα. Εν τούτοις, πολλοί έφθασαν σε ζηλευτό επίπεδο και άλλοι σε ικανοποιητικό. Τους είχε δηλωθεί η σημασία της μελέτης, αλλά ήταν ελεύθεροι, κανείς δεν εφοβείτο το μάθημα» (σ. 218). Αν και βρίσκω υπερβολική τη δήλωση αυτή, όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω στο ότι η ώρα του μαθήματος δεν εξαντλείτο αποκλειστικά και μόνο στην τεχνική και ερμηνεία της κιθάρας. Περιελάμβανε πλήθος συζητήσεων περί παντός πράγματος, κάτι που ομολογουμένως παρείχε σε μας την εικόνα ενός ολοκληρωμένου δασκάλου. Η ζωή, αλίμονο, δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί στο μικρόκοσμο της κιθάρας. Ο δάσκαλος το γνώριζε πολύ καλά.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο δάσκαλος δημιούργησε τη δική του σχολή, επί της οδού Δερβενίων, κάτω ακριβώς από τον άγιο Νικόλαο, η ευαισθησία και καλοσύνη του βρήκαν και άλλους τρόπους να εκφρασθούν. Η σχολή του ήταν διαρκώς ανοιχτή για τον οποιοδήποτε, και, είτε είχε μάθημα είτε όχι, γινόταν πάντοτε ευπρόσδεκτος από το δάσκαλο, χωρίς ποτέ να αποτυπωθεί στο πρόσωπό του η παραμικρή έκφραση δυσαρέσκειας ή ενόχλησης για το άκαιρο και ασυνεννόητο ραντεβού. Η σχολή με τις 4-5 αίθουσες που διέθετε, παρείχε τη δυνατότητα στον απρόσκλητο επισκέπτη να πάρει μια κιθάρα, να αποσυρθεί σε κάποια από αυτές και, ή να μελετήσει με τις ώρες, ή απλώς να ξεκουραστεί. Ο δάσκαλος είχε καταφέρει, προβάλλοντας ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και τρυφερό πατρικό πρότυπο, να διαμορφώσει έτσι την ατμόσφαιρα της σχολής, ώστε ο κάθε μαθητής να την αισθάνεται σε δεύτερο σπίτι του. Στο μυαλό του η σχολή που ονειρευόταν είχε αποκτήσει πρωτίστως το χαρακτήρα ενός «τόπου» συνάντησης ομοτέχνων και ομοϊδεατών, και λιγότερο έναν απομονωμένο χώρο στον οποίο θα έκανε απλώς τα μαθήματα και θα εξασφάλιζε την ησυχία του.
Η αγάπη προς τους μαθητές του εκδηλωνόταν με ποικίλους τρόπους. Είναι γνωστό ότι ο δάσκαλος καταπιανόταν και μάλιστα λίαν επιτυχημένα, με την τέχνη της διασκευής και μεταγραφής για κιθάρα, έργων που είχαν γραφτεί πρωτοτύπως από τους συνθέτες για άλλα μουσικά όργανα. Πρέπει να ομολογήσω ότι, όσο θυμάμαι τουλάχιστον εγώ, δεν υπήρχε περίπτωση να του ζητήσεις οποιοδήποτε κομμάτι που μόλις είχε διασκευάσει και να μην στο χαρίσει απλόχερα και με όλη του την καρδιά. Όταν αναλογιστεί κανείς τη βάσανο, τον κόπο και το χρόνο που απαιτείται να καταβάλλει ένας καλλιτέχνης για μια τέτοια διασκευή – το γνωρίζουν πρωτίστως οι ειδήμονες αρκετοί εκ των οποίων είναι παρόντες – η διαρκώς, και όχι άπαξ, επαναλαμβανόμενη κίνηση-προσφορά αυτή του δασκάλου, αποκτά στη συνείδησή του ιλιγγιώδεις διαστάσεις.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 ο δάσκαλος μας αποκάλυψε αίφνης μια, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κρυμμένη πτυχή του εαυτού του, την οποία, όπως ομολογούσε, αγνοούσε και ο ίδιος. Ήταν η ανακάλυψη ενός συγγραφικού χαρίσματος μέσω του οποίου κατόρθωνε να αρθρώσει όσα άρρητα συνέβαιναν μέσα του και γύρω του, και αφορούσαν εν πρώτοις, τη φιλοσοφία της κιθαριστικής τέχνης που διακονούσε με συνέπεια, και δευτερευόντως, θέματα που άπτονταν του βαθύτερου περιεχόμενου της ζωής. Τη δεκαετία του ’90, όταν πλέον ο δάσκαλος μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο την κα Μαίρη, αποσύρθηκε στους Θρακομακεδόνες, και η προσωπική του ενασχόληση με το καινούργιο του πάθος, το γράψιμο δηλαδή των απομνημονευμάτων και των στοχασμών, έγινε καθημερινή του υπόθεση, συνειδητοποιήσαμε ότι τώρα πλέον, ταυτόχρονα με την εκ μέρους του διερεύνηση μιας ανεξερεύνητης περιοχής, εγκαινιάστηκε κοντά του και μια νέα περίοδος μαθητείας. Η κιθάρα εξακολουθούσε βεβαίως να παραμένει ο φλογερός του έρωτας (μέχρι να τον καταβάλλει η αρρώστια μελετούσε αρκετές ώρες), τώρα όμως απέκτησε έναν άξιο ανταγωνιστή, το γράψιμο. Ωστόσο για τον ίδιο δεν προέκυψε ποτέ υπαρξιακό δίλημμα. Οι δύο αγάπες του λειτουργούσαν συμπληρωματικά και αντιστηκτικά, ή, όπως ο ίδιος υποστήριζε, το ένα λειτουργούσε ως προέκταση του άλλου: με την κιθάρα παράγονταν οι ήχοι, με το γράψιμο δηλώνονταν οι απόηχοι.
Η επίσκεψη στο σπίτι του χαρακτηριζόταν από ‘δω και πέρα, από μία πανδαισία ήχων, σκέψεων και λόγων, στα οποία μας έκανε αφειδώλευτα κοινωνούς. Διάβαζε τους στοχασμούς και απήγγειλε με τη στεντόρεια φωνή του ακούραστα τα έμμετρα που συνέθετε, παίζοντας εν συνεχεία κιθάρα με τη μοναδική ερμηνευτική του ικανότητα, εξίσου ακούραστα. Και όλ’ αυτά επί ώρες ολόκληρες. Αδυνατούσες να κατανοήσεις το πώς αυτός ο άνθρωπος στην ηλικία που ήταν – διήνυε ήδη την 9η δεκαετία της ζωής του - δεν σου μετέδιδε το παραμικρό αίσθημα κούρασης ή εξάντλησης. Μόνο όταν το εκλάμβανες ως πράξη ασυνήθιστης δωρεάς μπορούσες να το ερμηνεύσεις. Και ενώ στο τέλος προσπαθούσες να βρείς λόγια ευχαριστίας για την υπέρτατη συγκίνηση που σου προσέφερε, αντιμετώπιζες με τρομερή έκπληξη το γεγονός ότι ο δάσκαλος, επιστρατεύοντας όλη την καλοσύνη και τρυφερότητα του, σε συναγωνιζόταν στην αντιπροσφορά τέτοιων λόγων ευχαριστίας, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να βγαίνει πάντοτε νικητής. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, και, επιτρέψτε μου να πω, κάτι βαθύτατα χριστιανικό, διότι τί άλλο υπαγορεύει τελικά μια χριστιανική συμπεριφορά έξω από αυτήν που προέρχεται από την αίσθηση ότι δεν είναι οι άλλοι που μου οφείλουν, αλλά ότι εγώ ο ίδιος οφείλω στους άλλους, και μάλιστα διαρκώς και αενάως;
Θα ήθελα τώρα να αναφερθώ στο κομμάτι αυτό της ζωής του δασκάλου που αντιμετώπισε με τέτοια σοφία και σύνεση, που εγώ προσωπικά θα του είμαι και μόνο γι’ αυτό, παντοτινά ευγνώμων. Ήταν η στάση του απέναντι στα γηρατειά, τη φθορά και το θάνατο. Η αποδοχή των γηρατειών που επέδειξε υπήρξε για όλους μας συγκλονιστικό μάθημα κατάφασης της ζωής. Γράφει ο ίδιος: «Το 1988, όταν ήμουν εβδομήντα ετών, με ρώτησε κάποιος νέος δημοσιογράφος αν ήθελα να γίνω εκ νέου είκοσι ετών, και του απήντησα τότε κατηγορηματικά "Όχι", θα ήθελα όμως να είμαι επί είκοσι χρόνια εβδομηκοντούτης», ορίζοντας ο ίδιος χαρακτηριστικά την ωριμότητα της τρίτης ηλικίας ως «το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου…όταν ο υγιής γέρων έχει τη μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια και αντικειμενικότητα, λίγο πριν καταπέσει, όπως οι καρποί της γης έχουν τους γλυκύτερους χυμούς, λίγο πριν σαπίσουν» (σ. 193).
Όταν στις μέρες μας η λατρεία της νεότητας έχει προσλάβει επιδημικές διαστάσεις με συνέπεια να τυφλώνει το νου και να οδηγεί σε καταστάσεις ξένες προς αυτό που είναι τελικά ο άνθρωπος, απόψεις σαν αυτές του δασκάλου είναι, πιστεύω, ικανές, να επαναφέρουν στο κέντρο της ζωής μας το ερώτημα περί του αληθινού νοήματός της.
Ο δάσκαλος δεν ήταν απ’ αυτούς που νοσταλγούσαν τα νιάτα τους: υπήρξαν μάλιστα στιγμές που ομολογούσε, με γνήσιο αίσθημα μεταμέλειας, τον αυτοκαταστροφικό τρόπο διαχείρισης των νεανικών του παρορμήσεων και συναισθημάτων. Αντιθέτως, δοξολογούσε το γεγονός ότι μπορούσε να απολαμβάνει τη σοφία που τα γηρατειά του προσέφεραν, καμάρωνε μάλιστα για το ότι έκρινε τον εαυτό του άξιο του ονόματός του «αφού ο "Γεράσιμος" είναι ο ικανός να λάβει το γέρας» (σ. 14), όπως το διατύπωνε ο ίδιος. Ωστόσο δεν παρέβλεπε την ταλαιπωρία από την εγκατάλειψη των φυσικών και βιολογικών του δυνάμεων που συνοδεύει αναπόφευκτα τα γηρατειά. Υπέφερε από τις διάφορες κρίσεις υγείας που κατά καιρούς υφίστατο. Δεν επέτρεπε όμως επ’ ουδενί, ο πόνος και η ταλαιπωρία του να ανακτήσουν το κύριο βάρος των ενδιαφερόντων του, αποτρέποντας, με αυτή τη σοφή κίνηση, να σχηματισθεί στα μάτια των άλλων η εικόνα του δύστυχου, μίζερου και δύστροπου γέροντα που προκαλεί αισθήματα οίκτου μάλλον, παρά ουσιαστικής συμπάθειας.
Είχε όμως και έναν πραγματικά ακαταμάχητο τρόπο να αντιμετριέται με ό,τι τον βασάνιζε: το χιούμορ και τον λυτρωτικό αυτοσαρκασμό, με τα οποία εκτόνωνε την ένταση της βασάνου και περιόριζε τη σημασία της, προκαλώντας ταυτόχρονα ευφρόσυνα συναισθήματα στον περίγυρό του. Ο αυτοσαρκασμός αυτός - το βιβλίο του, ειρήσθω εν παρόδω, βρίθει τέτοιων αυτοσαρκασμών – ένα από τα γοητευτικότερα γνωρίσματα του δασκάλου, δηλώνει επίσης και κάτι άλλο ακόμα πιο σημαντικό: ήταν ουσιαστικά ελεύθερος, γιατί δεν έπαιρνε τόσο σοβαρά τον εαυτό του και ό,τι του συνέβαινε. Υπήρξε και εδώ πραγματικός άρχοντας, μεγάλος δάσκαλος και διακριτικός πατέρας
Ο δάσκαλος αφιέρωσε το τελευταίο και ωραιότερο κομμάτι (κατά τον ίδιο) της ζωής του σε μια μεθοδική και συστηματική προσπάθεια φωτισμού και αποκάλυψης των μύχιων και κεκρυμμένων της ανθρώπινης καρδιάς και ανταμείφθηκε με μια πνευματική διαύγεια, πληρότητα και ιλαρότητα, που παρατηρεί κανείς μόνο σε πνευματικά πολύ προχωρημένους ασκητές. Όπως οι ασκητές αυτοί, έτσι και ο δάσκαλος - εκκινώντας βεβαίως από διαφορετικές αφετηρίες - αποσύρθηκε στην εσωτερική του έρημο, τη γεώργησε και την έκανε να καρπίσει. Η πληρότητα που ένιωθε προς το τέλος της ζωής του τον έκανε να μην επιδιώκει τις τιμές, που οποιοσδήποτε άλλος δικαιολογημένα ίσως θα αποζητούσε, έστω κι αν χαιρόταν ιδιαιτέρως όταν οι άλλοι, φίλοι ή μαθητές του, αναλάμβαναν την πρωτοβουλία να οργανώσουν προς τιμήν του μια απλή γιορτή, για να του εκφράσουν την αγάπη τους.
Αισθανόταν ευτυχής με αυτό που του έδινε κανείς, δεν απαιτούσε κάτι παραπάνω. Αν σε κάποια σημεία των απομνημονευμάτων του εκφράζονται λιγοστά παράπονα για τη λησμοσύνη των άλλων προς το πρόσωπό του (σ. 14,15,192) - πάντοτε όμως δοσμένα με σαρκαστικό και όχι πικρόχολο τρόπο - αυτά, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε, ότι είναι ψίχουλα μπροστά στο μεγαλείο του δασκάλου να εύχεται για τους πάντες, να ευχαριστεί ονομαστικώ τω τρόπω ακατάπαυστα, να ζητά ταπεινά την επιείκεια και τη συγγνώμη όσων λησμόνησε την αναφορά, και να εκφράζει διαρκώς την ευγνωμοσύνη του. Όποιος διάβασε το βιβλίο του έχω την εντύπωση πως θα συμφωνήσει.
Δύο λόγια τώρα ως προς τη στάση του δασκάλου απέναντι στο θάνατο. Τον προβλημάτιζε πολύ η ιδέα του θανάτου. Πολύ φυσικό άλλωστε για όποιον έχει μάθει να αντιμετριέται με τα μεγάλα και έσχατα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, και δεν τα αποφεύγει νομίζοντας ότι τα ξορκίζει. Δεν κατέφευγε σε θρησκευτικές αντιλήψεις προκειμένου να βρει την απάντηση. Το Χριστιανισμό, όπως τον γνώρισε, ενώ τον συγκινούσε η μορφή του Χριστού, δεν τον αποδεχόταν στη θεσμική και δογματική του έκφραση. Ως γνήσιος αναζητητής ωστόσο ενός βαθύτερου νοήματος της ζωής, δεν μπορούσε να υποσκελίσει αβασάνιστα το μέγιστο γεγονός του θανάτου. Δεν έδειχνε να φοβάται ιδιαίτερα το θάνατο, το γεγονός ότι το συζητούσε με θάρρος και αυτοσαρκασμό συγχρόνως, το αποδεικνύει. Αδυνατούσε όμως να δώσει μια εξήγηση για τη μελλοντική ανυπαρξία του ανθρωπίνου προσώπου. Αναζητούσε άλλες λύσεις σε φιλοσοφικούς κυρίως χώρους, και περιοχές στοχασμού που τόνιζαν τη δυνατότητα του νου να ενωθεί μετά θάνατον σ’ ένα απεριόριστο σύμπαν, έξω από τον ενδοκοσμικό χωροχρόνο. Η πίστη που διατύπωνε συχνά-πυκνά για την αθανασία του νου, πήγαζε αφενός από τη συνείδηση των ασύλληπτων δυνατοτήτων με τις οποίες είναι προικισμένη η ανθρώπινη διάνοια, και αφετέρου από το ακατανόητο και παράλογο της οριστικής παύσεώς της με το θάνατο. Όπως φαίνεται όμως, το θέμα εξακολουθούσε να το έχει ανοιχτό.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να δώσω το λόγο στον ίδιο το δάσκαλο ο οποίος μέσα από ένα δικό του ποίημα που το περιλαμβάνει στο βιβλίο και σχετίζεται με τη θέα του μελλοντικού του θανάτου, μας παραδίδει ένα ακόμη μάθημα. Αυτή τη φορά μάθημα στωικότητας, με την απαραίτητη ωστόσο δόση αυτοσαρκασμού, γλυκόπικρου αυτή τη φορά.
Περιγράφει ο ίδιος ότι κάποτε μετά από αλλεπάλληλες καρδιακές κρίσεις που υπέστη, ένας γιατρός απεφάνθη ότι έχει ένα λίπωμα στην καρδιά του, το οποίο ευθύνεται για τις κρίσεις αυτές. Και συνεχίζει: «μου άρεσε η διάγνωση και έγραψα ένα έμμετρο με τον παραπάνω τίτλο, στο οποίο, ποιητική αδεία, το λίπωμα έγινε μπουμπούκι, η παθολογική λειτουργία του συναισθηματική και το Σισμανόγλειο η γειτονιά μου.
«Μου το’ πε ένας γιατρός στη γειτονιά μου
πως έχω ένα μπουμπούκι στην καρδιά μου
που της αλλάζει το ρυθμό
ανάλογα με τον καιρό
κι ανθίζει στα όνειρά μου.
Την άνοιξη αλέγκρο αμαρόζο,
το καλοκαίρι ντόλτσε ε καντάμπιλε,
του φθινοπώρου αντάντε ντολορόζο
και του χειμώνα αντάτζιο ε νόμπιλε.
Και τώρα στα στερνά μου
το μπουμπουκάκι επίμονα
μετράει τις εποχές.
Μόνο που εγώ,
απ’ τα βαθιά τα γηρατειά μου
δεν ακούω των ρυθμών τις αλλαγές!
Κι όταν σε λίγο σταματήσει η καρδιά μου,
θα μαραθεί κι αυτό μαζί με τα όνειρά μου!»
Πιστεύω πως η στάση αυτή του δασκάλου απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους, ήταν η πλέον καθοριστική στο να επανεκτιμηθεί από τους επιγόνους του. Η βαθιά ευγένεια, η αρχοντιά και η γενναιοδωρία του δασκάλου διαδραμάτισαν, έχω την εντύπωση, σημαντικό ρόλο στο σπάσιμο κάποιων προκαταλήψεων που, καλώς ή κακώς, είναι κοινός τόπος σε καλλιτεχνικούς και άλλους επαγγελματικούς χώρους. Η παρούσα εκδήλωση στη μνήμη του (πέρασαν ήδη 6 μήνες) αυτό μαρτυρεί. Τι άλλο δηλώνει εξάλλου η λέξη «ευπατρίδης», που επιλέχτηκε για να χαρακτηρίσει το δάσκαλο ως τίτλος της εκδήλωσης αυτής, από το «ευγενής» και «άρχοντας»;
Βασίλης Αντωνόπουλος
(29 Νοεμβρίου 2006