ΕΝ ΑΡΧΑΝΑΙΣ ΕΓΕΝΕΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΚΙ ΑΠΕΙΡΑ ΘΑ ΓΕΝΝΟΥΣΙ
Το τέλος ενός σεμιναρίου και μια φιλόδοξη συνέχεια στις Αρχάνες
“Γιατί καθώς γνωρίζετε κι εγώ δεν είμαι Μουσικός. Σχολιαστής είμαι, του καιρού και της ευαισθησίας.”
Μ.Χ. 1978
Μπορείτε να το πείτε άκομψο, μπορείτε να το πείτε ύβρη, μα εγώ κλέβω τον τίτλο του διάσημου τότε “Σχόλιου του Τρίτου”, του Μάνου Χατζιδάκι, για να κάνω σαφή μια αδιόρατη υπόκλιση στον έρωτά του για την Κρήτη και για να δηλώσω τις προθέσεις ενός σεμιναρίου “για την κιθάρα” στις Αρχάνες, που έρχεται. Ναι, οι περισσότεροι πιστεύουν πως πρόκειται για ένα ακόμα σεμινάριο. Μα όχι, πρόκειται για τη συνέχεια μιας φιλόδοξης προσπάθειας που ξεκίνησε τον Χειμώνα στην Αθήνα και που τώρα ταξιδεύει στην Κρήτη, όχι για να διδάξει -όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε- μα για να ερευνήσει τι έχει απομείνει από κείνες τις ιδανικές φιλοδοξίες του Χατζιδάκι του 1980.
Το σχόλιο “Εν Ηρακλείω εγένετο” ακούστηκε διά στόματος Χατζιδάκι απ’ τις συχνότητες του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, την Κυριακή 20 Αυγούστου του 1978. Είχε προηγηθεί, μια εβδομάδα πριν, το σχόλιο “Αγώνες Λύρας και η άνοδος των Ανωγείων” και ακολούθησε, μια εβδομάδα μετά, το σχόλιο “Το Μινωικό πλέγμα ή … το πλέγμα του Μίνωος”. Με τα τρία αυτά κείμενα ο Χατζιδάκις έκανε σαφείς τις προθέσεις του για τα επόμενα έτη. Ακολούθησαν οι μυθικοί πρώτοι “Μουσικοί Αύγουστοι” στο Ηράκλειο. Οι γιορτές στα Ανώγεια είχαν ήδη αρχίσει και ύφαιναν τη δική τους ξεχωριστή σχέση με τη μουσική των ντόπιων ποιητών της λύρας και της μαντινάδας.
Ο οδοστρωτήρας των πολιτικών αλλαγών του 1981 συμπαρέσυρε ένα απ’ τα πιο φωτεινά φεστιβάλ εκείνου του καιρού -και όπως απέδειξε ο χρόνος, και του καιρού που θα ερχόταν. Οι πολιτικοί μας, μέσα στην ψυχική επιτάχυνση μιας θρυλούμενης και πολυαναμενόμενης “Αλλαγής”, δεν κατάφεραν να διατηρήσουν τη στάση εγρήγορσης που όφειλαν απέναντι στο τι είχε κατορθωθεί απ’ την συγκεκριμένη ομάδα των “δυνάμεων της δεξιάς”, λες και θα μπορούσε ακόμα και τότε να ονομάσει κανείς τον Χατζιδάκι “δεξιό”. Το φεστιβάλ κατέρρευσε και μαζί του εκείνη η υψηλή φιλοδοξία, ο έρωτας του εμπνευστή του για μια “κρητική ματιά” προς τον κόσμο μας. Τα αποτελέσματα της κατάρρευσης ακόμα τα πληρώνουμε.
Πέρασαν 35 χρόνια απ’ το “Εν Ηρακλείω εγένετο”. Ο συντάκτης του σχολίου μιλούσε για έναν χρόνο αιωνίως παρόντα στην καθημερινότητα του Κρητικού, και αυτή του η διαυγής σκέψη λάμπει ακόμη ανάμεσα στις σελίδες, προσκαλώντας και προκαλώντας μας να ερευνήσουμε την ισχύ της σήμερα, στην εποχή της κατολίσθησης των συλλογικών μύθων. Ως κρητικός δικαιούμαι και υποχρεούμαι να καταθέσω τη δική μου βεβαιότητα πως εκείνο το βλέμμα δεν έχει χαθεί, αλλά διατηρείται σε κατάσταση ύπνωσης ανάμεσα στις ακαθαρσίες των τροϊκανών, εισαγόμενων και ντόπιων, κυρίως εκείνων που οι ίδιοι κουβαλάμε μες στην ψυχή μας.
Το σεμινάριο που μόλις ολοκληρώθηκε στη μητρόπολη των Αθηνών, στο πολυτελές “καφενείο” του Athenaeum, απέναντι απ’ τον ναό του Ηφαίστου, κάτω απ’ την Ακρόπολη, και διήρκεσε απ’ τον Φεβρουάριο ως τον Ιούνιο του 2013, έθεσε τα θέματα του “προσωπικού βλέμματος” στην ερμηνεία της μουσικής, προεκτείνοντας εκείνο που στενά θα έλεγε κανείς επικράτεια της εκτέλεσης προς εκείνο που όλοι επιθυμούμε και που θα έλεγα σήμερα επικράτεια της ζωής ως σύνολο. Ερευνήσαμε τη δυνατότητα της Μουσικής, όταν αυτή είναι σωστά προσανατολισμένη, να σέρνει με σταθερό χέρι τον σπόγγο της πάνω στον πλήρη ακαθαρσιών μαυροπίνακα των “επειγόντων” θεμάτων της καθημερινότητας και να ξαναγράφει τον δικό της παρηγορητικό λόγο, ξαναγεμίζοντας τις ψυχικές μας δεξαμενές. Όλα έγιναν με τον πιο φιλόδοξο τρόπο, όλα είχαν την αναγωγή τους στο “γιατί” των πραγμάτων, και όλα κατέληξαν σε μια γιορτή στις αρχές Ιουνίου. Τίποτε όμως δεν τελείωσε. Γιατί ξαναμπαίνοντας στο σύμβολο των Αρχανών, που μας είδαν απ’ την άλλη πλευρά του κρητικού πελάγους και διαισθάνθηκαν τη συγγένειά μας ώστε να μας καλέσουν στον φιλόξενο τόπο τους, εκ των πραγμάτων οδηγούμαστε στη μνήμη Χατζιδάκι και στην ανάγκη ανάδυσης εκείνου του επιτακτικά επιμένοντος “κρητικού βλέμματος”. Κι εκείνο το βλέμμα είναι το ίδιο -το συνειδητοποιώ τώρα- με αυτό που εμείς αυτούς τους πέντε μήνες λέγαμε “μουσική ματιά προς τον κόσμο”. Ανεβαίνοντας λοιπόν στις Αρχάνες, σ’ αυτό το ευλογημένο χωριό πάνω απ’ το Ηράκλειο, αναπαυμένο με εμπιστοσύνη δίπλα στον ιερό ύπνο της κεφαλής του Δία που δεσπόζει πάνω απ’ την πόλη, με τον Ψηλορείτη απ’ τη μια μεριά και την Κνωσσό απ’ την άλλη και με το κρητικό πέλαγος να ανοίγεται απέναντι προς το ηφαίστειο της Σαντορίνης που έμελε κάποτε να καταπιεί τον πρίγκιπα των κρίνων και τα οστά του Μινώταυρου, το πρώτο που έχουμε να διαπραγματευτούμε και να προφυλάξουμε είναι εκείνο το “κρητικό βλέμμα”.
“…κι αποκοιμιέται τελικά χωρίς να χάσει επαφή, ούτε με τ’ όνειρο ούτε με τη ζωή.”
Όνειρο και ζωή, το μέσα του προσωπικού μας λαβύρινθου και το έξω εκείνου του ποιητικού όσο και πραγματικού καφενείου, όπου ο Κρητικός δοκιμάζει ξανά και ξανά την ισχύ της μεσογειακής του ματιάς μέσα σε μια καθημερινότητα πλούσια σε όνειρο, αλλά που ποτέ δεν χάνει την επαφή της με τη ζωή. Μήπως αυτό δεν είναι η μουσική εκτέλεση; Και να γιατί η κιθάρα. Κατ’ αρχήν γιατί έχει την τύχη να είναι το πιο πλήρες εξομολογητικό όργανο -ίσως μετά τη φωνή, μα με το τραγούδι η φωνή “πλαταίνει” και ταυτόχρονα παραδόξως “στενεύει” μέσα απ’ τον λόγο που φέρει, οπότε κάθε άλλο εξομολογητικό όργανο θα την προσπερνά ίσως στη γραμμή του τερματισμού με μια μικρή μόνο διαφορά στήθους. Το πολυσήμαντο του λιτού, χωρίς λόγια, ήχου θα δεσπόζει εδώ με έναν παράξενο τρόπο.
Κατά δεύτερον, γιατί η κιθάρα είναι το πιο λαϊκό απ’ τα λόγια και το πιο λόγιο απ’ τα λαϊκά όργανα, πατάει δηλαδή δικαιωματικά, και μερικές φορές απρεπώς, και στα δυο οικόπεδα της μουσικής λειτουργίας: Στην παράδοση και στο λογιοτατισμό. Αυτό που ήταν μέχρι πρότινος πρόβλημα βαφτίζεται σήμερα δοξαστικά απ’ τις περιστάσεις πλεονέκτημα. Ο Χατζιδάκις ασφαλώς την χρησιμοποίησε ως εξομολογητικό όργανο, χρησιμοποιώντας την κατά τη γνώμη μου όχι ως συνοδεία στα τραγούδια, μα ως ηχητικό σκηνικό που πάνω του θα μπορούσε να υφανθεί ένας βαθύς ποιητικός λόγος όσο αυτός του Γκάτσου.
Παράξενο που ο ομιλών στάθηκε η αφορμή μιας σχετικής αμαρτίας του Χατζιδάκι: Η μόνη φορά που έγραψε για την κιθάρα ως αυτοδύναμο όργανο, ήταν για μένα, χτίζοντας από χρόνο σε χρόνο και κατά τη διάρκεια δοξαστικών ξενυχτιών εκείνο το έργο που αργότερα θα βάφτιζα αυθαιρέτως “σουίτα για κιθάρα”. Με εξαίρεση αυτό το άλμπουμ, με τα στιγμιότυπα στιγμών διάσπαρτων ανάμεσα στο 1981 και το 1986, ουδέν εγράφη απ’ το ευλογημένο χέρι του για αυτό το όργανο. Εδώ παίρνω όλη την αμαρτία πάνω μου και τον απαλλάσσω απ’ τη σολιστική οπτική ενός οργάνου που, όπως είπα, δεν θεωρούσε ένα απλό όργανο, αλλά ένα όργανο-φορέα του συνολικού καμβά της ποιητικής αφήγησης. Και αυτή η αφήγηση ήταν αφήγηση του πλήρους κόσμου του, που κι εγώ σήμερα προτείνω σαν όχημα. Ας ανέβει όποιος ακόμα το πιστεύει.
Επιστρέφοντας στον παρόντα χρόνο, θα πω ότι το ως εδώ σεμινάριό μας στην Αθήνα έκλεισε με τον πολυπόθητο “θάνατο του δασκάλου”. Υψηλή φιλοδοξία θα μου πείτε, μα δέστε που ο δάσκαλος μιλά μόνον διά της απουσίας του. Ο εσωτερικός θάνατος του φαντάσματός του είναι που φέρνει στην ταραγμένη επιφάνεια της μνήμης θραύσματα απ’ τον θησαυρό του ναυαγίου, έναν θησαυρό που χωρίς ναυάγιο θα ήταν βέβαια πλήρης αλλά φυλακισμένος στα αμπάρια του πλοίου.
“Το Ηράκλειο προσφέρει από τη φύση του, ερωτισμό και νόηση.”
Το ζευγάρωμα των δύο εραστών (Ερωτισμού και Νόησης -μια δεύτερη, ασυνείδητα ίσως βιωμένη μέσα στον μουσικό, γραφή του “Με λογισμό και μ’ όνειρο” του Σολωμού) όπως το οραματίστηκε και μετά το βρήκε στην καθημερινότητα της Κρήτης ο Χατζιδάκις ήταν και το δικό μας ιδανικό. Καμιά σκέψη χωρίς βίωμα, κανένα βίωμα χωρίς την αυτοσυναίσθηση του τι μας συμβαίνει όταν καταφέρνουμε το πλήρες. Γι’ αυτό εκείνα που λέμε τα δοκιμάζουμε ερωτικά στην κιθάρα μας, και γι’ αυτό εδώ ο μόνος που δεσπόζει είναι ο πλήρης άνθρωπος, δηλαδή -κατά την ιδανική μου ματιά- ο πλήρης Μουσικός.
“Γιατί εν Ηρακλείω εγένετο εν αρχή ο χορός. Μετέπειτα το πάθος και τέλος η αρχοντιά.”
Και να ξανά και ξανά η σωματική σχέση με τον κόσμο, όπως τη βλέπει και τη θαυμάζει ο κατά το ήμισυ κρητικός, ο καθ’ ολοκληρίαν όμως και δικαιωματικά επίτιμος θαμώνας κάθε ακριβού καφενείου της πρώτης πατρίδας του, Χατζιδάκις. Αυτή η ακροτελεύτια και μυστηριώδης Αρχοντιά είναι που δονεί σήμερα τη σκέψη όσων ετοιμαζόμαστε να ξαναπατήσουμε τα χώματα που την ανέδειξαν σε οδηγό, σε έναν τρόπο για να ζεις, σε έναν ποιητικό τόπο που μπορεί να μεταφράζεται με άλλα λόγια μέσα στον καθένα μας, αλλά που στην καθαρότητα των προσώπων της υπαίθρου γίνεται άμεσα και ενστικτωδώς κατανοητός.
Θα είμαστε άξιοι να λεγόμαστε συμμέτοχοί της; Θα το δούμε στις Αρχάνες, στις 15 Ιουλίου. Και εδώ οι συνειρμοί μου δικαιώνονται από μια σημαντική παρατήρηση της τελευταίας στιγμής, αλλά που προφανώς έχει κινήσει τα νήματά της υπογείως: Στο σύνολο της εκεί Θερινής Μουσικής Ακαδημίας θα διδάξουν το καλοκαίρι πρόσωπα που έχουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέσει το όνομά τους με την περίπτωση Χατζιδάκι. Ο Κοντογεωργίου, η Βενετσάνου, ο Ιδομενέως, ο Παπαδάκης και εγώ.
Εν Αρχάναις εγένετο λοιπόν κι άπειρα θα γεννούσι.
Γιώργος Μουλουδάκης
Ιούνιος 2013
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com/