ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΤΡΩΝΑΚΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Είναι ένας από τους πιο αξιόλογους σολίστ κλασικής κιθάρας της γενιάς του. Διδάκτωρ και πτυχιούχος μουσικολογίας, με σπουδές ανωτέρων θεωρητικών, ο Δημήτρης Κοτρωνάκης διάγει μια άκρως δημιουργική περίοδο. Εξίσου δημιουργική και η συζήτηση που είχαμε λίγες μέρες πριν τη συναυλία που θα δώσει την 1η Φεβρουαρίου στην αίθουσα συναυλιών του Ωδείου «Φ. Νάκας». Ο τίτλος της συναυλίας του «Κιθάρα σε 3 Διαστάσεις» δεν είναι αξιοσημείωτος υπό την έννοια ότι είναι ασυνήθιστος. Σηματοδοτεί κάτι πολύ ουσιαστικότερο: μια μεταστροφή εν συγκρίσει με τη συνήθη πρακτική που ακολουθείται στις συναυλίες κλασικής κιθάρας. Στην επικείμενη συναυλία, ο Δημήτρης Κοτρωνάκης δεν θα περιοριστεί μόνο στην ανάδειξη της πρώτης διάστασης, ήτοι στη μονοδιάστατη ανάδειξη της κιθάρας ως σόλο μουσικού οργάνου. Πρωτοτυπεί, ερμηνεύοντας έργα για την όχι πολύ συνηθισμένη σύμπραξη κιθάρας και πιάνου, αναδεικνύοντας μια δεύτερη-επίσης ενδιαφέρουσα-διάσταση της κιθάρας. Στο πλαίσιο αυτό, συνεργάζεται με τον εξαίρετο, Δανό πιανίστα, David Lau Magnussen, σε έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών, γραμμένα ειδικά για το ντούο Magnussen-Κοτρωνάκη. Επίσης, ερμηνεύει ένα έργο γραμμένο για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων, αλλά εν προκειμένω διασκευασμένο για κιθάρα και κουαρτέτο εγχόρδων, του αγαπημένου του Ελληνοβόσνιου με Σερβική καταγωγή συνθέτη, Vojislav Ivanović, γεγονός που αναδεικνύει την τρίτη, εξόχως αποκαλυπτική, διάσταση της κιθάρας. Το κουαρτέτο συναποτελούν οι μουσικοί: Γεράσιμος Νάσος, Αντώνης Χανιώτης, Δήμητρα Μηλιώνη και Άρης Τσακάλης. Το ίδιο έργο ο Δημήτρης Κοτρωνάκης πρόκειται να ερμηνεύσει ξανά στο πλαίσιο της επικείμενης περιοδείας του σε Καναδά και ΗΠΑ, την περίοδο από τέλη Μαρτίου, έως αρχές Απριλίου 2019.
Μια καλή είδηση που αφορά την περίπτωση ενός ακόμη Έλληνα πολίτη που τιμά τη χώρα μας εκτός συνόρων. Άραγε, η είδηση αυτή θα τύχει της ανάλογης προβολής από τα ΜΜΕ, ώστε να πάρει διάσταση ανάλογη της σημασίας της;
«Το μήνυμα που θέλω να περάσω μέσα από αυτή τη συναυλία, είναι ότι η κιθάρα δεν είναι σωστό να περιχαρακώνεται μόνο σε μια σολιστική διάσταση. Τη σολιστική εκδοχή, τη λατρεύουμε. Εγώ αισθάνομαι μοναχικός εκτελεστής έτσι και αλλιώς και νομίζω ότι έτσι θα παραμείνω. Ωστόσο, είναι πολύ γοητευτικό να δούμε και την άλλη της πλευρά, αυτή της συμμετοχής σε ένα μεγαλύτερο μουσικό σύνολο. Εκτός από το τελικό αποτέλεσμα-που είναι το ζητούμενο βέβαια για το κοινό- ίσως το πιο γοητευτικό για μας που είμαστε μουσικοί, είναι η συνεργασία. Η συνεργασία με άλλους μουσικούς είναι κάτι που δεν μπορείς να το αποτιμήσεις. Είναι εκπληκτικό! Μόνο που συναναστρέφεσαι και παίζεις με άλλους, είναι κάτι πολύ χρήσιμο και πολύ σπουδαίο μάθημα μουσικής για όλους μας. Διαφορετικό από το να παίξεις μόνος σου κλεισμένος στο σύμπαν το δικό σου, το εσωτερικό. Υπάρχει και άλλη φιλολογία, εκτός από τη σολιστική».
Τ.Β. Είστε σολίστ κιθάρας, με σπουδές ανώτερων θεωρητικών, πτυχίο και διδακτορικό στη μουσικολογία. Πώς νοιώθετε ότι επηρεάζει την καλλιτεχνική υπόστασή σας η ολιστική προσέγγιση της μουσικής, ως τέχνης και ως επιστήμης;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: την προσέγγιση της μουσικής ως τέχνης και ως επιστήμης, δεν την αντιλαμβάνομαι ως διττή. Αυτό που έχει κυριαρχήσει στη ζωή μου δεν είναι αποκλειστικά η μουσικολογία. Αντιθέτως, είναι η μουσική. Το ερευνητικό μέρος, παρότι μου αρέσει και ασχολήθηκα με πολλή αγάπη, το έκανα ως κάτι παράπλευρο και όχι ως κύρια ασχολία. Θεωρώ τον εαυτό μου πρωτίστως μουσικό, που-όπως όλοι-έχει και άλλα ενδιαφέροντα. Η μουσικολογία είναι μια συγκλονιστική επιστήμη! Είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Η έρευνα είναι επίσης συναρπαστική! Αισθάνεσαι ότι βάζεις ένα «λιθαράκι» στην οικοδόμηση της επιστήμης. Παρά ταύτα, θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη, μουσικό και όχι αποκλειστικά και μόνο επιστήμονα.
Τ.Β. Έχετε εκπονήσει διδακτορική διατριβή με θέμα: "Ελληνική Μουσική για Κιθάρα στον 20ο αιώνα." Για ποιους λόγους επικεντρώσατε την έρευνά σας στο ρεπερτόριο για κλασική κιθάρα του 20ου αιώνα;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Δεν έχω επικεντρώσει τη διδακτορική μου διατριβή αποκλειστικά και μόνο στον 20ο αιώνα. Στην πραγματικότητα, η έρευνα αφορά και τον 19ο αιώνα. Αλλά επειδή στο 19ο αιώνα έχουμε μόνο έργα κλασικής κιθάρας από φιλολογικές πηγές και δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας, έκρινα ότι δεν είχε νόημα να επικεντρωθώ στον 19ο αιώνα. Γιατί τι να πω για τον 19ο αιώνα; να μιλήσω για συνθέσεις, αφού δεν έχουν σωθεί; Βεβαίως, ξέρουμε από φιλολογικές πηγές ότι υπήρχαν Έλληνες συνθέτες που είχαν γράψει μουσική για κλασική κιθάρα. Για παράδειγμα, ο Ξύνδας, είχε συνθέσει δικά του έργα για κιθάρα. Όμως δυστυχώς, δεν έχει βρεθεί κανένα. Έχουμε πηγές όπου η κιθάρα παίζει σε μαντολινάτες, έχουμε έργα για μαντολινάτες. Επίσης μπορώ να αναφέρω ένα έργο του Σαμάρα με την κιθάρα να παίζει, αλλά κιθαριστικό ρεπερτόριο δεν υπάρχει το 19ο αιώνα. Και γι΄αυτό στην ουσία ο 19ος αιώνας δεν αφορά το κύριο μέρος της εργασίας μου. Έχω όμως πολλές αναφορές ιστορικού τύπου για το 19ο αιώνα. Εννοείται, ότι αυτές οι αναφορές υπάρχουν στην εργασία μου.
Τ.Β. Βάσει της μελέτης σας, έχετε εντοπίσει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (μορφολογικά, αισθητικά ή άλλα) που διέπουν τα έργα για κλασική κιθάρα του 20ου αιώνα;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Δεν θα το έλεγα, ίσως γιατί είναι τόσο μεγάλη η ποικιλία των έργων, τόσοι πολλοί οι συνθέτες, που πραγματικά δεν μπορείς να πεις ότι εντάσσονται σε ένα τομέα. Κυμαίνεται από την άκρως τονική μουσική, μέχρι την ακραία αβάντ γκάρντ. Η παλέτα είναι γεμάτη. Βέβαια κάποιος θέλει να κρατήσει ένα – δυο ονόματα, υπό την οπτική ποιοι είναι αυτοί που έχουν αφήσει το στίγμα τους εντονότερα, των οποίων τα έργα παίζονται ευρέως. Αν ήταν να καταλήξουμε σε δυο – τρία ονόματα, εκεί θα αναφέρουμε προσωπικότητες όπως ο Δημήτρης Φάμπας, ο Κυριάκος Τζωρτζινάκης, δηλαδή τα γνωστά ονόματα που ξέρουμε όλοι μας. Από την άποψη αυτή, πράγματι υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία. Μπορώ να αναφέρω ορισμένα: συνήθως πρόκειται για τονική μουσική, κατά κύριο λόγο με επιρροές από την ισπανική λατινοαμερικάνικη παράδοση, ενώ έχουμε πολλές επιρροές δευτερευόντως από τη λαϊκή μουσική. Αυτό ίσως είναι ένα κοινό πλαίσιο.
Τ.Β. Θέλετε να αναφέρετε κάποιους συνθέτες που από την έρευνά σας θεωρείτε ότι είναι πιο σημαντικοί;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Είναι τόσοι πολλοί οι συνθέτες, που πραγματικά είναι δύσκολο να σας απαντήσω. Για παράδειγμα, θα μπορούσα να αναφέρω τον Χόρχε Τσιλίκα[1], που δεν είναι τόσο γνωστός στο κοινό. Είναι Ελλαδίτης συνθέτης, της διασποράς. Υπάρχουν ονόματα, συνθέτες σημαντικοί που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί. Είναι πολλά αυτά τα ονόματα. Επίσης τίθεται ένα καίριο ερευνητικό ερώτημα: τι είναι κάθε φορά σημαντικό και πώς ορίζει κανείς ως σημαντικό. Αυτό είναι ένα θέμα στην έρευνα. Στη διατριβή μου δεν κριτικάρω με τόσο προσωπικά κριτήρια. Δηλαδή, δεν λέω τι μου αρέσει, γιατί θεώρησα ότι αυτό θα ήταν πολύ εγωιστικό. Αντιθέτως, εξετάζω ποιες συνθέσεις είναι πιο κοντά στο κιθαριστικό ιδίωμα. Βέβαια και αυτό είναι ως ένα βαθμό υποκειμενικό. Αλλά θέτω ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, όπως για παράδειγμα, αν μια σύνθεση για κλασική κιθάρα εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του οργάνου. Ξέρω ότι η κιθάρα είναι ένα όργανο με χίλιες δυνατότητες! Μπορεί να παίξει ένα σωρό τεχνικές! Είναι ίσως το πλέον ιδιόμορφο όργανο κατά τη γνώμη μου. Επομένως, εκείνο που εξέτασα πρωτίστως είναι αν μια σύνθεση συνάδει με το χαρακτήρα του οργάνου και δευτερευόντως ασχολήθηκα με το αν μου αρέσει. Βεβαίως, έχω μια δική μου αξιολόγηση για τα έργα που περιγράφω, αλλά δεν την αναφέρω στη διατριβή.
Τ.Β. Στην πλούσια δισκογραφία σας, ηχογραφείτε έργα κατά κύριο λόγο συνθετών του 20ου αι., όπως Piazzolla, Ourkouzounov, Domeniconi, Assad, Drozd, Rak, καθώς και Έλληνες συνθέτες. Υπάρχει κάποιος συνθέτης που αισθάνεστε ότι σας έχει επηρεάσει βαθύτερα;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: ίσως ακουστεί κάπως κλισέ αυτό που θα πω. Θεωρώ ότι ο συνθέτης που με έχει επηρεάσει-όχι στον τρόπο με τον οποίο φτιάχνω το ρεπερτόριο για τη συναυλία, αλλά στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη μουσική-είναι ο Μπαχ. Άσχετα εάν παίζω συχνά τα έργα του ή όχι. Αλλά οι αναφορές μου και η αγάπη μου είναι προς τα εκεί. Η συναισθηματική μου εγγύτητα στη μουσική είναι εκεί. Εννοείται ότι στα έργα των σύγχρονων συνθετών που παίζω, προφανώς έχω αγαπημένα έργα, αγαπημένους συνθέτες, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να τους ξεχωρίσω. Ο Ourkouzounov είναι ένας από αυτούς. Επίσης ο Assad, ο Θανάσης Μωραϊτης, ο οποίος είναι φίλος και αγαπημένος συνθέτης. Μου αρέσει γενικώς η σύγχρονη αυτή «φουρνιά» συνθετών.
Τ.Β. Ποια στοιχεία των έργων σύγχρονης μουσικής σας είναι ελκυστικά;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Δεν μπορώ να πω ότι είναι συνειδητό, με την έννοια ότι δεν είμαι ερμηνευτής έργων σύγχρονης μουσικής αποκλειστικά. Επίσης, σπανίως παίζω έργα αβάντ γκάρντ. Μολονότι, προφανώς έχω παίξει και εγώ, όπως και οι περισσότεροι εκτελεστές. Δεν είμαι ο κατεξοχήν ερμηνευτής της Αβάντ Γκάρντ μουσικής, αλλά αυτό δεν αποκλείεται να γίνει στο μέλλον. Επίσης δεν θεωρώ τον εαυτό μου αποκλειστικά εκτελεστή σύγχρονων συνθετών, αλλά κατά κάποιο τρόπο αυτό το διάστημα της ζωής μου τα προγράμματα των συναυλιών μου όντως είναι συνθέτες του 20ου αιώνα και μάλιστα γεννηθέντες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο μέλλον δεν θα ερμηνεύσω συνθέτες της κλασικής περιόδου. Τη λατρεύω την κλασική περίοδο. Φυσικά θα παίξω Sor, Aguado, Giuliani, Tárrega… Δεν τους έχω αποκλείσει από το ρεπερτόριό μου σε καμιά περίπτωση. Είναι μια περίοδος ιδιαίτερα αγαπητή. Αλλά ομολογώ ότι στους σύγχρονους συνθέτες βρίσκεις μεγαλύτερη ιδιομορφία με την έννοια ότι έχουν στοιχεία που είναι πιο ιδιαίτερα σε τεχνική μάλλον βάση: ενδιαφέροντα και ποικίλα ηχοχρώματα, δυναμικές … Η σύγχρονη μουσική, μου δίνει πολλά υλικά. Τα ήθη της επίσης, αποτελούν ένα αχανές πεδίο.
Τ.Β. Συγγνώμη, τι εννοείτε με τον όρο «ήθη» της σύγχρονης μουσικής;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Τα στυλ! Είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους! Είναι πολύ γοητευτικό αυτό. Βλέπεις μια ευρεία γκάμα μουσικών στυλ, από λαϊκή παραδοσιακή μουσική, μέχρι το πιο πειραματικό στοιχείο. Για παράδειγμα, παίζω ένα έργο του Ourkouzounov, τον οποίο ιδιαίτερα αγαπώ, που είναι επηρεασμένο από τη Γιαπωνέζικη λαϊκή μουσική. Έχει κάτι παραπάνω. Τα έργα του Rak που θα παίξω, βλέπει κανείς ότι είναι καθαρά λαϊκά, σαν να ακούς Ρώσικο παραδοσιακό μουσικό σχήμα. Αυτή ίσως η πολυδιάσταση που υπάρχει στη σύγχρονη μουσική είναι το πιο γοητευτικό στοιχείο, η συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών στυλ.
Τ.Β. Έχετε διασκευάσει έργα της ευρύτερης μουσικής φιλολογίας για κλασική κιθάρα. Βρίσκετε αναγκαία την περαιτέρω ανανέωση του ρεπερτορίου της κλασικής κιθάρας με έργα της ευρύτερης φιλολογίας, όπως απολαμβάνουν οι σολίστ άλλων εγχόρδων;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: για να είμαι ειλικρινής δεν έχω ασχοληθεί πολύ με τον τομέα των διασκευών. Βεβαίως, έχω κάνει κάποιες διασκευές λίγο – πολύ, φαντάζομαι όλοι οι κιθαρίστες έχουν το «μικρόβιο» της διασκευής. Μάλλον γιατί κουβαλάμε την παράδοση των δασκάλων, των δασκάλων μας, οι οποίοι εξ ανάγκης κάνανε πάρα πολλές διασκευές για να εμπλουτίσουν το ρεπερτόριο. Και καλά έκαναν φυσικά… Άλλωστε και αυτοί είχαν τους μεγάλους δασκάλους, όπως τον Σεγκόβια, που επίσης έκαναν διασκευές για να παίξουν έργα, γιατί δεν υπήρχε μεγάλο ρεπερτόριο. Επομένως, ίσως «κουβαλάμε» αυτή την κληρονομιά. Όμως, όπως και να έχει, έχω ασχοληθεί αλλά λίγο με το θέμα των διασκευών. Γνωρίζω επίσης περιπτώσεις όπως, για παράδειγμα, ο Σπύρος Σαγιάς, ο οποίος έχει μια μεγάλη και θαυμάσια συλλογή διασκευών. Στο άμεσο μέλλον, σκοπεύω να παίξω διασκευές του. Τώρα ως προς το ερώτημά σας, αν το θεωρώ αναγκαίο ή όχι να γίνονται διασκευές, δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αναγκαίο. Η σύγχρονη μουσική πλέον έχει επαρκές ρεπερτόριο. Οι συνθήκες δεν είναι όπως παλιά. Άρα το θέμα είναι αν μας αρέσει να ακούμε έργα που τους δίνουμε μια δεύτερη διάσταση. Τώρα αν είναι επιτυχημένα ή όχι, είναι μάλλον θέμα ποιότητας της διασκευής. Έχω ακούσει διασκευές που είναι εξαιρετικές, όπως αυτές που έχει κάνει ο Roland Dyens, ο οποίος έχει κάνει τόσες διασκευές… Ήταν εξαιρετική προσωπικότητα, θαυμάσια μορφή, με τόσο ωραία στοιχεία στις συνθέσεις και τις διασκευές του, που «σονάρουν» εξαιρετικά στο όργανο. Καλύτερα επομένως να κρίνει κανείς εκ του αποτελέσματος. Αν μια διασκευή ηχεί καλά στην κιθάρα, γιατί όχι; Eίναι ενδιαφέρον να ακούμε, αλλά και να κάνουμε διασκευές.
Τ.Β. Στην πρόσφατη διοργάνωση «Γιορτές Κιθάρας» (Ιανουαρίου 2018) υπό την Καλλιτεχνική Δ/νση του κ Γιώργου Μαστρογιαννόπουλου, δώσατε μια διάλεξη με τίτλο: “Pick Tecknique.” Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε, εν περιλήψει, που έγκειται η πρωτοτυπία αυτής της τεχνικής και σε ποιο επίπεδο κιθαριστών τη συνιστάτε;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: δεν θεωρώ ότι συνιστά κάποια μεγάλη πρωτοτυπία. Κατά κάποιο τρόπο προϋπήρχε. Οι βιχουελίστες έπαιζαν με αυτό τον τρόπο. Υπάρχουν κάποιες μουσικολογικές αναφορές και εικάζεται ότι μάλλον αυτή η τεχνική προϋπήρχε και πέρασε και στο λαούτο. Κατά πάσα πιθανότητα, σταμάτησε στην κλασική περίοδο, γιατί δεν έχουμε αναφορές. Σε ό,τι αφορά την τεχνική αυτή καθεαυτήν, θα σας εξηγήσω τι ακριβώς κάνει: εκμεταλλεύεται τον δείκτη του δεξιού χεριού, τον βάζει να παίζει σαν να ήταν αυτό που λέμε πένα. Τώρα, αν είναι αναγκαία αυτή η τεχνική για τους κιθαριστές, σας απαντώ πως όχι, δεν είναι αναγκαία. Μπορούν να παίξουν τις ίδιες φράσεις με ένα σωρό άλλες τεχνικές. Η κιθάρα είναι πλούσια σε τεχνικές, που μπορούν να προσφέρουν ωραιότατες ερμηνείες. Αυτή είναι μια τεχνική που δίνει πολύ ωραίο λεγκάτο, και πολύ γλυκό, δεμένο ήχο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις βοηθά στη μεγαλύτερη ταχύτητα. Συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να την εντάξει ως τεχνική στην παλέτα του. Σε ό,τι αφορά την ηλικία, στην οποία ενδείκνυται, οι προχωρημένοι μαθητές της ανώτερης τάξης και ασφαλώς εκείνοι που προετοιμάζονται για πτυχίο και δίπλωμα, εννοείται ότι μπορούν να ασχοληθούν σχετικά εύκολα. Σε ό,τι με αφορά, δεν δίνω στους μαθητές μου να παίξουν με αυτή την τεχνική. Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Το υπάρχον ρεπερτόριο μια χαρά παίζεται και με τις άλλες τεχνικές. Αυτή την τεχνική τη δίνω στις περιπτώσεις των μαθητών που επιθυμούν να τη διδαχθούν. Δεν είναι μια τεχνική την οποία αν δεν εφαρμόσεις, θα σου λείψει κάτι από τα κιθαριστικά ηχοχρώματα. Είναι μια διαφορετική προσέγγιση των ίδιων πραγμάτων. Εμένα ως τεχνική μου αρέσει, με κάνει να αισθάνομαι ωραία όταν τη χρησιμοποιώ, γιατί μου δίνει περισσότερα υλικά.
Τ.Β. Στο πλαίσιο του κιθαριστικού φεστιβάλ «Γιορτές Κιθάρας» διατελέσατε μέλος της επιτροπής του διαγωνισμού. Πώς κρίνετε το επίπεδο των διαγωνιζομένων εν συγκρίσει με αντίστοιχες διοργανώσεις του εξωτερικού;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Γενικώς το φεστιβάλ εμένα μου φάνηκε ότι είχε υψηλό επίπεδο, όχι μόνο ο διαγωνισμός. Όλο το φεστιβάλ είχε πολύ ενδιαφέρον: ομιλίες, ρεσιτάλ διαγωνισμοί... Ειδικά μάλιστα στο διαγωνισμό που παρακολούθησα (κατηγορία σολίστ) το επίπεδο ήταν εξαιρετικό! Τα παιδιά που πήγαν στον τελικό γύρο ήταν θαυμάσιοι σολίστες. Το ανέφερα και εκείνη τη βραδιά όταν έδωσα τα βραβεία στους συμμετέχοντας λέγοντας ότι θα μπορούσαν να πάρουν μέρος σχεδόν σε οποιονδήποτε διεθνή διαγωνισμό. Άξια πήραν τα βραβεία. Και πέρυσι επίσης ήταν εξαιρετικά υψηλό επίπεδο στο διαγωνισμό. Το επίπεδο βαίνει όντως αυξανόμενο νομίζω ότι η κιθάρα στην Ελλάδα γνωρίζει μια νέα περίοδο άνθισης.
Τ.Β. Την 1η Φεβρουαρίου πρόκειται να δώσετε ένα ρεσιτάλ με έργα για σόλο κιθάρα, για δυο κιθάρες, καθώς και για κιθάρα και σύνολο εγχόρδων με τον ενδιαφέροντα τίτλο: «Κιθάρα σε τρείς διαστάσεις». Με την ανάδειξη της κιθάρας ως οργάνου που μπορεί να συμπράξει με άλλα όργανα μουσικής δωματίου, ποιο μήνυμα θέλετε να περάσετε;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Το τελευταίο καιρό αναρωτιέμαι μερικές φορές αν αυτός ο μικρόκοσμος στον οποίο ζούμε, ο κιθαριστικός μικρόκοσμος, είναι αληθινός και αν είναι τόσο σημαντικός όσο νομίζαμε κάποτε. Έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι και σε συζητήσεις που έχω κάνει με ανθρώπους που εκτιμώ πάρα πολύ, με την έννοια ότι υπάρχει ένας «μικρόκοσμος» των Φεστιβάλ, που ανακυκλώνουμε όλο αυτό το κιθαριστικό κλίμα με τις συναυλίες κιθάρας. Όλη αυτή η «κιθαροκατάσταση» με κάνει να έχω πολλές φορές αναρωτηθεί αν αυτό είναι τελικά η μουσική ή αν θα έπρεπε να είναι λίγο πιο ευρύ το όλο πράγμα. Μεγαλώνοντας, έχω αρχίσει να θέλω να συμμετέχω σε κάτι ευρύτερο. Αισθάνομαι ότι έχω ανάγκη να συνεργαστώ, όχι μόνο με τους κιθαριστές, αλλά και με άλλους μουσικούς. Και δεν εννοώ μόνο στη σκηνή, αλλά γενικά στη συναναστροφή, στη συνύπαρξη, στη συζήτηση. Δηλαδή λίγο να ξεφύγουμε από το πολύ στενό κιθαριστικό πλαίσιο. Βεβαίως, παίζουμε κιθάρα, κιθαριστές είμαστε, αυτό διδάσκουμε, αλλά είναι λίγο στενό μερικές φορές. Με αυτή την έννοια, η μουσική δωματίου δίνει ευκαιρίες στην κιθάρα να συνδιαλλαγεί με άλλα μουσικά όργανα και με εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Πρόκειται επομένως για μια νέα απόπειρα συνεργασίας.
Τ.Β. Στο πλαίσιο του επικείμενου ρεσιτάλ, πρόκειται να συνεργαστείτε με τον Δανό πιανίστα David Lau Magnussen, σε έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών, γραμμένα ειδικά για το σχήμα αυτό. Πότε ξεκίνησε αυτή η συνεργασία και σε τι πλαίσιο;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Ο David Lau Magnussen, είναι ένας εξαίρετος, εξέχων σολίστ πιάνου, με πολύ σημαντική καριέρα, παρά τη μικρή του ηλικία. Είναι καθηγητής Πανεπιστημίου στην Κοπεγχάγη. Μέχρι σήμερα, δεν παίζουμε συχνά μαζί, δεν έχουμε διαμορφώσει ένα κοινό ρεπερτόριο. Αυτή τη στιγμή, η συνεργασία μας υφίσταται στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας εκτίμησης και φιλίας. Έχουμε παίξει στο παρελθόν ένα έργο, θα παίξουμε άλλο ένα την 1η Φεβρουαρίου στην επικείμενη συναυλία μας στο ωδείο «Φ.Νάκας». Όμως έχουμε την πρόθεση κάποια στιγμή να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα συναυλίας για κιθάρα και πιάνο. Πρόκειται για δυο όργανα μάλλον αταίριαστα εκ πρώτοις όψεως. Είναι και τα δυο έγχορδα νυκτά, ανήκουν στην ίδια οργανολογική ομάδα. Η συνεργασία τους είναι αρκετά δύσκολη. Γι΄αυτό θα διερευνήσουμε τις δυνατότητες μιας παράξενης συνεργασίας. Επομένως, το μήνυμα που θέλω να περάσω μέσα από αυτή τη συναυλία, είναι ότι η κιθάρα δεν είναι σωστό να περιχαρακώνεται μόνο σε μια σολιστική διάσταση. Τη σολιστική εκδοχή, τη λατρεύουμε. Εγώ αισθάνομαι μοναχικός εκτελεστής έτσι και αλλιώς και νομίζω ότι έτσι θα παραμείνω. Ωστόσο, είναι πολύ γοητευτικό να δούμε και την άλλη της πλευρά, αυτή της συμμετοχής σε ένα μεγαλύτερο μουσικό σύνολο. Εκτός από το τελικό αποτέλεσμα-που είναι το ζητούμενο βέβαια για το κοινό- ίσως το πιο γοητευτικό για μας που είμαστε μουσικοί, είναι η συνεργασία. Η συνεργασία με άλλους μουσικούς είναι κάτι που δεν μπορείς να το αποτιμήσεις. Είναι εκπληκτικό! Μόνο που συναναστρέφεσαι και παίζεις με άλλους, είναι κάτι πολύ χρήσιμο και πολύ σπουδαίο μάθημα μουσικής για όλους μας. Διαφορετικό από το να παίξεις μόνος σου κλεισμένος στο σύμπαν το δικό σου, το εσωτερικό. Υπάρχει και άλλη φιλολογία, εκτός από τη σολιστική.
Τ.Β. Θα θέλατε να μας μιλήσετε και για τη σύμπραξή σας με το κουαρτέτο εγχόρδων;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Είναι τέσσερις εξαιρετικοί μουσικοί και συνεργάτες, με τους οποίους θα παίξουμε μαζί. Το έργο προέρχεται από τον Ivanović ο οποίος-για να επανέλθουμε στο θέμα της διατριβής που είχαμε θέσει πριν- σας πληροφορώ ότι αναφέρεται ως Έλληνας συνθέτης. Για την ακρίβεια, είναι γεννημένος στο Σεράγιεβο, Βόσνιος με Σέρβικη καταγωγή, αλλά έζησε 20 χρόνια στην Αθήνα και έχει Ελληνικό διαβατήριο. Στο σημείο αυτό, νομίζω αξίζει να αναφέρω ότι όταν έκανα την εργασία μου, είχα την εξής απορία: πότε συμπεριλαμβάνουμε έναν συνθέτη με Ελληνική και κάποια άλλη υπηκοότητα σε ένα κατάλογο Ελλήνων συνθετών. Και είχα κάνει την ερώτηση σε έναν από τους επιβλέποντες καθηγητές, ο οποίος μου είχε απαντήσει ότι αναφέρουμε κάποιο συνθέτη ως Έλληνα, στις περιπτώσεις που αισθάνεται ο ίδιος ότι είναι Έλληνας. Έκανα λοιπόν τη σχετική ερώτηση στον Ivanović και μου είχε απαντήσει ότι αισθανόταν πολύ έντονα ως Έλληνας. Έτσι, στο πλαίσιο της δική μου εργασίας, τον έχω συμπεριλάβει στους Έλληνες συνθέτες. Άρα υπό την έννοια αυτή και αυτό είναι ένα έργο Έλληνα συνθέτη, στην πραγματικότητα βέβαια Ελληνοσέρβου, γιατί έχει δυο υπηκοότητες. Είναι ένας θαυμάσιος συνθέτης. Είμαι πολύ χαρούμενος που θα παίξουμε αυτό το έργο, το οποίο δεν είναι γραμμένο για κουαρτέτο, αλλά για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων. Η βερσιόν αυτή που θα παίξουμε, είναι για κουαρτέτο εγχόρδων.
Τ.Β. Από την εμπειρία της σύμπραξής σας με το κουαρτέτο εγχόρδων αντιμετωπίσατε τυχόν δυσκολίες εξαιτίας των οποίων εγείρονται ζητήματα τεχνικής της κλασικής κιθάρας που χρίζουν επανεξέτασης;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Το θέμα της έντασης είναι κομβικό. Παραμένει πάντοτε ένα σοβαρό ζήτημα. Πάντα αναφερόμαστε στα ζητήματα ενίσχυσης με ένα τρόμο στην Ελλάδα. Φοβόμαστε ότι όταν ενισχυθεί ο ήχος της κιθάρας θα είναι κάκιστης ποιότητας. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι έχουμε ακούσει σολίστες να παίζουν με συμφωνικές ορχήστρες ή σε μεγάλες αίθουσες με κακό ήχο. Και έτσι έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όταν ενισχυθεί ο ήχος αυτομάτως αυτό συνεπάγεται ότι θα είναι κακής ποιότητας. Αυτό όμως δεν ισχύει απαραιτήτως. Από προσωπική εμπειρία έχω παίξει στο εξωτερικό σε ανοικτούς χώρους και ο ήχος ήταν εκπληκτικός, ήταν κιθάρα πραγματική. Προφανώς ο αυθεντικός ήχος του οργάνου είναι αυτός τον οποίο έχουμε όλοι μας «ερωτευτεί». Είναι κάτι ασύλληπτα γοητευτικό, αλλά δεν ενδείκνυται για τη συνύπαρξη με άλλα όργανα. Ενδείκνυται κατά περίπτωση, όπως για να παίξεις κιθάρα – φλάουτο-ένα συνδυασμό που επίσης λατρεύω. Αλλά πέραν τούτου, με πιο ευρεία μουσικά σχήματα, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί η συμμετοχή της κιθάρας χωρίς ενίσχυση του ήχου της, ώστε να δώσουμε στην κιθάρα ένα 30% παραπάνω. Γι΄αυτό υπάρχουν κάποιες λύσεις διακριτικής ενίσχυσης του ήχου που δεν αλλοιώνουν ιδιαίτερα τον χαρακτήρα της κιθάρας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Στη συναυλία θα έχω ενίσχυση στον ήχο τόσο όταν θα παίξω με το πιάνο, όσο και με το κουαρτέτο εγχόρδων. Θα είναι, ελπίζω, πολύ διακριτική ενίσχυση. Αλλά σε ένα πιάνο κονσέρτου, είναι αδύνατον να μην χρειαστείς ενίσχυση. Το ίδιο ισχύει και στη συνεργασία με τα έγχορδα. Υπάρχει ένα πρόβλημα που συχνά δεν το αντιλαμβανόμαστε: ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι η κιθάρα ακούγεται στο κοινό, συχνά συμβαίνει να μην ακούν οι υπόλοιποι μουσικοί με τους οποίους συμπράττει ο κιθαριστής.
Τ.Β. Ποια είναι τα επικείμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Έχουν προγραμματιστεί συναυλίες από 25 Μαρτίου, έως 7 Απριλίου. Αρχικά, σε δυο πόλεις στον Καναδά και μετά στις ΗΠΑ, την Πενσιλβάνια, στο Μπάφαλο, σε Πολιτείες της Νέας Υόρκης δηλαδή. Μετά θα έχω μια συναυλία στη Βοστώνη και στο Ροντ Άιλαντ. Και εκεί πρόκειται να παίξω δυο έργα με κουαρτέτο εγχόρδων, του Ivanović και του επίσης Έλληνα κιθαριστή και συνθέτη, καθηγητή σύνθεσης στη Βοστώνη, Αποστόλου Παρασκευά. Πρόκειται για ένα από τα κονσέρτα παιγμένο με κουαρτέτο, αποτελούμενο από αμερικανούς μουσικούς. Γι΄αυτή την περιοδεία, δεν έχω στείλει δελτία τύπου στα εγχώρια Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Δυστυχώς, είμαστε ιμπρεσάριοι του εαυτού μας. Εκ των πραγμάτων δεν νομίζω ότι γίνεται διαφορετικά. Η διάχυτη εντύπωση ότι όλοι οι σολίστ προωθούνται από μεγάλα γραφεία επειδή έχουν στο ρόστερ τους ορισμένα μεγάλα ονόματα 5 – 10 σολιστών, δυστυχώς δεν ισχύει. Ο εκάστοτε πρώτος προηγείται και κλείνει συναυλίες. Οι υπόλοιποι απλώς βρίσκονται στο ρόστερς. Αυτό έχει ως συνέπεια ένα σωρό εξαιρετικοί καλλιτέχνες να αναλαμβάνουν όλη τη διαδικασία προώθησης της δουλειάς τους αποκλειστικά μόνοι τους. Βεβαίως, εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν 20 – 30 σολίστες πολύ μεγάλου διαμετρήματος, με μεγάλα κασέ, οι οποίοι προωθούνται από μεγάλα γραφεία. Μάλιστα συνεργάζονται με γραφεία σε όλο τον κόσμο στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Κίνα κτλ Όλοι οι υπόλοιποι όμως κλείνουμε τις συναυλίες μόνοι μας.
Τ.Β. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι που δεν σας δόθηκε η ευκαιρία στο πλαίσιο των ερωτήσεων;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Τα φεστιβάλ κιθάρας ανά τον κόσμο είναι, αναμφίβολα, μια σπουδαία ιστορία. Σήμερα συνειδητοποιώ ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της γνώσης και της εμπειρίας που έχω ως κιθαριστής, προήλθε από τα φεστιβάλ και στο μεγαλύτερο ποσοστό, από το φεστιβάλ του Βόλου. Μάλιστα και άλλοι κιθαριστές παραδέχονται το ίδιο, ότι στα φεστιβάλ «ανδρώθηκαν» μουσικά. Επομένως, την ύπαρξη των Φεστιβάλ τη θεωρώ σημαντικότατη. Είναι μια ευκαιρία για τους σπουδαστές κιθάρας να συναναστραφούν άλλους συμφοιτητές, με τα ίδια ενδιαφέροντα, να γνωρίσουν καταξιωμένους μουσικούς. Η συμμετοχή σε ένα μουσικό φεστιβάλ είναι κάτι ανεκτίμητο, το οποίο αγαπάω πάρα πολύ.
Τ.Β. Για τα Φεστιβάλ που γίνονται στην Ελλάδα έχετε κάποια πρόταση;
Δημήτρης Κοτρωνάκης: Υπάρχουν φεστιβάλ μεγάλα και πολύ αξιόλογα και άλλα κάπως πιο μικρά, τα οποία συνήθως έχουν λιγότερες εκδηλώσεις, λιγότερα μαθήματα και γενικώς λιγότερα οφέλη για τους συμμετέχοντες. Δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω όλες τις διοργανώσεις. Έχω την εντύπωση όμως, ότι τείνουν να αυξάνονται κάθε χρόνο. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό, με την έννοια ότι υπάρχει μια πολυδιάσπαση. Δεν μαζεύεται, πολύς κιθαριστικός κόσμος σε ένα μέρος. Πλέον, το ενδιαφερόμενο κοινό, διασπάται σε διάφορες διοργανώσεις. Είναι καλό ή κακό αυτό ως φαινόμενο; Δεν είμαι σίγουρος. Σε ό,τι αφορά τα υπάρχοντα φεστιβάλ, θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν το περιεχόμενό τους με περισσότερες εκδηλώσεις και κυρίως με συναυλίες ξένων καλλιτεχνών. Θυμάμαι κάποιες εποχές στη δεκαετία του ΄80, που μπορούσε κάποιος στην Ελλάδα να ακούσει ένα σωρό ξένους καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, στο Φεστιβάλ του Βόλου κάθε μέρα ήταν μια μοναδική εμπειρία. Αυτό γιατί να μην γίνει και τώρα; Δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να πάνε στο εξωτερικό για να ακούσουν τη συναυλία ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Ένα φεστιβάλ δίνει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να ακούσουν καλλιτέχνες σημαντικούς από όλο τον κόσμο, μαζί με τους ιδιαίτερα αξιόλογους Έλληνες. Ξέρετε πολύ καλά ότι είναι μια εξαιρετική ομάδα κιθαριστών στην Ελλάδα έτσι και αλλιώς. Υπάρχουν πάρα πολύ καλοί κιθαριστές. Και ίσως μια παράμετρος θα ήταν να δοθεί βαρύτητα παραπάνω στο μουσικολογικό κομμάτι. Δηλαδή μαθήματα και συναυλίες γίνονται, αλλά ίσως θα είχε ενδιαφέρον να δώσουμε ένα βήμα στην έρευνα. Ένα μουσικολογικό τμήμα θα έδινε μια νέα διάσταση στα κιθαριστικά φεστιβάλ. Γίνονται ανακοινώσεις, διαλέξεις, αλλά αυτό θα άξιζε να το εμπλουτίσουμε λίγο παραπάνω. Aν είχα την ευθύνη ενός φεστιβάλ, θα το τολμούσα. Γιατί αξίζει να δούμε τι συμβαίνει στον τομέα της μουσικολογικής έρευνας. Να εξετάσουμε τι έχει ανακαλυφθεί στην Επιστήμη της Μουσικολογίας για το παρελθόν, το παρόν και τι προμηνύεται στο μέλλον.
[1] Βλ.σχετικά στο Ταμβάκος Θ. [Ελληνικής καταγωγής μουσουργοί στη διασπορά] JORGE TSILICAS (ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΛΙΚΑΣ) (1930-1995)
http://www.tar.gr/content/content.php?id=4285, ανάκτηση/27/01/2019
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Ιανουάριος 2019
Επιλογή εικόνων και τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου