ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΟΤΖΙΑ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Η Ελευθερία Κοτζιά δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις: είναι γνωστή από τα ρεσιτάλ της ανά τον κόσμο, την πολύ πλούσια, και επανειλημμένως βραβευμένη δισκογραφία της, με πιο πρόσφατο τον ωραιότατο δίσκο της, “Gypsy Ballad.”
Παρότι ζει τόσα χρόνια στο εξωτερικό, (αρχικά στη Γαλλία και αργότερα στην Αγγλία), είναι βαθιά μέσα της ριζωμένη η «ελληνική φιλοξενία». Γύρω από ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ και υπέροχα χειροποίητα μπισκότα, με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο δύσκολη ήταν η πλέον εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία της. Πόση σκληρή δουλειά χρειάστηκε μέχρι να βρει την τεχνική που της ταιριάζει, πόσο έντονα είχε την ανησυχία να διευρύνει το ρεπερτόριο που διδάχθηκε στην Ελλάδα και να διερευνήσει και άλλες πτυχές της μουσικής, όπως η εκμάθηση γαλλικής ταμπλατούρας. Με συγκίνησε η επιμονή της να αναδείξει το έργο Ελλήνων συνθετών στο εξωτερικό (Φάμπα, Μηλιαρέση, Τζωρτζινάκη, Χαλιάσα κ.ά.) και το πόσο αξιοποίησε γνωριμίες της με επώνυμους συνθέτες άλλων εθνικοτήτων και τους εμφύσησε το ενδιαφέρον να συνθέσουν έργα εμπνεόμενοι από την Ελλάδα.
Σήμερα, ως καθηγήτρια στο “Royal Welsh College of Music and Drama”, προσπαθεί να «διορθώσει» τα λάθη της δικής της μαθητείας. Αντί για το μισητό σε αυτήν βιβλίο του Pujol, φρόντισε να γράψει δικά της βιβλία για αρχαρίους που όπως εξηγεί η ίδια: «αρέσουν στο παιδί, γιατί είναι πιο κοντά στην κουλτούρα του». Θαυμάζει την Ελληνική Σχολή μαθητών, αλλά «η τόση εξάρτηση από τον δάσκαλο, μπορεί να γίνει εμπόδιο. Από τα πρώτα βήματα, η γνώση και η πρόοδος είναι καλό να αφομοιώνεται, γιατί αλλιώς γίνεται μιμητικά».
Επίσης έχοντας την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ στον Πύργο Ligoure της περιοχής Limousin στη Γαλλία, αρνείται να «κατασκευάσει» σταρ και προσπαθεί να προσελκύσει και τον «ερασιτέχνη κιθαριστή», ενώ παράλληλα καλλιεργεί την άμιλλα των μαθητών εντάσσοντάς τους σε σύνολα μουσικής δωματίου.
Όσοι θέλετε να μάθετε πώς οι ενδιαφέρουσες εκπαιδευτικές απόψεις της γίνονται πράξη, το Φεστιβάλ το προσεχές καλοκαίρι αποτελεί μια ελκυστική πρόταση…
John Duarte Memorial Concert, Λονδίνο, Ιούνιος, 2005
«Όλοι οι κιθαριστές που πάνε για μεταπτυχιακά, όποιο και να είναι το σύστημα στην Ελλάδα, ό,τι και να λένε για την εκπαίδευση, «σκοτώνονται στο διάβασμα» και πάντοτε προχωράνε πάρα πολύ καλά! Ο Έλληνας βέβαια είναι πολύ συνδεδεμένος με το σπίτι και τον δάσκαλό του και έτσι λίγο δυσκολεύεται. Τα παιδιά πρέπει να φεύγουν, να γίνονται ανεξάρτητα». (…) Με τα social media, τα οποία ναι μεν είναι καλά και μαθαίνεις πολλά πράγματα, μπορεί να περνάς χάνοντας τις ώρες σου. Και αντί να ακούει ο μαθητής τι λέει ο δάσκαλος, να βρίσκεται σε κομφούζιο!»
* * * * * * * * * * *
Τ.Β. Με ποια αφορμή επισκεφθήκατε την Ελλάδα;
Ε.Κ. Τίποτε επαγγελματικό, αλλά είναι πολλές οι φορές που δεν συμπίπτει το Πάσχα το εδώ με τις διακοπές ή με το Πάσχα στο εξωτερικό. Δεν ήρθα τα Χριστούγεννα, οπότε ήταν μια πολύ ωραία ευκαιρία να περάσω μια εβδομάδα εδώ.
Τ.Β. Μετά το δίπλωμά σας από το Εθνικό Ωδείο, φοιτήσατε στο “Conservatoire National Superieure” του Παρισιού και στη συνέχεια με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου συνεχίσατε τις σπουδές σας στο «Guildhall School of Music» του Λονδίνου, όπου ασχοληθήκατε μεταξύ άλλων και με την παλαιά μουσική. Η συνέχιση των σπουδών κλασικής κιθάρας στο εξωτερικό, σας έκανε να αναθεωρήσετε απόψεις μεθοδολογίας, τεχνικής, ή ερμηνείας;
Ε.Κ. Πάρα πολύ! Το πρώτο βήμα με το Παρίσι ήταν πάρα πολύ σημαντικό! Όταν έφυγα από την Ελλάδα ήμουνα πολύ «σφιγμένη». Νομίζω ότι στην Ελλάδα υπήρχε μια νοοτροπία να «σπρώχνεται» το παιδί επειδή έχει ταλέντο να περνάει τάξεις, οπότε αυτό δεν είναι καλό, γιατί πολλές φορές κάνει πράγματα που είναι υπεράνω των δυνάμεών του. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον ενθουσιασμό που υπήρχε εκείνα τα χρόνια στη Σχολή του Φάμπα. Τη ζεστασιά μεταξύ σπουδαστών. Στο εξωτερικό, ήταν τελείως άλλοι ορίζοντες. Αλλά βέβαια έχουν αλλάξει και οι καιροί. Τότε λέγαμε: «η Ελλάδα και η Ευρώπη»! ήταν σαν να πηγαίναμε στο… Φεγγάρι! Tώρα δεν είναι τόσο μεγάλες οι διαφορές και η πληροφόρηση πολύ πιο έντονη.
Υπήρχε η κατεύθυνση: «διάβαζε 8 ώρες την ημέρα και θα γίνεις η καλύτερη κιθαρίστρια του κόσμου!» Στην αρχή αυτό μάλιστα με έκανε να σταματήσω περίπου τρείς φορές την κιθάρα, γιατί ήμουνα μικρό παιδί και έλεγα: τι είναι αυτό το βιβλίο του Poujol! (σας θυμίζω ότι είναι όλο σε αρμονία γραμμένο, οπότε δεν είναι τόσο απλό για ένα παιδί). Αργότερα στις δυσκολίες που είχα, με βοήθησε πολύ ο Lagoya. Όταν άλλαξα τρόπο παιξίματος (οι Presti - Lagoya έπαιζαν χτυπόντας τη χορδή από τη δεξιά πλευρά) δεν μου ταίριασε πολύ, αλλά σίγουρα o Lagoya μου «άνοιξε τα μάτια». Το ίδιο και όλα τα άλλα μαθήματα που είχαμε στο Conservatoire στο Παρίσι (ανάλυση, prima vista, σολφέζ, ταχύτητα στη μάθηση νέου ρεπερτορίου κτλ). Ήταν μια συνέχεια από την οποία έμαθα πάρα πολλά πράγματα.
Τ.Β. Στην Αγγλία;
Ε.Κ. Το ρεπερτόριό μου ήταν το traditional/standard. Το Conservatoire de Paris – τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια- ήταν αρκετά συντηρητικό. Δηλαδή, Tansman, Torroba, Rodrigo, Ponce, το «Σεγκοβιανό» το ρεπερτόριο που είχαμε και στην Ελλάδα. Έτσι συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένα μεγάλο ρεπερτόριο, το οποίο δεν το είχα «αγγίξει»: το ρεπερτόριο του Julian Bream. Britten, Walton, Brindle, Arnold, Berkeley, ήταν ένας καινούργιος δρόμος.
Όταν είδα τι μου έλειπε, αποφάσισα να ζητήσω την υποτροφία του British Council. Ήμουν πολύ τυχερή, διότι δεχθήκανε να κάνω μια χρονιά «ελεύθερη» ανάλογα με τις ανάγκες μου. Επίσης δεν είχα κάνει καθόλου Αναγέννηση, γι΄αυτό διδάχθηκα και γαλλική ταμπλατούρα από λαουτίστες για να κάνω μεταγραφές από τα originals. Έκανα μαθήματα με τον Jakob Lindberg για την Αναγέννηση, μπαρόκ με τον Nigel North, πήρα μαθήματα από τον David Russell και επίσης με τον Timothy Walker στη μοντέρνα μουσική. Παρ’ότι το επίπεδό μου πλέον ήταν πολύ υψηλό, ήταν σημαντικό να συναντήσω και να διδαχθώ από αυτούς τους τόσο διαφορετικούς, εξαιρετικούς ερμηνευτές/δασκάλους. Ξανασκέφτηκα και δούλεψα έτσι, θέματα ερμηνείας, τεχνικής και ήχου.
Τ.Β. Μεταξύ των δασκάλων σας περιλαμβάνονται, όπως είπατε, ο αείμνηστος Δημήτρης Φάμπας, καθώς και οι διεθνούς φήμης Julian Bream, Alexandre Lagoya, David Russell, Timothy Walker κ.ά. Αισθάνεστε ότι έχουν επηρεάσει τον δικό σας τρόπο διδασκαλίας;
Ε.Κ. O κάθε μαθητής ή σπουδαστής της κιθάρας, έχει άλλη προσωπικότητα και «ρυθμό». Αυτό είναι κάτι που το «δέχομαι». Επίσης έχει πολλές ευκαιρίες συμμετοχής σε σεμινάρια και master class για να διασταυρώσει απόψεις.
Είναι στιγμές που λέω στους μαθητές: «αυτό είναι!» και είμαι απόλυτη και άλλες που λέω: «κάνετε ό,τι νομίζετε!» Γενικά προτιμώ μετά από την πληροφόρηση, το «κάντε ό,τι νομίζετε». Όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος, αλλά γιατί βλέπω ότι δεν πετυχαίνει η επιμονή και η επιβολή. Όταν λες κάτι μια φορά και δεν το υιοθετεί ο μαθητής, σημαίνει ότι δεν είναι έτοιμος να το ακούσει και να το κάνει πράξη.
Τ.Β. Κατά τη διάρκεια της διεθνούς καριέρας σας, έχετε κάνει μεγάλη προσπάθεια προς την κατεύθυνση ανάδειξης του έργου Ελλήνων συνθετών. Αυτό συνάγεται τόσο από το ρεπερτόριο της πολύ πλούσιας δισκογραφίας σας, όπου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και έργα Ελλήνων συνθετών ( Μηλιαρέση, Φάμπα, Θεοδωράκη, Μαμαγκάκη, Τζωρτζινάκη κτλ), όσο και από το γεγονός ότι προτείνατε σε άλλους συνθέτες να γράψουν έργα για την Ελλάδα ή τη μυθολογία της και ανταποκρίθηκαν οι John Duarte (1919-2004), Stephen Dodgson, 1924-2013, John Tavener (1944-2013), Carlo Domeniconi (1947-), Dusan Bogdanovic (1955-). Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι΄αυτή την πρωτοβουλία σας και τη συνεργασία με τους προαναφερόμενους συνθέτες;
Ε.Κ. Ο πρώτος μου δίσκος “Blue Guitar” είχε πάει πολύ καλά, είχε γίνει Critic's Choice Recording of the Year. Βγήκανε πολλά αντίτυπα, εκδόθηκε τρείς-τέσσερις φορές. Αλλά στην πρότασή μου για τον νέο δίσκο, να ηχογραφηθούν Έλληνες συνθέτες … «κολλήσαμε».Η δισκογραφική έλεγε: «πώς θα πουλήσει ένας τέτοιος δίσκος; κανείς δεν γνωρίζει τα ονόματα: Μηλιαρέσης, Φάμπας, Τζωτζινάκης….». Και τότε σκέφθηκα να αποταθώ σε γνωστούς για την κιθάρα συνθέτες. Eίχα γνωρίσει τον Dodgson, τον Duarte, οπότε μου ήρθε η ιδέα να κάνω commisions, αλλά αν γίνεται, η έμπνευση να είναι από την Ελλάδα. Δηλαδή κάτι που να έχει σχέση με τη μυθολογία, με το φολκλόρ, με την ποίηση. Να φανεί πόσο πλούσια είναι η κουλτούρα μας από κάθε άποψη. Γενικά όλοι απάντησαν θετικά. Ο μεν Dodgson έγραψε σε στυλ πιο σύγχρονο, (3 Attic dances), ενώ θυμάμαι ο Duarte ήθελε μια συλλογή με φολκλορικά τραγούδια και έτσι βάσισε στο φολκλόρ τουλάχιστον τα τρία από τα τέσσερα κομμάτια που περιλαμβάνονται στις «Musikones». Ο McGuire (που δεν τον έχω ηχογραφήσει ακόμα), συνέθεσε τις “variations on Zalongos dance,” ενώ για τον Carlo Domeniconi η έμπνευση του ήταν η αρχαιότερη μουσική φράση (του 5ουαι πχ) ! Ο Bogdanović με το “Levantine Suite” μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της Μικράς Ασίας. Ο Τavener, μου ζήτησε να τραγουδήσω το «Φως Ιλαρόν» στο κομμάτι του “Chant..”
Με τον John Duarte
Τ.Β. Στο πιο πρόσφατο cd σας, με τίτλο “Gypsy Ballad”, περιλαμβάνονται έργα από τον λεγόμενο «Παλαιό κόσμο», αλλά και από τον «νέο κόσμο». Βρίσκετε «κοινές αναλογίες» ανάμεσα στη μουσική «παλαιού» και «νέου» κόσμου;
Ε.Κ. Τα ακούσματα είναι άλλα: άλλα της Ν. Αμερικής, άλλα της παλιάς Ευρώπης. Ο νέος κόσμος, (Αργεντινή, Αντίγιες, Βενεζουέλα, Βραζιλία) έχει άκουσμα τελείως διαφορετικό από των Βαλκανίων, Αρμενίας, Περσίας κτλ. Ίσως επειδή έχουν γραφτεί από κιθαριστές που χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές, να υπάρχουν μερικά κοινά σημεία μόνο στον τρόπο γραφής, σε αυτά τα κομμάτια.
Το κομμάτι “Gypsy Ballad” της Sylvie Bodorova (από την Τσέχια), είναι η ισορροπία του νέου και του παλαιού. Έχει βασίσει τη “Gypsy Ballad” σε ένα παλιό τραγούδι τσιγγάνικο, το “sostar mange” και έχει γράψει ένα έργο μοντέρνο, με πολλές τεχνικές της κιθάρας (raziados, glissanto, Bartok pizzicato, αρμονικές κτλ). Ο τελευταίος μου δίσκος, ήταν και σαν κύκλος για μένα. Γιατί όταν ξεκίνησα η λέξη κιθάρα για μένα δεν σήμαινε «Segovia, Bach, Chaconne», αλλά Beatles, Joan Baez,νέο κύμα, νοτιοαμερικανικά τραγούδια, δηλαδή, άλλα ακούσματα «ελαφρά».
Τ.Β. Παρατηρώ την κριτική σας ματιά σε ένα απηρχαιωμένο σύστημα διδασκαλίας. Εσείς έχετε δυο βιβλία σπουδών για αρχάριους τα οποία έχουν τύχει πολύ θετικών κριτικών. Θέλετε να μας μιλήσετε γι΄αυτές τις εκδόσεις;
Ε.Κ. Όταν πήγα στη Γαλλία, παρατήρησα ότι τα παιδιά ξεκίναγαν το μουσικό όργανο όλο και πιο μικρά. Τότε κατάλαβα ότι χρειάζεται υλικό το οποίο να είναι πολύ πιο απλό. Στο “Le Cahier de ma guitare”, δηλαδή στο πρώτο μου “βιβλιαράκι”, η ιδέα ήταν να γραφτεί κάτι μονόφωνο, εύκολο για τα δάκτυλα, να προχωρήσουν όλα πολύ βηματικά από την 1η, στη 2η θέση μέχρι την 5η θέση, απόφυγα τους πολλούς δακτυλισμούς (αυτό βοηθά την prima vista ) και από τα πρώτα βήματα υπάρχουν ντουεττάκια (μουσική δωματίου με τον δάσκαλο). Επίσης, κομματάκια και σχέδια που ελκύουν τα παιδιά. Εκδόθηκε το 1988 από την Γαλλική εταιρεία Editions Arpeges/IMD . Η Ed. Arpeges, είχε προτείνει να βγει στα Ελληνικά και Γαλλικά. Δυστυχώς, δεν το δέχθηκε γνωστός εκδοτικός οίκος, λέγοντας ότι δεν ενδιαφέρει τους δασκάλους εδώ. Βέβαια μετά από περίπου 8- 10 χρόνια, βγήκανε τα πρώτα παρόμοια «βιβλιαράκια» και στην Ελλάδα. Το δεύτερο βιβλίο “Le Cahier no 2-GUITAROBICS”, γραμμένο στα Γαλλικά και στα Αγγλικά, πολύ πιο πλούσιο σε υλικό, ξεκινάει από την 5η θέση μέχρι τη 12η. Ίδια λογική, σταδιακή μάθηση ντουέτα για τη μουσική δωματίου, αλλά και τεχνικές ασκήσεις. Έγραψα και κάποια κομμάτια που να συνδέονται λίγο με τη ζωή του νέου να είναι λίγο «τζαζέ», λίγο «φλαμενκιέ», λίγο «μπλουζέ», δεν τα θεωρώ «συνθέσεις», αλλά έχουν στυλ που αρέσει στο παιδί, γιατί είναι πιο κοντά στην κουλτούρα του. Περιέλαβα και ένα όμορφο κομμάτι του Κώστα Γρηγορέα, “3 etudes simples qrecques”.
Τ.Β. Στη δισκογραφία σας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και έργα που ηχογραφήθηκαν σε παγκόσμια πρώτη ("The Blue Guitar" του Sir Michael Tippett,(1905-1998), το "Chant" του John Tavener (1944-2013) και “Tres Canticas Negras" του Ernesto Cordero (1968) κ.ά. Με ποια κριτήρια επιλέξατε αυτά τα έργα και γιατί;
Ε.Κ. Σίγουρα είναι δύσκολο να πείσεις τις εταιρείες για να κάνεις πράγματα που δεν είναι εμπορικά και αυτό φάνηκε πολύ στη “Blue Guitar.” Mου πήρε πολύ χρόνο να συμφωνήσω το ρεπερτόριο, μπορούσα να είχα κάνει το δίσκο 4 χρόνια πριν! Ίσως το να εντάξεις ένα κομμάτι σε πρώτη εκτέλεση ανάμεσα σε πιο γνωστά είναι μια καλή λύση. Για να πω την αλήθεια, γενικά μου αρέσει να κάνω κάτι που με ενδιαφέρει και συνήθως είναι αυτό που δεν έχω κάνει ήδη. Είναι στο χαρακτήρα μου. Διαλέγω κομμάτια που είναι σημαντικά του ρεπερτορίου και γιατί μου αρέσουν. Στη “Gypsy Ballad” πχ, έβαλα το “vals concerto n.2” του Villa Lobos, που είναι πολύ-λίγο ηχογραφημένο. Δεν το έκανα για να μην έχω συγκριτικά σχόλια, αλλά γιατί αυτό με ενδιαφέρει. Είχα πάρει από το μουσείο Villa-Lobos, την παρτιτούρα την original.
Τ.Β. Δεδομένης της ιδιότητάς σας ως Καθηγήτριας, πώς βλέπετε το επίπεδο της κιθάρας;
(Αν θέλετε, να κάνετε κάποια χωριστή αναφορά και στην Ελληνική Σχολή)
Ε.Κ. Το επίπεδο των νέων κιθαριστών είναι φοβερό! Αυτοί που διακρίνονται έχουν καταπληκτική τεχνική, είναι και καλοί μουσικοί. Στο GFA/ΗΠΑ πέρσι, εκτός από τη συναυλία, ήμουν και στην επιτροπή, στο semi-final και final του διαγωνισμού. Δεν ήξερες ποιον να διαλέξεις! Όλοι οι κιθαριστές που πάνε για μεταπτυχιακά, όποιο και να είναι το σύστημα στην Ελλάδα, ό,τι και να λένε για την εκπαίδευση, «σκοτώνονται στο διάβασμα» και πάντοτε προχωράνε πάρα πολύ καλά! Ο Έλληνας βέβαια είναι πολύ συνδεδεμένος με το σπίτι και τον δάσκαλό του και έτσι λίγο δυσκολεύεται. Τα παιδιά πρέπει να φεύγουν, να γίνονται ανεξάρτητα.
GFA 2012
Τ.Β. Δηλαδή παιδαγωγικά αυτό το «συναισθηματικό δέσιμο» δρα ανασταλτικά ως προς την πρόοδό τους;
Ε.Κ. Νομίζω ναι. Ο σπουδαστής εδώ έχει μάθει να του λες τα πάντα. Περιμένει να του πεις «τι θα γίνει» με την κάθε μια νότα! Αλλά η τόση εξάρτηση από τον δάσκαλο, μπορεί να γίνει εμπόδιο. Από τα πρώτα βήματα, η γνώση και η πρόοδος είναι καλό να αφομοιώνεται, γιατί αλλιώς γίνεται μιμητικά.
Με τα social media, τα οποία ναι μεν είναι καλά και μαθαίνεις πολλά πράγματα, μπορεί να περνάς χάνοντας τις ώρες σου. Και αντί να ακούει ο μαθητής τι λέει ο δάσκαλος, να βρίσκεται σε κομφούζιο. Μου φαίνεται παράξενο να λες σε έναν μαθητή: «πήγαινε να κοιτάξεις αυτό στη βιβλιοθήκη. Έχουμε και την παρτιτούρα και κάποιες εκτελέσεις σε CD». Βαριέται! Και πάει στο internet και βλέπει μερικές εκτελέσεις. Σε 3 λεπτά έχει αποφασίσει!
Rodrigo Aranjuez Concerto
- με Διευθυντή Ορχήστρας τον Peter Stark & την Ernest Read Symphony Orchestra
Τ.Β. Στις 14-23 Αυγούστου έχει προγραμματιστεί το 37ο Φεστιβάλ κιθάρας στον Πύργο Ligoure της περιοχής Limousin στη Γαλλία. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για την επικείμενη διοργάνωση;
Ε.Κ. Είναι πάρα πολύ ωραίος ο χώρος! Πολύ ήρεμα, μέσα στη φύση. Δεν είναι σεμινάριο μόνο για νέους μαθητές, σε υψηλό επίπεδο που θέλουν να τελειοποιηθούν. Μπορεί να λάβει μέρος “active” και κάποιος που είναι ερασιτέχνης. Το 1/3 περιλαμβάνει τον κιθαριστή που αγαπάει την κιθάρα, θέλει να μάθει, να ακούσει, αλλά μπορεί να είναι και 40 χρονών! Προγραμματίζονται τέσσερα ιδιαίτερα μαθήματα για τον καθένα και αρκετά master classes. Εκτός από μαθήματα τεχνικής, διαλέξεις, υπάρχει πολλή μουσική δωματίου, σε μικρά και μεγάλα σύνολα, καθώς και ορχήστρα κάθε μέρα. Είναι ωραίο, γιατί ο κιθαριστής έχει τη δυνατότητα να κάνει μουσική με άλλους, ενώ συνήθως, βρίσκεται απομονωμένος με το όργανο.
The 37th GUITAR COURSE AT THE CHATEAU DE LIGOURE- France |
Τ.Β. Τη μουσική δωματίου τη θεωρείτε σημαντική μουσικά ή παιδαγωγικά;
Ε.Κ. Από κάθε άποψη. Καλό είναι να παίζεις με άλλους, όσο πιο νωρίς γίνεται! Στα πρώτα βήματα ήδη βοηθά το ρυθμό, τη πρίμα βίστα.
Όταν παίζεις με άλλους, μαθαίνεις να έχεις την πειθαρχία του γκρουπ. Δεν ακούς μόνο τον εαυτό σου, πρέπει να παρακολουθείς και το τι γίνεται γύρω σου. Προχωρημένοι κιθαριστές όταν μπουν σε γκρουπ (duo, trio, quartetto ) δυσκολεύονται. Είναι συνήθεια. Αλλά αυτή η συνήθεια αναπτύσσει το ρυθμό, την πειθαρχία, τον σεβασμό στους άλλους, και στην περίπτωση του Ligoure, το να συνυπάρχουν όλες οι ηλικίες. Δεν υπάρχει στο σεμινάριο η νοοτροπία: «ο μικρός, ο ταλαντούχος που θα γίνει ο καινούργιος σταρ».
GFA 2012: η Ελευθερία Κοτζιά με τους Timothy Walker and Steve Goss
Τ.Β. Θα θέλατε να περάσετε κάποιο μήνυμα στα νέα παιδιά;
Ε.Κ. Κάποτε είπαν στον Simon Rattle “Μαέστρο, πώς θα μπορέσω εγώ να ζήσω σαν διευθυντής ορχήστρας. Δεν είναι πολύ δύσκολο αυτό το επάγγελμα;” Και απαντάει: «άμα με ρωτάς σημαίνει, ότι δεν είσαι έτοιμος γι΄αυτό».
Νομίζω όμως ότι τα νέα παιδιά θέλουν να ανακαλύψουν τη ζωή χωρίς συμβουλές. Αλλά εμένα πάντα μου άρεσε (και μου αρέσει) η Κινέζικη φράση: ‘Κeep feeding the chicken. Don’t worry about the eggs’.
Τ.Β. Ποιες τάσεις στην κιθάρα βλέπετε σήμερα ως κυρίαρχες; Βλέπετε πχ μια τάση της κιθάρας να συμπράττει με άλλα σύνολα μουσικής δωματίου;
Ε.Κ. Είναι πολύ αναγκαίο να παίζεις με άλλους μουσικούς, με άλλα όργανα. Μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα, αγγίζεις ένα άλλο κοινό. Το κακό με την κιθάρα είναι ότι ο κιθαριστής πάει να ακούσει τον κιθαριστή. Ελπίζω ότι o κιθαριστής που αγαπάει την κιθάρα και τη μουσική χωρίς ντε και καλά να γίνει καθηγητής ή ερμηνευτής του οργάνου, θα πάει στη συναυλία δωματίου, γιατί τον ενδιαφέρει η ποικιλία και η μoυσική γενικότερα. Δεν ξέρω αν υπάρχει στροφή, αλλά ο πλούτος του ρεπερτορίου μουσικής δωματίου είναι μεγάλος. Με τα χρόνια γράφτηκαν πολλά κομμάτια, με το φλάουτο, με το βιολί, με το βιολοντσέλο, με φωνή, με τα τρίο (βιολί ή βιόλα με τσέλο, κιθάρα κτλ). Νομίζω ότι αυτό διευκολύνει να βγει η κιθάρα από τη «μοναξιά» της, γιατί μπορεί ο εκτελεστής να χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό και ταυτόχρονα να κάνει μεταγραφές ή να καλέσει άλλους συνθέτες να γράψουν γι΄αυτούς τους συνδυασμούς οργάνων.
Τ.Β. Βαίνοντας προς το τέλος της συζήτησής μας, θα μας μιλήσετε για τα καλλιτεχνικά σχέδιά σας;
Ε.Κ. Θα δώσω σύντομα συναυλίες στην Αγγλία. Επίσης, το καλοκαίρι είμαι καλεσμένη στην Ισπανία στο Guitarra festival - Siguenza. Στη Γαλλία, έχουν προγραμματιστεί σειρά συναυλιών κιθάρας με φλάουτο. Τώρα μάλιστα ετοιμάζω ένα κομμάτι του Νίκου Τάτση για φλάουτο και κιθάρα που θα το παίξουμε στη Γαλλία. Το Φθινόπωρο, θα πάω στην Ιταλία (ως μέλος κριτικής επιτροπής σε διαγωνισμό κιθάρας) καθώς και στην Ολλανδία και στην Αγγλία για ρεσιτάλ σε φεστιβάλ κιθάρας. Το 2015 έχω προγραμματίσει συναυλίες στην Αγγλία (Bristol, Oxford, Swansea) και για πρώτη φορά στην Αυστρία. Το 2016 είμαι καλεσμένη στην Ν. Ζηλανδία και στην Αμερική. Στην Ελλάδα θα ήθελα να έρθω, αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα.
Τ.Β. Θα θέλατε κάτι τελευταίο να συμπληρώσετε;
Ε.Κ. Με πιάνει ανησυχία για το μέλλον της κιθάρας και της μουσικής, για το μέλλον της ανθρώπινης επικοινωνίας. Το internet και το youtube άλλαξαν, «αναποδογύρισαν» θα έλεγα τα πάντα. Πώς τα καινούργια παιδιά θα ζήσουν, όταν συναυλίες, δίσκοι, ακόμα και μαθήματα «ανήκουν» στον virtual world? Όταν ο άλλος είναι μπροστά στον υπολογιστή, πώς θα μελετήσει, η πως γεμίσει η αίθουσα;
Όταν υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, οι καλλιτέχνες είναι αυτοί που θίγονται, γιατί η μουσική και η τέχνη δεν θεωρούνται το πιο βασικό για να προχωρήσει η κοινωνία. Ενώ θα έλεγα ότι η τέχνη είναι πιο αναγκαία στις δύσκολες περιόδους, όπως είναι και ο πραγματικός φίλος, η συγκίνηση της αίθουσας, ο καθηγητής…
Τίνα Βαρουχάκη varouchaki@gmail.com Ιούλιος 2014 Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας |
ΑΚΟΥΣΤΕ:
Rene Eespere's Guitar Concerto: 1st Movement Tres Clavi in Crucem |
Περισσότερες πληροφορίες: http://www.eletheria.info/