ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΗΣΗΣ ΜΙΑΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗΣ ΜΑΣΚΑΣ
(Με την ολοκλήρωση του τρίτου κύκλου σεμιναρίων του Γ. Μουλουδάκη στο Athenaeum, και πριν τον τελικό κύκλο στις 25 Μαΐου)
Είχα πει πως η συνεργασία μεταξύ μουσικών είναι ένα “πεδίο Άσκησης”. Εκείνη τη στιγμή δεν φανταζόμουν πως αυτό θα ακουγόταν απ’ τη σημερινή σκοπιά σχεδόν προφητικό.
Κατά την πρώτη ημέρα του τρίτου κύκλου των σεμιναρίων (ο κύκλος ολοκληρώθηκε στις 22 Απριλίου και περιμένει τη συνέχειά του στις 25 Μαΐου) είχαμε τη συνεργασία με την τάξη του σεμιναρίου φλάουτου της Στέλλας Γαδέδη, που γινόταν παράλληλα με το δικό μας στο Athenaeum. Ο παιχνιδιάρης δαίμονας των συμπτώσεων απέτρεψε μια συνάντηση για να προγραμματίσουμε τα διαδικαστικά. Η παλαιότατη συνεργασία μας με τη Στέλλα, και η εμβάθυνση σε περιοχές της συνεννόησης πέραν των προφανών, δεν στάθηκε επαρκής να γεφυρώσει μια, στοιχειώδη αλλά κρίσιμη, διαφορά οπτικής που αναδύθηκε -όχι των δασκάλων αλλά των “τάξεων”. Ο καθένας προετοιμάστηκε μόνος του και η συνάντηση έμοιαζε με ραντεβού στα τυφλά ή με άλλης εποχής συνοικέσιο. Τη στιγμή που θα έβγαιναν τα γλυκά του κουταλιού, μοναδική εγγύηση για το ορθόν της πράξεως ήταν η σχέση και η καλή μαρτυρία των συμπεθέρων. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είδαν το έτερον ήμισυ του αρραβώνος για πρώτη φορά πάνω απ’ το χρυσό δαχτυλίδι.
Η τακτική της τάξης του φλάουτου στην ως εδώ εργασία της ήταν η ανάλυση ενός εκάστοτε έργου και το τρυφερό σκύψιμο στις μουσικές του λεπτομέρειες. Στη συνέχεια παράγονταν οι γενικές αρχές για όποιον ήταν έτοιμος να τις εισπράξει. Τα αποτελέσματα της μεθόδου είναι προφανή και επιβεβαιώθηκαν απ’ το καλό επίπεδο των συμμετεχόντων, όμως η μέθοδος ήταν “άλλη” απ’ τη δική μας κι αυτό στην πορεία αποδείχτηκε μια προβληματική λεπτομέρεια.
Ο δικός μας τρόπος στηριζόταν σε μια ανάστροφη πορεία. Ξεκινώντας απ’ το τι θέλαμε να κάνουμε κατά τη συνεργασία, τοποθετούσαμε τις γενικές αρχές μέσα σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο και με βάση αυτές αναλύαμε τα έργα, διερευνώντας το εύστοχο ή μη του αποτελέσματος όχι μόνο από το αισθητικό παράγωγο (το πώς ακούγεται το έργο) αλλά από την καθαρότητα της εναρμόνισης με αυτές τις διαρκείς αρχές μας. Το αποτέλεσμα έτσι μπορούσε να ελεγχθεί όχι μόνο σε σχέση με την αισθητική του δύναμη, αλλά κυρίως σε σχέση με την αλήθεια του, δηλαδή το κατά πόσον αυτό που έβγαινε ήταν προσωπικό, εκπορευόταν απ’ τον συγκεκριμένο εκτελεστή και όχι από την αυθεντία του δασκάλου.
Οι δυο διαφορετικές κατευθύνσεις σκόνταψαν στα προφανή: Περάσαμε ένα πρωινό διδάσκοντας έργα για φλάουτο και κιθάρα και το απόγευμα, που θα άνοιγε το σκηνικό της υπεσχημένης ενασχόλησής μας με το θέμα της Σχέσης των δύο μουσικών και της συν-σκηνοθεσίας του έργου, η ενέργεια είχε εκλείψει. Μαζί μ’ αυτήν είχε εκλείψει κυρίως η δυνατότητα στοιχειώδους εγρήγορσης σε σχέση με τα δύσκολα θέματα που οι συμμετέχοντες θα έπρεπε να διαπραγματευτούν.
Το μη χείρον βέλτιστον ασφαλώς, αλλά εδώ είχαμε μια ξεκάθαρα χαμένη ευκαιρία: Οι του σεμιναρίου κιθάρας, όντες συντονισμένοι στον δεύτερο τρόπο ανάγνωσης, ήταν ασφαλώς έτοιμοι να κολυμπήσουν σε σκοτεινά νερά -και επιπροσθέτως το περίμεναν. Οι του σεμιναρίου του φλάουτου βρέθηκαν στα σίγουρα προ απροόπτου, μάλιστα κάποια απ’ τα παιδιά νομίζω πως καθόλου δεν αντιλήφθηκαν το κύριο αίτημα της ημέρας, που φυσικά δεν ήταν το να “διδαχθούν” κάποια έργα. Εδώ η φιλοδοξία ήταν να βρεθεί ανάμεσα στα δύο κάθε φορά πρόσωπα ο κοινός κατά το δυνατόν πυρήνας ανάγνωσης του έργου, που εθεωρείτο από μας αντίστοιχο ενός θεατρικού, και να συν-σκηνοθετηθεί.
Καταλαβαίναμε όλοι ότι η διερεύνηση αυτού του κοινού σημείου θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου σε πιο βαθιά ψυχικά θέματα, εξ’ ου και μίλησα για την συνεργασία ως “πεδίο Άσκησης”, άσκησης κατά την άσκηση των μοναχών, που καλούνται στη σχέση τους με το θείο να απαρνηθούν μέρος των δεύτερων στοιχείων της προσωπικότητάς τους και να κινηθούν καθαροί και εναρμονισμένοι με υψηλότερες αρχές -τις πραγματικά δικές τους, τολμώ να πω. Αυτό φυσικά προϋπέθετε μια σειρά από ασκήσεις (κυριολεκτικά μιλώντας πλέον), που ήταν έτοιμες και διαθέσιμες να πυροδοτήσουν το εκρηκτικό θέμα. Αυτές ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν.
Μια επιπρόσθετη έλλειψη για τα πρόσωπα και των δύο σεμιναρίων που εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό κατάφεραν να παίξουν όμορφα τα έργα τους ήταν η έλλειψη κοινής “μάσκας”, εκείνου του στοιχείου του σκηνικού που κάνει τα δύο πρόσωπα να φαίνονται και να είναι Ένα. Αυτή η απελευθερωτική για το Εγώ μάσκα (αλλά και καθησυχαστική προς τον ακροατή, μέσα απ’ την οπτική και ηχητική ισορροπία που φέρει στη σκηνή) μπορεί να είναι μια υψηλή φιλοδοξία για κάποιους που συναντώνται για πρώτη φορά στη ζωή τους, ισχυρίζομαι όμως πως ήταν μια πρόκληση που ανάμεσα σε έξυπνους ανθρώπους και καλούς μουσικούς θα μπορούσε να έχει τύχει της αποδοχής που της άρμοζε. Όσοι έζησαν τους ως εδώ κύκλους γνωρίζουν πως δεν φοβηθήκαμε να σηκώσουμε το γάντι ακόμα μεγαλύτερων προκλήσεων, πολύ δε περισσότερο που αυτό που λέμε επαγγελματισμός το απαιτεί -ακόμα κι αν για μας ο ακραιφνής επαγγελματίας έχει τα ιερά χαρακτηριστικά του “Ερασιτέχνη”.
Και έρχομαι εδώ στον εσωτερικό “τρόπο” κάθε μουσικού. Ο έτοιμος μουσικός είναι ανοιχτός στο καινούργιο, μεταμορφώνεται σε αγκαλιά για να δεχτεί το άγνωστο χωρίς φόβο -όχι σε πανοπλία για να περιφρουρήσει τα κεκτημένα, και κεκτημένο εδώ θα ονομάσω κάθε ναρκισσισμό που απορρέει από αυτοματισμούς της φύσης κάθε οργάνου -για μένα αυτοματισμοί όχι μόνον προβληματικοί αλλά και “αιτία πολέμου” για κάθε μαχητικό άνθρωπο που ασχολείται με τη Μουσική.
Και εδώ, αρθρώνοντας τα λόγια του διαβολικού δικηγόρου, θα πρέπει να παραδεχθώ ότι το φλάουτο, ως όργανο που κυρίως παίζει με άλλα όργανα και που κατά κανόνα κρατά έναν ρόλο που η παρτιτούρα χωροθετικά και μόνο κατονομάζει ως “πρώτο”, τείνει από τη φύση αυτής της λεπτομέρειας να δηλητηριάζει με αυτό το -δεύτερο και όχι εγγενές- χαρακτηριστικό του περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έχουν στη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής τους την απαραίτητη εγρήγορση, με το καπρίτσιο της “ντίβας”. Το πρώτο θύμα μιας τέτοιας οπτικής είναι ασφαλώς η ίδια η Μουσική. Ως γνωστόν δεν γίνεται μουσική (πέραν του “ερήμην” που είναι μια μεγάλη κουβέντα για να την ανοίξουμε εδώ) αν δεν σταθείς αγαπητικά δίπλα σε κάθε λεπτομέρεια του σκηνικού μέσα στο οποίο παράγεται αυτή. Μια διαφορετική οπτική θα θεωρούσε παραδείγματος χάριν τον Μητρόπουλο “συνοδό” ενός “σολίστα”, ενώ είναι ξεκάθαρο πως χωρίς τη δική του μαγική κίνηση της μπαγκέτας, όποτε τη χρησιμοποιούσε, ουδέν σημαντικό θα συνέβαινε στις συναυλίες και στις ηχογραφήσεις, ακόμα κι αν σολίστ σ’ αυτές ήταν ένας Oistrakh.
(Φαντάζεται κανείς στη σκιά τέτοιων σκέψεων τον Oistrkh και τον Μητρόπουλο με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, να παίζουν ας πούμε το κονσέρτο για βιολί του Shostakovich. Μπορεί κανείς να διανοηθεί ντιβισμούς σε τέτοια μεγέθη; Η απάντηση ηχεί με έναν αυτονόητο τρόπο, αφού όταν σε απασχολεί η μουσική δεν έχεις ούτε χιλιοστό διαθέσιμο χώρο για να δωρίσεις στον δαίμονα των δεύτερων πραγμάτων. Επιπροσθέτως, αναρωτιέται κανείς γιατί ο Μητρόπουλος διάλεξε τη διττή ιδιότητα του μαέστρου και του σολίστα σε κάποιες ηχογραφήσεις του, και αν μπορεί κανείς να θεωρήσει πως κάποια απ’ τις δυο ιδιότητες υπερίσχυε τότε! Κάτω απ’ την επιφάνεια των μετονομασιών η Μουσική είναι μία κι ο εκάστοτε ιερέας της δεν επαίρεται και δεν ανησυχεί παρά μόνο για την ικανότητά του να θεωρείται στοιχειωδώς επαρκής ως γέφυρα ανάμεσα σε δυο κόσμους. Πρέπει βέβαια κατ’ αρχήν να έχει επισκεφθεί τον από κει κόσμο για να φέρει τα δώρα του στον εδώ…)
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι -με την υποσημείωση κάποιων εξαιρέσεων που αστράφτουν στον βυθό των παρατηρήσεών μας- τα παιδιά που μελετάνε ένα “σολιστικό” όργανο κουβαλούν άθελά τους αυτή τη βασική παρανόηση του ρόλου τους μέσα στη “συνεργασία”. Θα μπορούσε κανείς καλόπιστα -και απ’ την θέση της πατρικής φροντίδας προς κάθε τέτοιο πρόσωπο- να ισχυρισθεί πως στο σκοτάδι μιας τέτοιας παρανόησης των ρόλων ουδέποτε θα μπορέσει κάποιος να καταφέρει μια μουσική που πηγαίνει στο βάθος των πραγμάτων, αν πρώτα δεν καταφέρει να διαπραγματευτεί μέσα του αυτή τη βασική αναπηρία. Η συνεργασία των δύο τάξεων ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία να το πράξουν, να μπουν δηλαδή σε μια βιωματική σχέση με τον άγνωστο Άλλο και να του επιτρέψουν να συν-δημιουργήσει. Εκείνος ο τρυφερός δαίμονας των (ασυνείδητα προαποφασισμένων) συμπτώσεων το απέτρεψε. Να μια χαμένη ευκαιρία, μια αστοχία μάλιστα που ατυχώς απορρέει από παιδιά στην αρχή της πορείας τους, δηλαδή από παιδιά που δεν είναι αλλοτριωμένα απ’ τις κακοδαιμονίες της συντεχνίας -κι εδώ θα θυμηθώ ότι τα γηρατειά είναι ιδιότητα που δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την ηλικία.
Εμείς φύγαμε με ένα ανικανοποίητο, πολύ περισσότερο που η τάξη προετοίμασε με κάθε φιλοτιμία έργα δύσκολα μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα (κάποιοι μάλιστα απ’ τους συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν κατά την τελευταία και μόνο εβδομάδα), απ’ τη στιγμή δηλαδή που έγινε γνωστό το επιθυμητό ρεπερτόριο. Για μας το σημαντικό δεν ήταν, επαναλαμβάνω, το αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά η χρήση των έργων σαν όχημα για να κινηθούμε προς κάτι βαθύτερο. Οποιοσδήποτε εκτός σεμιναρίων μπορεί να βρει κάποιον για να παίξει μια ακόμα φορά το επιθυμητό ρεπερτόριο. Ποιό το όφελος; Καταναγκασμός σε επανάληψη. Και η επανάληψη -με τη φωτεινή εξαίρεση του μαθητή του Ζεν που θα αγκαλιάζει επί έτη το δέντρο για να του μιλήσει κάποτε- είναι ο θάνατος της πραγματικής ζωής.
Την επόμενη μέρα συνεχίσαμε -με μια ελαφρά δυσθυμία, είναι η αλήθεια- με τα θέματα που είχαν προαναγγελθεί: “Το τρακ ως υπηρέτης και η ιερότητα της έκθεσης στο κοινό, ή η εκτέλεση ως αρρώστια και η εκτέλεση ως θεραπεία -δοκιμές στον εξομοιωτή.”
Μοναχά σήμερα, με διαφορά μιας εβδομάδας, μπορώ να καταλάβω γιατί εκείνη η μέρα ήταν “βαριά”. Επειδή, κατά τη γνώμη μου, ό,τι ήταν να μάθουμε για την εκτέλεση ως “αρρώστια” το είχαμε ήδη δυνάμει συναντήσει κατά την προηγούμενη μέρα μέσα σ’ αυτή τη μείζονα παρεξήγηση, απλά δεν το είχαμε παραδεχτεί. Και για να μην παρεξηγηθώ, είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Σαν να λειτουργήσαμε για λίγο ασυνείδητα με τον αυτόματο πιλότο, για να αρθρώσουμε εκείνο που δεν αρθρώθηκε. Είδαμε την εκτέλεση ως επαγγελματική υποχρέωση, και μας ζητείτο τώρα να την αντιμετωπίσουμε ως θεραπεία. Αποδείχθηκε πως η ορθή λειτουργία του συστήματος -τουλάχιστον σε επίπεδο συνεργασίας- δεν είναι ένα διαρκές δεδομένο, και να γιατί προτείνω την επίμονη επιστροφή στις βασικές αρχές, ώστε να προφυλαχθούμε απ’ τις διολισθήσεις. Κι αυτό εδώ ήταν μια ψυχική διολίσθηση, άρα στον πυρήνα της μουσικής.
Εδώ εκείνο που συνέβη κατά τη γνώμη μου είναι το εξής: Παρότι είναι μερικές φορές άκομψο να ζητάς το πλήρες σε σχετικά μικρές ηλικίες, θα ισχυριστώ εδώ πως το πλήρες άρωμα του δασκάλου δεν διαχέεται πάντα στους μαθητές, και αναρωτιέμαι σε τι βαθμό είναι αυτό πράγματι εφικτό με καθαρά μουσικούς όρους. Το ξαναλέω, η μουσική προϋποθέτει μια ολοκληρωμένη ζωή…
Για την ιερότητα της έκθεσης στο κοινό είχαμε ήδη μιλήσει στους προηγούμενους κύκλους του σεμιναρίου, άρα δεν μας έλειψε. Στη συνέχεια ο εξομοιωτής δεν λειτούργησε -κάτι σαν καμένη ασφάλεια στο μηχάνημα το ακινητοποίησε- για έναν προφανέστατο λόγο, που όπως κάθε πράγμα που κρύβεται κάτω απ’ τη μύτη μας δεν μπορέσαμε να δούμε -και εδώ παίρνω την ευθύνη ακέραια: Τα παιδιά είχαν ήδη γίνει τόσο φίλοι στις προηγούμενες συναντήσεις μας, είχαν ήδη σχηματίσει το ασφαλές αγαπητικό περίβλημα μιας οικογένειας, ώστε τίποτα στην έκθεση μπροστά τους δεν μπορούσε να δημιουργήσει άγχος. Αντίθετα, θα έλεγα πως ήταν ευφορία αυτό που ο καθένας παίζοντας αισθανόταν απέναντι σ’ αυτό το κοινό. Την επόμενη φορά αποφάσισα ότι ο “εξομοιωτής” θα πρέπει να μπει σε λειτουργία επαρκώς νωρίς, πριν προλάβουν να δημιουργηθούν οι σχέσεις μέσα στην ομάδα…
Η τρίτη μέρα μας αποζημίωσε με έναν τρόπο που μου είναι δύσκολο να μεταφέρω: “Οι διαδοχικές προσωπίδες της εκτέλεσης και το διαρκές ζητούμενο του Προσώπου κάτω απ’ τη μάσκα..”
Οι συμμετέχοντες δοκίμασαν την κύρια μάσκα που είχαν προαποφασίσει κατά την έκθεσή τους και πάνω σ’ αυτήν προσάρμοσαν την μάσκα του εκάστοτε ρόλου που εκαλούντο να παίξουν. Είδαμε μπροστά στα μάτια μας πώς ο “μαθητής” μεταμορφώνεται σε Πρόσωπο -πρόσωπο μοναδικό, αδιαπραγμάτευτης σημασίας κατά την έκθεσή του στον κόσμο (όχι μόνο με τη στενή έννοια του κοινού μα και γενικότερα), και πώς κάτω από αυτές τις μάσκες άρχισε να μιλά κάποιος, του οποίου την ύπαρξη και ο ίδιος ο “ηθοποιός” αγνοούσε. Υποπτευθήκαμε εκεί τον βαθύτερο λόγο που κάνουμε μουσική, που είναι το να μάθουμε κάτι καίριο για τον εαυτό μας και για το σύμπαν σαν πλήρες όχημα της ζωής, κάτι που μέσα στην καθημερινότητα μας διαφεύγει. Σε αυτό το σημείο η ευγνωμοσύνη προς όλους τους συμμετέχοντες αποσιωπάται απ’ τον καθένα ως πλεονασμός.
Φύγαμε με την υπόσχεση της επόμενης συνάντησής μας, στις 25 Μαΐου που ξεκινά ο τελευταίος κύκλος, είτε σε ένα σημείο της ζωής του καθενός όπου τα πράγματα θα αφήνουν και πάλι το άρωμα του μοναδικού. Η δική μου χαρά που συνάντησα αυτά τα παιδιά, που τολμούν, είναι δεδομένη. Είμαι ένας απ’ αυτούς και είμαι περήφανος γι’ αυτό.
Με τη Στέλλα ξανασυναντιόμαστε τώρα σαν φίλοι και σαν συνεργάτες στον δικό μας προφυλαγμένο χώρο όπου γίνεται Μουσική και μόνο, και κρατάμε στη μνήμη μας αυτήν την καινούργια εμπειρία: Το να μεταλαμπαδευτούν τα ουσιώδη δεν είναι αυτονόητο για κάθε πρόσωπο, και ίσως αυτό να είναι η απαρχή μιας νέας αντιμετώπισης του “μαθήματος μουσικής’, που είναι μια υψηλή φιλοδοξία και για τους δυο μας, και ο μόνος λόγος που γίνονται αυτά τα σεμινάρια.
Γιώργος Μουλουδάκης,
13 Μαΐου 2013