ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Από τους Φόρμιγγες του 1960, στη συνθετική ωριμότητα του 2013
…έβαζα στόχους προσιτούς, όχι πολύ ψηλούς και δούλευα με όρεξη ασταμάτητα μέχρι να τους πετύχω.
Ο κιθαριστής των Forminx και συνθέτης πολλών επιτυχημένων - εμπορικά τραγουδιών τους δεν έγινε το αναγνωρίσιμο αστέρι τους αλλά διένυσε μια ζωή γεμάτη, ποιοτική, δραστήρια, ισορροπημένη, μη εγκαταλείποντας ποτέ τη μουσική και δίνοντας πολλαπλής ανάγνωσης μηνύματα με την απόφασή του να δώσει κατατακτήριες εξετάσεις στο τμήμα Μουσικών Σπουδών στο ΑΠΘ αφότου συνταξιοδοτήθηκε ως Χημικός Μηχανικός και αποφοιτώντας - κατεύθυνση σύνθεσης – το 2009.Στη μουσική μαθητεία του, μικρό παιδί ακόμα, είχε την τύχη να βρεθεί στην τάξη του Γεράσιμου Μηλιαρέση, στο Ελληνικό Ωδείο. Στις δεκαετίες 1970 και 1980, μελέτησε αρμονία και αυτοσχεδιασμό jazz. Μετά την συνταξιοδότησή του το 1998, μελέτησε θεωρία της κλασικής μουσικής-αρμονία, αντίστιξη, ενορχήστρωση- ενώ συγχρόνως εξοικειώθηκε με τη νέα τεχνολογία παραγωγής μουσικής με την βοήθεια υπολογιστή και άρχισε συστηματικά να συνθέτει
Forminx. Όρθιος με την κιθάρα ο Βασίλης Μπακόπουλος
Αφορμή για τη συζήτηση μας αυτή στάθηκε η πρόσφατη παρουσίαση στο Μέγαρο της Θεσσαλονίκης , στις 27 Μαΐου 2013, του δωδεκάλεπτης διάρκειας έργου του Βασίλη Μπακόπουλου "Despair, Serenity, Worry and Hope" από την Κρατική Ορχήστρας Θεσ/νίκης. Ο τίτλος και μόνον παραπέμπει σε πολλά και σημαντικά….Απελπισία, γαλήνη, ανησυχία και ελπίδα! Η παρουσίαση του έργου έκανε το συνθέτη ευτυχισμένο και ενθουσίασε τους ακροατές.
Έ. Α. H πρώτη μου ερώτηση έχει να κάνει με κάτι που κι εμένα συχνά με ρωτούν και δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω πλέον... Πώς καταγράφεται στη μνήμη η πρώτη επαφή με τη μουσική;
Β. Μπ. Στο Ηράκλειο όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, ο θείος μου Γρηγόρης Σηφάκης μου ενέπνευσε αγάπη για τη μουσική και ιδιαίτερα τη μουσική της κλασικής κιθάρας και του flamenco. Segovia, Montoya, Lagoya, και άλλοι μεγάλοι κιθαριστές με μάγεψαν στην ηλικία των δώδεκα… Ήταν σπουδαία για μένα η “ανακάλυψη” του Νίκου Φρουδαράκη, που ήταν ένας αυτοδίδακτος κλασικός κιθαριστής στα χνάρια του Segovia! Έπαιζε όλο το κλασικό ρεπερτόριο της εποχής άψογα και εκφραστικά! Με μάγευε κυριολεκτικά όταν τον άκουγα και ήθελα να του μοιάσω. Θέλω να παρατηρήσω εδώ το πόσο σημαντική για την εξέλιξη των παιδιών –ιδίως στην εφηβεία τους- είναι η ύπαρξη υψηλών προτύπων. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα. Μα, εξίσου σημαντική για την δική μου μουσική εξέλιξη ήταν και η μύηση στην jazz από τον μέντορά μου τον Γρηγόρη, που δεν έμαθα ποτέ πώς τα ανακάλυπτε όλα αυτά! Είχε διαβάσει το εξαιρετικό βιβλίο του Andre Hodeir για την jazz, και είχε ανακαλύψει την διάσημη εκπομπή του Willis Conover της «Φωνής της Αμερικής» σε αναμετάδοση από την Ταγγέρη στα… βραχέα! Πηγή μοναδική και αστείρευτη για την jazz! Και με εκπαίδευε συστηματικά στην κλασική και την jazz, όταν ήμουν 14-17 χρονών.
Το 1960 στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός
Έ. Α. Οι μεγαλύτεροι εξ ημών, δεν μπορούν να ξέρουν πολλά για την κλασική σου μουσική παιδεία αλλά η γενιά μου σε έχει σίγουρα συνδέσει με τους Forminx . Ό,τι κι αν βρει να πει για να κρίνει κανείς, είναι τουλάχιστον βέβαιη η μουσική επίδραση του συγκροτήματος αυτού στη δεκαετία του ’60. Θυμάμαι αν και μικρή τότε, που σας προσφωνούσαν Έλληνες Μπήτλς!
Β. Μπ. Το συγκρότημα Forminx- για την ακρίβεια “Φόρμιγξ” όπως το βάφτισε ο Γρηγόρης Σ.- ήταν μεγάλος σταθμός στην ζωή μου από το 1959 ως το 1965, που ήταν τα χρόνια των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο και της στρατιωτικής μου θητείας. Από τη θέση του ακροατή της μουσικής πέρασα στην ενεργή δράση, στο πάλκο μαζί με άλλους μουσικούς παρουσία κοινού, μια εμπειρία πολύ χρήσιμη και απαραίτητη για κάθε εκτελεστή μουσικού οργάνου. Παίξαμε pop μουσική και λιγότερο jazz, με έναν τρόπο που κανένα άλλο συγκρότημα δεν έπαιζε τότε. Με υπόβαθρο την ελευθερία έκφρασης που ανακαλύπταμε στη jazz, παίζαμε τα τραγούδια της εποχής, δικά μας και ξένα, με κέφι, χαρά και δημιουργικές και διαδραστικές μεταξύ μας ενορχηστρώσεις που κινούσαν το ενδιαφέρον πρώτα το δικό μας και κατ’ επέκταση του κοινού. Η φήμη του συγκροτήματος μεγάλωνε συνεχώς στην Ελλάδα, και πλήθος νέων παιδιών με ταλέντο μας ακολούθησε σχηματίζοντας αμέτρητα συγκροτήματα σ’ όλη τη χώρα.
Έ. Α. Καθώς ο χρόνος διάβαινε με χαρές και επιτυχίες ο ήδη μηχανικός Βασίλης Μπακόπουλος κρατά την ίδια μορφή σχέσης με τη μουσική; Συνεχίζει να την απολαμβάνει, να ωριμάζει μέσα από αυτήν;
Β. Μπ. Τα χρόνια των Forminx ακολούθησαν τα χρόνια της δουλειάς Χημικού Μηχανικού στην Βιομηχανία της Ελλάδας και του Βελγίου. Χρόνια δύσκολα, με σκληρό ανταγωνισμό, μελέτη και συνεχή ανέλιξη στην ιεραρχία της Εταιρίας που δούλευα. Ο χρόνος όμως για μουσική ήταν ελάχιστος. Μόνη μου ενασχόληση, κι αυτό περί τα τελευταία χρόνια της καριέρας μου, η σπουδή της αρμονίας και του αυτοσχεδιασμού στην jazz, παράλληλα βέβαια με ακούσματα pop, rock, jazz και κλασσικής, δραστηριότητα που με ωρίμασε και διαμόρφωσε την αισθητική μου, δηλαδή το τι μ’ αρέσει, τι εκτιμώ αλλά και το τι δεν μ’ αρέσει, και τι απορρίπτω χωρίς δισταγμό.
1995, στο γραφείο
Έ. Α. Η εγκατάσταση σου στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ παλιά απόφαση, στην ουσία είσαι πλέον όχι μόνον κάτοικός της. Η σχέση σου με τη μουσική ζωή στην πόλη αυτή οικοδομήθηκε αμέσως; Πώς θα περιέγραφες τη μουσική ζωή της στις προηγούμενες δεκαετίες;
Β. Μπ. Πολιτογραφήθηκα Θεσσαλονικιός από το 1970, παντρεμένος με Θεσσαλονικιά και εργαζόμενος σε εταιρία με πετροχημικές εγκαταστάσεις σ’ αυτή την πόλη. Για πολλά χρόνια δεν είχα ενεργή συμμετοχή στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Κάποιες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας, ή κάποιων ξενόφερτων μουσικών της jazz. Στο τέλος της 10ετίας του ’80 άρχισαν να εμφανίζονται μουσικοί σπουδαγμένοι σε ωδεία της πόλης αλλά και στην Αμερική, στο Berklee, στο Guitar Institute, και σε άλλα πολλά, με παρουσία σε νέες αίθουσες συναυλιών ή/και νυχτερινά κέντρα. Μια πληθώρα αξιόλογων μουσικών που με την παρουσία τους και την δραστηριότητά τους ανέβασαν το μουσικό επίπεδο της πόλης με σημαντική συμμετοχή του κοινού που διψούσε για μουσικές εκδηλώσεις. Χώρια οι συναυλίες εξαιρετικών μουσικών από την Αμερική και την Ευρώπη. Η άνθιση αυτή της μουσικής άρχισε όμως να υποχωρεί στο τέλος του ’90-αρχές 2000.
Στο 1998 τελειώνει η δική μου καριέρα στην βιομηχανία και βγαίνω στην σύνταξη. Έχοντας όλο τον χρόνο στην διάθεσή μου αποφασίζω να τον αφιερώσω στην μουσική. Εργαλείο σημαντικό εκείνη την εποχή είναι η νέα τεχνολογία σύνθεσης με computer. Με γοητεύει η δυνατότητα να γράφω και να ακούω συγχρόνως αυτά που γράφω χρησιμοποιώντας προγράμματα sequencers και samplers με ήχους πραγματικών οργάνων. Και μια μέρα, ο φίλος και μουσικός Νίκος Σαλωνίτης με προτρέπει να γράψω κλασική μουσική. Τότε, για πρώτη φορά, μελετώ συστηματικά βιβλία για κλασική αρμονία, αντίστιξη, σύνθεση και ενορχήστρωση και προσπαθώ να τα εφαρμόσω στις συνθέσεις μου.
Μάης του 2009, συναυλία στο Βαφοπούλειο
Έ. Α. Η απόφαση να μελετήσεις σύνθεση στο Πανεπιστήμιο, εντυπωσίασε όσους το γνώριζαν και συνεχίζει να εντυπωσιάζει όσους το πληροφορούνται. Είναι μια σπουδαία και από συμβολικής απόψεως απόφαση. Ποια είναι όμως η εμπειρία που συνοδεύει τις σπουδές; Και θέλω με την αφορμή αυτή να ενημερώσω τον αναγνώστη και για κάτι που θεωρώ σημαντικό: το 2003 το Ωδείο Φουντούλη στον Βόλο είχε προκηρύξει διαγωνισμό σύνθεσης και εκεί κέρδισες το 2ο βραβείο (δεν έδωσαν όμως πρώτο) σε δύο κατηγορίες: Έργο για Συμφωνική Ορχήστρα, με τίτλο "Spingtime sky", και Έργο Jazz με τίτλο "Yanni's Groove”. 'Ησουν ακόμα αυτοδίδακτος...
Β. Μπ. Αυτή τη χρονιά, δηλαδή ο 2003- εκφράζω την επιθυμία, και η γυναίκα μου με προτρέπει, να σπουδάσω τη μουσική στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ, πράγμα που είναι δυνατόν να γίνει, όντας απόφοιτος ΑΕΙ, με εξειδικευμένες εξετάσεις. Το 2004 (64 χρονών ήδη ) είμαι κανονικός φοιτητής του ΤΜΣ, όπου εξαιρετικοί καθηγητές με διδάσκουν με όρεξη ‘ανώτερα θεωρητικά’, ανάλυση, ιστορία, βυζαντινή και δημοτική μουσική, μορφολογία, σύγχρονο πιάνο και πολλά άλλα. Κύριο αντικείμενό μου όμως για 4 χρόνια ήταν η σύνθεση με καθηγητή τον Χρήστο Σαμαρά και η ενορχήστρωση με καθηγητή τον Άλκη Μπαλτά. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, ένας νέος κόσμος άνοιξε μπροστά μου, με απίστευτες πληροφορίες, με έργα που έγραφα σε επαγγελματικό επίπεδο με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του καθηγητή παράλληλα με τις θεωρητικές σπουδές, με συναυλίες όπου παίζονταν έργα μου -μαζί με έργα άλλων φοιτητών σύνθεσης- γραμμένα, με παρακολούθηση άλλων συναυλιών, με μελέτη έργων των masters συνθετών του παρελθόντος, με χρήσιμες γνωριμίες και επαφές. Το 2009 πήρα το πτυχίο μου με άριστα και αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο. Συνέχισα και συνεχίζω να μελετώ έργα μεγάλων συνθετών, όπως και να γράφω μουσική. Ακούω μουσική επιλεκτικά, γιατί δεν μένει χρόνος. Η σύνθεση απαιτεί πολλή δουλειά, κι’ όταν αρχίσω ένα έργο αφιερώνομαι σ’ αυτό και δεν κάνω τίποτα άλλο. Συγχρόνως, ξοδεύω κάποια ενέργεια στην προώθηση έργων μου σε μουσικούς εκτελεστές και ορχήστρες με στόχο κάποια στιγμή να παιχτούν ζωντανά σε κάποια συναυλία. Όπως λέω και στα νέα παιδιά, το marketing έργων σου απαιτεί τόση προσπάθεια, έξοδα και χρόνο, όση και η παραγωγή αυτών των έργων. Αυτό είναι μια αναγκαιότητα που πολλοί συνθέτες δεν αντιλαμβάνονται, ή δεν μπορούν, ή δεν θέλουν να αναγνωρίσουν. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η πρόσφατη εκτέλεση ενός συμφωνικού μου έργου από την Κρατική Ορχήστρα Θεσ/νίκης στις 27 Μαΐου 2013 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσ/νίκης, γεγονός που αποτελούσε όνειρο και στόχο μου από πολλά χρόνια και που χρειάστηκε πολύχρονη δουλειά σε σπουδές και σύνθεση έργων, σε εμπειρίες και ανθρώπινες επαφές για να επιτευχθεί.
Έ. Α. Το ύφος των συνθέσεών σου παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον! Ένα μείγμα διόλου απλοϊκών ιδεών με ήρεμη και όχι κραυγαλέα συνύπαρξη κλασικών και τζαζ στοιχείων αλλά που αποδίδουν μεγάλη συναισθηματική ένταση. Θα επιχειρήσω μια ασαφή ερώτηση: Μπορεί άραγε να προσδιορίσει το τι επιδιώκει με τις συνθέσεις του ο συνθέτης; Έχει κάποια σημασία να το προσδιορίζει; Και εντέλει, προσωπικά εσύ, απευθύνεσαι στους γνώστες, στους ειδικούς, στο πλατύτερο κοινό;
Β. Μπ. Έχω διαμορφώσει ένα δικό μου προσωπικό ύφος, που είναι ένα αδιαχώριστο μίγμα κλασικής και jazz, αφού αυτό είναι το υπόβαθρο της μουσικής μου παιδείας και αισθητικής. Με ενδιαφέρει πολύ η μουσική που γράφω να έχει απήχηση σε ένα αρκετά μορφωμένο μουσικά κοινό (όχι απαραίτητα στους ‘ειδικούς’), να αρέσει, να είναι ευχάριστη, κατανοητή, με αρμονία, μελωδία, ρυθμό και φόρμα, με αρχή, μέση και τέλος! Να είναι απλή, αλλά όχι απλοϊκή, αξιοποιώντας την παράδοση και τις τεχνικές των μεγάλων συνθετών και πηγαίνοντας λίγο παρακάτω. Αυτή είναι η δική μου ‘πρωτοπορία’. Όντως, δεν γνωρίζω άλλους συνθέτες που να γράφουν στο ύφος που γράφω εγώ. Ασφαλώς θα υπάρχουν κι άλλοι, απλά δεν τους γνωρίζω.
Έ. Α. Πώς βλέπεις τη σημερινή μουσική σκηνή στην Ελλάδα; κατά τη γνώμη σου μπορεί να εξηγηθεί η μικρή προσέλευση κοινού στις συναυλίες σήμερα που τόσοι πια άνθρωποι έχουν ή είχαν ευκαιρία να μάθουν μουσική και να βιώσουν έστω πρόσκαιρα την εμπειρία της;
Β. Μπ. Εδώ δεν θα με βρεις θετικό. Οι νέοι συνθέτες που βγαίνουν σήμερα από Πανεπιστήμια ή Ωδεία υποτάσσονται στο Ακαδημαϊκό κατεστημένο που, ίσως δικαιολογημένα, προωθεί την έρευνα και την καινοτομία, συχνά απορρίπτοντας την παράδοση. Το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές άσχημο, κατά τη γνώμη μου αλλά, πιστεύω, και τη γνώμη του κοινού, που σαφώς δεν ενδιαφέρεται γι αυτή τη μουσική και απομακρύνεται από τις αίθουσες συναυλιών. Η μουσική αυτή, αν εκφράζει κάτι, αυτό είναι η απογοήτευση, η σύγχυση, το άγχος, ο θυμός. Μα, ποιος έχει σήμερα όρεξη να θέλει να ζήσει τέτοια συναισθήματα πηγαίνοντας σε συναυλίες όπου προβάλλεται αυτή η ‘πρωτοποριακή’ μουσική; Οι μόνοι παρόντες στις συναυλίες τους είναι λιγοστοί φίλοι και συγγενείς, συμμαθητές ή/και καθηγητές τους, που όλοι έχουν κάποιο προσωπικό κίνητρο να βρίσκονται εκεί. Είναι κρίμα, πιστεύω, νέοι με σπουδές και γνώσεις μουσικής υψηλού επιπέδου να αναλίσκονται σε έργα χωρίς μελωδία, αρμονία, ρυθμό και φόρμα επειδή, ίσως, έτσι θέλουν οι μέντορές τους. Είναι κρίμα δε να μιμούνται ο ένας τον άλλο και τελικά αντί για καινοτομία να παράγουν μια κοινοτυπία, μουσική που ακούς λίγο-πολύ ίδια σε κάθε συναυλία τους. Από την άλλη βέβαια, δεν λέω να γράφουν σαν τον Mozart ή τον Beethoven και τον Brahms. Όχι. Ίσως η λύση να είναι κάπου ανάμεσα, όπου η μουσική θα είναι προέκταση της παλαιότερης, μοντέρνα αλλά και εύηχη, συνδυάζοντας ίσως διάφορα στυλ γραφής -κλασική με ποπ, με ρόκ, με jazz, όπως ανάλογοι συνδυασμοί γίνονται συχνά σε διάφορες εκδηλώσεις της σημερινής ζωής. Ομολογώ όμως ότι δεν ξέρω πού πάει η ‘κλασική’ (ή όπως τη λένε σήμερα) μουσική! Το θέμα βέβαια είναι αρκετά περίπλοκο για να το αναλύσουμε εδώ.
Στον χώρο της jazz, ισχύουν ανάλογα πράγματα, υπάρχει και εδώ μια ύφεση λόγω της προχειρότητας των μουσικών σχημάτων και των ανούσιων μακροσκελών αυτοσχεδιασμών που δεν διαφέρουν από κομμάτι σε κομμάτι. Χρειάζεται στροφή προς την κλασική μουσική, με οργάνωση και ανάπτυξη του υλικού, με ενορχήστρωση, πράγματα που απαιτούν σημαντική προσπάθεια εκ μέρους των μουσικών της jazz. Πρέπει να πάψουν να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν δεξιοτεχνικά και να γράψουν μουσική με οργάνωση του υλικού, με έξυπνη ενορχήστρωση, με νόημα και περιεχόμενο απλό για τον ακροατή που να το καταλαβαίνει και να το χαίρεται. Αλλιώς το ακροατήριο όλο και θα λιγοστεύει.
Έ. Α ποιος θα ήταν λοιπόν ο ρόλος του σημερινού συνθέτη αν μπορούμε να τον καδράρουμε κάπως;
Β. Μπ. Ο στόχος των σημερινών συνθετών πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι να γράψουν μουσικές για το ευρύτερο κοινό και όχι για μια ελίτ, μουσικές που θα τον ξαναφέρουν στις αίθουσες συναυλιών, δίνοντας ευχαρίστηση μαζί με ψυχική ανάταση σε ένα πλήθος ανθρώπων.
Όσο αφορά στην pop, blues, rock, hip-hop, rap, heavy metal, κλπ μουσική, οφείλω να παρατηρήσω το γεγονός ότι αυτοί οι χώροι, που, ως γνωστόν, τραβούν περισσότερο τη νεολαία, εξυπηρετούνται από πολύ καλούς ως εξαίρετους μουσικούς που γνωρίζουν πολύ καλά το είδος που παίζουν. Υπάρχει βέβαια και το ‘έντεχνο’ ελληνικό τραγούδι που επίσης τραβά τους νέους, και που κι εδώ υπάρχει σημαντική πρόοδος με όμορφες ενορχηστρώσεις και καλούς εκτελεστές οργάνων από ωδεία και πανεπιστήμια βγαλμένους. Εντάξει, η 10ετία του ’60 είναι ανεπανάληπτη, άφθαστη! Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και σήμερα δεν παράγεται καλή ελαφρά μουσική.
Έ. Α. Πώς κρίνεις τις μουσικές σπουδές των νέων παιδιών σε σχέση με την επαγγελματική τους αποκατάσταση?
Β. Μπ. Στη διάρκεια των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο γνώρισα πολλά παιδιά που εκτός του ότι έπαιζαν καλά κάποιο όργανο- τα περισσότερα πιάνο-, είχαν και άριστη γνώση των θεωρητικών της μουσικής – αυτών που λέμε ‘ανώτερα θεωρητικά’-, που τα είχαν σπουδάσει επί πολλά χρόνια σε κάποια Ωδεία της χώρας. Οι καλύτεροι φοιτητές προέρχονταν από μουσικά σχολεία, γεγονός που δείχνει την αξία αυτής της εκπαίδευσης. Οι νέοι αυτοί κρίνω ότι είναι ικανοί να διδάξουν μουσική στα κοινά σχολεία και δεν χρειάζεται να ξοδέψουν άλλα 4-5 χρόνια για να πάρουν πτυχίο από Πανεπιστημιακό ίδρυμα βγαίνοντας με τον τίτλο του ‘μουσικολόγου’. Τα σχολεία δεν χρειάζονται μουσικολόγους για να διδάξουν κάποια απλά χορωδιακά τραγούδια στις Εθνικές εορτές!.. Στις προσλήψεις όμως σήμερα προηγούνται οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου, κι έτσι, όλοι θέλουν να αποκτήσουν το πτυχίο του μουσικολόγου, με αποτέλεσμα να τους ενδιαφέρει κύρια να περάσουν τα μαθήματα κι όχι να σπουδάσουν τη μουσική. Κακό αυτό. Αν βέβαια η παιδεία στη μουσική γίνει κύριο μάθημα στα σχολεία -όπως θα πούμε παρακάτω- τότε η σπουδές στο Πανεπιστήμιο θα είναι μάλλον απαραίτητες.
Ύστερα είναι κι αυτοί -οι ελάχιστοι- που –έχοντας λυμένο το οικονομικό τους πρόβλημα- θέλουν συνειδητά να ασχοληθούν σοβαρά με την μουσικολογία, ένα ουσιαστικά ανύπαρκτο επάγγελμα στη χώρα μας. Γι αυτούς βέβαια το Πανεπιστήμιο είναι απαραίτητο.
Και τέλος είναι εξίσου λίγοι, αυτοί που θέλουν να γίνουν συνθέτες. Είναι οι ‘εκλεκτοί’ των Πανεπιστημίων, οι καλύτεροι φοιτητές. Αυτοί ωφελούνται σίγουρα από τις σπουδές εκεί, γιατί εντρυφούν στα θεωρητικά σε σαφώς ψηλότερο επίπεδο από αυτό των ωδείων, διδάσκονται τεχνικές σύνθεσης και ενορχήστρωσης επίσης σε ψηλό επίπεδο, αναγκάζονται να γράψουν πολλά έργα που με την καθοδήγηση του καθηγητή φτάνουν σε επαγγελματικό επίπεδο, και μπορούν να προβάλουν κάποια από αυτά τα έργα σε ανοιχτές για το κοινό συναυλίες αποκομίζοντας εμπειρία και γνώση πρακτικών ζητημάτων. Επαγγελματικά, είναι οι άνθρωποι που θα γίνουν αργότερα καθηγητές στα Ωδεία και τα Πανεπιστήμια, πέραν της όποιας καριέρας μπορούν να επιτύχουν μέσω των συνθέσεών τους.
Βασίλης Μπακόπουλος, ο αξιολάτρευτος παππούς
Έ. Α. Τι θα συμβούλευες τα νέα παιδιά παρατηρώντας τι ακούν σήμερα με δική τους επιλογή ή με επιλογή του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν; Σε μεγάλο ποσοστό δεν είναι δικαιολογημένα για τα μουσικά πρότυπα τα οποία αναπτύσσουν;
Β. Μπ. Όλοι ξέρουμε τι ακούει η πλειοψηφία των νέων παιδιών και ποια είναι τα πρότυπά τους. Σαφώς όχι ό,τι καλύτερο για τα ίδια τα παιδιά. Και όμως είναι σαφές ότι δεν φταίνε τα παιδιά. Το θέμα πιστεύω ότι ξεκινά από την οικογένεια και τα σχολεία. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράματα αν υπήρχε ένα μάθημα σ’ όλες τις τάξεις του σχολείου όπου θα τα παιδιά θα άκουγαν κλασική ή/και jazz μουσική- και όχι μόνο- με εξήγηση και ανάλυση από τον δάσκαλο της μουσικής κάθε φορά του τι είναι αυτό που ακούν, πώς και γιατί είναι φτιαγμένο έτσι, ποια είναι η ιστορία του δημιουργού του και τόσες άλλες χρήσιμες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες! Όσο για συμβουλές στα παιδιά, δεν νομίζω ότι είμαι κατάλληλος να δώσω. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι εγώ στην ζωή μου και την καριέρα μου, ανεξάρτητα από το είδος της κατά καιρούς δραστηριότητάς μου, έβαζα στόχους προσιτούς (όχι πολύ ψηλούς) και δούλευα με όρεξη ασταμάτητα μέχρι να τους πετύχω. Αυτό.
Έ. Α. Είχα τη μεγάλη χαρά να κουβεντιάσω για τόσα όμορφα και κυρίως χρήσιμα θέματα αγαπητέ Βασίλη. Ευχαριστώ πολύ για τη διάθεση και το χρόνο σου. Σου εύχομαι όλα τα καλά και τα δημιουργικά σε μουσικό αλλά και σε οικογενειακό επίπεδο, έτσι νομίζω παράγονται οι ισορροπίες..
Β. Μπ. Εγώ ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία αυτή, να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες του διαδικτυακού σας περιοδικού.
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Μάιος 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας