VICTOR MONGE «El Serranito»
(για να σταματήσει το βίντεο που παίζει αυτόματα, πατήστε το κουμπί "STOP"
του media player)
Στις δεκαετίες 1950-60 στην μεταπολεμική Μαδρίτη, όταν τα μουσικά ακούσματα ήταν πολλά και ποικιλόμορφα, ένα μικρό φωνητικό γκρουπάκι άρχισε να ξεχωρίζει -το ρεπερτόριό του ήταν κυρίως Λάτιν επιτυχίες της εποχής, αλλά και επιτυχίες από τον χώρο του «εμπορικού, ευρείας κατανάλωσης» τραγουδιού. Το όνομα του γκρουπ αυτού ήταν «Los Serranos» (δηλ. οι ορεσίβιοι). Επειδή λοιπόν ο πλέον ταλαντούχος κιθαριστής του σχήματος αυτού ήταν και ο νεότερος σε ηλικία, o κατά κόσμον Victor Monge Fernandez, του προσδόθηκε το ψευδώνυμο El Serranito, ένα όνομα που τον ακολούθησε σ’όλη την μετέπειτα διεθνή του καριέρα -ένα όνομα που προφέρονταν σχεδόν με δέος, αλλά και σεβασμό σ’ολη την Ισπανία, τόσο για την μουσική του δημιουργία, όσο και για την διαβολική του κιθαριστική δεξιοτεχνία! Ενας Paganini της κιθάρας λοιπόν, εκτός από τον Mauro Giuliani; Εγώ δεν θα υποστήριζα κάτι τέτιο σθεναρά, αλλά ...τηρουμένων κάποιων αναλογιών, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν θα ήταν τελείως αβάσιμος.
Ο νεαρός Victor λοιπόν (ας τον αποκαλούμε έτσι στην νεανική του ηλικία), ερωτεύεται την κιθάρα από τον πατέρα του, προσπαθεί να προχωρήσει στην εκμάθηση του οργάνου ακούγοντας διάφορους κιθαριστές της εποχής του, αλλά με την μουσική, τα palos (τους ρυθμούς) και την copla (τον στίχο δηλαδή του φλαμένκο), πρωτοήρθε σε επαφή με έναν μάλλον ...ανορθόδοξο τρόπο: επειδή η νεαρή του φίλη χόρευε φλαμένκο σε μια ομάδα νέων στη Μαδρίτη, ο Victor βάλθηκε να εξοικειωθεί με την συνοδεία του χορού,έτσι ώστε να μπορεί να την συνοδεύει αποκλειστικά εκείνος! Και σιγά-σιγά,μαγεύτηκε από την δυναμική της τέχνης αυτής, ανακαλύπτοντας όπως ομολογεί και ο ίδιος, την εσωτερική της ομορφιά. Xωρίς να πάρει ούτε ένα μάθημα κιθάρας τελείως αυτοδίδακτος, αλλά με ένα καλό μουσικό αυτί και με μια φλογερή επιθυμία να διακριθεί και επαγγελματικά για να βοηθά οικονομικά και τους γονείς του, ο νεαρός Victor γίνεται σιγά-σιγά γνωστός σαν ένας βιρτουόζος σολίστας, αλλά και σαν ένας πολύ διαβασμένος accompagnateur στο τραγούδι και στο χορό, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την μετέπειτα θητεία του σε ένα από τα ποιοτικότερα tablaos της Μαδρίτης: το περίφημο Corral de las Morrerias.
Παρένθεση: Για πολλές δεκαετίες, στην παλιά πόλη της Μαδρίτης, μεσουρανούσαν τα διάσημα -και διεθνώς- tablao, όπως η Zambra, το Cuevas de Nemesio, το El duende, το Las Brujas, το Corral de las Morrerias, κ.ά. (με μια θαυμάσια ατμόσφαιρα γνήσιας boite και χωρίς μικρόφωνα μέχρι το 1985), πάντοτε όμως με ποιοτικούς καλλιτέχνες του φλαμένκο.Αυτά με συντομία για τα εμπορικά -ποιοτικά στέκια στη Μαδρίτη. Αξιοσημείωτο είναι και το παράδειγμα του Cueva de Nerja, που αποφάσισε να κάνει στροφή στο καθαρά παραδοσιακό φλαμένκο, φέρνοντας από ολόκληρη την Ισπανία σημαντικούς αλλά άγνωστους καλλιτέχνες, μεσόκοπους «παππούδες» τσιγγάνους κυρίως, έξω από κάθε γκλαμουριά και εμπορικότητα. Το αποτέλεσμα μπορεί να ήταν η άφθαρτη τέρψη των πραγματικών aficionados, αλλά το πλατύ κοινό ποτέ δεν ένιωσε να διασκεδάζει με την προσπάθεια αυτή -και το tablao αναγκάστηκε να κλείσει. Ετσι κι’αλλιώς, για έναν κιθαριστή του φλαμένκο η θητεία σε κάποιο από τα tablaos που προαναφέραμε, αποτελούσε μια πρώτης τάξεως εκπαίδευση στο χορό και το τραγούδι -στοιχεία απαραίτητα για την μετεξέλιξή του.
Ο Serranito ευτύχησε να συνοδεύσει καλλιτέχνες μεγάλου διαμετρήματος, όπως η Rosita Duran και η Blanca del Rey στο χορό, ο Rafael Romero el «Chocolate», Juan Varea στο τραγούδι, αλλά και η Lucero Tena,κ.α. Εκείνη την περίοδο ο Serranito ηχογραφεί στην Hispavox έναν αριθμό από LP που έμειναν, λίγο-πολύ ιστορικά,όπως:
-EL FLAMENCO EN LA GUITARRA DE <<SERRANITO>>
-AIRES FLAMENCOS.
-TENSION DE SONORIDADES.
-VIRTUOSISMO FLAMENCO.
-HIMNO DE ANDALUCIA.
- «LUZ DE LUNA» (Με την Columbia S.A.)
-MISA FLAMENCA.
Σε αυτήν ακριβώς την χρυσή περίοδο για τον Serranito, όπου η Ισπανία ανακαλύπτει το «μαγικό αριστερό του χέρι», («...descubre su izquierda genial»,όπως γράφει στην Εl Pais, ο Jaime Ortiz) ο νεαρός ακόμα Victor, στα 21 του γνωρίζει και επηρεάζεται από τον μεγάλο κλασικό κιθαριστή Narciso Yepes, ο οποίος τον προτρέπει να εργασθεί πάνω στις τεχνικές και τη μουσική δομή των συνθέσεων της κλασικής κιθάρας. Εμφανέστατο αποτέλεσμα: όλες οι συνθέσεις του -τουλάχιστον αυτές που παρουσιάζει σε ατομικά recital- έχουν μια αρχή, μέση και τέλος. Ισως αυτή η ιδιομορφία της μουσικής του δημιουργίας έκανε τον Andres Segovia να προσκαλέσει γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τον Serranito στο σπίτι του, σε μια ιδιωτική ακρόαση. Ο ίδιος περιγράφει με χιούμορ την τιμητική γι’αυτόν πρόσκληση: «O Andres Segovia με προσκάλεσε σαν τον...λιγότερο γι’αυτόν ενοχλητικό κιθαριστή του φλαμένκο!» Από σεμνότητα βέβαια, παρέλειψε να αναφέρει την πραγματική δήλωση του μεγάλου maestro για το πρόσωπό του: «Eχει την καλώς εννοούμενη αφοσίωση στην αρχαία, απλή και ευγενική κιθαριστική παράδοση του φλαμένκο χωρίς να την υποβαθμίζει με αλλότριες μουσικές υπερβολές».
Ένας σημαντικός σταθμός στην μακρά καριέρα του ήταν και το ρεσιτάλ στο Teatro Real της Μαδρίτης, το Νοέμβρη του 1982, κάτι που αποτελούσε παιδικό του όνειρο, όπου στο πρώτο μέρος παρουσίασε συνθέσεις του για τρείς κιθάρες, ενώ στο δεύτερο μέρος, συνοδευόμενος από την Συμφωνική Ορχήστρα της Μαδρίτης, το έργο του «Andaluz Sinfonico». Για τον καλλιτέχνη που είχε ήδη εμφανισθεί σε αίθουσες όπως Queen Elisabeth Hall, Carnegie Hall, Lincoln Center, Opera Haus κ.λ.π., η βραδιά στο Teatro Real αποτελούσε την απόλυτη καταξίωση... Οι κριτικές μιλούσαν την άλλη μέρα με θαυμασμό για τις «αναζητήσεις του Victor Monge στο αίμα και την παράδοση του φλαμένκο, οι οποίες μας έθεσαν σήμερα προ ενός γεγονότος ιδιαίτερης πολιτισμικής βαρύτητας».
Ο κιθαριστής Victor Monge σε συνέντευξή του στο περιοδικό Flamenco International,το 2002.
1986, Φεβρουάριος : Ο Victor Monge στην Αθήνα.
Την εποχή του έντυπου TAR, με πρωτοβουλία του Νότη Μαυρουδή, προσκλήθηκε ο Serranito για ένα ρεσιτάλ κιθάρας φλαμένκο στην αίθουσα «Παρνασσός», το 1986. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο φίλος Νότης είχε ρωτήσει την γνώμη μου για τον Ισπανό κιθαριστή. Του είχα τότε πεί, εντυπωσιασμένος: «Νότη μην διστάσεις -ο Serranito είναι καλλιτέχνης υψηλού επιπέδου». Το ρεσιτάλ είχε τεράστια επιτυχία, αλλά για μένα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον καλλιτέχνη που ήδη θαύμαζα από καιρό. Περάσαμε αρκετές ώρες μαζί, με συνεντεύξεις, φαγητό, κιθαροπαρέα, βόλτα στην νυχτερινή Αθήνα, κ.λ.π. Χαρακτήρας κλειστός, αν και φιλικός, αρνιόταν πεισματικά να παίξει «απρογραμμάτιστα» σε ιδιωτική συγκέντρωση, σε αντίθεση με τον παρτενέρ του, κιθαριστή Miguel Rivera. (Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι αυτό δεν το έκανε από σνομπισμό, αλλά γιατί όταν έπαιζε, «καιγόταν» κυριολεκτικά! Αν εκείνη τη στιγμή ήταν κάποιος κοντά του, θα νόμιζε ότι πονούσε, ότι υπέφερε σωματικά! Γι αυτό και σε δηλώσεις του είχε πει ότι «όταν ξεκινήσω να παίζω ένα κομμάτι, δίνω μια μεγάλη μάχη που συχνά δεν γνωρίζω που θα με βγάλει»). Σχεδόν λακωνικός στις συνεντεύξεις του, αλλά με απόψεις απόλυτα κατασταλαγμένες και ουσιαστικές, δεν δίσταζε να επαινέσει το ταλέντο και την καλλιτεχνική πορεία νεότερων κιθαριστών «προβλέποντας» περίπου το μέλλον τους όπως, π.χ. του Jose Antonio Rodriguez, του Manolo Franco, του Rafael Riqueni.
1986. Απρίλης. Ο Victor Monge στην Κούβα.
Αμέσως μετά από την Αθήνα, ο Serranito ήταν επίτιμος προσκεκλημένος από τον χώρο του φλαμένκο στα δρώμενα του 3ου Διεθνή Διαγωνισμού Κιθάρας ο οποίος τελούσε υπό την επίβλεψη του μαέστρου Leo Brower. Εκεί ο Victor, μαζί με τον Miguel, στο Teatro Nacional de Habana, θα επαναλάμβαναν –περίπου- το πρόγραμμα που είχαν παρουσιάσει δυό μήνες πριν στην Αθήνα. Περιττό να σας πω ότι, σαν φανατικός θαυμαστής του, χρειάστηκε να δανειστώ χρήματα για να τον ακολουθήσω σ’ αυτό το ταξίδι, σκοπεύοντας παράλληλα να καλύψω τα δρώμενα του Φεστιβάλ για λογαριασμό του έντυπου TAR.
Χωρίς να θέλω να μακρηγορήσω, ήταν δύο πράγματα που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση στην Αβάνα του 1986: η μεγάλη αξιοπρέπεια ενός λαού που, παρότι ζούσε φτωχικά, χαιρόταν τη ζωή (ακόμα και μέσα σ’εκείνα τα μουσειακά αμερικάνικα αυτοκίνητα του ’50), τραγουδούσε και χόρευε... Ακόμα, ήταν εντυπωσιακό το μορφωτικό του επίπεδο, που σήμαινε σωστά προγραμματισμένη Παιδεία και η αγάπη με την οποία περιέβαλε τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ.
Ο Serranito με τον Miguel Rivera, στην επίσημη βραδιά στο Teatro Nacional, έπαιξαν συγκρατημένα, χωρίς εν τέλει να απελευθερώσουν λίγο από την μαγική δυναμική του φλαμένκο: το αυθόρμητο, impromptu στοιχείο -πράγμα που επιβεβαίωνε μια γενικότερη, ενγενή νευρικότητα των flamencos σε μεγάλες αίθουσες.
Αντίθετα, δυό μέρες αργότερα, σε ένα υπαίθριο απογευματινό ρεσιτάλ σ’ ένα υπέροχο κλειστό patio της παλιάς πόλης, με πολύ μικρότερο αριθμητικά κοινό, άφησαν το duende τους να εκδηλωθεί, αυτοσχεδιάζοντας ελεύθερα -bulerias και rhumba- στο δεύτερο μέρος.
Aβάνα,1986.
Απολαμβάνοντας mojito μετά το υπαίθριο ρεσιτάλ που προαναφέραμε.
Ορθιος, πίσω αριστερά, ο Victor Monge. Πιο δεξιά,ο διάσημος Κουβανός τραγουδοποιός και salsero,Pablo Milanes, δεξιότερα ο Lucio και ο Miguel Rivera. Kαθιστός στο κέντρο, μεσ’την καλή χαρά, ο γράφων.
..Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε σε ερωτήσεις δημοσιογράφου της Granma, σε σχέση με την ατμόσφαιρα του κιθαριστικού διαγωνισμού στην Αβάνα: «Αν και έφθασα το προηγούμενο βράδυ (του ρεσιτάλ), αρκετά καταπονημένος από ένα μακρύ ταξίδι, μου έκανε μεγάλη ευχαρίστηση να παίξω για ένα ακροατήριο τόσο δεκτικό, βάζοντας όλη την καρδιά μου σ’αυτό»
Η συνέντευξη και η κριτική του ρεσιτάλ στην Granma
Victor Monge «Serranito».
H αισθητική λειτουργία της μουσικής του δημιουργίας.
Για έναν καλλιτέχνη που σε δύσκολα χρόνια στην Ισπανία των μετεμφυλιακών χρόνων κατάφερε να δημιουργήσει μια εικόνα ενός κιθαριστή του φλαμένκο που ήταν εξ ίσου βιρτουόζος αλλά και δημιουργός, αυτό και μόνο το γεγονός, υποδήλωνε έναν ακούραστο «δουλευτή -εργάτη» της κιθάρας.
Από ένα σημείο και μετά, ο Serranito προσανατολίστηκε στην λεγόμενη Guitarra flamencα de concierto, έχοντας διαβεί όλα τα δύσβατα μονοπάτια ενός συνειδητού μουσικού που υπηρετεί τις αξίες αυτής της λαικής τέχνης, χωρίς ποτέ να τις έχει απαρνηθεί. Η μουσική του και η αισθητική της λειτουργία, εκτιμώνται ιδιαίτερα αν ειδωθούν σαν ένα ισορροπημένο κράμα του «κλασικού» και του «φλαμένκο», γεγονός που από μόνο του αποτελεί μια συναρπαστική μορφή τέχνης, τελείως προσωπική αλλά και αυθεντική. Μορφολογικά, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η μουσική του Μαδριλένου καλλιτέχνη προσπαθεί να προσδώσει μια βαθύτερη διάσταση στην κιθαριστική προσέγγιση ενός δρόμου που χάραξαν και ακολούθησαν οι μεγάλοι ρομαντικοί συνθέτες της Ιβηρικής, Albeniz, Granados, de Falla.
Στάθης Γαλάτης
egalat@tee.gr
(Απρίλης 2008).
Σαν επίλογος:
Θα μπορούσε να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο για την ζωή και την καριέρα αυτού του πολύ ιδιαίτερου κιθαριστή -δημιουργού. Εγώ προτίμησα να σας μεταφέρω λίγες από τις προσωπικές μου εμπειρίες αφήνοντάς σας να συμπληρώσετε μόνοι σας την εικόνα.
Από τη δισκογραφική του δουλειά, που δυστυχώς δεν είναι διαθέσιμη στην αγορά, εγώ πάντα ξεχώριζα την κατανυκτική “Missa Flamenca” στην οποία ο Serranito συνοδεύει υποδειγματικά, με εκείνη την κρυστάλλινη καθαρότητα του ήχου και την δωρική αυστηρότητα του compas και των μικρών μελωδικών του φράσεων, τραγουδιστές σαν τον Rafael Romero και τον Francisco Mairena, έχοντας σαν δεύτερη κιθάρα τον Ramon de Algeciras, αδελφό του Paco de Lucia.
Ενας ακόμα πολύ ιδιαίτερος ποιοτικά δίσκος ήταν αυτός με τίτλο “Tension de sonoridades”, μια κιθαριστική προσέγγιση των γνωστών τραγουδιών του Federico Garcia Lorca, παιγμένων από δύο κιθάρες. Εδώ, ο Serranito είχε την ισότιμη δημιουργική και εκτελεστική συνδρομή του Manuel Cano, σημαντικότατου κιθαριστή και καθηγητή στο Ωδείο της Cordoba.
Αλλά μια από τίς ευτυχέστερες συνθετικά στιγμές του ήταν πάντα για μένα, το “Luz de Luna”, ένας δίσκος με κεντρικό σημείο αναφοράς μια μαγευτική buleria σε Ρε μινόρε, μια μελωδική γραμμή που σε υπνωτίζει, ένα ρυθμικό gestalt που παραπέμπει σε αλληλουχία κυμάτων που σβήνουν υπόκωφα στα βράχια της παραλίας -κι’όλα αυτά κεντημένα στον μετάξινο καμβά των Ιβηρο-ανδαλουσιάνικων ηχοχρωμάτων...
Αλλά ήδη είπα πολλά… Εσείς ψάξτε το, ακούστε το κι αφεθείτε στην μαγεία του!! (Σ.Γ.)
VICTOR MONGE "SERRANITO" Virtusismo Flamenco
(Επιμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας)
Φωτογραφίες: Στάθης Γαλάτης