ΔΥΟ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
…«Όχι δυο, αλλά εκατό συναντήσεις να είχαμε στη διάθεσή μας, δεν θα έφθαναν για να εξαντλήσουμε το θέμα «Μάνος Χατζιδάκις»!
Με αυτή τη φράση, ο συνθέτης Νότης Μαυροουδής κατάφερε με…. μαεστρία να συμπυκνώσει απόψεις, αναμνήσεις,διηγήσεις, ακροάσεις, αναλύσεις, καταρρίψεις «μύθων», συνθέσεις, παραθέσεις και αντιπαραθέσεις άλλων προσωπικοτήτων για τον Μάνο Χατζιδάκι, στο πλαίσιο μόλις δυο διαλέξεων, που φιλοξενήθηκαν στη Βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η πρώτη, πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, με θέμα:«Μάνος Χατζιδάκις: Το τραγούδι του, σημαία τού ελληνικού πολιτισμού)» και η δεύτερη, στις 9 του ίδιου μήνα, με θέμα: «Mάνος Xατζιδάκις: Συνθέτης-Δημιουργός-Τραγουδοποιός-Μουσουργός. Μια προσπάθεια ορισμού εννοιών με αφορμή το έργο του».
Η πρωτοτυπία της προσέγγισης έγκειται στο γεγονός ότι ο ομιλών διάνθισε τις διαλέξεις του με τη μοναδικότητα της προσωπικής του ματιάς και εμπειρίας, αξιοποιώντας εντέχνωςτο έντονο προσωπικό του βίωμα από τις επαγγελματικές συνεργασίες και τη συναναστροφή του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Από την πρώτη τους συνάντηση: «το 1965, όταν εκείνος ως πρόεδρος της επιτροπής του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης κι εγώ 20άχρονος διαγωνιζόμενος, μου παρέδωσε το πρώτο βραβείο», έως και σήμερα, που εξακολουθεί να μελετά το έργο του: «Ομολογώ πως ακόμα και σήμερα, που έχω συγκεντρώσει αρκετό χρόνο επάνω μου και διαθέτω στοιχειώδη ικανότητα να κρίνω και να σκέφτομαι, είναι αρκετές οι φορές που αναζητάω την άποψή του πάνω στα διάφορα θέματα της καθημερινότητας, για τα οποία αν ζούσε θα είχαμε να συζητάμε γόνιμα…»
Με αυτό τον τρόπο, ο Νότης Μαυρουδής, γεμάτος έντονη συναισθηματική φόρτιση που προκαλούσε συγκίνηση στον ακροατή, κατάφερε να ξεφύγει από τη συνήθη πρακτική που ακολουθείται, (μια στυγνή ανάλυση βιογραφίας που γίνεται από καθέδρας) προσφέροντας στο κοινό μια διήγηση γεμάτη αγάπη, βαθιά γνώση και πολύπλευρη ανάλυση γνωστών και άγνωστων(στους περισσότερους από μας) πτυχών της προσωπικότητας και του έργου του μεγάλου μουσουργού.
Πριν τη σε βάθος ανάλυση του θέματος, ο Νότης Μαυρουδής αναφέρθηκε στο κίνητρο ενασχόλησής του με το έργο του Μάνου Χατζιδάκι:«Είμαι πάντα της άποψης πως για να ασχοληθείς όσο πιο βαθιά με ένα αντικείμενο ή υποκείμενο, είναι απαραίτητο το συναίσθημα μιας μορφής… ερωτικού δεσμού μαζί του. Ή, για να το πω όπως το θεωρούσε ο Πλάτων, να αισθάνεσαι εραστής ως προς το υποκείμενο και το έργο του, με το οποίο θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά και σε βάθος. Νιώθω πως είναι η απαραίτητη αίσθηση που θα συμβάλει, μαζί με τη γνώση ή την όποια εξειδίκευση, στη δημιουργία τού νοητού διαδρόμου που θα με σπρώξει για να «συναντήσω» εκείνο στο οποίο στοχεύω. Με λίγα λόγια, ναι, ανήκω στο κλαμπ όλων όσοι, παρ’ όλα τα 21 χρόνια απουσίας του, εξακολουθούν να είναι παθιασμένοι, επηρεασμένοι και επίμονοι παρατηρητές του έργου του».
Στη συνέχεια, ο ομιλών, με αξιοπρόσεκτη σεμνότητα, (σχεδόν με δέος!) οριοθέτησε το πλαίσιο της μελέτης του, αποτασσόμενος εμφατικά το ρόλο του «ειδικού»: «Το μόνο «εργαλείο ειδίκευσης» που διαθέτω είναι η μουσική γνώση που έχω αποκτήσει από την αφοσίωσή μου στην κλασική κιθάρα, η επίμονη ενασχόλησή μου στη σύνθεση τραγουδιών από νεοτάτων χρόνων, η προσωπική γνωριμία μου μαζί του».
Έτσι, κατέστησε σαφές στο κοινό ότι: «Η προσέγγιση θα γίνει με την απλότητα μιας θέσης που θα μπορούσε να είναι εκείνη ενός επίμονου θαυμαστή, που από τα νεανικά του χρόνια παρατήρησε, άλλοτε ασυνείδητα, άλλοτε συνειδητά, πάντως εστίασε με προσοχή και σεβασμό, όπως θαυμάζοντας ένα γλυπτό τού Παρθενώνα, στο δυναμισμό των μελωδιών του, στον επιλεγμένο ηχητικό κόσμο που πάει πέρα από την εποχή του, καθώς και στη ρυθμολογική λεπτομέρεια των τραγουδιών του».
Η συνεργασία του Νότη Μαυρουδή με το Μάνο Χατζιδάκι
Ο Νότης Μαυρουδής μας «ταξίδεψε» στο κλίμα μιας άλλης εποχής, άγνωστης (δυστυχώς) στους περισσότερους από μας, την οποία όμως μετέφερε με τόση γοητεία, που μας έκανε να αισθανόμαστε «άτυχοι» που είμαστε πιο… νέοι! «Κάθε μελωδία του, άφησε το αποτύπωμά της και συνδέθηκε με την συγκεκριμένη εποχή, από κάτι που είπε και έμεινε, από μια ρηξικέλευθη δήλωση, η οποία τάραζε τα νερά της πνευματικής ραστώνης μας. Οι αναφορές στο όνομά του, θυμίζουν χαρακτηριστικές εποχές μιας ηθικής, των χρόνων εκείνων μετά το ‘60 που θαρρείς και σχεδόν… επέβαλλε αυτός ο ευπατρίδης, την οποία νιώθαμε πως θα έπρεπε να την επεξεργαστούμε πνευματικά για να την υιοθετήσουμε, επειδή «το είπε ο ΜΧ…».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η αναφορά του ομιλούντος στις επαγγελματικές συνεργασίες του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι τη δεκαετία του ΄70 ο Νότης Μαυρουδής είναι ο πρώτος συνθέτης που έχει μελοποιήσει ποίησή του Μάνου Χατζιδάκι, με αποτέλεσμα να προκύψει ο πολύ ενδιαφέρον δίσκος, που εκδόθηκε το 1977 με τίτλο: «Παιδί της Γης». Σημειωτέον δε, ότι ο Μάνος Χατζιδάκις επέτρεψε τις ηχογραφήσεις πριν ακόμη ακούσει το ηχογραφημένο υλικό: «Πρέπει να σας πω ότι, αυτός ο γενναιόδωρος άνθρωπος, μου έδωσε την άδεια να ηχογραφήσω τα μελοποιημένα ποιήματά του, χωρίς να έχει ακούσει προηγουμένως τι είχα δημιουργήσει. Είχα ήδη προχωρήσει τις ηχογραφήσεις με την Αρλέτα, ως βασική ερμηνεύτρια με έξι τραγούδια. Σε τρία τραγούδια χρησιμοποίησα έναν προικισμένο τραγουδιστή που δυσκολευόμουν να διαβάσω το όνομά του, λόγω της μικρότατης γραμματοσειράς με την οποία είχαν γράψει το όνομά του στο εξώφυλλο του δίσκου «Τα Παράλογα» (1976). Ήταν ο Ηλίας Λιούγκος.»
Μετά από μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για τους προβληματισμούς του αναφορικά με τον τρόπο και το ύφος της μελοποίησης του έργου του Μάνου Χατζιδάκι, ο ομιλών, μας μετέφερε γλαφυρά το κλίμα της συνάντησής τους στο studio ηχογραφήσεων, όπου πλέον ο Μάνος Χατζιδάκις θα άκουγε για πρώτη φορά τη μελοποιημένη, από τον Νότη Μαυρουδή, ποίησή του: «Τον παρατηρούσα τη στιγμή της ακρόασης να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Άρχισε να μιλάει για τα ποιήματά του σε σχέση με τη μουσική αντιμετώπιση που είχαν από εμένα. Έδειχνε τη χαρά του μέσα από τα λόγια του, καθώς και την ανάγκη του να ακούσει ξανά και ξανά μερικά από τα τραγούδια. Μετά, όταν ένιωσε πως είχε μπει στην ατμόσφαιρα που ήθελε, μπήκε στην αίθουσα ηχογράφησης για να διαβάσει την προσωπογραφία του στον Γιώργο Σεφέρη, εγώ στην κιθάρα, με τον Δημήτρη Βράσκο στο μαντολίνο και τον Θανάση Παρασκευόπουλο στο κλαρινέτο, να τον συνοδέψουμε και η μουσική μου να ακούγεται ως υπόκρουση, όπως είχα προγραμματίσει. Ήταν μια μαγική στιγμή, αξέχαστη για μένα. Ο δίσκος μου «Παιδί της γης» (Lyra, 1977), ήταν μια Σπονδή στον Χατζιδάκι. Ήταν η ευκαιρία να αναδυθεί ο προσωπικός μουσικός πολιτισμός μου και μια ολόκληρη κουλτούρα ήχων και αισθήσεων πνευματικής επεξεργασίας. Η συμμετοχή του λοιπόν στον δίσκο αυτόν προσέδωσε μια σπάνια στιγμή γοητείας και τίμησε ήδη από το 1977 τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη σε ένα μονόγραμμα που τον περικλείει απόλυτα. Έδωσε αμέσως ρυθμό και μέτρο στην ανάγνωση του ποιητικού του λόγου».
Όμως η συνεργασία των δυο συνθετών, είχε και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές: «Η προσωπική μου εμπειρία με τον κύκλο τραγουδιών του δίσκου “Χωρίον ο πόθος” (έργο 40) το 1977, όπου παίζω κιθάρα στην ηχογράφηση ανάμεσα στους άλλους μουσικούς, με έκανε να αντιληφθώ τον έξυπνο τρόπο της επικοινωνίας του με τους μουσικούς της ορχήστρας μέσα στο στούντιο, ώστε να οδηγηθεί το έργο του στο κλίμα και τον δικό του “κόσμο,”» ανέφερε ο Νότης Μαυρουδής.
Για τις ενορχηστρώσεις του Μάνου Χατζιδάκι
H συμμετοχή του Νότη Μαυρουδή ως μουσικού σε ηχογραφήσεις δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι, κατέστησε εφικτή μια αναλυτική προσέγγιση του ρόλου του αείμνηστου συνθέτη και ως ενορχηστρωτή: «Ο μαέστρος ερχόταν στο στούντιο με σελίδες πενταγράμμων που περιείχαν μουσικά σκαριφήματα, υφολογικά προσχέδια, σκέψεις, ιδέες και συνδυασμούς οργάνων. Ήταν ένας εύστροφος οδηγός, ένας μπούσουλας, για να ξεκινήσει το οικοδόμημα. Μέσα στο στούντιο αντάλλασσε με τους μουσικούς «απόψεις» και επέλεγε μόνος την κατάλληλη κατάληξη».
Η ανάλυση αναφορικά με τις ενορχηστρώσεις των έργων του Μάνου Χατζιδάκι ήταν εκτενής: «Tα τραγούδια του δεν χαρακτηρίζονται αποκλειστικά μόνο από τις όμορφες και παράξενες μελωδίες του. Ένα κυρίαρχο στοιχείο, που τα χαρακτηρίζει, είναι και οι ευφάνταστες ενορχηστρώσεις του, οι υποδείξεις του προς τους μουσικούς και οι ασταμάτητοι διάλογοι για το τι πρέπει και πώς να παιχτεί μια φράση την κατάλληλη στιγμή» ανέφερε ο Νότης Μαυρουδής συνεχίζοντας την εκτενή ανάλυσή του γύρω από αυτό το πολύ ουσιαστικό -για την κατανόηση της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι- θέμα: «Όλα αυτά καταλήγουν, ώστε οι ενορχηστρώσεις του να είναι υπόδειγμα φροντίδας για μουσικές απολαύσεις και, παράλληλα, μαθήματα ενορχηστρωτικής δεινότητας». (…) «Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο απόλυτος διευθύνων νους. Οι ενορχηστρώσεις του ήταν πάντα το απόσταγμα της στενής συνεργασίας με τους μουσικούς του. Η παρτιτούρα ήταν οι μελωδικές και αρμονικές του γραμμές, που την τελική επεξεργασία την έκανε στο στούντιο, με τον ίδιο στο πιάνο και τις σκέψεις να κατατίθενται και να επιλέγει εκείνος το τελικό τους απόσταγμα. Έτσι, το κάθε έργο, το κάθε ηχογράφημα, παίρνει τις δικές του προσωπικές ηχητικές και εκφραστικές διαστάσεις».Όλη η ουσία αναφορικά με τη μεθοδολογία ενορχήστρωσης των έργων του Μάνου Χατζιδάκι, συνοψίζεται σε μια φράση: «Ο Χατζιδάκις με αυτόν τον τρόπο, αυτή την στρατηγική, ενέπνεε τους μουσικούς. Τους ενέπλεκε μέσα στο έργο και τους άφηνε να βγάλουν την δική τους ευαισθησία, εκείνη για την οποία τους είχε επιλέξει».
Στο πλαίσιο ανάλυσης του «Χατζιδακικού» έργου, ο Nότης Μαυρουδής δεν παρέλειψε να αναφερθεί και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό συνθέσεων του Μάνου Χατζιδάκι, αναφορικά με τις καταλήξεις των έργων του: «…Οι καταλήξεις, σε πολλά από τα finale των τραγουδιών του, εισήγαγαν ένα ηχόχρωμα diminuendo, δηλαδή μια προοδευτική αποδυνάμωση του ήχου που καταλήγει στη σιωπή και την γαλήνη… Τέτοια ηχοχρώματα έχει χρησιμοποιήσει πολλές φορές, εκεί που το έργο-κατά τη γνώμη του-έχει ανάγκη ενός τέτοιου finale. Προσοχή: δεν εννοώ το τεχνικό σβήσιμο του ήχου από την επεξεργασία του ηχολήπτη. Είναι αισθητική άποψη του συνθέτη ως προς το κλείσιμο ενός έργου. Είναι δηλαδή μια καθαρή επιλογή τέλους. Κι ύστερα η σιωπή”. (Στο σημείο αυτό, το κοινό είχε την ευκαιρία να ακούσει ως παράδειγμα ένα απόσπασμα από το δίσκο «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη».
Στη συνέχεια, ο ομιλών παρέθεσε μια αντίστοιχη παρατήρηση αναφορικά με το ίδιο θέμα, που έκανε ο διεθνούς φήμης μαέστρος Ντάνιελ Μπαρενμπόϊμ, στο βιβλίο του «Η Μουσική κινεί τον χρόνο».
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση αναφορικά με το συνθετικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι, αφορούσε την εναρμόνιση των έργων του με σαφείς επιρροές από συνθέτες της λεγόμενης δυτικής μουσικής: «Με παρακίνησε αρκετές φορές, κατά τη διάρκεια της συνθετικής μου πορείας, η συντονισμένη τετραφωνία που έγραψε για το τραγούδι του δίσκου: «Οι μπαλάντες της Οδού Αθηνάς». Ένας συνδυασμός τεσσάρων φωνών με τους: Νένα Βενετσάνου, Έλλη Πασπαλά, Βασίλη Λέκκα, Ηλία Λιούγκο. Με βάση την παρτιτούρα του Χατζιδάκι, οι φωνές εναλλάσσονται περίτεχνα με ζηλευτή εναρμόνιση, που από πλευράς τεχνικής θα μπορούσε να μας παραπέμψει σε έργα πολυφωνικά του Handel, του Bach, Mallher, ή ακόμα και του Richard Wagner…».
Δισκογραφία
Η ανάλυση του έργου του Μάνου Χατζιδάκι από τον ομιλούντα, έγινε με γνώμονα την τοποθέτηση των έργων στο πλαίσιο (και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες) της εποχής που γράφηκαν. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό, είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Πράγματι, αν θελήσουμε να… ακτινογραφήσουμε μια προσωπικότητα, θα είναι χρήσιμη πάντα η τοποθέτηση τού έργου της μέσα στο χρόνο». (…) “Oι Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη,” άντλησαν τον τίτλο τους από τις ποιητικές περιγραφές του Eliot (όπως ο συνθέτης δηλώνει) γύρω από τα αποκαΐδια των πολέμων και τη θυσία εκατομμυρίων ψυχών… Πιθανολογώ πως μπροστά σε μια νέα εποχή που απλωνόταν στην κατεστραμμένη Ελλάδα, ο Χατζιδάκις έστρεψε το μουσικό του βλέμμα στον παρελθόντα χρόνο, για να σμιλέψει ενορχηστρωτικά με τον τρόπο του, παλαιότερες μελωδικές μνήμες και νοσταλγίες, καθώς και τα πολύτιμα των καιρών… Ο Χατζιδάκις είχε προϊδεάσει τους σύγχρονούς του γύρω από την «παραδοξότητα» να υποστηρίξει μια τόσο φανερά υπερήφανη, αλλά «απόκρυφη» και περιθωριοποιημένη μουσική σε μορφή τραγουδιού, που σερνόταν στα φτωχά κοινωνικά στρώματα εκείνης της αλλοτινής Ελλάδας. Η διάλεξη τού 1949 για το ρεμπέτικο ήταν ένα τέτοιο δείγμα που θα τον απασχολούσε έμπρακτα και στη δισκογραφία».
Η ευρύτητα του πνεύματος του Χατζιδάκι εξηγεί και την «υπεράσπιση» των ρεμπέτικων τραγουδιών: «Ένα μουσικό υλικό που συνοδευόταν από απαγορευτικές διατάξεις στα τότε Μέσα ενημέρωσης» στο πλαίσιο της ιστορικής διάλεξης στο Θέατρο Τέχνης, το 1949 που όπως τόνισε ο Νότης Μαυρουδής, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν μόλις 23 ετών! Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατούσε την εποχή εκείνη:
«Ο Χατζιδάκις, σχεδόν δίχως συμμάχους και υποστηριχτές, υπήρξε πρωτοπόρος εκφραστής μιας αποκαλυπτική άποψης περί του Ρεμπέτικου, πήρε την πρωτοβουλία να μιλήσει, να αναλύσει και να υποστηρίξει ένα τέτοιο λαϊκό περιθωριακό μουσικό τραγουδιστικό είδος, το οποίο περιφρονούσε η άρχουσα τάξη της χώρας, καθώς και πολλά από τα «φωτισμένα πνεύματα» της τότε εγκλωβισμένης και φοβικής Αριστεράς…»
Σε άλλο σημείο της διάλεξής του Νότη Μαυρουδή, εκτενής ήταν η αναφορά του στα Lied του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει μεγάλη προσφορά και σε αυτόν τον μουσικοποιητικό χώρο. Γνωστά τα έργα του “O Κύκλος του CNS” (έργο 8) με πρώτον ερμηνευτή τον ηθοποιό βαρύτονο Γιώργο Μούτσιο, στην πρώτη εκτέλεση του 1959, αργότερα της Φλέρης Νταντωνάκη το 1971, ακολουθεί κατόπιν το 1975 εκείνη του Σπύρου Σακκά. Και στις τρεις εκτελέσεις με τον Μάνο Χατζιδάκι να συνοδεύει στο πιάνο. Έξι τραγούδια με βάθος και λυρισμό, ομολογώ πως από την πρώτη φορά που τα άκουσα από τον Μούτσιο και τον αείμνηστο πιανίστα Πάνο Τριανταφυλλίδη, στη μπουάτ Συμπόσιο το 1962, αιχμαλωτίστηκα μέσα στην απέραντη ομορφιά αυτών των κλασικής φόρμας τραγουδιών».
O ομιλών, ξεχώρισε ορισμένους δίσκους ως υποδείγματα «ευφάνταστων ενορχηστρώσεων». Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ιδιαίτερα σε δίσκους με βαθύτατη πνευματικότητα όπως “Οι δεκαπέντε Εσπερινοί”, “Όρνιθες”, “Το χαμόγελο της Τζοκόντας”, “Ο Μεγάλος Ερωτικός”, “Τα Παράλογα”, “Σκοτεινή Μητέρα”, “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς”, “Τα τραγούδια της αμαρτίας”, “Πορνογραφία”, “Η εποχή της Μελισσάνθης, “Ο Σκληρός Απρίλης του ‘45”, “30 Νυχτερινά” κλπ. Σε τέτοιες λοιπόν «ειδικές αποστολές», δεν χρειάζονται απλώς μουσικοί, αλλά «ειδικοί μουσικοί», με ήχο και ποιοτική δομή τέτοια που να συνάδει με την πνευματικότητα της μουσικής του Χατζιδάκι. Και ετούτο είναι ιδιαιτέρως σοβαρό. Ο Χατζιδάκις, ιδιαίτερα από το 1965 με την έκδοση του εμβληματικού δίσκου «Το χαμόγελο της Τζοκόντας», άφησε για τα καλά το αποτύπωμά του, ως λόγιου συνθέτη, φανερώνοντας το μίγμα γνώσης και τους ανοιχτούς ορίζοντες των ήχων, όταν, παίρνοντας τις λιτές μελωδίες του ως αφορμή, ανέπτυξε ορχηστρικά στιλ και ύφος που θα ζήλευε κι ο πιο έμπειρος ενορχηστρωτής».
Από τη μεγάλη εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι, εκτενής αναφορά έγινε και στο έργο «Ο Μεγάλος Ερωτικός. Με αφορμή αυτό το δίσκο, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η αυστηρότητα με την οποία ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις αντιμετώπιζε το έργο σε μια συνομιλία του με τον Νότη Μαυρουδή. Ξεχωρίζουμε ένα σημείο από το διάλογο που παρουσιάστηκε στη διάλεξη, όπου ο ομιλών, μας μεταφέρει το διάλογό του με τον Μάνο Χατζιδάκι, στον οποίο εξέφρασε το θαυμασμό του για το έργο, καθώς και τη βεβαιότητα ότι αυτό θα μείνει στην ιστορία της μουσικής, για να λάβει την ακόλουθη απάντηση: «Χαίρομαι που ξεχωρίζεις αυτό τον δίσκο. Όμως, εκεί μέσα υπάρχουν σημεία με συγχορδίες που ακούγονται σκληρά, άσε που υπάρχουν και κάποιες μεμονωμένες νότες άσχετες με τις συγχορδίες, που όταν τις ακούω θυμώνω με τον εαυτό μου που τις άφησα να υπάρχουν και να φωλιάζουν εκεί με κακή πρόθεση…»
Αναφορές έκανε ο Νότης Μαυρουδής και σε δίσκους της δεκαετίας του ΄80: «”Η εποχή της Μελισσάνθης” (1980), η “Πορνογραφία” (1982), έργα που δεν στηρίχθηκαν στην ευκολία και τη μουσική απλούστευση, αλλά ήρθαν για να δηλώσουν τη σύνθετη και βαρύνουσα παρουσία τους και να κατοικήσουν στις συνειδήσεις».
Βεβαίως, από την ανάλυση των έργων του, ο Νότης Μαυρουδής δεν μπορούσε να μην αναφερθεί και στην τάση του Χατζιδάκι να αποκηρύσσει (!) ορισμένα από τα έργα του – κυρίως εκείνα που είχαν γραφτεί για τον ελληνικό κινηματογράφο: «Δεν άντεχε να βλέπει το υλικό του να οξειδώνεται μέσα στο χρόνο, γι΄ αυτό και μερικά από τα τραγούδια του παλαιότερης εποχής τα επανακυκλοφόρησε με άλλους ερμηνευτές και διαφορετικές ορχήστρες, ώστε να τα «τοποθετήσει» στη δική του εποχή. Κάποια παραδείγματα είναι τα: “Γαρύφαλλο στ’ αυτί”, “Όνειρο παιδιών της γειτονιάς”, “Ο Ταχυδρόμος”, αλλά και από το ρεπερτόριο της Νάνας Μούσχουρη “Τιμωρία”, “Ξημερώνει”, “Κάθε τρελό παιδί”, “Με τα’ άσπρο μου μαντήλι”, “Νάνι του ρήγα το παιδί”, “Ο Υμηττός”, “Σαν σφυρίξεις τρεις φορές”, “Το Κυπαρισσάκι”, “Τριαντάφυλλο στο στήθος”, “Στο Λαύριο γίνεται χορός”, κ.ά.».
Οι σταθερές συνεργασίες του Μάνου Χατζιδάκι
Μια άλλη εξόχως ενδιαφέρουσα παρατήρηση αναφορικά με τη δημιουργία των συνθέσεων του Μάνου Χατζιδάκι και νομίζουμε όχι προβεβλημένη, είναι η αναφορά στη σταθερότητα των συνεργασιών του Μάνου Χατζιδάκι - κάτι που (όπως εξήγησε ο ομιλών) επιτυγχανόταν με τη συμμετοχή ενός «πυρήνα» μουσικών που αναλάμβαναν τις ηχογραφήσεις των έργων του:«Ορθώς θεωρούσε πως η συγκρότηση μιας «ειδικής ορχήστρας» που συναντιέται για να ηχογραφήσει, δεν είναι παρά ορχήστρα «ειδικής αποστολής». (…) «Σε τέτοιες λοιπόν «ειδικές αποστολές», δεν χρειάζονται απλώς μουσικοί, αλλά «ειδικοί μουσικοί», με ήχο και ποιοτική δομή τέτοια που να συνάδει με την πνευματικότητα της μουσικής του Χατζιδάκι». Τρανή απόδειξη της σταθερότητας των συνεργασιών του Μάνου Χατζιδάκι, αποτελεί και το ακόλουθο απόσπασμα που αναφέρεται σε γνωστούς μουσικούς που τα ονόματά τους είναι σε πολλούς δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι:
«Οι μελωδίες του, οι φωνές που τις ερμηνεύουν, το μαντολινάκι του Βράσκου που κελαηδάει, μια κιθάρα (του Φάμπα ή του Μηλιαρέση) και αργότερα άλλων κιθαριστών που δεν έλειψαν ποτέ από τα έργα του στο σύνολό τους, ένα κλαρινέτο του Γκίνου, η άρπα της Αλίκης Κρίθαρη που γλύκαινε μαζί με τις κιθάρες το συνοδευτικό και ρυθμικό τους μέρος. Ένας άλλος ογκόλιθος των στενών συνεργατών του ήταν ο Ανδρέας Ροδουσάκης με το βάθος και τον όγκο του κοντραμπάσου που στηρίζει ολόκληρο το οικοδόμημα. Ρίξτε μια ματιά στους δίσκους του επί τόσα χρόνια» μας προέτρεψε ο Νότης Μαυρουδής: «Τα προαναφερόμενα ονόματα θα τα βρείτε σε όλους ανεξαιρέτως τους δίσκους του. Ήταν δηλαδή η ραχοκοκαλιά της ορχήστρας του και μόνο από ακραία ανάγκη άλλαζε τους μουσικούς του. Ως το τέλος του, οι ηχογραφήσεις του γίνονταν με αυτούς τους σταθερούς μουσικούς που ξεχώρισαν για την υψηλού επιπέδου μουσική ευαισθησία. Αργότερα, προσετέθησαν η Στέλλα Κυπραίου, ο Βαγγέλης Μπουντούνης, ο Πάνος Δράκος, ο Βαγγέλης Σκούρας, ο Σωκράτης Άνθης κ.ά.»
Ιδιαίτερη αναφορά, έκανε ο ομιλών και σε άλλους στενούς συνεργάτες του Μάνου Χατζιδάκι, όπως στη σημαντική προσωπικότητα του ποιητή Νίκου Γκάτσου: «Δεν χωράει καμία αμφιβολία πως ο ποιητής Νίκος Γκάτσος ήταν για τον Χατζιδάκι κάτι πολύ παραπάνω από ένας στιχουργός-ποιητής-φίλος-στενός συνεργάτης. Υπήρξε ο μέντοράς του». Ξεχωριστή μνεία, έγινε και για άλλες σημαντικές προσωπικότητες που ανήκαν στον κύκλο των κοινωνικών συναναστροφών του Μάνου Χατζιδάκι: «Εγώ λοιπόν πρόλαβα τον Χατζιδάκι στον «Αυλό», μαζί με τους Γκάτσο, και ενίοτε τους: Μινωτή, Ελύτη, Αντωνίου, Μούτση, Ρωμανό, Λιούγκο, Σακά, Κουρουπό κ.ά. Γνώριζα πως μετά άλλαζε τα στέκια του, όπως στο «Saloon», στον Φλόκα της Πανεπιστημίου, ενώ το τελευταίο καταγεγραμμένο ήταν το “Πάρτι”»παρατηρεί ο ομιλών και προσθέτει: «Αυτές ήταν οι μαγικές νύχτες που αν κατάφερνε κανείς να συγκεντρώσει στη μνήμη του, θα είχε ένα τεράστιο πνευματικό υλικό προς επεξεργασία…»
Οι ποικίλες δραστηριότητες και ιδιότητες του Μάνου Χατζιδάκι
Ο Νότης Μαυρουδής δεν παρέλειψε να αναφερθεί εκτενώς και σε άλλες ιδιότητες και επαγγελματικές ενασχολήσεις[i] του Μάνου Χατζιδάκι:
· Τα γραπτά που έχουν δημοσιευτεί
· Οι δυο πόλοι (Εδώ αναπτύσσεται η σχέση του με το Μίκη Θεοδωράκηόχι με τη συνήθη οπτική του δήθεν «ανταγωνισμού», αλλά αντιθέτως, παρουσιάζοντας πολύ ενδιαφέρουσες «κοινές αναλογίες» και δραστηριότητες, όπως την πρωτοβουλία τους για την ίδρυση της «Μικρής Ορχήστρας Αθηνών»)
· Ηχητικό και οπτικό υλικό
· Συχνές πρωτοβουλίες και προτροπές του, πάνω σε πολλά γεγονότα της καθημερινότητας, όταν δεν δίσταζε να παρατηρεί και να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα
· Οι δίσκοι του και oι σοφές σημειώσεις του
· Οι πρωτοβουλίες του για δισκογραφικές παραγωγές (leibel), με επιλογές νέων ελπιδοφόρων καλλιτεχνών.
· Τα βιβλία του
· Τα γοητευτικά Lied που έγραψε
· Οι ιδιότητές του ως μαέστρου, συνθέτη, διασκευαστή, ανανεωτή
· Η ενασχόλησή του με τη ραδιοφωνική διεύθυνση του Τρίτου προγράμματος
· Τα Σχόλια του Τρίτου
· Η μικρή περίοδος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της ΚΟΑ
· Η επιμονή του στην ίδρυση, τη δημιουργία και διατήρηση της Ορχήστρας των Χρωμάτων
Ο Νότης Μαυρουδής αναφέρθηκε εκτενώς και στην «ιστορική» εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν Διευθυντής του Γ΄ Προγράμματος. Μεταξύ άλλων, παρατήρησε τα εξής: «Από τότε όμως ξεκίνησαν και εκπομπές με συζητήσεις για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την ποίηση, τη λογοτεχνία, με συγγραφείς, ποιητές που διάβαζαν τα έργα τους, με μικρά ρεσιτάλ, με ενεργοποίηση της Ορχήστρας και Χορωδίας, με καθημερινές παρουσιάσεις ραδιοθεάτρου, όπως η καθημερινή εκπομπή “Λιλλιπούπολη,” που ξεκίνησε για μικρά παιδιά και εξελίχθηκε για παιδιά πάσης ηλικίας».
Συναφές με το παραπάνω και οι ραδιοφωνικές εκπομπές του Μάνου Χατζιδάκι, με τίτλο: “Τα Σχόλια του Τρίτου”. O Νότης Μαυρουδής, παρατηρεί σχετικά: «Αν ψάξει κανείς τις θεματολογίες των μικρών αυτών κειμένων του, θα διαπιστώσει πως απλώνει το πέπλο της σκέψης του σε όλο το φάσμα των ερωτημάτων τού ανθρώπου των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Κοινωνικά, υπαρξιακά, φιλοσοφικά, μουσικά, ζητήματα των Ωδείων, της επικρατούσας αντίληψης των ελληνικών ορχηστρών, των υπαλλήλων του δημοσίου, των υψηλά ιστάμενων του κράτους, των εθνικοφρόνων, του νεοφασισμού, των νέων πολιτικών τζακιών, των ηλιθίων, της βλακείας, περί του συναισθήματος του φόβου, περί προγόνων και της σύνδεσης του αρχαίου κόσμου με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, περί κάποιων δήθεν διανοουμένων, περί μνήμης, περί νοσταλγίας, περί του μέλλοντος χρόνου! Ίσως δεν θα βρεθεί χώρος, που το μάτι και η διορατικότητα του Χ προσπέρασαν και ο ποιητής της ζωής τον άφησε ασχολίαστο….»
Ο Μάνος Χατζιδάκις ως Διευθυντής Ορχήστρας
Ο Νότης Μαυρουδής, στάθηκε αρκετά και στην ιδιότητά του Μάνου Χατζιδάκι ως διευθυντή ορχήστρας: «Οι διευθύνσεις ως μαέστρος έργων άλλης εποχής, άλλων συνθετών, που πολλούς απ’ αυτούς τους γνωρίσαμε εξ’ αιτίας του, ειδικά συνθέτες του 20ου αιώνα. Εκτός από τις μουσικές του συμπάθειες προς τους παλαιούς Antonio Vivaldi, Amadeus Mozart, αλλά και τους πιο νέους Eric Satie, Σεργκέι Προκόφιεφ, Gustav Maller, Nino Rota, Ennio Moricone, Nicola Piovani, Ιάννη Ξενάκη, Γιάννη Χρήστου, που εμπεριέχονται με αριστοτεχνικό τρόπο σε στιγμές των έργων του, μας γνώρισε βαθύτερα τον Astor Piazzolla, εμβληματικό Αργεντίνο συνθέτη, θεμελιωτή του Nuevotango. Το έργο τού Astor Piazzolla, για την Αργεντινή, μοιάζει με την αναβίωση του ρεμπέτικου από τον Χατζιδάκι, με εκείνες τις ευφάνταστες ενορχηστρώσεις και ανασυνθέσεις του από τις «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», «Ο Σκληρός Απρίλης του ‘45», καθώς και οι «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα», η «Ιονική σουίτα», η «Ερημιά» (μουσικές γραμμένες για πιάνο)».
Ο Μάνος Χατζιδάκις, ως άνθρωπος που ήταν πάντοτε «μπροστά από την εποχή του» μπόρεσε να αφουγκραστεί δημιουργικά και τη μουσική του 20ου αιώνα. To ακόλουθο απόσπασμα από τη διάλεξη του Νότη Μαυρουδή επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές: «Οι μαρτυρίες δείχνουν πως εμπέδωσε για καλά τις πειραματικές μουσικές κινήσεις στις αρχές του 20ου με τα ρεύματα της progressive και avangard μουσικής να αναζητούν μια θέση στις τότε ακροάσεις. Συμφωνώντας ή διαφωνώντας γνώριζε συνθέτες, στιλ, είδη, φιλοσοφίες, πειραματισμούς, δημιουργώντας φιλίες και σχέσεις με πολλούς από τους πρωταγωνιστές της «άλλης» μουσικής. Από ελληνικής πλευράς, ο Ξενάκης, ο Χρήστου, ο Γιάννης Ανδρέα Παπαϊωάννου (ο πρώτος), ο Βασιλειάδης, ο Αντωνίου κ.ά., ήταν μέσα στην παρέα του και ευνοούσε το έργο τους και τις ιδέες τους, κάθε φορά από τις θεσμικές θέσεις που κατείχε. Με τη νεώτερη γενιά είχε στενές καθημερινές σχέσεις. Τον Κουρουπό, τον Αδάμ, τον Κηπουργό, τον Μαραγκόπουλο, τον Σακκά, κ.ά. Θεωρούσε πως το σπάσιμο, η ανατροπή της φόρμας, η ανανέωση των κύκλων της αντοχής των έργων τέχνης, είναι αναγκαιότητα απαραβίαστη. Ήταν κανόνας ζωής και στη μουσική τέχνη. Γι΄αυτό και παρείχε πάντα οξυγόνο για τα νέα έργα».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα στιγμή στη διάλεξή του Νότη Μαυρουδή, ήταν η αναφορά στην εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις δέχθηκε πολεμική από μερίδα των τότε μουσικών της ΚΟΑ όταν του ανατέθηκε η Καλλιτεχνική Διεύθυνση της Ορχήστρας. Ως προς το θέμα αυτό, που ενδεχομένως δεν είναι ευρέως γνωστό, ο ομιλών παρέθεσε έναν μακροσκελή διάλογο όπως καταγράφηκε από το Δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (26/08/1981). Πρόκειται για πρωτοφανή επίθεση και κατασυκοφάντηση της προσωπικότητας και του έργου του Μάνου Χατζιδάκι από τον τότε πρόεδρο των εργαζομένων της ΚΟΑ, Ευάγγελο Κατσάμπα, ο οποίος σε ομιλία του, προέτρεπε τους μουσικούς να εναντιωθούν στο Μάνο Χατζιδάκι και να μην συνεργαστούν μαζί του, παραμονές προγραμματισμένης συναυλίας της ΚΟΑ!
Από την ανάλυση του πλούσιου έργου του Μάνου Χατζιδάκι δεν θα μπορούσε ασφαλώς να απουσιάζει η αναφορά στην ίδρυση και διεύθυνση της Ορχήστρας των Χρωμάτων και οι αγωνιώδεις προσπάθειές του για την ευημερία της: «Η Ορχήστρα των Χρωμάτων, ήταν ένα μουσικό σύνολο που άγγιζε ακόμα και έργα συμφωνικής φόρμας. Ο προορισμός της ήταν να προωθεί έργα Ελλήνων συνθετών ή και να παραγγέλνει σε Έλληνες συνθέτες να γράψουν για την ορχήστρα. Στο διάστημα αυτό, έως τον Ιούνιο του 2011, όταν παραιτήθηκε ο αρχιμουσικός της Μίλτος Λογιάδης, παρουσιάστηκαν πάνω από 200 εκτελέσεις έργων 88 Ελλήνων συνθετών, πολλά εκ των οποίων ήταν δική της παραγγελία ή πρώτες εκτελέσεις. Το οικοδόμημα, μετά τις παραιτήσεις του καλλιτεχνικού διευθυντή Γιώργου Κουρουπού και του Μίλτου Λογιάδη, μετά από τη συνεχιζόμενη καθυστέρηση της υποχρέωσης (σύμφωνα με τη σύμβαση) της οικονομικής στήριξης από μέρους τού ΥΠ.ΠΟ., μετά και τη μη συμφωνία με τη Στέγη Καλών Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, το όραμα του Μάνου Χατζιδάκι, έκλεισε τον κύκλο του τόσο άδοξα…»
Προτάσεις για την αξιοποίηση του έργου του Μάνου Χατζιδάκι
Kλείνοντας, θεωρούμε άξια υπογράμμισης μια σημαντική παρατήρηση του ομιλούντος για το ζήτημα της αξιοποίησης του έργου του Μάνου Χατζιδάκι:«Η βιβλιογραφία και οι δημοσιεύσεις γύρω από τον Χατζιδάκι, είναι υλικό ατελείωτο, γι΄αυτό και υποστηρίζω πως είναι αναγκαία μια επιστημονική συλλογή και μελέτη τού υλικού. Δηλαδή μια οργανωμένη δουλειά που θα μαζέψει ηχογραφήσεις, δισκογραφημένο και ανέκδοτο μουσικό υλικό, παρτιτούρες, βιβλία, κείμενα δικά του, συνεντεύξεις, αλλά και κείμενα-άρθρα άλλων που έγραψαν γι αυτόν, μαρτυρίες, συλλογή ντοκουμέντων κλπ. Για την ώρα, η αρχειοθέτηση του έργου του βασίζεται σε ιδιώτες και-κυρίως-στον κο Γιώργο Θεοφανόπουλο-Χατζιδάκι, ο οποίος είναι και ο νόμιμος κληρονόμος του εκλιπόντος. Αρκεί όμως η ιδιωτική πρωτοβουλία, μπροστά σε τέτοια διαχρονικά πολιτιστικά μεγέθη τα οποία δεν περιορίζονται σε έναν τομέα τέχνης, αλλά διαχέονται και επηρεάζουν και άλλες μορφές τέχνης; Πολύ αμφιβάλλω» σημείωσε με νόημα ο ομιλών.
Επίσης σε άλλο σημείο της ομιλίας του παρατήρησε εμφατικά ότι η Πολιτεία δεν μερίμνησε για τη σύσταση ενός αρχείου Μάνου Χατζιδάκι:«είναι εντυπωσιακό το γεγονός, στη γενέτειρα χώρα του Μάνου Χατζιδάκι, εικοσιένα χρόνια μετά τον θάνατό του, η ίδια η πολιτεία μέσω του ΥΠ.ΠΟ., να μην έχει πάρει καμία πρωτοβουλία για να δημιουργηθεί ένα αρχείο γύρω από τη συγκέντρωση υλικού που να αναδεικνύει την τεράστια προσωπικότητά του, η οποία τον καθιστά αναμφισβήτητα έναν από τους θεμελιωτές του μεταπολεμικού ελληνικού πολιτισμού» επισημαίνει ο Νότης Μαυρουδής, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη περαιτέρω αξιοποίησης του έργου του μεγάλου μουσουργού: «Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Χ, το μουσικοποιητικό του έργο, απαιτεί συντονισμό πολλών παραγόντων, ώστε να συσταθεί, να μελετηθεί, να αναλυθεί και να προβληθεί προς το ευρύτατο κοινό των θαυμαστών του, που δεν σταματά να υπάρχει και να διευρύνεται από γενιά σε γενιά» καταλήγει.
Άλλωστε, ένα είναι βέβαιο: ότι παρά το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, το έργο του παραμένει ζωντανό και η ενασχόληση με αυτό αέναη. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Νότης Μαυρουδής, ολοκληρώνοντας τη γλαφυρή και διαφωτιστική ανάλυσή του:«Έχουν χιλιογραφεί ουκ ολίγα κείμενα και μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του. Η ενασχόληση των συγχρόνων του, αλλά και μεταγενέστερων, όσων ανακαλύπτουν καθημερινά τον Χατζιδάκι, θα προσθέτουν καταθέτοντας μια καινούργια σελίδα σε ένα βιβλίο που δεν θα τελειώσει ποτέ. Σαν το νερό της πηγής που αναβλύζει και ξεδιψάει τον περιπατητή…»
Μετά το θερμό χειροκρότημα εκ μέρους του κοινού, η διάλεξη δεν τελείωσε, καθότι πρωτοτύπησε και από μια άλλη άποψη: δεν ολοκληρώθηκε με λόγια, αλλά με λόγια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Νότης Μαυρουδής παρέμεινε στο βάθρο, αλλά όχι με την ιδιότητα του ομιλητή, μα με την ιδιότητα του κιθαριστή. Και ευθύς αμέσως, η αίθουσα πλημμύρισε με νότες. Το ταξίδι στο «Χατζιδακικό» έργο με όχημα την κιθάρα του Νότη Μαυρουδή, μόλις είχε αρχίσει…
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Δεκέμβριος 2015
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
[i] Τα θέματα (με bold γραμματοσειρά) παρατίθενται όπως ακριβώς παρουσιάστηκαν στο κείμενο της διάλεξης, σ.σ. 27- 44.