ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΣ
Συνέντευξη στην Τίνα Βαρουχάκη
Ένα cd κλασικής κιθάρας συνήθως αφορά ένα «ειδικό» κοινό που στην πλειοψηφία του είναι οι μαθητές, καθηγητές, σολίστ κλασικής κιθάρας, μουσικοί άλλων ειδικοτήτων και ελάχιστοι «μη μουσικοί». Ο Βασίλης Καναράς επιχειρεί να αλλάξει αυτό το στερεότυπο. Παθιασμένος με τα ταξίδια, εξερεύνησε τον κόσμο μέσα από τη δική του προσωπική μουσική διαδρομή προσεγγίζοντας το παγκόσμιο με διαφορετικούς όρους απ΄ότι συνήθως: επιλέγει έργα από διάφορες χώρες - άλλα δημοφιλή και άλλα όχι – και τα παρουσιάζει σε ενδιαφέρουσες διασκευές για κλασική κιθάρα. Στόχος του; να φέρει το ευρύ κοινό πιο κοντά στην κλασική κιθάρα.
Τ.Β. Στο εσώφυλλο του cd σημειώνετε μεταξύ άλλων ότι: «επέλεξα να συμπεριλάβω κάποια από τα πιο όμορφα κομμάτια παραδοσιακής μουσικής διαφόρων χωρών που είχα παίξει κατά καιρούς». Πώς προέκυψε η ιδέα να ασχοληθείτε με την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και άλλων χωρών;
B.K. Πάντα μου άρεσε να μαθαίνω για την κουλτούρα των διαφόρων λαών, να ψάχνω τι ιδιαίτερο έχει ο κάθε λαός απ΄όλες τις πλευρές. Ονειρευόμουν να γνωρίσω τον κόσμο. Εφόσον έγινα μουσικός προσπάθησα να εξερευνήσω τον κόσμο μέσω της μουσικής, οπότε οτιδήποτε υπήρχε από άλλες χώρες σε θέματα μουσικής με ενδιέφερε, το έψαχνα.
Επίσης είχα την ευτυχία να διδάσκω στο Φεστιβάλ κιθάρας του Βόλου πάρα πολλά χρόνια. Εκεί, ήρθα σε επαφή με κιθαριστές απ΄όλο τον κόσμο, από τους οποίους μάζευα πολύ υλικό όλα αυτά τα χρόνια. Επίσης για τον ίδιο σκοπό με βοήθησε και ο Κώστας Κοτσιώλης.
Τ.Β. Στο υλικό που έχουμε εδώ είναι κάποια απ΄αυτά τα κομμάτια;
Ναι, ας πούμε η Samba δεν υπάρχει σε παρτιτούρα ούτε καν ξέρω ποιου συνθέτη είναι. Το έπαιξε κάποιος Juan Sorroche Fraticelli στο Φεστιβάλ Κιθάρας του Βόλου και είχα την τύχη εκείνη τη χρονιά (1985) να ηχογραφώ συναυλίες με ένα ερασιτεχνικό κασετόφωνο οπότε έμεινε το έργο.
Παρότι ως σολίστ ο ίδιος δίνει πολλές πληροφορίες πριν κάθε κομμάτι, ειδικά γι΄αυτό, αναφέρει μόνο ότι είναι λαϊκή μουσική. Δεν λέει καν αν είναι δικό του. Γι΄αυτό έχω γράψει «anonymus». Επίσης το “El Coqui» πάλι ο Juan Sorroche το είχε παίξει.
Το “Duerme mi Tripon” από τη Βενεζουέλα, είναι διασκευή του Luis Zea. Tον γνώρισα στο Φεστιβάλ κιθάρας του Βόλου και αυτό το τραγούδι το ερμηνεύανε μαθητές του παίζοντας με ένα παραδοσιακό σχήμα που μου άρεσε πολύ. Όταν του ζήτησα πληροφορίες για το κομμάτι, μου έδωσε το χειρόγραφό του.
Το «Virgines del Sol” σε διασκευή του Jesus Castro-Balbi (του σημαντικότερου δασκάλου μου εκτός Ελλάδας) ήταν μεγάλη επιτυχία τότε, το έπαιζε και γινόταν χαμός από κάτω. το Ρώσικο το “Priakha» το πρωτοάκουσα από το Ρώσο τον κιθαρίστα Alexander Frauchi. Το “Tarantas” το γνώρισα αρχικά από τον Κώστα Κοτσιώλη και αργότερα από τον Paco de Lucía όπως και το «Παλαιογενές» στο Φεστιβάλ του Βόλου το ακούσαμε για πρώτη φορά. Το “Finale” του Ηλιόπουλου, είναι μέρος μιας σονάτας. Επειδή την εποχή που το έγραφε βρισκόμασταν και μελετάγαμε μαζί, το είχα ζήσει στη σύνθεση του αυτό το έργο και γι΄αυτό είμαι συναισθηματικά «δεμένος».
Το «Χασάπικο» το είδα να χορεύεται στη «Δώρα Στράτου» από δυο άνδρες. Εντυπωσιάστηκα τόσο από τη λεπτομέρεια στις κινήσεις, οπότε όταν αποφάσισα να παίξω χασάπικο παρακάλεσα τον Γιώργο Σιωρά να μου διασκευάσει αυτό. Το «Chiquilin de Bachin” το άκουσα για πρώτη φορά το 1984 από μια κασέτα ενός φίλου. Καταλαβαίνετε τότε, καλά καλά δεν ξέραμε ποιος ήταν ο Piazzola. Από τότε δεν το ξανάκουσα. Το 2009 ένας φίλος μου έγραψε videos από το youtube όπου έπαιζε κάποιος Chaco Tirao. Μόλις τον άκουσα, θυμήθηκα το παίξιμό του και κατάλαβα ότι ήταν ο ίδιος κιθαρίστας που είχα ακούσει στην κασέτα το 1984!
Το “Valsa sem nome” του Badden Powel ήταν από τα κομμάτια που γνώρισα πολύ πιο πρόσφατα από ένα μαθητή μου, τον Παναγιώτη Τζίνα. Το τελευταίο, “Rachel΄s song” ήταν ιδέα του φίλου μου του Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη, γιατί εκτιμούμε τον Παπαθανασίου. Δεδομένου ότι ο δίσκος ξεκινάει από την παραδοσιακή Ελλάδα και επιστρέφει στη σύγχρονη, ενέταξα και έναν σύγχρονο Έλληνα παγκοσμίου φήμης στο τέλος.
κλικ στην εικόνα για πληροφορίες σχετικά με το cd
Τ.Β. Αναφορικά με το αμιγώς ελληνικό ρεπερτόριο του cd, θεωρήσατε ότι αυτά είναι αντιπροσωπευτικά της ελληνικής παράδοσης, σας άρεσαν εσάς ήταν υπήρχε κάποιος άλλος «κοινός παρονομαστής»;
Βασικά μου άρεσαν εμένα. Ήθελα να εντάξω τρείς χαρακτηριστικούς ελληνικούς χορούς. Εφόσον επέλεξα «χασάπικο» και «ζειμπέκικο» στα δυο πρώτα κομμάτια, ήταν λογικό να βάλω και ένα «τσάμικο» και πιστεύω ότι του Χατζόπουλου το κομμάτι έχει στο βάθος ρυθμό τσάμικο, οπότε με κάλυπτε. Δηλαδή τρείς χαρακτηριστικούς χορούς και μάλιστα το τελευταίο σε έντεχνη μορφή. Επίσης το επέλεξα εξαιτίας της λατρείας μου για την Αρχαία Ελλάδα, έχει πολλά στοιχεία με 4ες 5ες καθαρές και παρέπεμπε εκτός από το ρυθμικό σε ήχους αρχαιοελληνικούς και έτσι κατέληξα σ΄ αυτό.
Τ.Β. Ο δίσκος σας, αποτελεί μια καινούργια πρόταση;
Ήθελα να μπορεί να προσελκύσει τον κόσμο στην κιθάρα. Εγώ προσωπικά αν με ρωτάγατε ποιο κομμάτι θα ψήφιζα ως κομμάτι του αιώνα θα ψήφιζα την «Ρομάντζα» γιατί είναι το κομμάτι που έφερε κόσμο στην κιθάρα. Πολύς κόσμος είπε: «θα μάθω κιθάρα για να παίξω αυτό το κομμάτι». Άρα λοιπόν πρέπει να σκεφτούμε και λίγο μ΄ αυτό τον τρόπο. Πρέπει το εν δυνάμει ακροατήριό μας να μην το απογοητεύουμε να του δώσουμε ποιοτική δουλειά, καλό παίξιμο, ωραία διασκευή, ωραία κομμάτια – ίσως και πρωτότυπα –αλλά να μην χάσουμε αυτό που λένε «μελωδία». Μου αρέσει και η πρωτοπορία, αλλά πιστεύω ότι αν ο συνθέτης στο κομμάτι δεν έχει μελωδία, θα απογοητεύσουμε το κοινό.
Όταν γίνονται συναυλίες συνεχώς πηγαίνω με μαθητές μου. Πολλές φορές συνοδεύουν και γονείς. Στο τέλος, τους ρωτάω «πώς σας φάνηκε». Απαντάνε πολύ συχνά: «μου άρεσε πολύ το τελευταίο κομμάτι» και εννοούν αυτό που έπαιξε εκτός προγράμματος. Γιατί πολλοί κιθαρίστες κάνουν αυτό το λάθος! Παίζουν προγράμματα που αφορούν μόνο κιθαρίστες που αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν σε ένα φεστιβάλ κιθάρας και όχι σε μια συναυλία. Ούτε καν στο ΜΜΑ. Πιστεύω ότι σε συναυλίες κιθαριστικές μόνο το 10% - 20% του προγράμματος πρέπει να είναι πολύ «ειδικό». Δεν μπορεί αυτό τον άνθρωπο που είναι εν δυνάμει ακροατής μας και θέλει να μας ακούσει και λατρεύει την κιθάρα να τον κουράζουμε με ό,τι «πρωτοποριακό» έχει γράψει ο κάθε συνθέτης. Να δώσει κανείς την έννοια του πρωτοποριακού, την εμπειρία να ακούσει, αλλά να παίξει και κάτι ώστε να πει ο ακροατής: «ήταν πολύ ωραία». Γιατί συνήθως, αφού έχουν κουράσει το κοινό σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας στο τέλος παίζουν ένα κομμάτι όπως αυτά του δίσκου μου για να «χρυσώσουν» το χάπι. Εγώ και στο Φεστιβάλ στην Καρδίτσα από αυτά έπαιξα. Και αν παίξω σε συναυλία, αυτά θα ξαναπαίξω πάλι. Δεν έχω διάθεση να παίξω, ούτε να ηχογραφήσω πχ την 3η σουίτα για λαούτο του Bach. Υπάρχουν εξαιρετικοί κιθαρίστες που τα έχουν παίξει πάρα πολύ όμορφα και μπορούμε να τα ακούσουμε.
Ο Βασίλης Καναράς στην επιτροπή των διαγωνισμών του 1ου Φεστιβάλ Κιθάρας Καρδίτσας
Τ.Β. Πώς θα θέλατε να νοιώσει ο ακροατής ακούγοντάς το έτσι η πρώτη εντύπωση τι θα ευχόσασταν να είναι;
Θα ήθελα να τον κάνω να αρχίσει κιθάρα με αυτό…Πώς με τη «Ρομάντζα» ξεκίνησε τόσος κόσμος; Η κλασική κιθάρα είναι «όργανο - ορχήστρα» μπορεί να παίξει τα πάντα. Σημασία έχει εμείς τι επιλέγουμε να παίξουμε. Εγώ μετά από μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου, αποφάσισα να κάνω δημιουργικό έργο και είμαι πολύ ευτυχισμένος που είμαι μουσικός και μπορώ μέσα από τη μουσική να ξεπερνάω τις δυσκολίες της ζωής.
Τ.Β. Θα θέλατε να πείτε κάτι άλλο που θεωρείτε σημαντικό;
Βοήθησαν πολύ άνθρωποι στο cd, μου συμπαρασταθήκαν σε πολλά: έκαναν διασκευές, κάποιοι προσθέσανε στις υπάρχουσες διασκευές μερικές ιδέες. Οτιδήποτε υπήρχε μια μικρή βοήθεια, ακόμη και μια κουβέντα, εγώ θεώρησα υποχρέωσή μου να την ανταποδώσω με ένα «ευχαριστώ» και επισήμως αυτή τη βοήθεια. Το cd το ολοκλήρωσα κυρίως με την ανιδιοτελή βοήθεια του Γιώργου Στρατάκη του ηχολήπτη, αδελφικού φίλου από το 1984, ο οποίος επέμενε να ηχογραφήσω οπωσδήποτε ένα cd. Έκανε εκπληκτική δουλειά και ας μην είχε ηχογραφήσει ποτέ άλλη φορά δίσκο κλασικής κιθάρας. Έκανε τέτοια ποιοτική δουλειά, έχει τόσο ωραίο ήχο που από παντού ακούω τα καλύτερα λόγια για την ποιότητα της εγγραφής.
Θα ήθελα με την ευκαιρία της συνέντευξης να ευχαριστήσω τους δασκάλους μου για όλα όσα μου πρόσφεραν στα χρόνια της μαθητείας μου και όχι μόνο.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Ιανουάριος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας