ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ
Bass Fairy Tales
Μουσικός της δικής μου γενιάς, με πολύπλευρη συμμετοχή στο μουσικό μας επαγγελματικό τοπίο, ο Δημήτρης Οικονομάκης μας μιλάει στο Tar για μουσικά θέματα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το ποιοτικό τους στίγμα, με αφορμή το cd που ηχογράφησε με τη συμμετοχή εξαιρετικών συναδέλφων, του Τάκη Καπογιάννη, της Σοφίας Μαυρογενίδου, του Ηρακλή Βαβάτσικα, του Τάσου Φωτίου, του Γιώργου Κατσανου, του Σπύρου Μοσχούτη και του Ξενοφώντα Συμβουλίδη.
Μια συνέντευξη με αφορμή το νέο δίσκο του
ΕΑ. Πώς θα περιέγραφες τη μουσική ζωή στην χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια, θετικά και αρνητικά?
Δ.Ο. Όταν μιλάμε για μουσική στην Ελλάδα αναγκαστικά μιλάμε κυρίως για τραγούδι. Είναι τόσο έντονη η τραγουδιστική παράδοση, η μάλλον η απουσία λόγιας παράδοσης, ώστε όλοι οι εν δυνάμει δημιουργοί περιορίστηκαν σε αυτό.
Μέχρι το ΄80 κυριάρχησαν τα “βαριά” ονόματα, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης κλπ. Βέβαια είχαν ποιότητα στη δουλειά τους, ταυτόχρονα συνέβαλαν στο να επικρατήσει ένα είδος “βαρυγδουπιάς”. Το τραγούδι όφειλε να αναφέρεται σε πολύ σημαντικά ιδεολογικο-πολιτικο-φιλοσοφικά θέματα. Επιστρατεύτηκαν και οι ποιητές γι αυτό. Να θυμίσω ότι, αντίθετα, την ίδια περίοδο- με τη γνωστή 10ετή προπόρευση- στην Δύση κυριαρχούσε το pop-rock τραγούδι με κύριο χαρακτηριστικό την απλότητα και την αμεσότητα. Οι στίχοι των Lennon-McCartney μπορούσαν να ειπωθούν από τον κάθε teenager. Και τα τραγούδια των Stones μπορούσαν να παιχτούν από οποιοδήποτε εφηβικό συγκροτηματάκι. Και αυτό ήταν η δύναμη του.
Η απλότητα στο ελληνικό τραγούδι καταχτήθηκε στις αρχές του ΄80. Πιστεύω ότι η συνεισφορά του Μανώλη Ρασούλη ήταν καταλυτική. Ο καθημερινός, ειρωνικός και ταυτόχρονα συγκινητικός λόγος του οδήγησε σε ένα διαφορετικό τραγούδι που είχε τις ρίζες του στο λαϊκό αλλά απευθυνόταν σε ένα διαφορετικό, πιο νεανικό κοινό. Οι δισκογραφική παρουσία του Παπάζογλου, του Περίδη, του Μάλαμα, του Θ. Παπακωσταντίνου κ.α., ολοκλήρωσαν το “νεολαϊκό” ρεύμα, που κυριάρχησε μέχρι τις μέρες μας, δίνοντας αξιόλογα δείγματα γραφής.
Βέβαια , σιγά - σιγά, το νέο ελληνικό τραγούδι οδηγήθηκε στον κορεσμό. Ένας βασικός λόγος, πιστεύω, είναι η έλλειψη πνεύματος έρευνας και πειραματισμού από τους δημιουργούς, με κάποιες εξαιρέσεις. Οι περισσότεροι επαναπαύθηκαν στην επανάληψη του εαυτού τους. Ενώ στην παγκόσμια σκηνή, όρος για την επιτυχία ενός rock συγκροτήματος είναι η διαφορετικότητα, στην ελληνική σκηνή ήταν η μίμηση. Σήμερα μάλλον βρισκόμαστε σε παρακμή του είδους. Πάντα όμως κάτι καινούργιο γεννιέται.
Στο χώρο της ελληνικής pop-rock είχαμε συγκροτήματα και τραγουδιστές με πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία, όπως οι Πυξ Λαξ, ο Τσακνής κ.λ.π. που στηρίχτηκαν επίσης στον μιμητισμό χωρίς να έχουν ένα άξιο λόγου καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα.
Με τον Τάκη Καπογιάννη
Όσον αφορά τους δημιουργούς που ασχολούνται με πιο “δύσκολα” είδη μουσικής, μορφές της τζαζ η εν γένει οργανική μουσική, τα πράγματα ήταν, είναι και θα είναι πιο δύσκολα. Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε αρκετό κοινό για να στηρίξει τέτοιες προσπάθειες και αυτό που υπάρχει, ενώ παρακολουθεί ξένους καλλιτέχνες, αντιμετωπίζει με δυσπιστία τους έλληνες. Βέβαια το βάρος των ονομάτων είναι διαφορετικό αλλά αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα. Έτσι οι έλληνες δημιουργοί δυσκολεύονται να φτιάξουν μια σοβαρή “σκηνή” , προϋπόθεση για την εξέλιξη και την ωρίμανση τους.
Τον Οκτώβριο ήμουν στη Νέα Υόρκη και κυκλοφόρησα φυσικά σε διάφορα live music clubs, που αφθονούν στο κέντρο. Εκεί καταλαβαίνεις την διαφορά. Όχι γιατί στην Αθήνα δεν υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί. Αλλά γιατί εκεί το μέσο επίπεδο είναι τόσο ψηλό που σε αναγκάζει να βελτιωθείς, αλλιώς δεν στέκεσαι. Εξ άλλου στο διπλανό κλαμπάκι παίζει ο Pat Metheny, φρόντισε λοιπόν να είσαι ακόμα καλύτερος! Στην Ελλάδα μια σειρά εξαιρετικοί μουσικοί, όπως ο D.Lynch, ο Λάντσιας, ο Κιουρκτσόγλου, ο Κατσάνος κι ας βάλουμε και κάποιους λιγότερο εξαιρετικούς, σαν και του λόγου μου, αναγκάζονται να παίζουν, για βιοπορισμό, με τραγουδιστές και τραγουδοποιούς σε σχήματα που λογικά δεν θα τους ενδιέφεραν και παρουσιάζουν σποραδικά τις δικές τους δουλειές. Έτσι όμως δεν γίνεσαι καλύτερος.
Πολλοί φεύγουν για τις μεγάλες μητροπόλεις ακριβώς για να βρεθούν στο κέντρο της δημιουργίας και να έρθουν σε καθημερινή επαφή με τους καλύτερους. Καλά κάνουν!
Αρκετοί μουσικοί παίζουν έξω. Ο Πέτρος Κλαμπάνης, κοντραμπασίστας, έφτιαξε ένα θαυμάσιο δίσκο στην Ν. Υόρκη. Άκουσα στο youtube το trio του Σπύρου Μάνεση στο Amsterdam που με ενθουσίασε. O Φακανάς έκανε ένα δίσκο με τον σπουδαίο Anthony Jackson, συναυλίες από τη Ν. Υόρκη μέχρι το Τόκιο και παρουσιάσεις σε πολλά διεθνή περιοδικά. Όλο και κάτι γίνεται λοιπόν.
Μίλησα για μητροπόλεις. Θα μπορούσε και η Αθήνα να είναι μουσική μητρόπολη. Σε αυτό δεν φταίει μόνο το ανεπαρκές ή απαίδευτο κοινό. Φταίμε και εμείς οι μουσικοί που δεν υποστηρίζουμε τις προσπάθειες των άλλων, δεν ενδιαφερόμαστε ο ένας για τον άλλο. Και που γρήγορα υποκύπτουμε στις δυσκολίες, δεν παλεύουμε για τις δικές μας δουλειές και βολευόμαστε στην ασφάλεια του καλοπληρωμένου session. Έχω υποπέσει κι εγώ σε όλα αυτά τα αμαρτήματα, αλλά… όλο και ξυπνάει το φιλότιμο. Και στη Ν. Υόρκη 50 dollars πληρώνονται οι μουσικοί αλλά επιμένουν, έχουν “λύσσα”.
Τώρα για τον “κλασικό” χώρο εσύ τα ξέρεις καλύτερα…
Ε.Α. Η μουσική παιδεία είναι σίγουρα το πιο δύσκολο και περίπλοκο πρόβλημα της εποχής και όχι μόνον.. πώς το προσεγγίζεις παρατηρώντας την κατάσταση από το δικό σου χώρο;
Δ. Ο. Ποιός είναι ο δικός μου χώρος; Δούλεψα για πολλά χρόνια σαν δάσκαλος κλασικής κιθάρας στα ωδεία. Το πρόβλημα που εντόπιζα από την αρχή ήταν ο πλήρης διαχωρισμός της θεωρίας από τη διδασκαλία του ρεπερτορίου. Δεν μπορούσα να συμφωνήσω με το γεγονός ότι ο μαθητής μάθαινε ένα κομμάτι χωρίς να κατανοεί την αρμονική και μελωδική δομή του. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι οι κλίμακες χρειάζονται για την τεχνική. Προσπάθησα από την πρώτη στιγμή να αποκρυπτογραφήσω εγώ ο ίδιος τους κώδικες των συγχορδιών, των αρμονικών σειρών, της μελωδικής ανάλυσης και κατ επέκταση της δυνατότητας αυτοσχεδιασμού πάνω στο όργανο. Και στη συνέχεια να το διδάξω.
Ξέρω ότι όλα αυτά γίνονται δύσκολα μέσα σε μία ώρα μαθήματος που συνήθως διαθέτει το κάθε ωδείο, αλλά το πρόβλημα δεν παύει να υφίσταται. Αυτή μου η εμμονή με οδήγησε σε πιο “τζαζ” -με την ευρεία έννοια του όρου – μονοπάτια, μάζεψα γύρω μου μαθητές με αντίστοιχα ενδιαφέροντα. Εδώ και αρκετό καιρό πιστεύω ότι δεν φτιάχνουν οι καθηγητές τους μαθητές, αλλά ότι οι μαθητές βρίσκουν τους καθηγητές που τους ταιριάζουν.
Ιδιαίτερα στο χώρο της κιθάρας, ένα εύχρηστο και “λαϊκό” όργανο, με ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου να προέρχεται από μεταγραφές λαϊκών κομματιών, ιδιαίτερα λατινογενών, αυτή η διδακτική έλλειψη οδήγησε σε ένα είδος σχιζοφρένειας. Έτσι, για παράδειγμα, στο ωδείο που δίδασκα όσοι ήθελαν να γίνουν κλασικοί σολίστες πήγαιναν στην Όλγα Καλογριάδου και όσοι είχαν ωραία φωνή ερχόντουσαν σε μένα για να μάθουν κανένα τραγουδάκι. Η θρυλική Μαίρη Κωσταντάρα μου έφερε για μαθήτριες την Δέσποινα Βανδή και την Πέγκυ Ζήνα μεταξύ άλλων. Μεταξύ μας η Πέγκυ ήταν κούκλα! Αυτός ο διχασμός ισχύει μέχρι σήμερα, ο “κλασικάκιας” αποστηθίζει και ο “ακορντάκιας” προχειρολογεί.
Σε ωδειακούς χώρους με πιο τζαζ κατεύθυνση τα πράγματα είναι καλύτερα όσο αφορά την σύνδεση των θεωρητικών γνώσεων με το παίξιμο αλλά και εκεί λείπει η στέρεα αισθητική βάση που προσφέρει η κλασική παιδεία. Πέρα από αυτό, είναι φανερή η έλλειψη σχολών πανεπιστημιακού επιπέδου, “πλήρους απασχόλησης” τύπου Berklee college, που θα προσφέρουν μια πιο ολιστική αντιμετώπιση της μουσικής γνώσης. Μέχρι τότε όσοι έχουν λεφτά λύνουν το πρόβλημα τους. Αεροπλάνα υπάρχουν.
Με την Σοφία Μαυρογενίδου
Ε.Α. Ποια θα ήταν η ιδανική κατάσταση στο μουσικό χώρο;
Δ. Ο. Δεν υπάρχουν ιδανικές καταστάσεις. Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα όμως αν όλοι υποστηρίζαμε τη “δημιουργία της μουσικής”. Αν δημιουργούσαμε ένα κλίμα που θα ήταν “in” το να τρέχουμε από συναυλία σε συναυλία. Στο Μέγαρο Μουσικής και στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών (δυστυχώς μεγάλο κομμάτι της αριστεράς τα θεωρεί εργαλεία του καπιταλισμού!) Αλλά και στα κλαμπάκια και τις μουσικές σκηνές και όπου η καλή μουσική παίζεται ζωντανά. Οι παλιότεροι θυμούνται την περίοδο της έντυπης έκδοσης του TAR, όπου δημιουργήθηκε ένα κύμα εκδηλώσεων, συναυλιών και ενδιαφέροντος γύρω από την κιθάρα, που έσβησε αργότερα λόγω ενδοστρέφειας, αφήνοντας όμως ισχυρό στίγμα. Οφείλουμε ένα ευχαριστώ στον Ν. Μαυρουδή για την συνεισφορά του.
Αν δημιουργούσαμε ένα κλίμα που θα ήταν “in” να παρουσιάζουμε, εμείς οι μουσικοί, καινούργιες μουσικές, καινούργιους ήχους, χωρίς να μας ενδιαφέρει η ευρύτερη αποδοχή. Αυτή είναι η ευθύνη των δασκάλων, των εκτελεστών, των δημιουργών, των μαθητών, όλων μας. Βέβαια τα μουσικά κινήματα βαδίζουν παράλληλα με την αντίστοιχη πνευματική κινητικότητα της κοινωνίας ή μέρους της. Πράγμα που, από καιρό εις καιρόν, γίνεται ούτως ή άλλως. Αλλά ας σπρώξουμε τα πράγματα. Όπως βλέπεις δεν περιλαμβάνω την ωδειακή εκπαίδευση στους μοχλούς ανάπτυξης ενός καλύτερου κλίματος. Όχι γιατί δεν δίνω σημασία στην εκπαίδευση αλλά γιατί πιστεύω ότι αυτή έπεται. Ας υπάρχει κλίμα μουσικής ανάτασης και ενδιαφέροντος και οι διδακτικοί χώροι θα γεμίζουν.
Ε.Α. Θα ήθελα για το τέλος της συζήτησης να δώσεις τρεις συμβουλές στους νέους που σπουδάζουν μουσική.
Δ. Ο. Ακούτε μουσική. Όλων των ειδών. Ηχογραφημένη, αλλά κυρίως ζωντανή.
Να συγκρίνετε τον εαυτό σας με τους καλύτερους. Κάθε φορά που κάνω ένα δίσκο, τον βάζω στο cd player μαζί με ένα του αγαπημένου μου Charlie Haden. Αν στέκεται έχει καλώς. Αν όχι πρέπει να βελτιωθώ και γρήγορα μάλιστα!
Να είσαστε πεισματάρηδες. Πολλοί γονείς με ρωτούν: Κύριε Οικονομάκη τι λέτε, μπορεί ο γιός μου να γίνει μουσικός; Ποτέ δεν απαντάω θετικά… Όποιος είναι να γίνει μουσικός δεν πρόκειται να ρωτήσει ούτε εσάς ούτε εμένα! Θα το κάνει ό,τι και να πούμε! Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο. Χρειάζεται και πείσμα!!
* * * * * * * * * *
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Δεκέμβριος 2011
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας