Φως στα πρόσωπα!
Το TaR έχει τη χαρά να φιλοξενεί και να δημοσιεύει κύκλο πορτρέτων σημαντικών ελληνικής καταγωγής μουσουργών από το Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου.
[Ελληνικής καταγωγής μουσουργοί στη διασπορά]
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΘΕΜΕΛΙΔΗΣ
(1905-1931)
O Θεμελίδης σε ηλικία 24 ετών
Ελάχιστη συμβολή –με αφορμή την 80ετία από τον θάνατό του- στον άγνωστο ταλαντούχο ελληνικής καταγωγής μουσουργό και αρχιμουσικό, το άδοξο τραγικό τέλος του οποίου στέρησε την Ελλάδα από τον δικό της Σοστακόβιτς
Εισαγωγή
Η ‘ανακάλυψη’ (στο πλαίσιο του ερευνητικού μου έργου στο ‘Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου’ [ΑΕΜΘΤ]) του ελληνικής καταγωγής Ουκρανού μουσουργού και διευθυντή ορχήστρας Βλαδίμηρου Θεμελίδη (Βολοντιμίρ Φεμελίδι) και η μελέτη των όποιων στοιχείων γι’ αυτόν είναι διαθέσιμα με οδήγησε σε άλλη μία μεγάλη έκπληξη: ήταν φίλος και σύμβουλος του Ντ. Σοστακόβιτς. Και επίσης στην τεκμηρίωση της προαναγραφείσας θέσεώς μου: ο Θεμελίδης –αν ζούσε έστω 15 έτη ακόμη- κάλλιστα θα ήταν ο ισάξιος Έλλην Σοστακόβιτς. Ο τελευταίος, συνομήλικός του (γεννήθηκε το 1906), τον θαύμαζε απεριόριστα με βάση τις καταγεγραμμένες δηλώσεις του: «…ο Θεμελίδης κατείχε μεγάλο ταλέντο στη σύνθεση. Το μπαλέτο του «Λαιμητόμος» έχει υπέροχη μουσική. Έγραφε πολύ γρήγορα και επαγγελματικά. Τις περισσότερες φορές, δεν έγραφε σχέδια και πρόχειρες σελίδες, έγραφε κατευθείαν παρτιτούρες. Η σοβιετική μουσική έχασε, όπως και εγώ, πάρα πολλά όταν έφυγε αυτός ο συνθέτης. Αν είχε μείνει ζωντανός, θα είχε δημιουργήσει πολλά υπέροχα έργα.». Στους θαυμαστές του επίσης εντάσσεται ο διάσημος πιανίστας Σβιατοσλάβ Ρίχτερ («…η μουσική του δημιουργία ήταν αξιοπρεπής, πολύ καλύτερης ποιότητος πάντως από την μουσική άλλων συνθετών εκείνης της εποχής…»). Οι όποιες πληροφορίες τις οποίες –μετά πολλών κόπων- κατάφερα να συλλέξω για τη σύντομη ζωή και καλλιτεχνική πορεία του Θεμελίδη, με τη βοήθεια φίλων Ουκρανών μουσικολόγων/ερευνητών, με οδηγούν συνεχώς στην παγιοποίηση του κολοσσιαίου αξιακού μεγέθους του σε συνδυασμό με την τραγικότητα της τόσο πρόωρης απώλειάς του, από βαρειάς μορφής πνευμονίας, σε ηλικία μόλις 26 ετών (!!), σε φάση δημιουργικού οργασμού και ωριμότητας και ενώ διηύθυνε τις παραστάσεις του μπαλέτου του «Λαιμητόμος». Η δε δημιουργική του προσφορά δεν ξεπερνά τα 7 έτη (1924-31). Και όμως πρόλαβε να χαρίσει στην ανθρωπότητα 20 έργα: 3 όπερες, κοντσέρτα, έργα μουσικής δωματίου και φωνητικά. Εξ αυτών διασώζονται τα 15, δυστυχώς τελείως λησμονημένα, κυρίως λόγω πολιτικών/κοινωνικών συγκυριών (ο Θεμελίδης υπήρξε ένθερμος κομμουνιστής). Τα μουσικά χειρόγραφα των συνθέσεών του ευρίσκονται σε χώρους δυστυχώς απροσπέλαστους εκ του μακρόθεν και ερμητικά κλειστούς (αρχεία και συλλογές μη κρατικών φορέων και ιδιωτών της Ουκρανίας). Η προσπέλαση σε αυτά είναι δυνατή μόνον με επιτόπια καταβολή αστρονομικών χρηματικών ποσών (για τα δεδομένα του ΑΕΜΘΤ τουλάχιστον) στους κατόχους τους.
Εισήλθε στην ζωή με δύναμη και σθένος, υμνώντας την προλεταριακή επανάσταση του 1917, την τότε Σοβιετική Ένωση, με όλη την δύναμη της καρδιάς του. Ανδρώθηκε στην περίοδο των αναζητήσεων και του προσδιορισμού του σοβιετικού πολιτισμού και της τέχνης, με άξονα τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ως μέλος της ουκρανικής κομμουνιστικής νεολαίας ανήκε στο κίνημα της πολιτιστικής αναδομήσεως της χώρας του, τοποθετώντας τα θεμέλια της ουκρανικής μουσικής ως ο «Συνθέτης για όπερα και μπαλέτο». Το έντονο και πρωτότυπο ταλέντο του, ο υψηλός επαγγελματισμός του και η τέλεια τεχνική στη γραφή μουσικής ενώνονται με τα ελκυστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Στη δεκαετία του ’20 και του ’30, τα έργα του παρουσιάζονταν στο ραδιόφωνο και σε συναυλίες στα θέατρα πολλών πόλεων στην επικράτεια της χώρας από σπουδαίους λυρικούς καλλιτέχνες, ορχήστρες, μουσικά σύνολα, χορογράφους και φοιτητές του Μουσικο-Δραματικού Ινστιτούτου της Οδησσού. Αναμφισβήτητα την μεγαλύτερη αναγνώριση από τις δημιουργίες του είχαν η όπερα «Ραζλόμ» («Διάλειμμα») και το μπαλέτο «Λαιμητόμος» (ή «Καρμανιόλα»).
Υπήρξε πολύπλευρα ταλαντούχος άνθρωπος. Εκτός από συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, υπήρξε λαμπρός λογοτέχνης. Έγραφε ποιήματα, λιμπρέτα (έγραψε το λιμπρέτο της ημιτελούς όπεράς του «Καίσαρας και Κλεοπάτρα», μαζί δε με τον Λαβρένιοβ συν-έγραψε το λιμπρέτο του «Ραζλόμ»). Είχε επίσης καλές υποκριτικές ικανότητες (στην όπερα «Ραζλόμ» ερμήνευσε τον ρόλο του Ουσπένσκι).
Θεμελίδης σε ηλικία 21 ετών
Περίοδος 1905-26
Γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1905 στην Οδησσό με την πολυπληθή ελληνική κοινότητα. Ο ποντιακής καταγωγής πατέρας του Αλέξανδρος ήταν πολυμαθής και διαπρεπής δικηγόρος. Επίσης θαυμάσιος λογοτέχνης-ποιητής και μεταφραστής με σημαντικό ερευνητικό έργο. Η Ουκρανή μητέρα του, Ελένα Αλεξαντρόβνα Λεμπεντίνσκα, ήταν εξαιρετική πιανίστα και είχε καλή φωνή. Η τελευταία τον εισήγαγε στον κόσμο της μουσικής και του μετέδωσε την αγάπη της για ουκρανικά και ρωσικά λαϊκά τραγούδια. Ως παιδί, ο νεαρός Βλαδίμηρος ήταν ανήσυχος για γνώση και έξυπνος πέραν του φυσιολογικού. Ομιλούσε –χάρις στον πατέρα του- την ελληνική (ποντιακή διάλεκτος) και διάβαζε Πλάτωνα και αρχαίους τραγικούς από το πρωτότυπο. Γνώριζε δε καλά την ιστορία της μακρινής πατρίδας του. Η απίστευτη μνήμη, η λεπτή μουσικότητα και η οξύτατη ακοή τον ξεχώριζαν εμφανώς από τους συμμαθητές του. Στο σχολείο είχε άριστες επιδόσεις και απέσπασε βραβεία και επαίνους. Από 3 ετών έπαιζε πιάνο (προσπαθούσε να συνοδεύει άλλους μουσικούς), έγραφε ποιήματα και ενδιαφερόταν για το θέατρο. Το 1921 εισήλθε στο Ιστορικό Τμήμα του Πανεπιστημίου ‘Νοβοροσίσκ’ της Οδησσού. Στην περίοδο 1921-24 ασχολήθηκε επισταμένως με την ιστορία, την αρχαιολογία, τη φιλολογία και τη ζωγραφική. Την άνοιξη του 1924 άφησε το Ιστορικό Τμήμα και γράφτηκε στο πανεπιστημιακό Μουσικό-Δραματικό Ινστιτούτο (εφεξής Μ.Δ.Ι.) της Οδησσού. Αν και ουσιαστικώς θεωρούσε τον εαυτό του αυτοδίδακτο, παρακολούθησε συστηματικά μαθήματα συνθέσεως με τον Βασίλειο Ζολοταριέβ (πρόκειται για τον Κουγιουμτζή, συνθέτη ελληνικής καταγωγής, μαθητή του Ν. Ρίμσκυ-Κόρσακοβ) και Κύριλλο Μολτσάνοβ και διευθύνσεως ορχήστρας με τον Γκριγκόρι Στολιαρόβ. Η εξαντλητική προσωπική μελέτη του τον καθιέρωσε ως έναν εκ των πλέον υποσχομένων φοιτητών του πανεπιστημίου. προκαλώντας τον σεβασμό των μελών της αυστηρής επιτροπής των εξετάσεων. Ξεπερνώντας το υποχρεωτικό πρόγραμμα του πανεπιστημίου, εμφάνισε -3 μήνες μετά την εισαγωγή του στο Μ.Δ.Ι.- τα πρώτα δείγματα μουσικής γραφής: «Μινιατούρες» για φωνή και πιάνο (χαμένο), «Σονάτα» για πιάνο, «Τρίο» για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο, και «Εξωτικός Χορός» για κουαρτέτο εγχόρδων με χορευτική διάθεση. Συνέθεσε επίσης τις 3 «Ρομάντσες» για υψίφωνο και ορχήστρα δωματίου (αναφορά στη ρωσική κλασσική σχολή: Γκλίνκα, και Μούσοργκσκι, με έμφαση στη θεατρικότητα) σε ποίηση Πούσκιν («Ελεγεία»), Μπαλμόντ («Αστρο Μαγιού») και Γκοροντέτσκι («Άνοιξη στο μοναστήρι») (1924-5. Αναθεωρημένη τελική μορφή: 1927). Αναφέρονται επίσης: ένα μονομερές κουαρτέτο εγχόρδων, με έντονα λυρικά στοιχεία και ένα ντούο για βιολοντσέλο και πιάνο (χαμένα).
Από τη σκηνική παρουσία του έργου ΛΟΥΚΟΜΟΡΙΕ
Η πορεία της μουσικής δημιουργίας του Θεμελίδη ήταν δύσκολη και εντατική. Οι ιδέες για πολύ καιρό και λεπτομερώς επεξεργάζονταν στο μυαλό του. Ακολούθως τις μετέφερε στην παρτιτούρα, αλλάζοντάς τες αμέτρητες φορές. Υπερβολικά αυστηρός και απαιτητικός με τον εαυτό του («…δεν έχω συνθέσει ακόμα έργο {το Opus αρ.1}, το οποίο θα μπορούσε να παρουσιασθεί στην εποχή μας») αναθεώρησε τα προαναγραφέντα έργα του. Αρκετές φορές, ανικανοποίητος από το αποτέλεσμα, τα κατέστρεψε (έχει καταστρέψει τουλάχιστον 12 πρώιμα έργα του με άγνωστους τίτλους τους). Οι δε οδηγίες του πάνω στην παρτιτούρα για τον τρόπο ερμηνείας είναι πυκνές και άκρως κατατοπιστικές. Ο πιανίστας Σενέβσκυ, συμφοιτητής του, είχε γράψει ότι «…την σπουδαία σονάτα για πιάνο, ο Βλαδίμηρος την ξαναέγραψε 12 φορές».
Με ασταμάτητη δουλειά οδηγεί –το 1926- τον δημιουργικό πυρετό του σε έργα μεγάλης κλίμακος: α) «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα» (επαινέθηκε από τον Γκλαζουνόβ, σε κείμενό του, τον Σεπτέμβριο του 1927) ως το «…καλύτερο κοντσέρτο για βιολί που άκουσε από νεαρό δημιουργό της ΕΣΣΔ» (!!), με έντονα δραματικά στοιχεία και απαιτητικές καντέντσες β) «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα», με έντονο το χορευτικό στοιχείο και γ) «Ουντίνε» συμφωνικό ποίημα για φωνές και ορχήστρα σε ποίηση Ζουκόβσκι.
Από το μπαλέτο ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Περίοδος 1927-31
Το 1927 είναι πολύ σημαντικό έτος στην ζωή του Βλ. Θεμελίδη. Η Συμφωνία του αρ.1 με τίτλο «Ιωβηλαίον» για ορχήστρα, αφιερωμένη στα 10χρονα της Οκτωβριανής Επαναστάσεως, προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού στο κοινό, λόγω και της ενσωματώσεως επαναστατικών τραγουδιών («Πέσατε θύματα στη μάχη», κ.α.) και παραδοσιακών ουκρανικών σκοπών όπως γράφτηκε στο ρωσικό περιοδικό ‘Καλλιτεχνική Ζωή’ («…το ταλέντο του και η αγάπη του για έντονα ηχητικά χρώματα είναι έκδηλα. Χαιρόμαστε γι’ αυτή την παρουσίαση της Συμφωνίας με τα σπινθηροβόλα ορχηστρικά χρώματα»). Είναι δε το πρώτο συμφωνικό έργο της χώρας με ανάλογο θεματικό περιεχόμενο, με απουσία όμως πρωτότυπων θεμάτων και κάποια προβλήματα στην ενορχήστρωση (ιδίως του 1ου μέρους). Ο Γκλαζουνόβ ο οποίος είχε επισκεφθεί το Μ.Δ.Ι. ως εξεταστής των σπουδαστών συνθέσεως ξεχώρισε τον Θεμελίδη μιλώντας γι’ αυτόν στο τοπικό ραδιόφωνο με τα καλύτερα λόγια. Του χάρισε δε χειρόγραφη παρτιτούρα του (άγνωστος ο τίτλος της) με ειδική αφιέρωση.
Το 1928 ολοκλήρωσε την πλήρη σειρά μουσικό-θεωρητικών και γενικής παιδείας μαθημάτων και αφιερώθηκε αποκλειστικώς στην σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Κατέθεσε επίσης, στο Μ.Δ.Ι., δύο εμβριθείς μουσικολογικές-ερευνητικές εργασίες: «Ψευδοκλασσικισμός στην μουσική» και «Το έργο του συνθέτη Β. Καλίννικοβ». Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως διευθυντής ορχήστρας με τη ορχήστρα καθηγητών και φοιτητών του Μ.Δ.Ι. σε κατάμεστη αίθουσα, όπως διαβάζουμε στον τύπο της εποχής, ενθουσιάζοντας το κοινό (18 Ιουνίου). Το συνθετικό του έργο αποκτά νέα διάσταση με τα έργα: α) Συμφωνία αρ.2 με τίτλο «Κλασσική» (στο ύφος του 18ου αι. και φόρος τιμής στον Προκόφιεβ και το αντίστοιχο έργο του, από το 1917), β) «Ιστορία στις πύλες του επιστάτη», σκηνή από opera-buffa για υψίφωνο ή τενόρο, βαρύτονο και ορχήστρα, σε κείμενο του Τολστόϊ (επίσης με αναφορές στον Προκόφιεβ), γ) «Λουκομόριε» (εισαγωγή στο παραμύθι «Ρουσλάν και Λιουντμίλα») για φωνή και ορχήστρα σε ποίηση Πούσκιν (την 1η γραφή του επαίνεσε ο Γκλαζουνόβ για τα λεπτά ηχοχρώματά της), δ) κύκλος «8 Τραγούδια σε εβραϊκά θέματα» για φωνή και πιάνο και ε) σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο «Παιχνίδι ενδιαφερόντων» του Μπενεβέντε (τα 2 τελευταία έχουν χαθεί), χάρις στα οποία έγινε αυτοδικαίως μέλος του ‘ΒΟΥΤΟΥΡΜ’ (Πανουκρανικός Σύλλογος Επαναστατών Μουσικών). Λίαν προσφάτως, από φίλο ερευνητή ποντιακής καταγωγής, μου αναφέρθηκε η πληροφορία για την παρουσίαση μίας «Σονάτας πάνω σε ποντιακά θέματα» για βιολί και πιάνο στο Μ.Δ.Ι. (το 1927) άνευ όμως τεκμηριώσεως της υπάρξεώς της.
Από την όπερα ΡΑΖΛΟΜ
Διακαής πόθος του παρέμεινε η δημιουργία όπερας με ηρωικό-επαναστατικό θέμα. Άρχισε να ψάχνει για υπόθεση με κοινωνική σημασία και αντιθέσεις. Στράφηκε σε ηρωικές ιστορίες της οκτωβριανής επαναστάσεως και μελέτησε όλο το χρονικό της εποχής, τις νέες δημιουργίες του σοβιετικού θεάτρου και της ποιήσεως. Αυτό επετεύχθη με την 4πρακτη όπερα «Ραζλόμ» η οποία, μετά από πολλές αλλαγές στην παρτιτούρα, ολοκληρώθηκε το 1929. Ως βάση του λιμπρέτου χρησιμοποιήθηκε το ήδη πετυχημένο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ρώσου δραματουργού Μπαρίς Λαβριένοβ (σε κοινή συνεργασία). Αναφέρεται σε ιστορικές πράξεις της περιόδου 1917-19 (θρυλική αποστολή του καταδρομικού ‘Αβρόρα’, αιματηρή διαδήλωση κομμουνιστών τον Ιούνιο του 1917). Η δε πρώτη παρουσίαση της όπερας, υπό τη διεύθυνσή του, στο νεόκοπο Κρατικό Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου της Οδησσού υπήρξε μέγιστο καλλιτεχνικό γεγονός για την πόλη (7.11.1929). Συνέπεσε δε με τα 12χρονα της οκτωβριανής επαναστάσεως. Είναι έργο γραμμένο κυρίως με ξηρό ομιλητικό ρετσιτατίβο και καθόλου άριες, με ιδιαίτερη προσοχή στον κυματισμό κάθε συλλαβής. Αυτό προκάλεσε ορισμένα προβλήματα στους τραγουδιστές και στο κοινό το οποίο σοκαρίστηκε από αυτές τις καινοτομίες. Ο Θεμελίδης, με μεγάλο γούστο και λεπτή φαντασία, δημιούργησε το άκουσμα ορχήστρας παραδοσιακών οργάνων (μπαγιάν, μπαλαλάϊκα, ντουντούκ, ποντιακή λύρα [!!], κ.α.) με έξοχα περάσματα του πιάνου και των αρπών.
Οι περισσότερες κριτικές καλοσώρισαν την όπερα ως το πρώτο χελιδόνι της οπερατικής φιλολογίας και ως έργο το οποίο «…με το σύγχρονο θέμα και το ξεκάθαρο επαναστατικό περιεχόμενο αναμφίβολα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μας». Από το ουκρανικό περιοδικό της εποχής ‘Κομμουνιστικός Φάρος’ (τ. 37, 6/1928) επέλεξα επίσης το κάτωθι απόσπασμα: «Σε πραγματική αποθέωση έγινε το φινάλε της όπερας, όταν ακούστηκε επαναστατικό τραγούδι «Με θάρρος μπροστά προχωρήστε…» και από τον κατάρτι του καταδρομικού (Αβρόρα=Αυγή) ως το πάτωμα της σκηνής άρχισε να ανεβαίνει αργά μια τεράστια κόκκινη σημαία της επαναστάσεως…όλη η αίθουσα, ενθουσιασμένη με πατριωτική ορμή, σηκώθηκε και άρχισε να τραγουδάει μαζί με την χορωδία. Οι θεατές υποδέχτηκαν θερμά την όπερα και τον συνθέτη.». Ακολούθησαν αρκετές παρουσιάσεις της όπερας στη Μόσχα, στο τότε Λένινγκραντ (12/1927) και στο Μπακού.
από το πρόγραμμα του μπαλέτου ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Ανεξαρτήτως από την πλήρη απασχόλησή του στο θέατρο, δεν άφησε την σύνθεση. Η ροή νέων και ενδιαφερουσών ιδεών και των μορφών δεν τον άφησαν σε ησυχία.Το 1930 περάτωσε το κορυφαίο έργο του, το μπαλέτο «Λαιμητόμος» (4 πράξεις, 9 σκηνές) με θέμα τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Την 17η Νοεμβρίου 1930, το έργο παρουσιάσθηκε ως μπαλέτο με χορογραφία του διάσημου χορογράφου Μωυσέεβ, οι δε παραστάσεις ξεπέρασαν τις 40. Το νέο και ασυνήθιστο για το ύφος του μπαλέτο με την καινοτόμο μουσική του, με άφθονα σαρκαστικά και γροτέσκα στοιχεία, όπως και η ευρηματική χορογραφία δημιούργησε στον χώρο των κριτικών φανατικούς οπαδούς («…η μουσική του έργου ορθά εκφράζει την εποχή και αδιαμφισβήτητα έχει μεγάλη καλλιτεχνική αξία») και εχθρούς («…η μουσική της είναι χωρίς μελωδικότητα και δεν προορίζεται για χορό». Διατηρώντας την τονική βάση, ο συνθέτης εφάρμοσε ευρύτατο κύκλο αρμονικών μέσων: από απλά τρίηχα έως άκρως πολυσύνθετες συγχορδίες. Χρησιμοποιώντας μη χορευτικούς ρυθμούς (5/4, 10/4), με θαραλλέο τρόπο παραβίασε τα παραδοσιακά σχήματα μπαλέτου, ακολουθώντας τα βήματα του Στραβίνσκυ, κυρίως με το μπαλέτο του «Πουλί της Φωτιάς» (αν και ο Θεμελίδης δεν είχε ακούσει ή δει ποτέ έργο του). Ο μουσικολόγος Μ. Ζαγκαϊκέβιτς έγραψε: «Το έργο του Θεμελίδη είναι πολύ αξιόλογο και ενδιαφέρον. Στην μουσική δραματουργία της «Λαιμητόμου» βρήκαν την θέση τους τάσεις χαρακτηριστικές για την αρχική περίοδο στην ανάπτυξη του σοβιετικού μπαλέτου: υπερευθύτητα στην ενσάρκωση κοινωνικών διαδικασιών και αντιφάσεων, δραματικός κορεσμός της μουσικής και φρεσκάδα αρμονικών και ορχηστικών χρωμάτων. Η «Λαιμητόμος» ως ένα από τα πρώτα σοβιετικά μπαλέτα, στρώσανε το δρόμο για την εισαγωγή του ιστορικο-επαναστατικού θέματος σε αυτό το ύφος μουσικής». Ο περίφημος πιανίστας Σβ. Ρίχτερ έγραψε, μεταξύ άλλων: «…ορισμένα σημεία του έργου θα τα ήθελε πολύ ως δικά του και ο Προκόφιεβ. Και μέχρι σήμερα κρατάω την πλήρη παρτιτούρα αυτού του μπαλέτου, που το ανέβασμά του αποτέλεσε μεγάλο γεγονός στην Οδησσό ». Στην πρώτη παρουσίασή του έργου (20.9.1930) παρευρέθη και ο Σοστακόβιτς ο οποίος ενθουσιασμένος επεζήτησε τη φιλία του. Όντως, στην διάρκεια της παραμονής του Σοστακόβιτς στην Οδησσό, τους ένωσε η παθιασμένη αγάπη για την μουσική και οι τολμηρές αναζητήσεις νέων καλλιτεχνικών κατευθύνσεων (τρόποι δημιουργίας), όπως επίσης και η επιθυμία να βαδίσουν στην νέα σοβιετική πραγματικότητα. Οι δύο φίλοι έδειχναν ο ένας στον άλλον τις συνθέσεις τους και έκαναν μαζί μακρύωρες καλλιτεχνικές συζητήσεις. Οι έντονες διαμάχες γύρω από την «Λαιμητόμο» δεν επηρέασαν την καλλιτεχνική δραστηριότητα του Θεμελίδη. Είναι γνωστό ότι στοιχεία του χρησιμοποιήθηκαν από άλλους συνθέτες όπως ο Ρ. Γκλιέρ.
Στο τέλος του 1930 και έως τον θάνατό του εργαζόταν εκ παραλλήλου πάνω σε 3 όπερες: α) τη ραδιοφωνική όπερα «Θωρηκτό Ποτέμκιν», η πρεμιέρα του οποίου έγινε στον ραδιοσταθμό της Οδησσού στις 27 Ιουνίου του 1931 (χαμένο), β) το ηρωικό έπος «Μπουρεβέστνικ» (μόνον σχεδιάσματά είχε γράψει και αυτά επίσης χάθηκαν), και γ) την όπερα «Καίσαρας και Κλεοπάτρα» σε κείμενο του Μπέρναντ Σόου. Έγραψε μόνον τις πρώτες σκηνές της στις οποίες ο δημιουργός μας εντυπωσιάζει με την πλούσια μελωδικότητα, τη μαγευτική χορωδιακή παλέτα και τη ραφινάτη ενορχήστρωση, όπως γράφτηκε στην εφημερίδα ‘Ισβέστια’ της Οδησσού.
Το καλοκαίρι του 1931 μελετούσε επίσης υλικό για μελλοντική όπερα, αφιερωμένη στην Παρισινή Κομμούνα. Όμως αυτές οι καλλιτεχνικές ιδέες δεν ήταν γραφτό να τελειώσουν. Ο πρόωρος θάνατος, την 3η Οκτωβρίου του 1931, από βαρειάς μορφής πνευμονία, στέρησε την ανθρωπότητα από έναν νέο –ενδεχομένως- Σοστακόβιτς και έναν λαμπρό ελληνικής καταγωγής μουσουργό.
Αν η Ουκρανία σκοπίμως κρατά στην αφάνεια αυτόν τον τόσο σπουδαίο καλλιτέχνη, προσπαθώντας να αποτινάξει τα κατάλοιπα του κάθε τι σοβιετικού, εμείς ως χώρα οφείλουμε να ενδιαφερθούμε και να αποκαταστήσουμε τη μνήμη και την καλλιτεχνική αξία του.
Σημ. συντ. : το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘ΠΟΛΥΤΟΝΟν’ της ΕΕΜ (τ.18, 9/2006) και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘JAZZ και ΤΖΑΖ’ (τ.217 και 218, 4 και 5/2011) , με αρκετές αλλαγές, οι οποίες προέκυψαν από την συνέχεια της ιστορικής έρευνας
Πηγές:
Α) Μονογραφία «Β. Θεμελίδης» του Τ. Γκάμιτς (εκδόσεις «Μουσική Ουκρανία», Κίεβο 1974)
Β) Ουκρανικές εφημερίδες και περιοδικά της περιόδου 1926-35
Γ) Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου
Δ) Άρθρο Κώστα Αυγητίδη στο περιοδικό ‘ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ’ (τ. 356, 2.1998)
Ε) Προφορικές και μέσω αλληλογραφίας (ηλεκτρονική και έντυπη) μαρτυρίες 3 φίλων Ουκρανών μουσικολόγων οι οποίοι επιθυμούν την ανωνυμία τους
Θωμάς Ταμβάκος
http://tamvakosarchive.blogspot.com/
(Απρίλιος 2011)
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας