«Μαζεύοντας» mp3
Το σχόλιο που ακολουθεί δεν έχει απλά νοσταλγικό χαρακτήρα αλλά θέτει κι ένα ερώτημα: Πόσο έχει αλλάξει και προς ποια κατεύθυνση η σχέση μας με το ηχογράφημα, με τη μουσική.
Όταν ξεκίνησα να «μαζεύω» μουσική, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, υπήρχαν τα βινύλια. Ακόμη θυμάμαι κάποιους δίσκους, πότε τους αγόρασα, από ποιο δισκάδικο, ποιος μου τον είχε κάνει δώρο, ποιος μου τον είχε προτείνει…
Ακόμη θυμάμαι τις βόλτες στο Jazz Rock (στην Ακαδημίας) ή στο Happening (στη Σόλωνος) τις ατέλειωτες ώρες ψαξίματος και πώς χαζεύαμε τα εξώφυλλα παίρνοντας τους καλλιτέχνες αλφαβητικά…
Τον «αγώνα» για να συμπληρώσουμε τη δισκογραφία κάποιου αγαπημένου συγκροτήματος και βέβαια το κόστος.
Κι όταν δεν υπήρχαν χρήματα, ή τα χρήματα δεν έφταναν, υπήρχε η «φτηνή» λύση της κασέτας. Αν είχαμε κάποιο φίλο που είτε μας δάνειζε, είτε αναλάμβανε εκείνος την αντιγραφή σε κασέτα, ήταν μια διαδικασία που έπαιρνε χρόνο (γίνονταν real time φυσικά).
Aν υπολογίσουμε κατά μέσο όρο τη διάρκεια ενός δίσκου τα 35 λεπτά, για να αντιγράψεις 5 δίσκους χρειαζόσουν περίπου 3 ώρες. Και έπρεπε να υπολογίσεις σε πόσες κασέτες θα χωρούσαν οι δίσκοι αυτοί και – αν μπορούσες – να αποφύγεις να κοπεί κάποιο κομμάτι από την αλλαγή πλευράς της κασέτας.
Εκτός βέβαια από τις «δυσκολίες» στην αντιγραφή, το βινύλιο μας «υποχρέωνε» σε μια διαφορετική – πιο ενεργητική – ακρόαση. Δεν έμπαινες στην διαδικασία να ακούσεις έναν δίσκο «τσιμπητά» , περνώντας από το ένα στο άλλο μουσικό κομμάτι, κι ούτε βέβαια να αλλάξεις τη σειρά των κομματιών που ο δημιουργός (ή η εταιρία) είχε επιλέξει.
Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 που το CD άρχισε να εμφανίζεται και να παραμερίζει σιγά-σιγά το βινύλιο, οι συνήθειές μας δεν άλλαξαν. Συνεχίσαμε να αντιγράφουμε κασέτες. To πρώτο CD – Recorder που αγοράσαμε συνεταιρικά με έναν φίλο κι αυτό έγραφε (όπως είναι προφανές) real time.
Άρχισε όμως να αλλάζει ο τρόπος που ακούμε μουσική. Οι «ευκολία» του program, του random, του repeat, ή του intro, μας έδωσε τη δυνατότητα να παραβλέπουμε την διαδοχή των μουσικών κομματιών μέσα σε ένα album.
Ακόμα και σε αυτήν τη φάση όμως, υπήρχε η έννοια του δίσκου, της ολοκληρωμένης δουλειάς ενός καλλιτέχνη με αρχή-μέση και τέλος.
Σήμερα, αγοράζουμε όλο και πιο μεγάλους εξωτερικούς δίσκους (500 giga είναι καλά ή να πάρω ένα terra καλύτερα??) για να χωρέσουμε όλο και περισσότερη μουσική είτε που έχουμε κατεβάσει, είτε που έχει κατεβάσει κάποιος άλλος για μας.
Μέσα σε ένα απλό CD χωράει (σε mp3 φυσικά) όλη η δισκογραφία των Pink Floyd, μέσα σε ένα DVD όλη η δισκογραφία του Miles Davis και μέσα σε έναν σκληρό δίσκο χωρούν εκατοντάδες ώρες μουσικής (καλής και κακής). Η «δισκοθήκη μας» δεν υπολογίζεται σε τίτλους αλλά σε χωρητικότητα (πόσους σκληρούς δίσκους έχω «τιγκάρει», πόσα Γίγα).
Το αποτέλεσμα είναι να κατέχουμε (χωρίς κόπο, χωρίς κόστος) περισσότερη μουσική από αυτήν που προλαβαίνουμε να ακούσουμε έστω και μια φορά, από όση χρειαζόμαστε, από όση αντέχουμε…
Μαζεύουμε πολύ συχνά «χύμα» κομμάτια, χωρίς τίτλους, χωρίς πληροφορίες, κατακερματίζοντας έτσι τη μουσική και δημιουργώντας έναν τεράστιο όγκο ήχου
με αποτέλεσμα να απαξιώνεται το ηχογράφημα, να απαξιώνονται καριέρες δεκαετιών, και το έργο ζωής σημαντικών καλλιτεχνών να στοιβάζεται σε ένα ατελείωτο data base.
Κλείνοντας, αναρωτιέμαι με ποιόν τρόπο μπορώ να κρατήσω αυτήν την, έστω ρομαντική ή νοσταλγική, επαφή με την ηχογραφημένη μουσική, που έχει και λίγο «φετιχισμό» αλλά κυρίως που εκφράζει μια αγωνία και μια σχέση πάθους με αυτή καθεαυτή τη μουσική…
Βασίλης Τζαβάρας
tzavaras@tar.gr
(Απρίλιος 2008)