ΕΛΑΦΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η ΙΔΙΟΤΥΠΗ ΕΛΛΗΝΟΤΡΟΠΗ ΜΠΕΛ ΕΠΟΚ
Το διάβα από την αποδοχή στην εξαφάνιση
Δυτικότροπο ή ευρωπαϊκό τραγούδι, παιδί ή ανίψι της καντάδας και της λαοφιλούς επιθεώρησης, ξαδέρφι της οπερέτας, το ελαφρό ή ελαφρύ τραγούδι τελικά δεν ήταν πάντα τόοοσο ελαφρύ… θα μου πείτε, τι εννοούμε με το όρο ελαφρό και ποιός είχε την έμπνευση να το βαφτίσει έτσι; οι ελαφροί ας τα λέγουν ελαφρά, θα έλεγε ο Καβάφης …
Ίσως τα πράγματα να είναι λιγότερο μπερδεμένα, αν προσεγγίσουμε το ελαφρό τραγούδι σαν την άλλη όψη του έργου τέχνης, π.χ. του κλασικού, ενώ παράλληλα, εκ του όρου και μόνον «ελαφρό», διαφοροποιείται αυτό το είδος από άλλα, όπως από το παραδοσιακό τραγούδι. Ασφαλώς δεν παραβλέπουμε ότι όπως το κλασικό δεν αρνήθηκε σε εκατοντάδες περιπτώσεις την επιρροή από τις παραδοσιακές μουσικές, έτσι και το ελαφρό δανείστηκε και υιοθέτησε στοιχεία και δόμησε (ανάλογα το δικό του αυτογενές χαρακτηριστικό και την προσωπικότητα του συνθέτη του) την εκφραστική του στόχευση. Με το ελαφρό τραγούδι ασχολήθηκαν δημιουργοί με μουσική παιδεία, μεγάλη ευαισθησία, επηρεασμένοι από ευρωπαϊκές αισθητικές σχολές, κυρίως από τη γαλλική και την ιταλική, αλλά και τυχάρπαστοι ή… τυχαίοι. Και τι μ’ αυτό;
Το ελαφρό τραγούδι είναι το ελληνικό τραγούδι μιας ελληνότροπης παραλλαγής,πάντως μάλλον χρήσιμης, της αυθεντικής μπελ-επόκ.
Αττίκ
Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο κοσμαγάπητος Αττίκ ψυχαγωγεί με υψηλού κάλλους μουσική, στην περίφημη «Μάντρα» του. Ο χώρος αυτός αν και ο τίτλος παραπέμπει, απλά ιδωμένος, σε περιφραγμένο οικόπεδο, ήταν καλλιτεχνική ομάδα τραγουδιστών, παρουσιαστών, μίμων, του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση, είχε η ψυχή του, ο Αττίκ. Την πρωτοβουλία της ίδρυσης της "Μάνδρας" είχε ο Αττίκ το 1931. Η δουλειά του πρωτοπαρουσιάσθηκε σε υπαίθριο θέατρο, επί της οδού Μεθώνης. Από τότε και για οκτώ χρόνια η Μάνδρα του Αττίκ κάθε καλοκαίρι ψυχαγωγούσε το κοινό στην Αθήνα (θέατρο Δελφοί της οδού Αχαρνών) και το χειμώνα περιόδευε στις επαρχίες, μέχρι που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην αθηναϊκή ταβέρνα Μονμάρτη, στη διασταύρωση Αχαρνών και Ηπείρου. Εκεί εμφανιζόταν ο Αττίκ και αποθεωνόταν σαν στιχουργός, πιανίστας και συνθέτης, μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Είναι η αγάπη χίμαιρα που κυβερνά τα νιάτα με όνειρα εφήμερα χρυσούς καπνούς γεμάτα γι' αυτή στο κόσμο χύνεται πολύ μελάνι κι αίμα
αλλά ζωή δεν γίνεται χωρίς αυτό τ' ωραίο ψέμα"...
Τι να πρωτοαναφέρουμε… ζητάτε να σας πω, Παπαρούνα, Τρεχαντήρι, Την ώρα που περνούσε το οργανάκι, Άδικα πήγαν τα νιάτα μου
Είδα μάτια, Αν βγουν αλήθεια.
(Ερμηνεία από τον ίδιο το συνθέτη)
Η "Μάνδρα του Αττίκ" διαλύθηκε μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, το 1944. Πολλοί προσπάθησαν να ιδρύσουν παρόμοιες ομάδες ακολούθως, αλλά χωρίς επιτυχία.
Ρομαντικοί, ευαίσθητοι, ευφάνταστοι, εξαιρετικοί ενορχηστρωτές, σεμνές προσωπικότητες, στάθηκαν ο Μίμης Κατριβάνος, ο Σώσος Ιωαννίδης, ο Γιάννης Βέλλας, ο Γιάννης Σπάρτακος, ο Ζοζέφ Κορίνθιος, ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Τάκης Μωράκης, ο Κώστας Γιαννίδης, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης, ο Λυκούργος Μαρκέας, ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Ζακ Ιακωβίδης, ο Κώστας Καπνίσης, Στίχους για τα ελαφρά τραγούδια έγραφαν ενδιαφέροντες, περισσότερο ή λιγότερο, άνθρωποι του χώρου της μαζικής κουλτούρας, όπως οι: Γιώργος Οικονομίδης, Αιμίλιος Σαββίδης, Μίμης Τραϊφόρος, Αλέκος Σακελλάριος, Μίνως Μάτσας, Πωλ Μενεστρέλ.
Αυτή η μοντέρνα μαζική μουσική κουλτούρα συνέπλευσε πολύ γρήγορα με την δυναμική πρακτική στην ελληνική αγορά των αρχών της προσφοράς και της ζήτησης, που είχε σαν αποτέλεσμα την εμπορευματοποίηση, το κέρδος και την μετατόπιση του «μουσικού στόχου» στον ανταγωνισμό της οικονομικής επιτυχίας.
Χειρόγραφο σημείωμα του Αττίκ. Έκλαψα για να γράψω, έγραψα για να τραγουδήσω κι ετραγούδησα για να ζήσω..
Οι δίσκοι και το ραδιόφωνο συστήνουν στους έλληνες μερικές υπέροχες φωνές (Σοφία Βέμπο, Δανάη, Πέτρο Επιτροπάκη, Νίκο Γούναρη, Νινή Ζαχά, Τώνη Μαρούδα, Μάγια Μελάγια, Σώτο Παναγόπουλο, Φώτη Πολυμέρη, Ορέστη Μακρή, Ρένα Βλαχοπούλου. Να μη παραλείψουμε να αναφέρουμε τα ντουέτα Κορώνη-Φίλανδρου, Μουζά-Λιγνού καθώς και τα τρίο (Τρίο-Κιτάρα, Τρίο-Μπριλάντε. Όλοι αυτοί φτιάχνουν μια νέα, πρωτοφανή για τον περισσότερο κόσμο των επαρχιών, επίπλαστη ίσως, αλλά χρήσιμη από αισθητικής πλευράς κουλτούρα. Μια νέα δράση, φιλική στην ελαφρά μουσική είναι αυτή των μουσικών παραγωγών, που έχουν ευθύνη όχι να εμπνεύσουν αλλά να εγγυηθούν την επιτυχία των δισκογραφικών εταιριών. Ο δημιουργός είναι πλέον και αυτός «κάτι άλλο». Γράφονται λοιπόν εκατοντάδες τραγούδια και οι λογικές τους μοιάζουν στο στόχο του να πιάσουν την καλή.
Στα χρόνια του πολέμου η δυναμική του ελαφρού τραγουδιού ήταν πολυδιάστατη και μοναδική. Οι γυναίκες τραγουδούσαν στους συντρόφους και τα παιδιά τους, εμπνέοντας τους την ανάγκη να μείνουν πστοί όχι μόνον στις οικογένειες αλλά και στην πατρίδα. Οι άντρες τραγουδούν για την αγάπη προς τους δικούς τους αλλά και τη θυσία για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η Σωτηρία Ιατρίδου τραγουδά στην επιθεώρηση Πολεμικές καντρίλιες :
Κάποτε σε είδα ερωτευμένο με μιαν άλλη και η ζήλια μ’ είχε κάνει σαν τρελή. Κάποτε θυμάμαι πως σου είπα να μη φύγεις και σου έδωσα το πιο γλυκό φιλί. Μα τώρα έτσι ερωτευμένο που σε είδα με την πατρίδα, θα σου το πω: Να πας μες στου πολέμου εκεί την άκρη. Να πας και δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ. Ποτέ να μη σε βλέπω πικραμένο. Να πας και λυτρωτή σε περιμένω.
Ρένα Βλαχοπούλου και Γιάννης Σπάρτακος
Η Κούλα Νικολαΐδου δισκογράφησε (για την εταιρία Odeon) πιθανότατα τα περισσότερα πολεμικά τραγούδια. Σχεδόν για… μόδα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε. Οι εταιρίες βρήκαν τρόπο να δουλεύουν παράγοντας δίσκους και να κερδίζουν από την ανάγκη του λαού να σταθεί ορθός μέσα από τη συντροφιά του τραγουδιού. Η Δανάη Στρατηγοπούλου, θαρραλέα και σαφής, όπως πάντα, χαρακτήρισε πατριδοκαπηλική την τάση αυτή των εταιριών, αλλά τραγούδησε ένα (ίσως δικαιολογημένα χαρακτηρισμένο ως το πλέον άρτιο) τραγούδι με πατριωτικό και πολεμικό υπόβαθρο στον στίχο:
Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου Άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου. Σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο κι ένα σου ζητώ να με θυμάσαι μόνο. Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή θα σε περιμένει να σε σφίξει νικητή.
Δανάη
Ο Μιχάλης Σουγιούλ έχει συνδέσει ιδιαίτερα το όνομά του με τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Έπαιζε για τους στρατευμένους σε φυλάκια και συγκεντρώσεις του στρατού. Πολλά τραγούδια εμπνευσμένα από αυτή την περίοδο είναι δικά του. Το παιδιά της Ελλάδος παιδιά σε στίχους Μ. Τραϊφόρου είναι βασισμένο στη μελωδία του τραγουδιού «Ζεχρά» σε μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ. Έγραψε και δύο πρωτότυπα τραγούδια με αφορμή τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο που σημείωσαν διαχρονική επιτυχία: «Δύο αγάπες» και «Μας χωρίζει ο πόλεμος».
Ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια ας μην κυλήσει στου χωρισμού μας το πικρό τώρα φιλί. Πρέπει ο καθείς μας τώρα πια να πολεμήσει αφού η γλυκιά μας η πατρίδα το καλεί. Μας χωρίζει ο πόλεμος μα θεριεύει η ελπίδα πως για τη γλυκιά πατρίδα φεύγω τώρα εκδικητής...
Μετά την Κατοχή ο Σουγιούλ κατορθώνει ώστε όλα σχεδόν τα τραγούδια του να γίνουν αγαπητά από τους Έλληνες. Στα χρόνια της δεκαετίας του 1950 εκλήθη να γράψει τραγούδια και για τον ανερχόμενο κινηματογράφο. Θα θυμηθούμε αυθόρμητα τα τραγούδια Aρχισαν τα όργανα από την ταινία «Σάντα Τσικίτα», 'Aλα από την ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη», Ο μήνας έχει εννιά (ή Μια ζωή την έχουμε) από την ταινία «Το σωφεράκι». Παράλληλα, ξεκινά και η ενασχόληση του με τα λεγόμενα αρχοντορεμπέτικα, δηλαδή τραγούδια που θύμιζαν τα λαϊκά της εποχής αλλά διατηρούσαν αρχές της «ελαφράς» μουσικής. Οι ρυθμοί καθώς και το ηχόχρωμα των φωνών προέρχονταν από τα ρεμπέτικα, ο συνδυασμός των οργάνων που χρησιμοποιούνταν και η λογική της ενορχήστρωσης παρέπεμπε το ελαφρό τραγούδι.
Η ελαφρά μουσική μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 αποτελούσε ελκυστική μουσική, είχε πολλούς φανατικούς φίλους και λιγότερους εχθρούς, κυρίως ανάμεσα σε αυτούς που κυριεύονταν από λαϊκούς και λαϊκίζοντες παροξυσμούς.. Έδειχνε μάλιστα να μετεξελίσσεται δυναμικά, χάρη στη νέα γενεά συνθετών της. Θα σταθώ πρώτα στην έλευση του Μίκη Θεοδωράκη, όχι για να ξαναπλέξουμε ένα εγκώμιο επιπρόσθετο, αλλά για να μιλήσω για τα τραγούδια σε στίχους του ποιητή Γιάνη Ρίτσου.
Ναι, ο Γιάννης Ρίτσος ευτύχησε να δει μελοποιημένα από καταξιωμένους συνθέτες, πολλά ποιητικά δημιουργήματα του.
Η αναμέτρηση με το μέγεθος ενός τέτοιου ποιητή δεν ήταν πάντα καλή ιδέα για τους μουσικοσυνθέτες αλλά θα μιλήσουμε εδώ για μερικές ευτυχείς συνεργασίες. Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε ιστορία με την μουσική του Επιτάφιου, της Ρωμιοσύνης και των 18 λιανοτράγουδων της πικρής πατρίδας. Ο Χρήστος Λεοντής μελοποίησε το Καπνισμένο Τσουκάλι. (Πολύ αργότερα, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε ποιήματα του Ρίτσου στην Καντάτα για την Μακρόνησο και στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Νίκος Μαμαγκάκης μελοποίησε την Εαρινή συμφωνία, ο Μιχάλης Τερζής τον ύμνο και θρήνο για την Κύπρο. Το να επισημάνουμε ότι ο Ρίτσος προσφέρει ό,τι ποιοτικότερο και ποιητικότερο στην ελαφρά μουσική μοιάζει πλεονασμός..
Ο συνθέτης Σπήλιος Μεντής ήταν πολύ στενός φίλος του Ρίτσου. Τα περισσότερα τραγούδια των δύο τους κυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών με την φωνή της Γιοβάννας. Μερικά από αυτά, σε στίχους νεανικούς αλλά πανέμορφους και με θεματολογία καθημερινή, διαγωνίστηκαν στον διαγωνισμό τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1964 και 1965.
Ο Νότης Μαυρουδής θυμάται και κρίνει την εποχή, σε συνέντευξή του στο διαδικτυακό περιοδικό Ορφέας. Το ερώτημα που προκαλεί την πιο κάτω απάντηση αναφέρεται στο πόσο και αν βοηθούν οι διακρίσεις σε φεστιβάλ.
Ναι, θα έλεγα πως βοηθάνε. Βεβαίως, δεν γνωρίζω τι βοήθεια μπορεί να σου δώσει σήμερα, ας πούμε το βραβείο Αρίων. Το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1965, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τα υπόλοιπα φεστιβάλ που έγιναν, τα οποία χώθηκαν μέσα στη λογική της Χούντας. Ας μην ξεχνάμε ότι το ’65 ήταν λίγο πριν από το 1967. Όταν έγινε η χούντα, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχε ήδη ξεκινήσει τη μεγάλη του φθορά, και έγινε παράδειγμα προς αποφυγή. Το ’65 όμως δεν υπήρχε ακόμα αυτό, να σκεφτείτε ότι το ’65 πρόεδρος της επιτροπής του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν μέσα στην επιτροπή προσωπικότητες του πνεύματος, άνθρωποι που δεν ήτανε τυχαίοι. Μέσα στους συνδιαγωνιζόμενους ήταν ο Κουγιουμτζής, ο Σπανός, ο Ρωμανός, ο Σπήλιος Μεντής. Θυμάμαι ότι το τραγούδι του Σπήλιου Μεντή, ενός πολύ καλού συνθέτη παλαιάς εποχής, ήταν σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου. Στο τραγούδι που φτιάξαμε με τον Γιάννη Κακουλίδη και το τραγούδησε η Σούλα Μπιρμπίλη, ο άνθρωπος που διηύθυνε την ορχήστρα ήταν ο Γιώργος Κουρουπός. Τα λέω αυτά για να δώσω το σήμα ότι ήταν μια διαφορετική κατάσταση. Δεν ήταν τώρα όπως είναι το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ή όπως ήτανε και πριν από μερικά χρόνια πριν διακοπεί.
Το 1965 κυκλοφορούν σε δίσκους δύο ακόμα τραγούδια των Ρίτσου-Μεντή, με ερμηνεύτρια την Σούλα Μπιρμπίλη. (Σπουδαία φωνή, πολύ γρήγορα όμως ξεχάστηκε.. σημεία των καιρών και αυτά;) Το αρτιότερο εκ των δύο έχει τίτλο Κίτρινο Φθινόπωρο. Όλη η μελαγχολία του Φθινοπώρου σε κίτρινο χρώμα, και μια ελπίδα, που γεννιέται από τις πράσινες, ακόμα, ρίζες.
Κίτρινο φθινόπωρο, κίτρινη η καρδιά μου όσα χθες σε φτέρωναν, τώρα πέφτουν χάμου. Στο καφενεδάκι μας κίτρινη κι η γρίλια στο ποτήρι ανέγγιχτη έλιωσε η βανίλια. Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι. Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.
Τι να πούμε αγάπη μου, λόγια πια δε βρίσκω νιώθω το κατόπι μας το μεγάλο ίσκιο. Κίτρινο τ’ απόβραδο, κίτρινη ησυχία μες στη μνήμη ακούγεται κίτρινη ρομβία. Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι. Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.
Η Γιοβάννα (Ιωάννα Φάσσου Καλπαξή) αποτελεί φωνή - ορόσημο της ελαφράς μουσικής. Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Στα οχτώ της χρόνια άρχισε να μελετά πιάνο και να τραγουδά σαν μέλος παιδικής χορωδίας. Στα δεκατέσσερα άρχισε με πολλή προσοχή, (λόγω του νεαρού της ηλικίας της), μαθήματα όπερας, στο Ωδείο Αθηνών. Με το ψευδώνυμο Γιοβάννα, άρχισε να τραγουδά σε εκπομπές στο ελληνικό ραδιόφωνο συμπράττοντας με την ελαφρά ορχήστρα του ραδιοσταθμού, εν αγνοία μάλιστα του ωδείου, επειδή της είχε χορηγηθεί υποτροφία και κάτι τέτοιο ήτανε απαγορευμένο.
Σαν κλασική τραγουδίστρια και κατά τη διάρκεια των σπουδών της, έκανε πολλές εμφανίσεις σε κοντσέρτα μαθητικά. Πριν ακόμα πάρει το δίπλωμά της, εμφανίστηκε σαν πρωταγωνίστρια, στην οπερέτα "Κορυδαλλός " του Λέχαρ. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε την κρατική υποτροφία για ανώτερες σπουδές στη Ρώμη. Εκείνη την εποχή όμως, για άλλους έξω-μουσικούς λόγους, μπήκε επαγγελματικά στο ελαφρό τραγούδι. Η φωνή της Γιοβάννας είναι πραγματικά προτυπικό στοιχείο στην εξέλιξη της ελαφράς μουσικής.
Γιοβάννα
Έλαβε μέρος σε όλα σχεδόν τα ελληνικά και ευρωπαϊκά φεστιβάλ του είδους, μέχρι το 1969. Στο δεύτερο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε το δεύτερο βραβείο με το τραγούδι του Σπήλιου Μεντή Καλοκαιράκι. Λίγο-λίγο, απέχοντας από το ενεργό επάγγελμα, οι εμφανίσεις της λιγόστεψαν. Τότε άρχισε να γράφει μυθιστορήματα και ποίηση. Μαθήτρια του μεγάλου ποιητή Γιάννη Ρίτσου, εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: "Να προλάβω" (1976), " Θα σου μιλήσω" (1980) και "Ψηλαφίζοντας" (1982).
Το 1986 γράφει το μυθιστόρημα " Άντε γεια ", που έγινε μάλιστα best seller. Το στέλνει να διαγωνιστεί στον διαγωνισμό των εκδόσεων Bell και παίρνει το πρώτο βραβείο.
Πολλά ακόμη πρόσωπα μεσουρανούν κατά την τελευταία δεκαετία του ελαφρού τραγουδιού και παράλληλα μοντέρνες αισθητικές και πρακτικές καταφθάνουν στην Ελλάδα και ξετρελαίνουν τη νεολαία πρωτίστως με την ποπ μεταστροφή. Τα συγκροτήματα Forminx, the Charms, the Idols, the Daltons, we five και πανέμορφες φωνές, σαν τον Τέρη Χρυσό, το Νίκο Αντωνίου και τη Ζωίτσα Κουρούκλη.
Ζωή Κουρούκλη
Την ανακάλυψε ο Μίμης Πλέσσας στα 11 της χρόνια. Εκείνη την εποχή η Κουρούκλη εμιμείτο εξαιρετικά τις μεγάλες προσωπικότητες της Jazz μουσικής. Παράλληλα, ασχολείται με το χορό και το πιάνο και μαθαίνει τέσσερις ξένες γλώσσες. Παρά το μικρό της ηλικίας της, γίνεται από τις πρώτες τραγουδίστριες της Ελληνικής Ραδιοφωνίας με την Ορχήστρα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και της δίνεται η ευκαιρία να τραγουδήσει τα τραγούδια όλων των τότε γνωστών συνθετών, ενώ παράλληλα, συμμετέχει σε πολλές Ελληνικές ταινίες ως τραγουδίστρια και ηθοποιός. Για ένα διάστημα φλερτάρει με το μοντέρνο κοινό συμμετέχοντας στο συγκρότημα Zoe & The Storms. Είμαστε πια στη δεκαετία του 60!
Μία επταμελής αρχικώς ορχήστρα που έπαιζε σε δεξιώσεις, στην «Αργώ» της Βουλιαγμένης και στο «Ακροπόλ Παλάς» της Πατησίων, αναδυκνύεται ως το κορυφαίο συγκρότημα της Ελληνικής ποπ. Μετά την αποχώρηση δύο μελών του γκρουπ, του Θύμιου Πέτρου και του Ευγνώμονα, το γκρουπ αποτελούσαν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, το αδιαφιλονίκητο μεγάλο ταλέντο του συγκροτήματος, ο Βασίλης Μπακόπουλος (χημικός και κιθαρίστας), ο Κώστας Σκόκκος (ντράμερ), ο Σωτήρης Αρνής (αρχιτέκτων και μπασίστας) και ο Τάσος Παπασταμάτης (τραγουδιστής). Το πρώτο ρεσιτάλ τους στο Θέατρο Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη, φάνηκε να αντιγράφει την υστερία των συναυλιών των Μπήτλς. Το πρώτο hit τους (το Jeronimo Yanka) ξεκίνησε σαν χορευτικό χιτ στη «Ρέμβη» της Θεσσαλονίκης και έγινε χρυσό 45άρι σε πέντε μέρες! Η προέλευση του ονόματος Forminx που ακούγεται ξένο, αλλά είναι ομηρικό, όπως και η προέλευση της αρχαίας Φόρμιγκος («η Φόρμινξ - της Φόρμινγκος») που είναι ελληνικό μουσικό έγχορδο. Το στοιχείο που μάλλον βοήθησε στην προβολή του το γκρουπ ήταν το καθαρά ελληνικό όνομα, που με λατινικούς χαρακτήρες μπορούσε να υπηρετεί τον κανόνα της μόδας, δηλαδή να μοιάζει σαν ξένο και συγχρόνως σαν ποπ. Οι ταλαντούχοι σύγχρονοι Φόρμιγκες στάθηκαν προσοδοφόροι στην εταιρεία τους, τη Music Box. Μέχρι και ταινία έκαναν με σκηνοθέτη τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, μία ταινία που δυστυχώς δεν τελείωσε εγκαίρως για να παιχτεί με ανάλογη επιτυχία, τον καιρό που το όνομα και μόνο του συγκροτήματος συγκέντρωνε πλήθη. Οι Forminx απετέλεσαν ένα μουσικό πρότυπο για την νεολαία (και όχι μόνον) του 60 και έγιναν αιτία να δημιουργηθούν πολλά ακόμα γκρουπ ποπ μουσικής.
Μάνος Χατζιδάκις
Ας πάμε όμως και πάλι λίγο πίσω.. Δίνω εδώ χώρο στην πένα του Γιώργου Λεωτσάκου, που περιγράφει γλαφυρά τη συνέχεια της ελαφράς μουσικής, (που την ονομάζει «μουσική ευρείας καταναλώσεως»), μετά το 1967: Ακολούθησαν η δικτατορία, η σύλληψη και φυγάδευση του Θεοδωράκη στο εξωτερικό το 1968, η φυγή του Χατζιδάκι στη Νέα Υόρκη (επέστρεψε το 1972). Νέες δυνάμεις, ο τότε Διονύσης Σαββόπουλος και οι «μπουάτ» του Νέου Κύματος πρότειναν κάτι πολύ πιο καίριο και άμεσο. Όμως οι σπόροι του λαϊκισμού, της εκμαυλιστικής ισοπεδώσεως ανάμεσα στα είδη μουσικής φυτεύτηκαν τη δεκαετία 1960. Ασχετο αν οι πικροί ως άψινθος καρποί τους θα φύτρωναν αργότερα.
Ιδού το κείμενο του Γιώργου Λεωτσάκου που περιγράφει την μετάβαση στο σήμερα προσεγγίζοντας με τη γνωστή αυστηρότητα γραφής το φαινόμενο Μάνος Χατζιδάκις και όχι μόνον: Ο μύθος που θα δημιουργούσε περί εαυτό το χατζιδακικό Τρίτο Πρόγραμμα (1975-81) επισκίασε μια άδικα λησμονημένη αλλά όχι λιγότερο γοητευτική ραδιοφωνική «προϊστορία», ενός ΕΙΡ όπου συνεργάζονταν αρμονικότατα προσωπικότητες όπως οι Φοίβος Ανωγειανάκης και Σίμων Καρράς (επικεφαλής ειδικής επιτροπής, εμπόδιζαν διακριτικά την πόρθηση των κρατικών πομπών από τα αραβοϊνδολαϊκά κιτς), αλλά και παραγωγοί και υπάλληλοι που ταύτιζαν τη δουλειά τους με ένα όραμα και ένα μεράκι: Ολγα Καραζήση, Κίττυ Σολωμού, Τώνις Καράλη, Σοφία Μιχαλίτση, Λύρκα Καλαμπούση κ.ά. Απ' αυτό το ραδιόφωνο και από το Τρίτο Πρόγραμμα του 1958-75 μυήθηκε η γενιά μου στη μουσική. Πρώτος προαγωγός του λαϊκισμού, ο «μαυρόασπρος» εμπορικός κινηματογράφος όπου σήμερα αναζητούμε με οδύνη την ανθρώπινη Αθήνα των παιδικών μας χρόνων, δυναμιτισμένη από τους Ταλιμπάν της καραμανλικής αντιπαροχής. Μετά το 1955, τον ως τότε ποιοτικό ελληνικό κινηματογράφο και τις κωμωδίες του με ηθοποιούς όπως ο Αργυρόπουλος (το κατά Ψαθάν «Στραβόξυλο») ή ο Λογοθετίδης διαδέχονται τα αδιαλείπτως ευτελέστερα «μπουζουκομιούζικαλ», στα οποία θυσιάστηκαν μεγάλα υποκριτικά ταλέντα, αυτοκαταστρεπτικά αναπαράγοντας κάποιο «πιασάρικο» στερεότυπο... Την ίδια εποχή, από τις μουσικές σκηνές (υπέγραψε περίπου 60), ο Χατζιδάκις πέρασε στον κινηματογράφο, με το άλλοθι πάντα του βιοπορισμού (συνολικά έγραψε μουσική για 74 φιλμ): φτιαγμένος για μεγάλος συνθέτης, δεν δούλεψε ποτέ για κάτι τέτοιο, παρέμεινε μεγαλοφυής τραγουδοποιός κι αυτό τον έκαιγε μέχρι τέλους. Οπωσδήποτε εκείνος οπισθογράφησε με τα τραγούδια του το κορύφωμα του λαϊκισμού, το κατά Μελίνα και Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ξανά το μοιραίο 1962...) που εμφανίζει τους Νεοέλληνες ως εκφυλισμένους απογόνους κάποτε ευκλεών προγόνων. Κάτι ασφαλώς επιβλαβέστερο του Παρθενώνας - αμπαζούρ που ίσως ακόμη (ξε)πουλιέται στα πλακιώτικα καταστήματα Greek Arts... Ενα προσωπικό ψυχολογικό δράμα, οι αδυναμίες του στη σοβαρή μουσική, έσπρωξαν το Χατζιδάκι στην πολιτιστικώς ολέθρια κατάργηση των εξ αντικειμένου υπαρκτών διαχωριστικών μεταξύ σοβαράς και ελαφράς μουσικής. Όμως, αν εκείνος μέχρι τέλους εξευγένιζε τη διπλοπενιά σε διακριτικό πιανιστικό «τρέμολο», σαρωτικότατος στάθηκε ο Θεοδωράκης (ως τότε φέρελπις της σοβαράς), με το κατά Ελύτη «Αξιον εστί» (πάντα το μοιραίο 1962...), κακόγουστο συνδυασμό «συμφωνικής» γραφής και μπουζουκοτράγουδων. Με ατυχέστατο συνεπίκουρο την ιδεολογία, πολλούς παρέσυρε στο να φέρουν τάχα τη λόγια ποίηση κοντά στις λαϊκές μάζες, ξαπλώνοντάς την σε μελωδικές προκρούστειες κλίνες, ασχέτως αν μελοποιούν Λόρκα, Ελύτη ή τον εκλεπτυσμένο φιλόμουσο Σεφέρη. Ο οποίος, όπως αποκάλυψε η Ντόρα Τσάτσου-Συμεωνίδου στον υποφαινόμενο, καίτοι λίγο έλειψε να πάθει έμφραγμα όταν ο «Ψηλός» άρχισε να παίζει στο πιάνο το «Στο περιγιάλι το κρυφό», τελικώς... τον ευλόγησε.
Αλέκος Πατσιφάς
Aπό τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 άνθησε το νέο κύμα (μετάφραση του γαλλικού όρου nouvelle vague που επικράτησε στον γαλλικό κινηματογράφο και στο γαλλικό τραγούδι στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Το δικό μας νέο κύμα μας έδωσε τρυφερά τραγούδια κυρίως μπαλάντες με όμορφους στίχους, που ερμηνεύονταν από λίγα όργανα ή και από μια κιθάρα και μια φωνή. Το μεράκι μιας ρομαντικής ομάδας νέων, που επιθυμούσαν να εκφραστούν μέσα απ' το τραγούδι στάθηκε ικανό να στεριώσει ένα μουσικό είδος! συνθέτες, στιχουργοί και ποιητές, ερμηνευτές εργάστηκαν στις μπουάτ της Πλάκας και συναντήθηκαν δισκογραφικά κάτω απ' την ετικέτα μιας καινούργιας δισκογραφικής εταιρίας που είχε το ελληνικό όνομα "ΛΥΡΑ". Ο Αλέκος Πατσιφάς (που είχε αποχωρήσει τότε από την Ελλαδίσκ, δημιουργεί την εταιρεία γενικών Εκδόσεων ΛΥΡΑ. Από τις πρώτες κυκλοφορίες της (έπειτα από αγορά παραγωγών των γαλλικών εταιρειών «Le Chant du Monde» και «Erato») ήταν οι δίσκοι με τον Πέτρο και τον λύκο του Προκόφιεφ, τα Βρανδεμβούργεια κοντσέρτα του Γ.Σ. Μπαχ και οι συνθέσεις Πυθοπρακτά. Εόντα και Μεταστάσεις του Ιάννη Ξενάκη.
Πρώτος δίσκος 45 στροφών με τα τραγούδια Κραυγή και Χωρίσαμε χωρίσαμε των Γ. Κατσαρού-Ν. Φώσκολου με ερμηνευτή το Φώτη Δήμα. Πρώτη ηχογράφηση χαρακτηριστική της εποχής του Νέου Κύματος ήταν το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» του Γιάννη Σπανού σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου, με τη φωνή της Καίτης Χωματά. Στη ΛΥΡΑ ο Πατσιφάς καταφέρνει και συγκεντρώνει τους διανοούμενους της εποχής και φερέλπιδες μουσικούς. Το Νέο Κύμα βοηθήθηκε πολύ από τον Πατσιφά αλλά και του χάρισε κεντρική θέση στο δισκογραφικό ανταγωνισμό. Τα τραγούδια του νέου κύματος σημείωναν επιτυχία μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Τότε το νέο κύμα παρήκμασε.
Η μετά νέο-κυματική εποχή δεν είναι το θέμα μας (από πολλές πλευρές… ευτυχώς!). Εξ άλλου αν και περιγραφικά και μόνον σκιαγραφήσαμε την εποχή του ελαφρού τραγουδιού, δεν αποφύγαμε να γράψουμε ένα μεγαλούτσικο για τα διαδικτυακά δεδομένα κείμενο…
Έφη Αγραφιώτη
(1η δημοσίευση: Μάρτιος 2010)
effie.tar@gmail.com
Μουσικoπαιδαγωγός, σολίστ πιάνου, μουσικογράφος & συγγραφέας
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου