Paco de Lucia y Pepe de Lucia - Sólo quiero caminar
EL TRIPTICO
3. PACO DE LUCIA
(Κατά κόσμον: Francisco Sanchez Gomez, 1947-2014)
Ο Paco de Lucia στη χρυσή εποχή της καλλιτεχνικής του ολοκλήρωσης (δεκαετία 1980-1990).
Με την δημοσίευση αυτή κλείνει μια βιαστική ματιά σ’αυτό που ονομάστηκε “EL TRIPTICO”, ένα κοινωνικό-καλλιτεχνικό φαινόμενο που μορφοποίησε την ανάπτυξη αλλά και την διεθνή προβολή αυτού που σήμερα ονομάζουμε “κιθάρα φλαμένκο”. Επιχειρώντας μια μικρή ανακεφαλαίωση, θυμίζουμε στους φίλους αναγνώστες ότι: στις προηγούμενες δημοσιεύσεις, αναφερθήκαμε στα δύο πρώτα ονόματα αυτής της “ιερής τριάδας”, δηλαδή στους Victor Monge “Serranito” και Manolo Munoz Alcon “Manolo Sanlucar”.Το τρίτο μέλος της τριάδας, που αποτελεί και την πλέον εμβληματική φυσιογνωμία στον χώρο της κιθάρας φλαμένκο, δεν είναι άλλος από τον Francisco Sanchez Gomez—δηλαδή τον Paco de Lucia .
Οι τρεις αυτοί κιθαριστές συνέβαλαν αποφασιστικά, ο καθένας με τον τρόπο του, στην πλήρη μουσικολογική, λειτουργική, θεματική αλλά και αισθητική μεταμόρφωση αυτού του λαϊκού καλλιτεχνικού δρώμενου, που, εν τέλει, αποτελεί μια συν-έργεια επί σκηνής του χορού, του τραγουδιού και της κιθάρας, κάνοντας ακόμα πιο προσιτή στο ευρύ κοινό την τελετουργική μουσική του έκφραση. Εύλογα θα μπορούσατε να με ρωτήσετε “..Μα πως αυτή η βαθειά αλλαγή είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μέσω, χαρισματικών έστω, κιθαριστών, ενώ η κιθάρα δεν ήταν παρά ένα απλό όργανο συνοδείας στο cuadro;” Η απάντηση είναι απλή: το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην τεράστια δημοτικότητα του οργάνου αυτού μεταπολεμικά. Η κιθάρα συνδέθηκε-καλώς η κακώς-με τόσα διαφορετικά μουσικά ρεύματα, με πολιτικούς αγώνες, με κινητοποιήσεις, με υπαρξιακές αναζητήσεις, τόσο, που κατάφερε να γίνει το σύμβολο μιας νέας εποχής-μιας εποχής που αγωνιούσε για ελευθερίες.. Ηταν επόμενο λοιπόν, μέσα από τον χώρο της κλασικής κιθάρας αρχικά, να αρχίσουν να δημιουργούνται αντίστοιχα και οι οπαδοί της κιθάρας φλαμένκο που, εντυπωσιασμένοι αρχικά από τη δυναμική του εκρηκτικού ρυθμού της, όσο και από τη –δυνατότητα έστω- μιας ελευθερίας στη σύνθεση των μουσικών θεματικών δεδομένων της, αποφάσισαν να την ερευνήσουν πιο βαθιά... Κι έτσι, βαθμιαία, οδηγήθηκαν και στην κατανόηση της καθαρότητας της παραδοσιακής τέχνης. Από εκεί και πέρα, ήταν βέβαιο ότι ορισμένοι, κάποτε, θα ξεπερνούσαν και αυτές τις παραδοσιακές φόρμες- με, όχι πάντοτε αξιόλογο αποτέλεσμα. Η καλλιτεχνική φυσιογνωμία του Paco de Lucia που θα παρουσιάσουμε εδώ, ξεκινά την υπέρβαση του παραδοσιακού, όπως ακριβώς, χρόνια πριν, ο Manuel Benitez “El Cordobes” έκανε το ίδιο για την ιεροτελεστία της ταυρομαχίας. Ετσι, σε τρεις μικρές ενότητες, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τους παράγοντες που συνέτειναν σ’αυτό.
***************************
Α.
Η “ΙΕΡΗ” ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Algeciras, (Νότια Ανδαλουσία)
Συλλεκτική φωτό. Το 1934 ο Antonio Sanchez Pecino, κιθαριστής του φλαμένκο, γνώρισε, φλερτάρισε και παντρεύτηκε την Πορτογαλέζα Lucia Gomez. Το πέμπτο παιδί τους ήταν ο Paco de Lucia.
Ο πατέρας, Antonio Sanchez. Γεννημένος το1908 στο λιμανάκι του Algeciras, πολύ κοντά στο βράχο του Γιβραλτάρ, σε δύσκολα χρόνια, έχοντας πάρει μόνο μια βασική παιδεία από ιερωμένους του γειτονικού μοναστηριού, μετήλθε όλα τα τότε συνήθη επαγγέλματα για τον βιοπορισμό του μέχρι που άρχισε να ασχολείται με την bandurria και στη συνέχεια με την κιθάρα. Την εποχή εκείνη, η πόλη και το λιμανάκι της, αποτελούσαν τον ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην Ιβηρική χερσόνησο και την Αφρική. Ο πολεοδομικός ιστός της πόλης, που ήταν αμφιθεατρικά αναπτυγμένη γύρω από το λιμάνι, υπαγόρευε στους κατοίκους της εκείνη την -γνωστή σε μας από τα νησιά μας- αίσθηση ανεξαρτησίας, φυγής, ελευθερίας και περηφάνιας. Σήμερα η αίσθηση παραμένει η ίδια, εκπέμποντας έναν γεωμαγνητισμό ισχυρό, που γίνεται άμεσα αντιληπτός τόσο στο επίπεδο της θάλασσας, όσο και στα υψηλότερα επίπεδα , όπου υπάρχει το εμπορικό κέντρο και η πανέμορφη κεντρική πλατειούλα, η Plaza Alta, η “ψηλή πλατεία”, για την οποία θα μιλήσουμε και πιο κάτω.
Plaza Alta. Η κομψότατη πλατειούλα στο Algecira s—η “ψηλή”πλατεία —τόπος ονείρων και παιδικών αναμνήσεων όλης της οικογένειας Sanchez.Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Paco έδωσε το όνομά της σε μια από τις λυρικότερες συνθέσεις του.
Ο πατέρας Antonio λοιπόν, για να φροντίσει να μη λείπει τίποτε από τα βασικά στην πολυμελή οικογένειά του, εκτός από τα διάφορα εποχιακά επαγγέλματα, μπήκε δυνατά και στο χώρο του φλαμένκο, γύρω στο1930, βασικά στη συνοδεία του τραγουδιού και του χορού. Η τέχνη αυτή, την εποχή εκείνη, ήταν πραγματικά μια μορφή τέχνης των φτωχών αλλά και αγράμματων στην πλειοψηφία τους ανθρώπων. Ελάχιστοι ήσαν τότε οι κιθαριστές, ειδικά αυτοί που κατείχαν τις αρμονικές, την δομή και το compas. Ετσι η εκμάθηση γίνονταν με την μίμηση και το ένστικτο, άρα η όποια εξέλιξη του καλλιτέχνη ήταν εν πολλοίς θέμα μιας εγγενούς ικανότητας αφομοίωσης των εκάστοτε μουσικών στοιχείων. Πολλοί τραγουδιστές τραγουδούσαν χωρίς κιθαριστική συνοδεία χωρίς να πολυνοιάζονται για το απαιτητικό compas. Ο Antonio αφομοίωσε από τα παιδικά του χρόνια όλα τα ακούσματα -τσιγγάνικα και μη - του φλαμένκο, σε μια εποχή όπου τσιγγάνοι και payos ζούσαν στις ίδιες γειτονιές και πήγαιναν στα ίδια σχολεία. Αν και έκανε κάθε είδους δουλειά για να επιβιώσει, ακόμη και λαθρεμπόριο -που ήταν ένα πολύ συνηθεισμένο και δοκιμασμένο μέσο για να συμπληρωθεί το όποιο εισόδημα, κυρίως με τσιγάρα, στο λιμάνι του Algeciras -ο Antonio μπήκε για τα καλά στο χώρο του φλαμένκο το 1930. Προσχωρώντας ολοκληρωτικά στην νυχτερινή ζωή της juerga, ξενυχτούσε σε μπαρ, καμπαρέ, σε πανδοχεία με δωμάτια “σεπαρέ”, ακόμα και σε περιοχές κόκκινων φαναριών προσφέροντας τις κιθαριστικές του γνώσεις. Υπήρχαν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου εύποροι senoritos (κτηματίες, άνθρωποι της εξουσίας, στρατιωτικοί, κ.λ.π.) οργάνωναν ανάλογες συγκεντρώσεις στις κατά τόπους μεγαλοπρεπείς haciendas τους ή σε γνωστά νυχτερινά κέντρα “ρεζερβέ” για όλο το βράδυ! Τα βραδυνά αυτά όμως ονομάζονταν fiestas ή reuniones, όπου βέβαια μπορούσαν να συμμετάσχουν σ’αυτά και οι κυρίες του κύκλου αυτού. Σε αντιδιαστολή, οι μόνες γυναίκες που μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια πραγματική, “κρυφή” juerga μπορούσαν να είναι οι τυχόν συμμετέχουσες καλλιτέχνιδες -μέλη του cuadro, ή... οι γυναίκες που ασκούσαν το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου από το κορμί τους, συμμετέχοντας με το τραγούδι και το χορό τους.... Ο Antonio έζησε αυτή την ξέφρενη, έντονη νυχτερινή ζωή, την συχνά επικίνδυνη επίσης, για πάνω από τριάντα χρόνια. Κουβαλώντας, προφανώς, και πικρές εμπειρίες, ο διορατικός πατέρας είχε αποφασίσει από πολύ νωρίς ότι, για όποιο από τα πέντε παιδιά του αποφάσιζε να ασχοληθεί με τον χώρο του φλαμένκο, αυτός θα έκανε τα πάντα ώστε εκείνο να μην μπεί ποτέ στον κόσμο της νύχτας. Έχοντας αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο Antonio χρησιμοποίησε το ίδιο του το σπίτι σαν χώρο εκμάθησης και τριβής με το γνήσιο φλαμένκο για τα παιδιά του. Πώς; εκμεταλλευόμενος το μικρό αλλά όμορφο patio του σπιτιού του, κάθε φορά που επέστρεφε από μια ολονύκτια ή ...διήμερη juerga, έφερνε μαζί του για ένα τελευταίο ποτό ή καφέ στο σπίτι του πολλούς φίλους καλλιτέχνες, τσιγγάνους και μη, και εκεί ξεκινούσε μια άλλη, “ανεπίσημη” jam session μέχρι να έρθει η ώρα για την επόμενη “δουλειά”. Τα παιδιά του, που πολλές φορές ξυπνούσαν από τον ύπνο τους, λάτρευαν αυτές τις χαλαρές φιλικές συγκεντρώσεις, γεμάτες μουσική, τραγούδι, κουβεντούλα, πειράγματα, πολλές φορές συμμετέχοντας σε αυτές η Μαρία τραγουδώντας ή ο Ramon παίζοντας κάποιο κομμάτι στην κιθάρα του, βιώνοντας έτσι την ζωντανή ιστορία του φλαμένκο!
Ο πατέρας Antonio, “Antonio de Algeciras”, συνοδεύοντας το τραγούδι του ανθρώπου που τον βοήθησε να γίνει γνωστός στο χώρο του σαν έμπειρος accompagnateur—τον τσιγγάνο Rafael Rosa “El Tuerto”. O πατέρας Antonio είχε μια εξαιρετική αίσθηση του compas, αλλά και μελωδικότατες, παραδοσιακές falsetas στο ρεπερτόριό του.
Τα παιδιά: η Μαρία, ο Ramon, ο Antonio Jr. Ο Pepe και ο Paco. Πολύ σύντομα ο πατέρας Antonio αποτελούσε ένα σταθερό μέλος μιας μεγάλης μπάντας εξαιρετικών καλλιτεχνών του φλαμένκο της juerga, (δηλαδή της ιδιωτικής συγκέντρωσης), που περιελάμβανε ονόματα όπως του Antonio el Chaqueta, τραγουδιστή, του αδελφού του χορευτή Chaleco, του τραγουδιστή Antonio Jarrito, αδελφού τού “Roque” Jarrito Montoya, του χορευτή Paco Laberinto από το Jerez, της γυναίκας κιθαρίστριας Carmela κ.α. Οι καλλιτέχνες αυτοί, όταν δεν βρισκόντουσαν σε περιοδεία σε φιέστες και πανηγύρια, σύχναζαν σ’ένα ντόπιο καμπαρέ που ονομάζονταν “Pasaje Andaluz”, περιμένοντας να τους κλείσει κάποιος senorito... H …τρέχουσα τιμή ενοικίασης ήταν, τότε, πέντε πεσέτες συν το κρασί και τους μεζέδες ανά καλλιτέχνη, για μια συνήθως ολονύκτια juerga. Δεν ήταν πολλά, αλλά ήταν περίπου τα διπλάσια απ’ότι μπορούσε να πάρει ένας εργάτης για ένα εξοντωτικό μεροκάματο.Ο πατέρας Antonio όμως, είχε πάντα στο μυαλό του, σαν στόχο, ότι όποιο από τα παιδιά του έδειχνε την τάση να ασχοληθεί με το φλαμένκο, θα είχε μεν την βοήθειά του αλλά θα έμενε για πάντα έξω από την ξέφρενη νυχτερινή ζωή της juerga. Κι αυτό ήταν κάτι που, κατά το δυνατό, τηρήθηκε μέχρι τέλους.
Πραγματικά, μέσα από τα ζωντανά σεμινάρια του φλαμένκο μέσα στο patio του πατρικού σπιτιού, η μοναχοκόρη και μεγαλύτερη Maria τραγουδούσε με τόσο σωστό compas, που ο El Chaqueta ζητούσε επιτακτικά να την εντάξει στον επαγγελματικό χώρο. Εκείνη τελικά προτίμησε να τραγουδά για την δική της ευχαρίστηση, βοηθώντας με χίλιους-δυό τρόπους τα αγαπημένα της αδέλφια . Ο επόμενος μεγάλος αδελφός Ramon, ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε επαγγελματικά με την κιθάρα, πάντα κάτω από την επίβλεψη του πατέρα Antonio, μαθαίνοντας πολλά από τα μυστικά της τέχνης, αλλά παίρνοντας και το στυλ του μεγάλου Nino Ricardo, που τύχαινε να είναι και οικογενειακός φίλος. Ο Ramon εξελίχθηκε σ’έναν ολοκληρωμένο κιθαριστή, περιζήτητο accompagnateur, και έναν πρώτης τάξεως καθοδηγητή και μέντορα του επερχόμενου νέου ταλέντου της οικογένειας, του Paco. Το 1957,μόλις δέκα εννέα ετών ο Ramon, επαιζε κιθάρα στο σπίτι ενός οικογενειακού φίλου. Στην ομήγυρη αυτή έτυχε να παρευρίσκεται και ο Juanito Valderrama, πολύ γνωστός τραγουδιστής, που, ακούγοντας τον Ramon να παίζει, αναζήτησε αμέσως τον πατέρα Antonio για να του ζητήσει την άδεια να προσλάβει τον Ramon στο cuadro του, που έφευγε σε περιοδεία. Ο πατέρας δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση, εφ’όσον αυτό σήμαινε για τον γιο του έναν σταθερό μισθό, μεγάλες εμπειρίες, και όχι ξενύχτια. Σε όλη την μακρά καριέρα του, ο μεγάλος αδελφός Ramon, όχι μόνο υποστήριξε τον Paco, αλλά και δέχτηκε να κρατά τον ρόλο του δεύτερου κιθαριστή στις περιοδείες και τις συναυλίες του γκρουπ.Ακόμη ένα δείγμα της απίστευτης οικογενειακής σύμπνοιας των Sanchez.
Μια πολύ αγαπημένη οικογένεια: Από επάνω αριστερά, η μαμά Lucia, η Maria και ο Ramon, κάτω: η Maria και ο Ramon.Στην κεντρική: Aπό αριστερά, ο Ramon, ο Paco, o Pepe κι’ο Antonio Jr.Στην δεξιά κάτω: Η Maria και ο Ramon, χρόνια μετά, πάντα στην αγαπημένη πλατειούλα..
O μεγάλος αδελφός Ramon συνοδεύοντας στο τραγούδι τον μικρό Pepe, την φωνητική αποκάλυψη της οικογένειας Sanchez.
Ο Ramon έμεινε ένδεκα ολόκληρα χρόνια με το γκρούπ του Juanito Valderrama παίζοντας δεύτερη κιθάρα με τον μεγάλο και διάσημο Nino de Ricardo, και στη συνέχεια εργάστηκε στα tablao και στις πολυπληθείς fiestas που συνέβαιναν σε ολόκληρη την Ανδαλουσία. Σ’ αυτές τις μουσικές σκηνές η πληρωμή δεν ήταν πάντα ικανοποιητική. Σχεδόν πάντα όμως, μετά από την κανονική παράσταση, ξεκινούσε μια ολονύκτια, ιδιωτική fiesta “κεκλεισμένων των θυρών”, με πολύ υψηλή -συχνά- αμοιβή. Ανάλογα με το κέφι, οι καλλιτέχνες συνέχιζαν αργότερα μεταξύ τους σε κάποιο μπαράκι που δεν ήξερε από ωράρια... Όλα αυτά, φυσικά, έχουν πάψει να συμβαίνουν πια. Τα δρώμενα του φλαμένκο δεν είναι πια ούτε τόσο αποδοτικά, ούτε καν τόσο flamenco! Ολα αυτά έμειναν πίσω όταν ο Ramon αποφάσιζε να συνεργαστεί με τον -καταξιωμένο πια- Paco. Μέχρι το 1981, την χρονιά δηλαδή που ιδρύθηκε το περίφημο σεξτέτο, ο Ramon ηχογραφούσε με τον αδελφό του, ή συνόδευαν μαζί τον αδικοχαμένο Camaron de la Isla, έναν τραγουδιστή που θα άφηνε εποχή αν ζούσε μέχρι σήμερα. Ο Ramon αποτέλεσε βασικό μέλος του σεξτέτου μέχρι που αυτό διαλύθηκε το 1986. Μετά από έντονη απαίτηση του κοινού, το σεξτέτο, ξαναενώθηκε το 1991, έκανε μεγάλες περιοδείες σε Ευρώπη, Ιαπωνία, κ.λ.π. και εκεί ο Ramon σταμάτησε τις ζωντανές συναυλίες απασχολούμενος πια με τις οικογενειακές εταιρικές επιχειρήσεις.
Ο Antonio Sanchez Jr., γεννημένος το 1942, έχοντας φοιτήσει κι’αυτός στα “ζωντανά σεμινάρια φλαμένκο” του σπιτιού του, θυμάται τις ατέλειωτες ώρες εξάσκησης στην κιθάρα -ζηλεύοντας πολλές φορές τους παιδικούς του φίλους που έπαιζαν μπάλα ή έκαναν μπάνια στη θάλασσα -αλλά και το πόσο του άρεσε να συμμετέχει στα πρωινά encuentros με τους juergistas φίλους του πατέρα του, που του έλεγαν πάντα πόσο καλός ήταν στις palmas… Ο Antonio Jr. ποτέ δεν μπήκε επαγγελματικά στο χώρο του φλαμένκο. Εργάστηκε στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ενισχύοντας με το μισθό του την υπόλοιπη οικογένεια, παραμένοντας όμως ένας πιστός aficionado.
O Jose Sanchez Gomez, “Pepe de Lucia”, γεννημένος το 1945, οκτώ χρόνια μετά τον Ramon, όχι από τους καλύτερους μαθητές στο σχολείο, με μια ασίγαστη αγάπη για το φλαμένκο και, ειδικότερα, το Cante, του άρεσε σαν παιδί να γυροφέρνει στην εξοχή, τραγουδώντας ό,τι μάθαινε από τους φίλους του πατέρα του αλλά και από δίσκους -γιατί τώρα πια η οικογένεια διέθετε και γραμμόφωνο. Ο μικρός Pepe διέθετε μια αξιοσημείωτη ικανότητα να μαθαίνει από δίσκους τα δύσκολα cantes, ακούγοντας ηχογραφήσεις μεγάλων δασκάλων της παραδοσιακής σχολής, όπως οι Tomas Pavon, Manuel Torre και Antonio Mairena. Και βέβαια, όταν ο μικρός Pepe δυσκολευόταν σε κάτι, είχε τον πατέρα Antonio, όπως και τους φίλους του να τον διορθώνουν. Παράλληλα ο πατέρας φρόντιζε να του διδάσκει και κιθάρα ο μεγάλος αδελφός Ramon. Παρ’ όλα αυτά, ο Pepe, ενώ έφτασε να εξασκείται μαζί με τον Paco, προτιμούσε το τραγούδι. Φτάνοντας στην εφηβεία του, ο Pepe ήταν μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια του παραδοσιακού Cante, και ήδη η φήμη του άρχισε να απλώνεται σιγά-σιγά σ’ολόκληρη την Ανδαλουσία. Σ’ ένα πραγματικά κομβικό σημείο, ο πατέρας Antonio κανονίζει μια ηχογράφηση με τον Pepe στα δεκάξι του και τον Paco στα δεκατέσερα με τίτλο “Los Chiquitos de Algeciras”. Την ίδια χρονιά, το 1962, τα δυό αδέλφια κάνουν την έκπληξη κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό φλαμένκο στο Jerez de la Frontera, στην καtηγορία “Malaguenas”. Ο Pepe κερδίζει έτσι 35.000 πεσέτες -μεγάλο ποσό για την εποχή, και ο Paco, που είδε τους κανονισμούς του διαγωνισμού να αλλάζουν προκειμένου να συμμετάσχει(!), κερδίζει 4.000 πεσέτες σαν βραβείο για aficionados. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο πατέρας Antonio αποφάσισε να μετακομίσει η οικογένεια στη Μαδρίτη, μεγάλο και διεθνές κέντρο καλλιτεχνικών γεγονότων. Ως επιβράβευση της επιλογής αυτής, ο διάσημος χορευτής -χορογράφος Jose Greco, (τον θυμάστε στην ταινία “Το πλοίο των τρελλών”;) προτείνει στο νεαρό τραγουδιστή με την τόσο ώριμη για την ηλικία του φωνή φλαμένκο να έλθει μαζί του στη Νέα Υόρκη και να εμφανισθεί στο τηλεοπτικό show του Ed Sullivan. Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφτηκε την τελευταία μέρα του 1962. Ο Pepe έμεινε λοιπόν μια ολόκληρη εβδομάδα στην Νέα Υόρκη, εμφανίστηκε με επιτυχία στο show, και στην επιστροφή έφερε μια ακόμη πρόταση του Greco: Συμμετοχή (μαζί με τον Paco) σε μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τελευταίο σταθμό το Las Vegas (!), πάντα με την συναίνεση του πατέρα Antonio. Τα δυό αδέλφια, ήδη μεγάλα παιδιά, θυμούνται αυτούς τους εννέα μήνες σαν μια περιπέτεια με τα θετικά και τα αρνητικά της σημεία. Έτσι κύλησε μια σημαδιακή χρονιά, το1963. Η μοίρα όμως έμελλε να παίξει στον νεαρό ταλαντούχο τραγουδιστή ένα άσχημο παιχνίδι: λίγους μήνες μετά από την περιοδεία με τον Greco, κάπου στο 1964 ή 1965, η φωνή του Pepe υπέστη μια σημαντική αλλοίωση! Βλέποντας, απογοητευμένος, να μην είναι σε θέση να αποδώσει τα δύσκολα cantes που ήταν το φόρτε του, αναγκάσθηκε να χαράξει εκ νέου την καλλιτεχνική του πορεία. Σταμάτησε τη δισκογραφία, ακύρωσε συμβόλαια και εμφανίσεις και άρχισε να τραγουδά στο cuadro μιας από τις πιο γνωστές μουσικές σκηνές (tablao) της Μαδρίτης Las Brujas. Εκεί, μέσα σε μια διαδικασία που κράτησε περίπου δέκα χρόνια, τραγούδησε όλα τα εύκολα, ελαφρά cantes του φλαμένκο, καταλήγοντας στην σύνθεση τραγουδιών αλλά και στίχων, ακολουθώντας μια mainstream τάση που ξέφευγε όλο και περισότερο από το παραδοσιακό.
Μια όμορφη φωτογραφία.: O Pepe και ο Paco σε μια από τις πρώτες τους εμφανίσεις σαν “Chiquitos de Algeciras.”. Προσέξτε το δύσκολο παραδοσιακό κράτημα της κιθάρας από τον Paco.!
Ας κλείσουμε την ενότητα αυτή με μια ακόμα συγκινητική φωτο.:Ο χαλκέντερος, διορατικός πατέρας Antonio σε ώρα εξάσκησης με τον Paco. Ο ίδιος υποστήριζε ότι ο Paco, στα 11 μόλις χρόνια του τον είχε ήδη ξεπεράσει.! Οταν ρωτήθηκε αν από την αρχή ήταν σίγουρος για την αλματώδη εξέλιξη του μικρού γιου του, ο Antonio απάντησε πως ποτέ δεν ήταν ο ίδιος σίγουρος για κάτι τέτιο, μέχρι που ο διάσημος Sabicas,έχοντας μεγάλη περιέργεια να ακούσει αυτό το παιδί να παίζει, του ζήτησε να κανονίσει μια συνάντηση. Αυτό έγινε ένα απόγεμα στο patio του σπιτιού του Antonio, όπου ο πολύπειρος κιθαρίστας, πίνοντας café con anis, άκουσε σιωπηλός τον Paco να παίζει. Έφυγε, ευχαριστώντας ευγενικά για την φιλοξενία, χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο... Την επόμενη μέρα, όταν πέρασε από το σπίτι ο αδελφός του Sabicas, ο Diego Castellon για να δει τον πατέρα, του μετέφερε το σχόλιο του διάσημου αδελφού του: “Como ese nino, no ha habido, no lo hay, y nunca habra otro.” (Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει άλλο σαν αυτό το αγόρι!!!).
egalat@tee.gr
(Σεπτέμβριος 2008)
Τεχνική Επιμέλεια: Κώστας Γρηγορέας