ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΠΑΝΟΥΔΗ
Εποχές άλλες, μάλλον γραφικές.. πενήντα χρόνια πίσω, το επιτραπέζιο ραδιόφωνο και μια εφημερίδα που την διάβαζαν τρεις οικογένειες, αν τύχαινε να συμφωνούν ιδεολογικά βέβαια.
Μπερδεμένες εποχές θα μου πείτε, αλλά οι άνθρωποι «έχτιζαν» πάνω σε γκρεμισμένα όνειρα, έτσι κι αλλιώς δεν είχε κανείς περιθώριο να γκρεμίσει τίποτε άλλο...
Στο ραδιόφωνο ο Γιώργος Κάρτερ και η Σοφία Σπανούδη στο μικρόφωνο. Μαμάκης και Σιδέρης μιλούν για θέατρο, Κωτσόπουλος, Βόκοβιτς, Παξινού, το Θέατρο στο Μικρόφωνο, φωνές που πλησίαζαν μαζί με φανταστικές εικόνες στα αυτιά μας.
Σιωπή, να ακούσουμε!
Η Σοφία Σπανούδη με την παράξενη φωνή και τις αυστηρές συχνά υπερβολικές τοποθετήσεις σε μουσικά θέματα έγραφε κριτικές, έδινε μουσικές μάχες, συμμετείχε σε μέγα πλήθος κοινωνικών και καλλιτεχνικών προσπαθειών.
Ε, λοιπόν, το μόνο που δεν θα περίμενα είναι ότι κάποια στιγμή θα διάβαζα την παρακάτω επιφυλλίδα, γραμμένη από το χέρι της, στη στήλη που συνήθως υπερασπιζόταν και πρόβαλε κλασικές μουσικές εκδηλώσεις.
Η Σοφία Σπανούδη ανακαλύπτει έναν ταλαντούχο μουσικοσυνθέτη και εκτελεστή του μπουζουκιού, που πριν 5-6 χρόνια είχε κατέβει στην Αθήνα από τα Τρίκαλα και σπεύδει να γράψει στα Νέα (1/2/ 1951) για τον Βασίλη Τσιτσάνη:
Η πρώτη μου γνωριμία με τον κοσμαγάπητο αυτό λαϊκό μουσουργό έγινε σ' ένα φιλικό σπίτι, όπου πήγε με πρόθυμη καλοσύνη μια βραδιά με το συγκρότημα του, για να τον ακούσουν κι εκείνοι που δεν μπορούν να πάνε στο μακρινό συγκρότημα όπου παίζει. Το άκουσμα του Τσιτσάνη στάθηκε πραγματικά για μένα μία αποκάλυψις. Και μου επιβάλλεται σήμερα να του αφιερώσω την επιφυλλίδα αυτή σαν μία «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, που τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα. Τα «ρεμπέτικα» του Τσιτσάνη είναι ένα μουσικό «είδος» αξιοπρόσεχτο και μεστό από καλλιτεχνική ουσία άξια να μελετηθεί από την κάθε πλευρά της και πριν απ' όλα για τα γενεσιουργά φυλετικά γνωρίσματα που παρουσιάζει. Τη μουσική αυτή κραδαίνουν ολοζώντανα εθνογραφικά στοιχεία, που είναι πάντα oι παντοδύναμοι παράγοντες της εθνικής τέχνης, κι επιβάλλονται με τη δημιουργική πνοή τους και με τον αυθορμητισμό του μουσικού ένστικτου στο θαυμασμό και των μυημένων μουσικών και τού πλήθους. Γι αυτό η ρεμπέτικη αυτή μουσική στην πρωτόγονη κατ' επιφάνεια μορφή της, παρουσιάζει συχνά μία θελκτική πολυμορφία με τις πλούσιες κλίμακες και τις απειροστές υποδιαιρέσεις τους, με την ποικιλία των διατονικών τρόπων και των εσωτερικών υποδιαιρέσεων της οκτάβας. Αν εμβαθύνομε λίγο στη μελέτη των τρόπων αυτών, δεν θα αργήσουμε να βρούμε μίαν αντιστοιχία με τους Βυζαντινούς τρόπους, που προσδίνουν τον χαρακτήρα τους στην ιδιότυπη αυτή μουσική. Με τους αδιάλειπτους και αδιάσπαστα συνεχόμενους αυτούς κρίκους των μουσικών αιώνων, πλέκεται o μεγάλος κύκλος της ενότητας της Ανατολικής μουσικής, από την οποίαν οι πολυμήχανοι Ρώσοι εθνικισταί και οι Ισπανοί –της νεωτέρας σχολής ήντλησαν ζωτικότατα στοιχεία. Η ενότης αυτή, η γεμάτη μυστικοπάθεια στις ιδιότυπες μολπές της, διατηρείται μ' έναν αναλλοίωτο χαρακτήρα με τον εμβρυώδη λυρισμό της, με τους εμμόνους μετρικούς ρυθμούς της και την προνομιούχο φραστική όλων των νοσταλγικών συναισθημάτων της μοναξιάς, των χωρισμών, της βαρύθυμης λύπης, της νοσταλγικής λαχταράς. Κι όταν ακόμα ξεσπάει το ξέφρενο κέφι ενός άκρατου διονυσιασμού, τα τραγούδια αυτά δεν εκτροχιάζονται από τον κυρίαρχο ρυθμό τους, γιατί ο συνθέτης τους υπακούει εξίσου στο αυστηρό υποσυνείδητο της τέχνης, όσο και στο παντοδύναμο ένστικτο που τον κατευθύνει.
Ο Τσιτσάνης είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θα έλεγα καλλίτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, πού θαύμαζε τόσο ο Λίστ, κι έτρεμε μην τύχη και σπουδάσει μουσική, για να διατηρήσει παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμη του μουσικού του ένστικτου. Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσάνης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για την μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα που διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό του στυλ πού έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Σολίστ του τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπάθεια, πού μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στα ειδώς της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της. Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια τού Τσιτσάνη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά που ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και την επωδό τους, μουσικώτατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ' όλα στην αγνή συναισθηματική συγκίνηση. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικώτατο ψυχικό τοπίο, που μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα. Το «Όνειρο της αδελφής» στην απλοϊκή του εξέλιξη ανιστορεί τον στοργικό πόνο της νέας για τον αδελφό της που πολεμά για την πατρίδα. Τον βλέπει στο όνειρο της και λέει στη μάνα της πως αυτό είναι καλό σημάδι. Το τραγούδι τελειώνει με μια θερμή επίκληση των δύο γυναικών στην Παναγία, μιαν αγνότατη προσευχή παλλόμενη από ζωοφόρο ελπίδα. Άκουσα ακόμα από το μουσικότατο αυτό συγκρότημα το «Βίρα στην άγκυρα, παιδιά» με τη συναρπαστική επωδό, που ανασταίνει οράματα ενθουσιασμού και θριάμβων. Τα «Δυο Παιδιά», Το «Στρώσε μου να κοιμηθώ» κρύβουν μέσα τους αδιαμφισβήτητα Βυζαντινά στοιχεία οικογενή και προσαρμοσμένα στην πηγαία έμπνευση του συνθέτη και στους ρευστούς ρυθμούς του.
Φλέρυ Νταντωνάκη - Χωρίσαμε ένα δειλινό (πιάνο Μ. Χατζιδάκις)
Μα ο Τσιτσάνης δεν είναι μόνο συνθέτης τραγουδιών, ποιητής και μουσικός εξίσου. Είναι και σολίστ του μπουζουκιού, που ανυψώνει το λαϊκό αυτό όργανο σε ανώτερα μουσικά εδάφη και δικαιολογεί στην εντέλεια όλες τις βιρτουοζικές του αξιώσεις. Το θερμό του βιμπράτο δεν έχει τίποτε το τσιγγάνικο. Οι μελωδίες που εισηγείται με τόση αυτοπεποίθηση έχουν ένα ραψωδικό χαρακτήρα, που μας φέρνει αναδρομικά σε πολύκρουνες φυλετικές πηγές. Ο τολμηρός αυτός αυτοσχεδιαστής δεν ξενίζει κανένα. Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψη ακροατής του αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα που δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε κάν συναίσθηση της αξίας του, κι αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του. Είναι προφανές ότι οι συνεργάται του τον λατρεύουν. Αυτοί έδωσαν και στα σόλι του μπουζουκιού που παίζει έναν τίτλο που συγκινεί με τον απλοϊκό αυθορμητισμό του: «Τα Ωραία του Τσιτσάνη». Στα «Ωραία» αυτά αυτοσχεδιάσματα τις περισσότερες φορές - οι πιστοί του συνεργάται προσθέτουν κάποτε και μια δική τους δειλή υπόκρουση, που εντείνεται στους δυναμικούς ρυθμούς του πηγαίου «ατρελλεράντο» του σολίστ. Το μικρό αυτό μουσικό σύνολο είναι θαυμαστό για την ομοιογένεια και τη διαβάθμιση των ηχητικών χρωματισμών που λείπουν συνήθως από κάθε άλλη λαϊκή μουσική δημοτικών τραγουδιών. Η κυριαρχία του διατονικού γένους και η επίμονη αποφυγή καταχρήσεως των χρωματικών κλιμάκων και των επηυξημένων δευτέρων, δίνουν στη μουσική αυτή έναν Δωρικό χαρακτήρα πού την εξευγενίζει. Όλα αυτά εκδηλώνονται υποσυνείδητα και γι’ αυτό ακόμα επιβλητικότερα από τον προνομιούχο δημιουργό της πού διεκδικεί -να το επιζητήσει- δικαιωματικά τη συγκινημένη προσοχή μας. Το ομαδικό δημοψήφισμα των λαϊκών μαζών έχει ήδη αναδείξει τον σεμνό αυτόν Έλληνα μουσικό σε μία ξεχωριστή θέση. Θα ήθελα πολύ να υποβάλω την ιδέα μιας συναυλίας συστηματικής Τσιτσάνη στο «Κεντρικό» ή στον «Παρνασσό», για να γνωρίσει πλατύτερα ο μουσικόφιλος κόσμος και όλοι οι μουσικοί μας, μια πρωτόφαντη Ελληνική ιδιοφυΐα πού κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τι μας επιφυλάσσει ακόμη στο μέλλον. Πάντως έχω την πεποίθηση πως στη συναυλία αυτή θα σημειωθεί κοσμοπλημμύρα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να ακουσθούν «Τα Ωραία του Τσιτσάνη» μέσα σε άδεια παγερή σάλα, όπως συνήθως συμβαίνει με τόσους διάσημους ξένους καλλιτέχνες που έρχονται στας Αθήνας.
Αναρωτιέται κανείς μήπως, έξω από όλα τα άλλα, έπαιξε ρόλο στην αλλαγή της στάσης της απέναντι στο λαϊκό τραγούδι το γεγονός ότι ο Τσιτσάνης μουσικά χρησιμοποιεί τεχνοτροπία δυτικής μουσικής και αυτό την κάνει να τον επισημαίνει θετικότερα. (Ο ίδιος είχε δηλώσει εξ άλλου ότι δεν συμπαθούσε τον ανατολίτικο χαρακτήρα του λαϊκού τραγουδιού της εποχής του, προτιμούσε να ψάχνει στα ευρωπαϊκά ακούσματα). Νάχει παίξει ρόλο και το γεγονός ότι από το 1948 υπάρχει μια κίνηση αποδοχής του και από άλλους μουσικούς, όπως ο Χατζιδάκις για παράδειγμα, αλλά και από άλλους μουσικούς κριτικούς, όπως ο Φοίβος Ανωγειανάκης; Θα μπορούσαν αυτά τα δεδομένα να αλλάξουν τη γνώμη της Σοφίας Σπανούδη; Προσωπικά ελάχιστα πιθανό το βρίσκω. Η Σοφία Σπανούδη, μουσικοκριτικός, δημοσιογράφος, πιανίστρια και καθηγήτρια του Εθνικού Ωδείου, υπήρξε θετικά διακείμενη ή επιεικής μόνον στη μουσική του Τσιτσάνη όπως αποδεικνύεται στην επιφυλλίδα της, αντίθετα, κανείς άλλος πλην αυτού δεν είχε δεχτεί τόσο προνομιακή μεταχείρηση – δώρο από μέρους της μέχρι τότε. Επί είκοσι σχεδόν χρόνια πριν τον επαινέσει τόσο εκδηλωτικά ζητώντας παρεμπιπτόντως συγνώμη «και από όποιον καλό εκφραστή της λαϊκής μουσικής αδίκησε ενίοτε», πολλές φορές έφτασε να εκφραστεί με μεγάλη επικριτικότητα στεκόμενη απέναντι στο λεγόμενο λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών 1930-1940. Γράφει π.χ. για την «καταπληκτική διάδοση των κακόζηλων δίσκων γραμμοφώνου, που είναι η μόνη ανέξοδη και εύκολη απόλαυσις του διψασμένου μουσικώς κοσμάκη.»
Σε άρθρο της, με τίτλο «Μουσική του ελληνικού λαού» (Οκτώβρης του 1938), μας πληροφορεί ότι «σε κάθε υπαίθριο και υπόγειο κέντρον, σε κάθε συνοικιακό καφενείο, σε κάθε απόμερη αυλή, σε κάθε γωνιά προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα απ’ το πρωί ως το βράδυ οργιάζουν. Ως τώρα κυριαρχούσε ο απαίσιος ανατολίτικος αμανές. Τώρα τελευταία έχει απαγορευθεί. Εκείνοι που έλαβαν αυτό το μέτρο, επιτέλους, είναι πραγματικά άξιοι εθνικής ευγνωμοσύνης.»
Η Σπανούδη δηλώνει στην «Πρωία» (1932) ικανοποιημένη που «το υπουργείο Πρωτευούσης και Παιδείας, φροντίζει ώστε στο ραδιόφωνο να παίζονται συναυλίες κλασικής μουσικής.» Σύμφωνα με τη μουσικοκριτικό, «άριες ιταλικών μελοδραμάτων, μουσική μπαλέτου και γενικά κλασική μουσική υπερσιτίζουν τις αστικές τάξεις. Όμως ο πολύς κοσμάκης υποσιτίζεται, επειδή τρέφεται με ανατολίτικους ήχους και λαϊκά τραγούδια.» Η Σπανούδη ζητά να απαγορευτούν τα «ακατανόμαστα τουρκόφωνα, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερότερα επίπεδα της μουσικής ρυπαρογραφίας και αποτελούν ως σήμερα το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού. Όλα αυτά τα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού», μαζί με τα άλλα ρεμπέτικα, συναποτελούν ένα ρεύμα δυσώδους μουσικού οχετού, μέσα στον οποίο σέρνεται ανερμάτιστος ο ελληνικός λαός.»
Συνέντευξη (μετά μουσικής) του Τσιτσάνη στον Γιώργο Παπαστεφάνου (1972)
ΥΓ Για όσους αγαπούν το χρώμα μιας περασμένης πλην όμως κλασικής αισθητικής, προτείνω ένα βιβλίο μέσα στο οποίο (και) η κωνσταντινουπολίτισσα Σοφία Σπανούδη, «η μάνα της ελληνικής μουσικής» κατά τον Μανώλη Καλομοίρη, σκιαγραφείται, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, το 1952, από την κόρη της, Αθηνά, που τη διαδέχθηκε στο μικρόφωνο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Το βιβλίο έχει τίτλο: «Τα Παιδιά της Ερημιάς» και γράφτηκε από την Μαρία Καραβία (εκδ Καστανιώτη, 2003).
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας