ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Αφορμή για τη συζήτησή μας, ήταν το ωραιότατο ρεσιτάλ Κλασικής Κιθάρας, που έδωσε πρόσφατα στη ζεστή αίθουσα του Ιωνικού Κέντρου, στην Πλάκα.
Ο Δημήτρης Μαύρος, αποπνέει σεμνότητα και σοβαρότητα. Εντυπωσιάστηκα με την ψυχραιμία και τη στιβαρότητα της ερμηνείας του, καθώς επίσης με τα πρωτότυπα έργα του ρεσιτάλ του. Υπέρμαχος της αισθητικής του Νεοκλασικισμού, έκανε μια εξόχως ενδιαφέρουσα και εκτενή ανάλυση για τη Σουίτα Compostellana του Kαταλανού, όπως μου εξήγησε, συνθέτη, Federico Mompou. Τα ενθουσιώδη λόγια του, όχι μόνο για την κιθαριστική, αλλά και για την ορχηστρική διασκευή του έργου από τον ίδιο συνθέτη, με παρακίνησαν να το ακούσω. Η βαθιά συγκίνηση που μου προκάλεσε το έργο, συνέβαλε στο να αφουγκραστώ ακόμη περισσότερο τον ενθουσιασμό του συνομιλητή μου.
Στη συζήτησή μας, απόλαυσα την κατάθεση ψυχής ενός μορφωμένου, συγκροτημένου, κοινωνικά ευαισθητοποιημένου και πολιτικοποιημένου ανθρώπου.
“ Δεν μπορεί ο μουσικός να είναι αδιάφορος για την κοινωνία και να ζει στον κόσμο του. Είναι αυτοί που αποκαλούμε «μουσικούς-μηχανάκια»: Άνθρωποι που έχουν σπόνσορες-συχνά τους ίδιους τους γονείς τους, ώστε να μελετούν 10 και πλέον ώρες την ημέρα χωρίς προφανώς να εργάζονται. Αλλά τι μπορεί να εκφράσει ένας τέτοιος μουσικός; Την αγωνία για τα κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα με τα οποία δεν ασχολείται; την αγάπη που μπορεί να μη βιώνει; τη σύνδεση με τις άλλες τέχνες, για τις οποίες ενδεχομένως δεν έχει ιδέα; Aν είναι μονοδιάστατος δεν θα εκφράσει τίποτα! ” |
Τ.Β. Ποια ήταν τα κίνητρα και κάτω από ποιες συνθήκες αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την κλασική κιθάρα;
Δημήτρης Μαύρος: Kλασική κιθάρα ξεκίνησα από μικρός, στην πέμπτη δημοτικού. Αρχικά, σκεφτόμουν να ακολουθήσω τις θετικές επιστήμες γιατί ήμουν καλός στα μαθηματικά. Τελειώνοντας το λύκειο πέτυχα στο Πολυτεχνείο με την προοπτική ότι αυτή θα ήταν η επαγγελματική μου ενασχόληση, ενώ η μουσική θα παρέμενε απλώς ένα χόμπυ. Όμως, μπαίνοντας στη σχολή, είδα ότι το αντικείμενο δε μου ταίριαζε όσο αρχικά νόμιζα. Παρά το γεγονός ότι ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, ένιωσα ότι θα ήμουν δυστυχής αν ακολουθούσα αυτό τον επαγγελματικό κλάδο. Δεδομένου ότι αγαπούσα πολύ τη μουσική, πήρα την απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά. Γράφτηκα ξανά στο ωδείο και αποφασίσαμε με τον τότε δάσκαλό μου να ετοιμαστώ σιγά σιγά για το δίπλωμα.
Τ.Β. Νομίζετε ότι υπάρχει κάποιος «κοινός παρονομαστής» μεταξύ της Πολυτεχνικής και της Μουσικής σας Παιδείας;
Δημήτρης Μαύρος: Υπάρχει η αντίληψη ότι η μουσική είναι σαν τα μαθηματικά. Δε συμφωνώ. Παρά το γεγονός ότι στο Πολυτεχνείο πολλοί φοιτητές περατώνουν μουσικές σπουδές ή ασχολούνται ερασιτεχνικά με τη μουσική, η μόνη ομοιότητα που βλέπω είναι ότι και για τα δυο χρειάζεται πειθαρχία και συγκρότηση. Δε βρίσκω όμως ότι τα μαθηματικά μοιάζουν με τη μουσική. Αντιθέτως, εντοπίζω μια τεράστια διαφορά: οι θετικές επιστήμες δεν εμπεριέχουν καθόλου το συναίσθημα. Στη μουσική, μετά από ένα σημείο, όση δουλειά και αν έχεις κάνει με την τεχνική, πρέπει να αρχίσεις να δουλεύεις μέσα σου, με τον εαυτό σου. Αλλιώς δεν μπορείς να πετύχεις μια ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση. Αντιθέτως, ο θετικός επιστήμονας δεν ασχολείται με αυτό το κομμάτι.
Τ.Β. Το 2014 ανακηρυχθήκατε από μια υψηλού επιπέδου επιτροπή διπλωματούχος με Άριστα και Α΄ Βραβείο, δηλαδή τον ανώτατο δυνατό βαθμό. Για ποιους λόγους αισθανθήκατε την ανάγκη να συνεχίσετε τις σπουδές σας σε μεταδιπλωματικό επίπεδο;
Δημήτρης Μαύρος: Καταλάβαινα ότι με το δίπλωμα κλείνει ένας κύκλος, αλλά μετά έβλεπα «σκοτάδι» μπροστά μου. Το πρώτο διάστημα μετά από το δίπλωμα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ισχυρό κίνητρο για μελέτη και συντήρηση ενός ρεπερτορίου. Εντόπισα ότι το πρόβλημά μου ήταν στην έκθεση και ότι θα έπρεπε να με βοηθήσει κάποιος, ο οποίος να είναι πιο έμπειρος από το δάσκαλό μου. Σημειωτέον, ότι ο πρώτος μου δάσκαλος, ο Γιώργος Μπουλαζέρης, είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος, μουσικός και παιδαγωγός στον οποίο χρωστάω πάρα πολλά. Αφοσιώθηκε πολύ σε μένα και κάναμε πολύ δουλειά. Απλώς, αποφάσισα ότι ήθελα να παίζω και εκτός του προστατευμένου πλαισίου του ωδείου. Ν΄αρχίσω να εκτίθεμαι στο κοινό. Έτσι, είπα να συνεχίσω με ένα δάσκαλο που να είναι έμπειρος, να θαυμάζω τη δουλειά του και να με κατευθύνει ώστε να διευρύνω το ρεπερτόριο μου. Αυτά τα χαρακτηριστικά βρήκα στην προσωπικότητα του Κώστα Γρηγορέα.
Τ.Β. Υπάρχουν κάποιοι σολίστ κλασικής κιθάρας στο διεθνές περιβάλλον τους οποίους θαυμάζετε;
Δημήτρης Μαύρος: Σαφώς και υπάρχουν. Ο Julian Bream, o Carlos Bonell, ο David Russel έχουν τρομερό παίξιμο. Από πιο νέους στο χώρο, μου αρέσoυν οι Anton Baranov και Marcin Dylla. Γενικότερα, μου αρέσει οι ερμηνευτές να πειραματίζονται με τον ήχο, την ερμηνεία και να φροντίζουν να υπάρχει ψυχή σε όλο αυτό. Γιατί πιστεύω ότι για να είναι ένας μουσικός πλήρης στις ερμηνείες του, δεν αρκεί μόνο η μελέτη. Όταν κλείνεσαι 9-10 ώρες και μελετάς, αυτό δεν εξασφαλίζει ότι θα το απολαύσει ο κόσμος που θα έρθει να σε ακούσει σε μια συναυλία. Ένας μουσικός πρέπει να είναι μορφωμένος και σε άλλα επίπεδα. Πρέπει να διαβάζει βιβλία, να ακούει μουσική (όχι μόνο κλασική αλλά και άλλα είδη), να βλέπει ταινίες, να έχει φίλους και βέβαια να είναι συνειδητοποιημένος σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Δεν μπορεί να είναι αδιάφορος για την κοινωνία και να ζει στον δικό του κόσμο. Είναι αυτοί που αποκαλούμε «μουσικούς-μηχανάκια»: Άνθρωποι που έχουν σπόνσορες-συχνά τους ίδιους τους γονείς τους, ώστε να μελετούν 10 και πλέον ώρες την ημέρα χωρίς προφανώς να εργάζονται. Αλλά τι μπορεί να εκφράσει ένας τέτοιος μουσικός; Την αγωνία για τα κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα με τα οποία δεν ασχολείται; την αγάπη που μπορεί να μη βιώνει; τη σύνδεση με τις άλλες τέχνες, για τις οποίες ενδεχομένως δεν έχει ιδέα; Aν είναι μονοδιάστατος δεν θα εκφράσει τίποτα! Aυτό το στυλ «περνάει» στους διαγωνισμούς και τα ειδικά φεστιβάλ ενίοτε. Απέναντι όμως στον κόσμο και τους αγαπημένους μας που έρχονται να μας ακούσουν σε μια συναυλία, οφείλουμε να έχουμε μια αξιοπρεπή και σεμνή παρουσία, δεν έχει κανένα νόημα η μονοδιάστατη επίδειξη.
Τ.Β. Από τα έργα που έχετε ερμηνεύσει υπάρχει κάποια χρονική περίοδος ή κάποιος συνθέτης που αισθάνεστε ότι σας εκφράζει ιδιαιτέρως;
Δημήτρης Μαύρος: Μου αρέσει πάρα πολύ, όχι μόνο στην κιθάρα αλλά γενικότερα, ο νεοκλασικισμός - νεορομαντισμός. Δηλαδή μουσική του 20ου αιώνα που ενώ είναι σύγχρονη βασίζεται σε παλιότερες φόρμες . Ο αγαπημένος μου συνθέτης είναι ο M.M. Ponce. Θεωρώ όλο του το έργο μνημειώδες. Επίσης ο Villa Lobos, άλλη περίπτωση βέβαια, αλλά την ίδια εποχή. Ακόμα οι Rodrigo, Tedesco, Tansman αλλά και ο Britten, του οποίου το Νυχτερινό αποτελεί κόσμημα για το ρεπερτόριο της κιθάρας και όχι μόνο. Από συνθέτες άλλων οργάνων της ίδιας περιόδου, μου αρέσουν οι Bela Bartok, D. Shostakovich, S. Barber αλλά και οι Γάλλοι Debussy, Ravel, Satie. Η περίοδος του κλασικισμού δε μου πολυαρέσει, τη βρίσκω τετράγωνη και συντηρητική. Ωστόσο, μου αρέσει ο Mertz, γι΄αυτό και έπαιξα την Ελεγεία στην πρόσφατη συναυλία μου. Μετά τη συναυλία, κάποιοι φίλοι που δεν το γνώριζαν, με ρώτησαν τι εποχής ήταν το έργο. Όταν τους είπα ότι γράφτηκε γύρω στο 1830 εντυπωσιάστηκαν. Τους φάνηκε πιο σύγχρονο, πιο προωθημένο ακουστικά. Η Ελεγεία του Mertz, παρότι είναι καθαρά ρομαντικό έργο, σου αφήνει την εντύπωση ότι είναι πιο μοντέρνο. Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ ο Μπαχ και η Αναγεννησιακή μουσική. Με τον Μπαχ εντοπίζω σύνδεση και με τη σύγχρονη μουσική.
Τ.Β. Tο 2017 κάνατε την πρώτη ηχογράφηση του έργου «Cavatina» του πρόωρα χαμένου, σολίστα και συνθέτη, Κυριάκου Τζωρτζινάκη. Πώς βλέπετε την ερμηνεία, σήμερα που έχετε την απαιτούμενη χρονική απόσταση;
Δημήτρης Μαύρος: Αυτό ξεκίνησε τελείως αυθόρμητα, όταν ο Κ. Γρηγορέας κάποια στιγμή μου μίλησε για ένα έργο του Κυριάκου Τζωρτζινάκη που μέχρι τότε δεν είχε ηχογραφηθεί. Αρχικά μου έδωσε το πρώτο μέρος, το πρελούδιο της σουίτας, που λέγεται “Sunrise”. Ξεκινώντας να το δουλεύω είδα ότι μου άρεσε και του ζήτησα να μου δώσει και τα υπόλοιπα. Όσον αφορά την τεχνική δυσκολία του, υφίσταται αλλά δεν είναι ακραία. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο έργο και, όπως και όλα τα έργα του Τζωρτζινάκη, έχει κάτι ιδιότυπο. Είναι μελωδικό, καλογραμμένο. Η γραφή του Τζωρτζινάκη θεωρώ ότι έχει ένα ύφος που αντανακλά την εποχή από τα τέλη του ΄70 και τη δεκαετία του ΄80. Ο συνθέτης μεταφέρει πολύ ωραία την ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης περιόδου και έχει καθαρότητα στη γραφή του. Η ηχογράφηση αυτή είναι πολύ σημαντική για μένα και ελπίζω η ερμηνεία μου να είναι αντάξια του έργου.
Ακούστε και τα 5 μέρη της Cavatina του Τζωρτζινάκη στο παρακάτω playlist:
Τ.Β. Στις 30 Νοεμβρίου 2019, δώσατε ένα εξαίρετο ρεσιτάλ κλασικής κιθάρας με έργα για σόλο κλασική κιθάρα των J.S. Bach, F. Poulenc, F. Mompou, J.K. Mertz, H.Villa Lobos, καθώς και των Ελλήνων Συνθετών Κώστα Γρηγορέα και Μ. Χατζιδάκι. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα κριτήρια βάσει των οποίων συγκροτήσατε το πρόγραμμα της συναυλίας σας;
Δημήτρης Μαύρος: Καταρχήν, σε κάθε πρόγραμμα φροντίζω να περιλαμβάνεται ένα έργο σταθμός για την κιθάρα αλλά και για μένα. Σε προηγούμενο ρεσιτάλ είχα ερμηνεύσει το μισό από το έργο του Μ.Μ. Ponce “Variations et Fugue sur Folias d ‘ Espagne”. Σκόπευα να το παίξω ολόκληρο αλλά δεν το έκανα έτσι, ώστε να μην είναι κουραστικό για το κοινό, δεδομένου ότι διαρκεί 27 λεπτά! Στο πρόσφατο ρεσιτάλ μου, ασχολήθηκα με τη Suite Compostelana του F. Mompou. Είναι ένα έργο γραμμένο το 1962, αλλά η αισθητική του παραπέμπει σε πιο παλιά εποχή γιατί είναι τονικό, δεν ξεφεύγει τόσο πολύ. Είναι ένα από τα πιο μελωδικά και ενδιαφέροντα έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου. Προέρχεται από έναν πολύ σημαντικό Καταλανό συνθέτη, ο οποίος έχει γράψει φοβερά πράγματα για πιάνο (και όχι μόνο). Οι πιανίστες τον γνωρίζουν καλά. Για τους κιθαριστές δυστυχώς θεωρείται ήσσονος σημασίας. Ως έργο, δεν είναι ότι έχει τεράστιες τεχνικές δυσκολίες. Η εγγενής του δυσκολία κρύβεται στην ερμηνεία, διότι δεν έχει κορύφωση. Διαθέτει ένα εκρηκτικό πρώτο και τελευταίο μέρος αλλά το υπόλοιπο κάνει μια «κοιλιά», μια «κορύφωση προς τα κάτω». Το να παρουσιάσω κάτι το οποίο σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φανεί βαρετό ή περίεργο αλλά σε δεύτερη να λες «υπάρχει ουσία εδώ πέρα», με κεντρίζει. Το είχα ακούσει από τον Julian Bream, σε μια μοναδική εκτέλεση, καθώς και σε μια επίσης φοβερή από την Αντιγόνη Γκόνη. Βρήκα και μια εκδοχή στο διαδίκτυο η οποία ήταν ορχηστρική, την οποία είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος ο συνθέτης. Αν ακούσετε το έργο είναι πολύ όμορφο. Συμφωνικών προδιαγραφών. Έτσι, γύρω από τη σουίτα του F. Mompou, ταιριάξα και τα υπόλοιπα έργα του προγράμματος.
Τ.Β. Θα θέλατε να αναφερθείτε συνοπτικά και στα υπόλοιπα έργα;
Δημήτρης Μαύρος: Τα πρώτα τέσσερα έργα που έπαιξα είναι πολύ αγαπημένα. Η Sarabande του Poulenc είναι ένα πολύ όμορφο κομμάτι, το μόνο που έχει γράψει για κλασική κιθάρα. Διαφέρει αρκετά σε ύφος σε σχέση με τα άλλα έργα του γιατί αυτά είναι κυρίως έργα μουσικής δωματίου και μάλιστα πιο «δύστροπα». Αντίθετα, αυτό είναι πιο απλό. Παράλληλα, αποπνέει έναν αέρα μπαρόκ, έχει αυτό το στοιχείο (προσαρμοσμένο βέβαια στο ύφος των αρχών του 20ου αιώνα). Το πρελούδιο του J.S. Bach από τη σουίτα αρ. 1 για τσέλο είναι πασίγνωστο και οικείο σε όλους. Στη δική μου τη ματιά έχει κάτι ρομαντικό αυτό το κομμάτι, παρότι ασφαλώς από άποψη εποχής δεν είναι ρομαντικό. Νομίζω ότι έδεσε αισθητικά με τη Sarabande. Στη συνέχεια, πρόσθεσα στο πρόγραμμα έργα Ελλήνων συνθετών: του Κώστα Γρηγορέα και του Μάνου Χατζιδάκι. Περιττό να πω πόσο συνδέονται αυτά τα έργα μεταξύ τους.
Τ.Β. Ποιες είναι οι κοινές συνιστώσες;
Δημήτρης Μαύρος: Καταρχάς, υπάρχει σύνδεση των δυο μουσικών. Ο Κώστας Γρηγορέας έχει συνεργαστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι, έχει ηχογραφήσει στο στούντιο μαζί του και έχει τον αέρα και την εμπειρία αυτής της κατάστασης. Ο Νυχτερινός Χορός του Χατζιδάκι είναι ένα έργο άκρως μελωδικό και συγκινητικό. Το έργο «Τρεις Ελληνικές Σπουδές» είναι από τα σχετικά πρόσφατα του Γρηγορέα. Πρόκειται για 3 μινιατούρες-εικόνες με χρώμα ελληνικό. Είναι απλά κομμάτια, αλλά πολύ μελωδικά. Ομολογουμένως, ούτε αυτά ανήκουν στα «χιλιοπαιγμένα». Τα έχουν ηχογραφήσει η Ελευθερία Κοτζιά και ο Βασίλης Κανελλόπουλος. Είχα πέρσι τη χαρά να τα παρουσιάσω σε δύο πολύ ωραίες συναυλίες που έγιναν προς τιμήν του Κ. Γρηγορέα, η μία στο Πυθαγόρειο Ωδείο και η άλλη στο Φεστιβάλ Κιθάρας Πάρου, ανάμεσα σε κιθαριστές που θαυμάζω.
Τ.Β. Στη συναυλία σας, ερμηνεύσατε ένα έργο για κιθάρα και φλάουτο του J. Kuffner, με σολίστ τη φλαουτίστα Στέλλα – Κάντια Σπύρου. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι΄αυτό το έργο;
Δημήτρης Μαύρος: Αναζητώντας ένα έργο κλασικής περιόδου αρχικά σκεφτήκαμε και έργα άλλων συνθετών όπως Giuliani κ.α, αλλά ευτυχώς η Στέλλα-Κάντια επέμεινε στην αρχική της ιδέα και καταλήξαμε στο έργο του Kuffner γιατί έχει μια «παιχνιδιάρικη» και ανάλαφρη γραμμή στο φλάουτο, ενώ άλλα έργα που σκεφτήκαμε ήταν πιο φλύαρα και τετράγωνα. Έχει τον τίτλο “ Serenade op.44 in C” και αποτελείται από τρία μέρη. Είναι γραμμένο σε φόρμα σονάτας ακολουθώντας πιστά την κλασική δομή της.
Τ.Β. Υπάρχει μια αντίληψη ότι το μέλλον της κιθάρας προδιαγράφεται ευοίωνο, υπό τον όρο ότι θα βγει από την εσωστρέφεια και θα συμπράξει με άλλα όργανα μουσικής δωματίου. Συμφωνείτε ή πιστεύετε ότι πρέπει να επικεντρωθεί στο ρόλο της ως σολιστικού οργάνου;
Δημήτρης Μαύρος: Πιστεύω ότι πρέπει να συμβαίνουν και τα δύο. Οι πιο πολλοί από τους κιθαριστές, έχουμε ελάχιστη εμπειρία από σύμπραξη με άλλα μουσικά όργανα. Συνήθως, εξοικειωνόμαστε με τη συνεργασία με άλλες κιθάρες. Προσωπικά, διαφωνώ όταν μιλάμε για μεγάλες ορχήστρες από κιθάρες. Μου αρέσει η σύμπραξη με άλλη μία. Οι δυο κιθάρες μαζί έχουν πολύ ενδιαφέρον άκουσμα. Αντικειμενικά, είναι πιο εύκολο να παίζεις με ένα όργανο που έχει παρόμοιο ηχόχρωμα και ένταση. Βεβαίως, πρέπει να «κυνηγάμε» τη συνεργασία και με διαφορετικά όργανα και να ερχόμαστε σε επαφή με το ρεπερτόριο άλλων συνθετών που δεν έχουν γράψει για κιθάρα. Εκτός από τους συνδυασμούς δύο κιθάρες, κιθάρα-φλάουτο, μου αρέσει πολύ και ο συνδυασμός κιθάρα-φωνή. Από την άλλη όμως δεν πρέπει νομίζω να παραμελούμε το σολιστικό μας ρόλο. Γιατί όταν παίζεις μόνο συνοδεία, επειδή συνήθως είναι πιο εύκολο το μέρος σου, μπορεί προοδευτικά «να χάσεις τη φόρμα σου» ως δεξιοτέχνης μουσικός. Δεν υποτιμώ τους μουσικούς που επιλέγουν να παίζουν μόνο μουσική δωματίου. Θεωρώ απλά ότι πρέπει να δουλεύονται αυτές οι δεξιότητες παράλληλα. Όταν παίζεις μόνος σου, μπορείς να δείξεις πραγματικά ποιες είναι οι δυνατότητές σου, ποιες οι δυνατότητες της κιθάρας ως όργανο. Στη μουσική δωματίου εξυπηρετείς έναν άλλο σκοπό, πιο σφαιρικό.
Δημήτρης Μαύρος-Βασίλης Πούλιος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κιθάρας Πρέβεζας
Τ.Β. Παρακολουθώντας σας επάνω στη σκηνή, μου δημιουργούσατε την αίσθηση απόλυτης ηρεμίας, βαθιάς συγκέντρωσης, μεγάλης αυτοπειθαρχίας και σταθερότητας. Υφίσταται σκηνικό τρακ και αν ναι, πώς το αντιμετωπίζετε;
Δημήτρης Μαύρος: Σίγουρα υφίσταται, αν και για να πω την αλήθεια πριν από μια συναυλία συνήθως έχω χαρά και ανυπομονησία. Τις τελευταίες μέρες όντως υπάρχει ένα βάρος. Όμως όταν ξεκινάω τη συναυλία, με τις πρώτες νότες ηρεμώ. Όσο άγχος και να έχεις, ο παράγοντας που το «λύνει» είναι η μελέτη. Το 90% της επιτυχίας σε μια συναυλία οφείλεται σ’ αυτή. Το υπόλοιπο 10% που εξασφαλίζει την ηρεμία και όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που επισημάνατε, σε ό,τι με αφορά, οφείλεται στο ότι εδώ και χρόνια έχω ξεκαθαρίσει τη σχέση μου με τη μουσική. Δε βλέπω τον εαυτό μου ανταγωνιστικά στο χώρο. Όταν ξεκινάω να παίζω σκέφτομαι ότι δεν έχω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Σκέφτομαι ότι όλοι οι άνθρωποι που με τιμούν με την παρουσία τους είναι καλοπροαίρετοι. Επικεντρώνομαι με στόχο να περάσουμε όμορφα, δε μ’ απασχολεί τίποτε άλλο.
Τ.Β. Στο βιογραφικό σας δηλώνετε όχι μόνο κιθαρίστας, αλλά και μουσικοπαιδαγωγός. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτή την επαγγελματική ταυτότητα;
Δημήτρης Μαύρος: Καταρχάς, είμαι από τους τυχερούς που βιοπορίζονται από αυτό. Αυτό ήταν όνειρο ζωής. Έχω ταλαιπωρηθεί για αρκετά χρόνια μέχρι να ορθοποδήσω γιατί μέχρι να αποκτήσεις ένα σταθερό μαθητολόγιο περνάει καιρός. Αλλά ως επάγγελμα με ευχαριστεί πολύ. Αγαπώ τα παιδιά, μαθαίνω πολλά από την επαφή μαζί τους. Όταν είναι μεγαλύτερα, ακόμα καλύτερα για το δάσκαλο γιατί του δίνεται η δυνατότητα να ασχοληθεί και με πιο ουσιώδη στοιχεία στη διδασκαλία. Επίσης, με την ευκαιρία, να πω ότι χάρηκα πολύ που ήρθαν αρκετοί μαθητές μου στη συναυλία. Ήταν πολύ τιμητικό για μένα.
Τ.Β. Βλέπετε κάποιες διαφορές στα μικρά παιδιά εν συγκρίσει με τη δική σας γενιά στην αντίστοιχη ηλικία;
Δημήτρης Μαύρος: Σίγουρα υπάρχει χάσμα γενεών. Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι υπάρχουν κάποιες οικογένειες που φέρνουν τα παιδιά για «παρκάρισμα» στο ωδείο. Μια κλασική ατάκα του γονέα είναι:« το παιδί δε θέλω να γίνει μουσικός!» Ούτε εμείς θέλουμε ντε και καλά το παιδί να γίνει επαγγελματίας μουσικός. Όμως είναι η χειρότερη αντιμετώπιση για την αρχή μιας εκπαιδευτικής προσπάθειας. Αυτή η στάση δικαιολογεί την αδιαφορία για μελέτη της μουσικής από πολλά παιδιά. Λίγοι μαθητές μελετούν συστηματικά. Με τους περισσότερους μελετάς την ώρα του μαθήματος και προσπαθείς με τον καιρό να τους ωθήσεις ν΄αγαπήσουν τη μουσική. Επίσης, βλέπω ότι τα ακούσματά τους είναι, σε μεγάλο βαθμό, χαμηλού επιπέδου. Σε αυτή την περίπτωση δε φταίνε τα παιδιά. Φταίνε οι γονείς! Βεβαίως υπάρχουν και οικογένειες που οι γονείς ακούνε καλή ροκ, καλό ελληνικό τραγούδι. Εκεί βλέπεις ότι υπάρχει ενθάρρυνση για μελέτη. Όμως τα πιο πολλά παιδιά ξεκινούν κιθάρα έχοντας κάτι διαφορετικό στο μυαλό τους. Όταν επομένως τύχει να παρακολουθήσουν ένα ρεσιτάλ βρίσκονται προ εκπλήξεως. Τότε είναι που αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι ακριβώς σπουδάζουν.
Τ.Β. H οικονομική κρίση, δημιούργησε προβλήματα ή εμπόδια στην καλλιτεχνική σας πορεία;
Δημήτρης Μαύρος: Σαφώς, όπως και σε όλους. Οι μουσικοί ταλαιπωρούνται σε φοβερό βαθμό. Δίνοντας για δίπλωμα το 2014, για κάποια χρόνια πριν έπρεπε να «ταχθώ» εκεί, οπότε δούλευα πιο περιορισμένα. Ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, είναι πλέον πολλοί οι διπλωματούχοι που ψάχνουν δουλειά. Το αν θα βρεις εξαρτάται σίγουρα και από το πόσο καλά κάνεις τη δουλειά σου. Θεωρώ όμως ότι είναι και θέμα τύχης ή δυνατότητας, όπως για παράδειγμα να σε δούνε, να σε γνωρίσουν και να σε προτείνουν άνθρωποι που έχει ένα βάρος παραπάνω η κουβέντα τους. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι μουσικοί, οι οποίοι αναγκάζονται να ασκήσουν άλλα επαγγέλματα και αγωνίζονται για να συντηρήσουν την τέχνη τους κάτω από δύσκολες συνθήκες. Επίσης, μουσικοί με πολύ καλές σπουδές δεν έχουν μαθητές ή το ωδείο όπου εργάζονται δεν πληρώνει καλά και με συνέπεια. Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι είναι «δικτυωμένοι» χωρίς να είναι άξιοι, καθότι χρησιμοποιούν άλλα μέσα... Υπάρχουν παθογένειες στο χώρο της μουσικής...
Τ.Β. Θα θέλατε να επισημάνετε κάποιες από αυτές τις παθογένειες;
Δημήτρης Μαύρος: Όσον αφορά την κιθάρα, υπάρχουν κάποιες παγιωμένες καταστάσεις που θεωρώ προβληματικές. Για παράδειγμα, θεωρώ υπερβολικό τον αριθμό των φεστιβάλ κιθάρας που διοργανώνονται στη χώρα μας. Αμφιβάλλω για την ποιότητα πολλών απ’ αυτά. Έχουν δημιουργηθεί κυκλώματα από ανθρώπους, όπου ο καθένας προωθεί τους δικούς του. Θα έπρεπε να υπήρχε λίγο περισσότερη σοβαρότητα. Να είναι λίγο πιο συγκρατημένοι. Αυτό το θέτω γιατί έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρχει αξιοκρατία. Aπό τη στιγμή που ένας μουσικός κάνει εμφανίσεις και είναι αξιόλογος, γιατί να μη μπορεί να διακριθεί; Γιατί αναγκαστικά πρέπει να συγκριθεί με άλλους τρεις ή πέντε και να βγει πρώτος ή δεύτερος; Η ζημιά είναι ότι αυτή η αντίληψη έχει περάσει στη λογική πολλών νέων μουσικών.
Τ.Β. Εσείς θα δεχόσασταν να στείλετε μαθητές σε διαγωνισμούς;
Δημήτρης Μαύρος: Αν ένα παιδί το ζητούσε από μόνο του μπορεί και να το προετοίμαζα. Αλλά σίγουρα δε θα του το πρότεινα. Θεωρώ ότι ένα παιδί την αυτοπεποίθησή του οφείλει να τη χτίσει μέσω της μελέτης και της έκθεσης. Όταν έρθει η ώρα και είναι ώριμο να συμμετάσχει σε ένα διαγωνισμό, τότε ας πάει με δική του πρωτοβουλία και όχι γιατί το σπρώχνουν άλλοι. Οι δάσκαλοι που ωθούν τα παιδιά σε διαγωνισμούς εν μέρει προβάλουν τον εαυτό τους. Δημιουργείται έτσι μεγάλη πίεση σ΄ αυτά. Όταν βλέπεις μαθητές 11-12 ετών να παίζουν έργα επιπέδου Ανωτέρας ή Διπλώματος δέχεσαι ότι έχει γίνει δουλειά σε ό,τι αφορά την τεχνική αλλά σαφώς το παιδί υστερεί στην ερμηνεία. Δέχομαι ότι ορισμένα μπορούν να αποδώσουν και σε μικρές ηλικίες (17 -18). Αλλά η ώριμη ερμηνεία απαιτεί και λίγη εμπειρία απ΄ τη ζωή. Δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της μελέτης.
Τ.Β. Ποια είναι τα επικείμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Δημήτρης Μαύρος: Προς το καλοκαίρι, θα κάνουμε μια συναυλία με τη συνεργάτιδά μου Στέλλα-Κάντια Σπύρου, η οποία θα περιλαμβάνει έργα αποκλειστικά για ντουέτο κιθάρα- φλάουτο. Είμαι πολύ χαρούμενος για τη συνεργασία μας. Εκτός από πολύ καλή μουσικός, η Στέλλα-Κάντια είναι ένα εξαιρετικό άτομο, φοβερά ορεξάτη και συνεπής. Έχουμε βρει πολλά ωραία έργα για να παρουσιάσουμε. Υπάρχουν και άλλα σχέδια για ρεσιτάλ κιθάρας, αλλά από Σεπτέμβρη. Έχω κάποια έργα ηχογραφημένα, τα οποία σιγά-σιγά θα παρουσιαστούν διαδικτυακά. Άλλα έργα που έχω ηχογραφήσει ήδη, όπως είναι η «Cavatina» και οι παραλλαγές του M.M. Ponce υπάρχει η σκέψη να εκδοθούν σε μορφή cd.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Δεκέμβριος 2019
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)