ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΑΜΑΡΙΩΤΑΚΗ
Συνέντευξη στην Τίνα Βαρουχάκη
Την πρώτη ημέρα του Φθινοπώρου επέλεξε η Βιργινία Αμαριωτάκη για να δώσει ρεσιτάλ κλασικής κιθάρας στην πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και αγάπησε: το Ηράκλειο της Κρήτης. «Ήταν μια φεγγαρόλουστη βραδιά και η προσέλευση του κόσμου συγκινητική» αναφέρει κάνοντάς μας να νοιώσουμε… «άτυχοι» όσοι δεν ήμασταν εκεί. Ωστόσο, όσοι είχαμε την εμπειρία να παρακολουθήσουμε το 2ο Φεστιβάλ κιθάρας Παλαιού Φαλήρου τον περασμένο Ιούλιο, απολαύσαμε μεταξύ άλλων και το ρεσιτάλ της, την πρώτη ημέρα της διοργάνωσης.
Με σπουδές κλασικής κιθάρας, αλλά και οικονομικής επιστήμης, η Βιργινία Αμαριωτάκη τοποθετείται με «λογική και ευαισθησία»: αποποιείται την ταυτότητα του «ειδικού» όταν προσπαθώ να εκμαιεύσω την άποψή της για την πορεία των οικονομικών της χώρας και μιλά με πλήρη επίγνωση της ευθύνης που απορρέει από τον κοινωνικό της ρόλο ως σολίστ κιθάρας. Εκφράζει ευγνωμοσύνη για την πρώτη της δασκάλα στο Σύγχρονο Ωδείο Κρήτης, την κυρία Κάλλια Ζαχαριουδάκη, («είναι αυτονόητο πως υπήρξε ο άνθρωπος που με μύησε στον κόσμο της μουσικής»), καθώς για τους μετέπειτα δασκάλους της, Ευάγγελο Ασημακόπουλο και Λίζα Ζώη,«όχι μόνο για την καριέρα και την τεράστια προσφορά τους», αλλά και «για την ποιότητa, τις ιδέες και τον τρόπο συμπεριφοράς τους».
Έχοντας στο ενεργητικό της συνεργασίες με τους κορυφαίους σολίστ πιάνου, Άρη Γαρουφαλή και Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, σήμερα ηχογραφεί το πρώτο της cd «το οποίο θα περιλαμβάνει έργα κυρίως Λατινοαμερικάνων συνθετών» και οραματίζεται «ένα δεύτερο cd με έργα συνθετών της μπαρόκ εποχής με τη συμμετοχή του πιάνου, ένα είδος διαλόγου μεταξύ πιάνου – κιθάρας πάνω στο ίδιο έργο»…
“Πιστεύω πώς τελικά μπορεί η κρίση να μας οδηγήσει κάπου που ίσως να μη φτάναμε ποτέ χωρίς αυτήν. Ξέρετε, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για όλους μας. Να αφήσει μια ωριμότητα τόσο στους δημιουργούς, όσο και στο κοινό. Ένα κοινό, που τώρα πια ξέρει να επιλέγει καλύτερα, έχοντας αποκτήσει μια διαφορετική «σοφία» στην προσέγγιση των πραγμάτων και διαθέτοντας την ικανότητα να διαχωρίζει το ποιοτικό από το μη ποιοτικό. Αλλά και οι δημιουργοί που αρχίζουν να φροντίζουν περισσότερο αυτό που προσφέρουν στον κόσμο».
Τ.Β. Είστε σολίστ αλλά και επιστήμονας. Νομίζετε ότι η υποδομή που αποκτήσατε από τις σπουδές σας στην οικονομική επιστήμη ισχυροποίησε την ταυτότητά σας ως μουσικού ή θεωρείτε ότι δεν την επηρέασαν;
Β. Α. Εξαρτάται από το τι θεωρεί ο καθένας «ταυτότητα» ενός μουσικού. Πάντα πίστευα πως ένας μουσικός δεν εκθέτει απλά στο κοινό μια μουσική άποψη αποκομμένη από τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά εμφανίζει ή αν θέλετε καταθέτει ολόκληρο το είναι του, την προσωπικότητά του. Καταθέτει κομμάτια της ψυχής του που τα συνδέει με τη μουσική για να εκφρασθεί στο τέλος μέσα απ’ αυτή. Και εδώ πρέπει να πω πως όλα τα γεγονότα γύρω του, όλα αυτά τα αμέτρητα εξωτερικά ερεθίσματα που δέχεται καθημερινά από το περιβάλλον του, διαμορφώνουν το μουσικό του αισθητήριο και συντελούν στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Όταν αυτά τα στοιχεία είναι γόνιμα τον επηρεάζουν θετικά, ενώ συμβαίνει το αντίθετο όταν είναι άχρηστα ή αρνητικά.
Για παράδειγμα ένα ενδιαφέρον ταξίδι, ένα καλό βιβλίο, μια εξαιρετική θεατρική παράσταση, ακόμα και μια συζήτηση με μια σημαντική προσωπικότητα, συμβάλλουν τόσο πολύ στη θετική κατεύθυνση. Έτσι χωρίς δισταγμό, σας βεβαιώνω πως σίγουρα βγήκα κερδισμένη από την φοίτησή μου στο Πανεπιστήμιο, όχι τόσο πολύ από κάποιες γνώσεις που πιθανώς προστέθηκαν στο κεφάλι μου, όσο από την γενικότερη διαδρομή όλα τα χρόνια μέσα σ΄αυτόν το ζωντανό χώρο.
Ρεσιτάλ στη Σερβία (2009)
Τ.Β. Έχετε καταγωγή από το Ηράκλειο της Κρήτης – καταγωγή για την οποία δικαίως θα είστε περήφανη. Στο Ηράκλειο του 2012 υπάρχουν οι δομές εκείνες που επιτρέπουν σε έναν μαθητή κλασικής κιθάρας να λάβει αξιόλογη μουσική παιδεία και στη συνέχεια να ακολουθήσει καριέρα ως σολίστ παραμένοντας στην πόλη του;
Β. Α. Ο καθένας μας είναι υπερήφανος για τον τόπο καταγωγής του. Δεν σας κρύβω όμως πως νιώθω μια ιδιαίτερη συγκίνηση και αγάπη για τον τόπο μου, έναν τόπο που γέννησε μεγάλες προσωπικότητες, έναν τόπο με εξέχοντα ρόλο στην ιστορία της Ελλάδας. Στο Ηράκλειο έζησα ως τα 18 μου, πράγμα που με δένει ακόμα περισσότερο με την πόλη αυτή. Εκεί πήρα και τα πρώτα μαθήματα κιθάρας.
Βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε. Με μεγάλη μου χαρά διαπιστώνω κάθε φορά που επισκέπτομαι το Ηράκλειο πως τα μουσικά δρώμενα ολοένα και πληθαίνουν. Υπάρχουν αξιόλογοι δάσκαλοι, αλλά και ωδεία, οι μαθητές των οποίων έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν ολοένα και περισσότερα ρεσιτάλ, μουσικές εκδηλώσεις και σεμινάρια, πράγμα που ενισχύει το ενδιαφέρον τους για τη μουσική.
Δεν νομίζω όμως πως θα΄πρεπε να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το Ηράκλειο, αλλά μάλλον να αναφερθούμε στην ελληνική περιφέρεια εν γένει. Πιστεύω λοιπόν πως η περιφέρεια, προσφέρει πια αρκετές ευκαιρίες και συγχρόνως διαθέτει εκείνες τις δομές που μπορούν κάλλιστα να «χτίσουν» κάποιες γερές μουσικές και καλλιτεχνικές βάσεις για την μετέπειτα εξέλιξή τους. Τα παιδιά της επαρχίας που ασχολούνται με την κιθάρα, αλλά και τη μουσική γενικότερα, μπορούν πια να απολαμβάνουν με σχετική ευκολία σημαντικές εκδηλώσεις. Τα ερεθίσματα λοιπόν που μπορεί να έχει ένας σπουδαστής σε μια πόλη επαρχιακή δεν νομίζω πως απέχουν πολύ απ’ αυτά της πρωτεύουσας.
Τώρα όσον αφορά στην περίπτωση της «καριέρας», που με ρωτάτε, εκεί φοβάμαι πως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ένας νέος που φιλοδοξεί να σταδιοδρομήσει ή ακόμη ένας επαγγελματίας μουσικός πιστεύω πως πρέπει να βρίσκεται στη μεγάλη πόλη, στην πρωτεύουσα, εκεί που βρίσκεται η πηγή των γεγονότων, ο χώρος των ευκαιριών, οι μεγάλες δυνατότητες προβολής. Προσωπικά ωστόσο το «κυνήγι» της καριέρας που ακολουθούν μερικοί προσφέροντας «γη και ύδωρ» γι΄αυτήν, όχι μόνο μου είναι αδιάφορο, αλλά το βρίσκω και καταστροφικό για όποιον το ακολουθεί.
Τ.Β. Ως μαθήτρια κλασικής κιθάρας ποιες προσωπικότητες σας επηρέασαν ή αν θέλετε σας «σημάδεψαν» (καθηγητές, σολίστ, συνθέτες κτλ) ώστε να οδηγηθείτε τελικώς στην απόφαση να ακολουθήσετε καριέρα σολίστ κλασικής κιθάρας;
Β. Α. Ήταν μια απόφαση που δεν ήλθε προμελετημένα ή κατόπιν σχεδίου. Κάνοντας σήμερα μια αναδρομή στο παρελθόν, νιώθω πως η αγάπη μου για την κιθάρα, το πείσμα μου για βελτίωση και οι ατέλειωτες ώρες καθημερινής μελέτης, συνετέλεσαν ώστε να πάρω κι εγώ μια θέση κι έναν τίτλο σολίστα της μουσικής. Ωστόσο θέλω να σας βεβαιώσω πως έτσι κι αλλιώς με ή χωρίς εμφανίσεις στο κοινό, με ή χωρίς ρεσιτάλ, η κιθάρα είχε και θα έχει πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μου.
Όσον αφορά τις προσωπικότητες που με επηρέασαν και σημάδεψαν όπως λέτε τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και πρωτοστάτησαν στην εξέλιξή μου, αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μου. Όλοι οι άλλοι παράγοντες, (συνθέτες, ακούσματα, αισθητική μουσικό κριτήριο κλπ.) έρχονται με την πάροδο των χρόνων και με τρόπο μάλιστα που είναι άμεσα βασισμένος και επηρεασμένος από τον δάσκαλο.
Έτσι, η Κάλλια Ζαχαριουδάκη, πρώτη μου δασκάλα στο Σύγχρονο Ωδείο Κρήτης, είναι αυτονόητο πως υπήρξε ο άνθρωπος που με μύησε στον κόσμο της μουσικής. Στη συνέχεια, οι μετέπειτα δάσκαλοί μου, ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος και η Λίζα Ζώη, υπήρξαν πηγή έμπνευσης για μένα. Δεν αναφέρομαι στην καριέρα και την τεράστια προσφορά τους στο όργανο, που είναι άλλωστε γνωστή, όσο κυρίως στην ποιότητά τους, στις ιδέες τους και στον τρόπο συμπεριφοράς τους.
Ρεσιτάλ στο Ωδείο Athenaeum 2009
Τ.Β. Η τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά άρχισε για σας νωρίς: ήδη την 1η Σεπτεμβρίου δώσατε ένα ρεσιτάλ κιθάρας στο Ηράκλειο. Μιλήστε μας λίγο γι αυτήν τη διοργάνωση.
Β. Α. Σωστά. Το ρεσιτάλ αυτό δόθηκε στα πλαίσια των θερινών πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου Ηρακλείου σ’ έναν πολύ όμορφο και ζεστό χώρο, στο Κηποθέατρο «Μάνος Χατζιδάκις». Ήταν μια φεγγαρόλουστη βραδιά και η προσέλευση του κόσμου ήταν συγκινητική. Το πρόγραμμά μου ήταν βασισμένο σε έργα που γράφτηκαν για κιθάρα (Barrios, Lauro κλπ.) αλλά και σε μεταγραφές κομματιών αρχικά ήταν γραμμένα για άλλα όργανα (François Couperin, Domenico Scarlatti, Isaac Albéniz, Ástor Piazzolla, José Ramirez.)
Πράγματι ήταν μια καλή βραδιά για μένα αν και ήμουνα φορτισμένη με αρκετό τρακ και ανησυχία. Ξέρετε, όταν παίζει κανείς στον τόπο του νιώθει μια ιδιαίτερη ένταση και πολύ άγχος που τελικά δεν ξέρει πού θα τον βγάλει. Δεν είναι όπως άλλες φορές που παίζεις σε κάποια διαφορετική πόλη, σε ένα άγνωστο, ανώνυμο κοινό. Εδώ έρχονται να σ’ ακούσουν οι συγγενείς, οι παιδικοί φίλοι, οι άνθρωποι που έχεις να τους συναντήσεις χρόνια και κάποιοι άλλοι που έχουν ακούσει για σένα και σε κοιτάζουν με δυσπιστία. Πρέπει όλον αυτόν τον κόσμο να τον πείσεις πως αυτό το κορίτσι που έφυγε πριν 10 χρόνια από το σπίτι του και πήγε στην πρωτεύουσα να σπουδάσει, έκανε τελικά κάποια πράγματα και ζητάει με το ρεσιτάλ αυτό μια αναγνώριση. Αυτές κι άλλες πολλές σκέψεις δεν με άφησαν να κλείσω μάτι όλη νύχτα. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά!
Τ.Β. Προσφάτως, δώσατε ένα ωραιότατο ρεσιτάλ κιθάρας στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ κιθάρας Παλαιού Φαλήρου. Πώς κρίνετε την πρωτοβουλία και το επίπεδο αυτής της διοργάνωσης;
Β. Α. Είναι μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια του Γιάννη Πετρίδη και της Αλεξάνδρας Χριστοδήμου, που είναι οι διοργανωτές του Φεστιβάλ. Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται τέτοιες εκδηλώσεις σε μια περίοδο μάλιστα που η χώρα μας περνά δύσκολες στιγμές. Οφείλουμε όλοι μας, όσο μπορούμε, να στηρίξουμε την Τέχνη και τον πολιτισμό μας.
Το επίπεδο τόσο των μαθητών που έλαβαν μέρος στο Φεστιβάλ, όσο και των ρεσιτάλ που πραγματοποιήθηκαν ήταν αρκετά υψηλό. Άλλωστε το ντουέτο «Αλεξάνδρας Χριστοδήμου- Γιάννη Πετρίδη», είναι καταξιωμένο με πολλές γνώσεις και εμπειρίες στο ενεργητικό του και εννοείται πως η επιτυχία του Φεστιβάλ είχε να κάνει με τον παράγοντα αυτόν. Ήταν η δεύτερη χρονιά και η κατά γενική ομολογία επιτυχία της διοργάνωσης, δημιουργεί αισιόδοξες σκέψεις για την εξέλιξή της ως θεσμού. Ευχόμαστε όλοι να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες μονάχα θετικά αποτελέσματα μπορούν να έχουν.
Ρεσιτάλ στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ κιθάρας Παλαιού Φαλήρου
Ιούλιος 2010
Τ.Β. Στο πλαίσιο του ίδιου Φεστιβάλ, συμμετείχατε στην επιτροπή μαθητικού διαγωνισμού που διενεργήθηκε την τελευταία ημέρα της διοργάνωσης. Kατά μια άποψη (ενδεχομένως όχι την κυρίαρχη) οι διαγωνισμοί δημιουργούν άγχος στους συμμετέχοντες και συχνά ενοχοποιούνται για την ανάπτυξη κακώς εννοούμενου ανταγωνισμού. Τι θα απαντούσατε σε έναν τέτοιο ισχυρισμό;
Β. Α. Ξέρετε, υπάρχει πάντα μια «λεπτή γραμμή» που διαχωρίζει το δημιουργικό άγχος από το καταστροφικό, καθώς και τον ανταγωνισμό από την άμιλλα. Νομίζω πως το μυστικό κρύβεται σ’ αυτή τη «λεπτή γραμμούλα». Πού σταματάει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
Οι διαγωνισμοί είναι αναμφίβολα ψυχοφθόρες διαδικασίες, γιατί απ’ τη φύση τους εμπεριέχουν την έννοια της κρίσης, αλλά και την έννοια της υπεροχής του ενός έναντι του άλλου - αφού πάντοτε υπάρχει ο «νικητής» και ο «ηττημένος». Είναι πολύ φυσικό λοιπόν οι συμμετέχοντες που διεκδικούν κάποια διάκριση, βυθίζονται σε μια δίνη απογοήτευσης και θλίψης όταν τελικά αυτή δεν έλθει.
Στην περίπτωση αυτή, όλο το βάρος πέφτει πια στον δάσκαλο και όχι στον μαθητή που λαβαίνει μέρος στο διαγωνισμό. Είναι ο δάσκαλος εκείνος που έχει την ευθύνη να τον προετοιμάσει με κατάλληλο τρόπο, ώστε ένα αρνητικό αποτέλεσμα να μην επηρεάσει την ψυχολογία του. Αυτός πρέπει να εξηγήσει στον μαθητή πως μια τέτοια δοκιμασία μόνο κέρδος θα του αποφέρει, το κέρδος της προετοιμασίας, της προσπάθειας, της συμμετοχής, της εμπειρίας και όχι το κέρδος του βραβείου. Πως ένα βραβείο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε και πως μια διάκριση μπορεί ίσως και να αποπροσανατολίσει την διαδρομή του γεμίζοντας τον με αρρωστημένες φιλοδοξίες. Δυστυχώς όμως τις περισσότερες φορές συμβαίνει το αντίθετο. Συμβαίνει να είναι οι δάσκαλοι αυτοί που φορτώνουν με άγχος τους μαθητές τους, αφού οι ίδιοι επιζητούν να προβληθούν μέσα από τη δική τους διάκριση.
Τ.Β. Ποια θετικά στοιχεία και ποιες αδυναμίες εντοπίσατε παρατηρώντας την ερμηνεία έργων από τους μαθητές που συμμετείχαν στον ανωτέρω διαγωνισμό;
Β. Α. Αδυναμίες πάντα υπάρχουν, τεχνικές αλλά και μουσικές. Μάλιστα στους διαγωνισμούς και λόγω του άγχους που ανέφερα πριν, οι όποιες αδυναμίες υπερτονίζονται ίσως. Δεν θα ήθελα όμως να σταθώ εκεί, αλλά στο γεγονός πως τα παιδιά αυτά ασχολούνται με τη μουσική. Με την ποιοτική μουσική, τη στιγμή μάλιστα που βομβαρδίζονται από παντού (ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ηλεκτρονικοί υπολογιστές) με άλλου είδους ακούσματα, αλλά και θεάματα.
Μόνο «μπράβο» και «συγχαρητήρια» μπορεί να δώσει κανείς σ’ αυτά τα παιδιά για την ενασχόλησή τους με το όργανο σε τόσο δύσκολες εποχές και να τα παρακινήσει να συνεχίσουν ν’ ασχολούνται με κάτι που αγαπούν με πολύ κέφι και διάθεση. Άλλωστε το ταξίδι είναι που μετράει κι όχι πάντα ο προορισμός...
Τ.Β. Ως σολίστ, αλλά και ως οικονομολόγος, έχετε ενδείξεις ότι η κρίση ενδέχεται να λειτουργήσει ως «ευκαιρία», να δώσει αφορμή για αξιόλογη καλλιτεχνική δημιουργία και να ευαισθητοποιήσει περισσότερο το ευρύ κοινό για το σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι ή αντιθέτως βλέπετε να επηρεάζει δυσμενώς τις όποιες προσπάθειες;
Β. Α. Επιτρέψτε μου να μη χρησιμοποιήσω την ιδιότητά μου ως οικονομολόγου και θεωρηθεί η προσωπική μου άποψη ως άποψη κάποιας αυθεντίας (τα τελευταία δυο χρόνια συμβαίνει πολύ συχνά σε πάνελ, εφημερίδες και τηλεοράσεις, ένα σωρό οικονομολόγοι να παρουσιάζονται σαν Πυθίες και να περιμένουμε να μας δώσουν τον πολυπόθητο χρησμό). Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να χαρακτηριστώ ως κάτι ανάλογο. Απαντώ λοιπόν - και είναι φυσικά προσωπική μου άποψη μια και είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος - με το αρχαίο γνωμικό «ουδέν κακόν αμιγές καλού...».
Πιστεύω πώς ναι, τελικά μπορεί η κρίση να μας οδηγήσει κάπου που ίσως να μη φτάναμε ποτέ χωρίς αυτήν. Ξέρετε, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για όλους μας. Να αφήσει μια ωριμότητα τόσο στους δημιουργούς, όσο και στο κοινό. Ένα κοινό, που τώρα πια ξέρει να επιλέγει καλύτερα, έχοντας αποκτήσει μια διαφορετική «σοφία» στην προσέγγιση των πραγμάτων και διαθέτοντας την ικανότητα να διαχωρίζει το ποιοτικό από το μη ποιοτικό. Αλλά και οι δημιουργοί που αρχίζουν να φροντίζουν περισσότερο αυτό που προσφέρουν στον κόσμο. Που αξιολογούν τη δουλειά τους με διαφορετικά πια κριτήρια.
Μπορεί όπως λέτε κάποιες προσπάθειες να επηρεάζονται δυσμενώς, αλλά νομίζω πως ακριβώς αυτό κάνει μεγαλύτερη τη διάθεσή μας να τις εντείνουμε και να παλέψουμε περισσότερο. Και ίσως τελικά να επιτύχουμε πράγματα για τα οποία δεν θα προσπαθούσαμε ποτέ. Δεν θα προσπαθούσαμε όχι εκούσια, μα από εφησυχασμό και από μια περίεργη βεβαιότητα που κυριαρχούσε, πως «όλα βαίνουν καλώς».
Ίσως είναι ευκαιρία να αντιληφθούμε πως χρόνια τώρα ασχολούμασταν με το εύκολο, με ρηχές και χωρίς περιεχόμενο και ταυτότητα καταστάσεις. Ίσως είναι ευκαιρία να κοιτάξει ο καθένας μέσα του με μια διάθεση δημιουργικής εσωστρέφειας και ν’ αξιολογήσει διαφορετικά καταστάσεις που για χρόνια σαν κοινωνία αγνοούσαμε ή θέλαμε να αγνοούμε γιατί μας βόλευε και λιγάκι... Το κοινό αντιλαμβάνεται την όποια αξιόλογη προσπάθεια και λειτουργεί επιτρέψτε μου την έκφραση, σχεδόν «συνωμοτικά». Επιβραβεύει πάντα τις αξιόλογες προσπάθειες.
Άρης Γαρουφαλής – Βιργινία Αμαριωτάκη
19ο Φεστιβάλ κιθάρας Πάτρας, Μάρτιος, 2010
Τ.Β. Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας σχέδια για την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά και ποιοι στόχοι θα θέλατε να επιτευχθούν;
Β. Α. Φιλοδοξίες και σχέδια πάντα υπάρχουν και αυτό είναι άλλωστε η κινητήριος δύναμη για κάθε καλλιτέχνη. Έχω προγραμματίσει βέβαια κάποια ρεσιτάλ - οι ημερομηνίες των οποίων θα ανακοινωθούν εν καιρώ. Αυτήν την περίοδο έχω ξεκινήσει ηχογραφήσεις για το πρώτο μου CD, το οποίο θα περιλαμβάνει έργα κυρίως Λατινοαμερικάνων συνθετών. Έκανα επίσης μια σκέψη να ηχογραφήσω ένα CD με έργα ισπανών συνθετών, αλλά και συνθετών της μπαρόκ εποχής με τη συμμετοχή του πιάνου, ένα είδος διαλόγου μεταξύ πιάνου – κιθάρας πάνω στο ίδιο έργο. Είναι κάτι που κάναμε στο Φεστιβάλ Κιθάρας στην Πάτρα πριν 3 χρόνια με τον Άρη Γαρουφαλή ερμηνεύοντας έργα Albéniz και πέρυσι με την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου σε έργα Girolamo Frescobaldi και François Couperin. Το ακροατήριο ακούει το έργο όπως είναι αρχικά γραμμένο στο πιάνο και αμέσως μετά τη μεταγραφή του στην κιθάρα. Τα περισσότερα αποδίδονται καλύτερα στη μεταγραφή όταν πρόκειται για ισπανική μουσική ή για μουσική γραμμένη αρχικά στο τσέμπαλο. Το ακροατήριο και της μιας και της άλλης συναυλίας ενθουσιάστηκε από την σύγκριση αυτή. Δεν ξέρω όμως αν το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο ελκυστικό στην περίπτωση ενός CD.
Άρης Γαρουφαλής – Βιργινία Αμαριωτάκη
19ο Φεστιβάλ κιθάρας Πάτρας, Μάρτιος, 2010
Τ.Β. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας σκέψεις και προβληματισμούς αναφορικά με την ταυτότητά σας ως σολίστ και τη θέση σας στο σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι;
Β. Α. Ζούμε σε μια κρίσιμη για τη χώρα μας περίοδο και ως εκ τούτου κάθε σκέψη που αφορά τη δική μου θέση αποκομμένη απ’ το υπόλοιπο σύνολο νομίζω πως δεν θα είχε νόημα. Η ουσία βρίσκεται στη θέση που κατέχει σ’ αυτήν ο πολιτισμός μας. Αν δεν δώσουμε σ’ αυτόν τη θέση που του αξίζει, στην όποια έκφανση της κοινωνικής μας ζωής, δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει μεγάλη βελτίωση σε οποιοδήποτε τομέα. Πολλά πράγματα και παγιωμένες καταστάσεις ετών θα πρέπει να αλλάξουν και είναι ευθύνη μα και υποχρέωση όλων μας.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις προφανώς έχουν ευθύνες όταν αδιαφορούν ή και παραμελούν κάποιες κινήσεις και πρωτοβουλίες που προάγουν τον πολιτισμό μας. Θα ήταν όμως άδικο να μιλάμε γι΄ αυτές εξαιρώντας ο καθένας τον εαυτό του. Η Πολιτεία σαν σύνολο έχει ευθύνες, αλλά αυτή την Πολιτεία την απαρτίζουμε όλοι μας. Ο καθένας νομίζω θα πρέπει να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τον τόπο του στο μέτρο βέβαια που του επιτρέπει η θέση του στο κοινωνικό σύνολο.
Στόχος δικός μου είναι να ασχολούμαι όσο πιο συνετά μπορώ με τη μουσική και να την υπηρετώ με όποιο τρόπο. Έτσι νιώθω πως βάζω κι εγώ το δικό μου μικρό λιθαράκι στην κουλτούρα αυτής της χώρας. Προσπαθώ και θα προσπαθώ πάντα να χαρακτηρίζεται η δουλειά μου
από μια ποιότητα.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Σεπτέμβριος 2012
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας