ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΛΕΥΤΕΡΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ
Κάθε γιορτή όπως και κάθε πένθος είναι σημάδι στη ζωή που αναμετριέται με τον απολογισμό, βάζει στη ζυγαριά τα δράμια, υπολογίζει κέρδος και χασούρα ακριβοδίκαια -αυτή είναι η δουλειά του. Πώς να μιλάς για πένθος όταν πενθούν οι πάντες; Πώς να μιλάς για πένθος όταν κανείς στ’ αλήθεια δεν πενθεί;
Ο αποχωρισμός είναι μια πρόσκληση σε κείνη την ιδανική στιγμή που με κλειστά τα μάτια καλωσορίζεις λάθη όμορφα, τους επιτρέπεις για μια και μοναδική φορά να διαφύγουν απ’ τον έλεγχο του αστυνόμου που με φιλοτιμία και με κόπο ανείπωτο θρέφεις κάτω από βεβαιότητες κι ωραία φτιασιδωμένα ψέματα. Κάθε αποχωρισμός ακόμα προσκαλεί αυτόν το φίλο -τον παλιό, τον πριν από σένα, που σε φροντίζει σαν μαμά και σαν χωριάτα τρυφερή- τον προσκαλεί να πει λόγια καθησυχαστικά: Πόσο σωστά και πόσο έξυπνα προχώρησες σε τούτη τη ζωή, τι είναι εκείνα που κατάφερες. Ο κάθε αποχωρισμός είναι εντέλει ραντεβού δύσκολο, γι’ αυτό σπανίως πάει κανείς σ’ αυτό.
Το 1994 πέθανε ο Χατζιδάκις και ο πατέρας μου Κώστας. Με διαφορά 3 μηνών. Γνώριζα ήδη τον Βογιατζή από παρέες του παλιού καιρού, από μια εποχή μαθητείας στο πολυτελές καφενείο των συναντήσεων προσώπων ετερόκλητων αλλά με κοινό παρονομαστή -όσοι απ’ αυτούς ήξεραν- μια κουβέντα για τη ζωή άλλη απ’ τη συνηθισμένη, τη νομιμοποίηση της οποίας εύστοχα ή αδίκως περιμέναμε από έναν “Μάνο” πρόθυμο τότε να μοιραστεί τους ενθουσιασμούς του και να μας φορτώσει με τα σχέδιά του που ποτέ δεν τέλειωναν.
Ήταν 1997 όταν μετά από πρόταση της ορφανής πλέον Ορχήστρας των Χρωμάτων κάλεσα τον Λευτέρη Βογιατζή να πάρει τον ρόλο του Χατζιδάκι σε μια μικρή παράσταση που οραματιστήκαμε με τον Ευγένιο Αρανίτση. Η ιδέα ήταν να γίνει μια συρραφή από κείμενα του Χατζιδάκι, που θα επιχειρούσαν να κοινωνήσουν σε ένα σωστά προσανατολισμένο ακροατήριο το απόσταγμα της ποιητικής ζωής του Μουσικού. Η ροή των κειμένων θα συνδιαλέγονταν με έναν αντίστοιχο μουσικό κορμό, που θα έφτιαχνα εγώ και που θα τον υποστήριζα επί σκηνής με αυτό το εξομολογητικό όργανο που λέγεται κιθάρα.
Ο κορμός έγινε εύκολα κατά τη διάρκεια των συχνών τότε συναντήσεών μας με τον Αρανίτση, που ανέλαβε και ολοκλήρωσε την επιλογή των κειμένων σε εύλογο γι’ αυτόν χρονικό διάστημα. Το ερώτημα που θα ετίθετο κατά τις ολονυκτίες μας στο τότε σπίτι του στο Χαλάνδρι -με αλκοόλ για μένα, που το ΄πινα αναγκαστικά όλο μόνος μου και για λογαριασμό του- ήταν το ποιο πρόσωπο θα τολμούσαμε να φανταστούμε ως ενσάρκωση του Χατζιδάκι στην παράσταση. Κατέληξα -νομίζω μόνος μου- στον Βογιατζή, επειδή η σχέση του με τον Χατζιδάκι ήταν μια πρώτη εγγύηση για τη συγγένεια, και επειδή ο θρυλούμενος ακραίος επαγγελματισμός του ήταν μια ζωοποιός μαρτυρία στις συναντήσεις μας με τον φίλο μου, που είχαν πάντα εκείνη την διττή σημασία της εργασίας μέσα στην τεμπελιά -στοιχείο απαραίτητο για την διατήρηση μιας διαφεύγουσας ελληνικότητας στη ματιά μας. (Το πολύτιμο αυτό στοιχείο -απόλυτα άλλωστε συνυφασμένο με τη ζωή του Χατζιδάκι- το κράτησα στη συνέχεια σαν οδηγό στις δύσκολες εποχές που θα έρχονταν και που θα μας ζητούσαν να είμαστε δημιουργικοί με ξεχωριστό τρόπο και ταυτόχρονα παραγωγικοί με μια τρέχουσα έννοια, κι αυτό για να μπορούμε ας πούμε να πληρώνουμε το ουίσκι μας, αφού μια ευγενής τύχη είχε σφραγίσει και τους δυο μας με την ευλογία να μην μας περιμένει καμιά κληρονομιά απ’ αυτές που στα δύσκολα νανουρίζουν τον ποιητή.)
Ο Βογιατζής δέχτηκε αμέσως. Ίσως γιατί το πένθος ήταν ακόμη νωπό, ίσως γιατί με εκτιμούσε, ίσως γιατί εμπιστευόταν τον Αρανίτση, ίσως γιατί η Ορχήστρα των Χρωμάτων που έκανε την παραγωγή ήταν μια εγγύηση, ίσως τελικά γιατί κι οι τρεις ήμασταν άξιοι και η ιδέα τίμια και ενδιαφέρουσα. Ο ίδιος καλείτο να “σκηνοθετήσει” και να παίξει τον ρόλο. Δεν έμοιαζε να είναι κάτι δύσκολο, γιατί θα έπρεπε να είναι στατικό, με τα δυο πρόσωπα, τον ηθοποιό και τον μουσικό επί σκηνής να συνδιαλέγονται. Ο καθένας θα μιλούσε με τον τρόπο του.
Καθίσαμε αντικριστά, αυτός βυθισμένος σε μια λευκή πολυθρόνα δίπλα σε ένα τραπεζάκι με μια παλιά λάμπα επάνω, ελληνικό καφέ κι ένα τσιγάρο στο τασάκι μονίμως αναμμένο να δηλώνει εκείνα τα ανέξοδα πάθη του Χατζιδάκι, των οποίων την ηδονή οι γιατροί βεβαίως του είχαν κάποτε στερήσει, αλλά που εμείς δεν μπορούσαμε να τον φέρουμε στη μνήμη μας χωρίς αυτά. Εγώ σε μια καρέκλα, με την κιθάρα μου και με αρκετή αγωνία για το τι θα συμβεί. Το ημερολόγιο έδειχνε 17 Μαρτίου 1997, η σκηνή ήταν υποφωτισμένη, ο ήχος καλός, και το θέατρο ήταν το θέατρο “Αλίκη”, στην οδό Αμερικής, ένα θέατρο σχετικό με τα πρόσωπα που φιλοξενούσε. Η Αλίκη ήταν εκεί είτε το θέλαμε είτε όχι.
Οι πρόβες γίνονταν στο σπίτι του Βογιατζή στο Κολωνάκι, που ήταν ένα εύκολο ραντεβού και για τους δυο μας, και η εξ’ αρχής αμηχανία του απέναντι στο κείμενο ήταν το πρώτο μου σοκ. Μου έκανε τέτοια εντύπωση, δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχα απέναντί μου τον Βογιατζή με την εμπειρία, το εκτόπισμα και το ειδικό βάρος της μέχρι τότε πορείας του ή έναν ερασιτέχνη που δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά ένα απλό κείμενο. (Στην πορεία αποδείχτηκε πως η σκέψη του “ερασιτέχνη” διόλου άστοχη δεν ήταν, αλλά εκείνη τη στιγμή το μετρούσα για κακό.)
Όχι, τα κείμενα καθόλου απλά δεν ήταν. Ήταν σιβυλλικά, με την θερμή αφοριστική γραφή του Χατζιδάκι -αυτή των σχολίων του Τρίτου όπως τα είχε εκδώσει ο“Εξάντας”- στο μεταίχμιο παιχνιδιού και οριστικής κουβέντας για τον κόσμο. Ένα διαρκές αίνιγμα. Ο Λευτέρης με ρωτούσε σε κάποια σημεία να του πω τι εννοεί! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα δυο πράγματα: Η εμπειρία για έναν καλλιτέχνη δεν είναι πάντα καλός οιωνός. Και ακόμη πως ένας άνθρωπος με αξία δεν ντρέπεται να δηλώσει άγνοια. Μια ικανοποίηση ήταν κι αυτό.
Φυσικά η άγνοια εδώ είναι μια άστοχη κουβέντα, αλλά έτσι ελαφρά τη καρδία υιοθετείται για να δηλώσει στις παράλληλες αρμονικές της πως ο σωστά προσανατολισμένος διακρίνει κατευθείαν τη δεύτερη ανάγνωση των πραγμάτων -της γραφής εν προκειμένω- που θα πει πως αρκετά συχνά ζει ένα μετεωρισμό των εννοιών, μπερδεύεται στην πρώτη ανάγνωση, την προφανή, σ’ αυτήν μέσα στην οποία ο μέσος νους θα έκανε περίπατο. Ο καλλιτέχνης είναι στο πρώτο επίπεδο ένα ζώο απροσάρμοστο, αυτό είναι το τίμημα του ελευθέρας που έχει στον “άλλον” κόσμο.
Είχα ακούσει από ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του πως ήταν δύσκολος και δυσκοίλιος στις συνεργασίες του και πως συχνά τσακώνονταν και μιλούσε απαξιωτικά μέσα στον δημιουργικό του ας πούμε οίστρο. Εγώ δε το είδα αυτό. Αντιθέτως είδα έναν άνθρωπο ανασφαλή, έναν άνθρωπο με θηριώδες τρακ πριν βγει στη σκηνή, έναν άνθρωπο που μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε ανάγκη να “ξαναπεράσει” τις λεπτομέρειες που δεν είχαν αφομοιωθεί. Όχι, δεν ήταν ποτέ έτοιμος, κάτι πάντα έλειπε απ’ την προετοιμασία του, κάτι που ήξερα κι απ’ τις πολύμηνες πρόβες των έργων στο θέατρό του. Όμως είχα για πρώτη φορά την ευκαιρία να δω “από μέσα” τον ειδικό τρόπο που αυτό συνέβαινε. Ο Βογιατζής -είχα πλέον τη βεβαιότητα- λειτουργούσε ψυχικά σαν μωρό που ρουφά ασταμάτητα την τροφό-μητέρα. Και ποια ήταν αυτή η μητέρα; Οι συνεργάτες του, και στη συγκεκριμένη περίπτωση εγώ. Το γεγονός ότι η δική μου ψυχική κατασκευή δήλωνε απ’ τα παιδικά χρόνια αυτό που πρόχειρα μια φίλη ειδικός θα έλεγε “βυζί”, δηλαδή την ικανότητα και τη σχεδόν εξαρχής δηλωμένη υποχρέωση να λειτουργώ ως τροφός, έκανε τα πράγματα σ’ εκείνες μας τις συναντήσεις αυτονόητα. Αυτή μου η τάση αμβλύνθηκε φυσικά μέσα στα χρόνια και εξαφανίστηκε στη συνέχεια, εξ’ ου και μπορώ τώρα να μιλώ με άνεση γι’ αυτήν, αλλά τότε ήταν μια μείζων ανάγκη, και ο νόμος των συγκοινωνούντων δοχείων επιβεβαιώθηκε μιας δια παντός στον τρόπο που το ντουέτο βρήκε την ασταθή του ισορροπία επί σκηνής. Αν το έσωσε κάτι ήταν μια αποσιωπημένη συναίσθηση του ότι συμφωνήσαμε να παίξουμε έτσι το παιγνίδι, και άρα κανείς πραγματικά δεν απειλείτο.
Στην πράξη, το βάρος της παρουσίας του ήταν τέτοιο σε εκείνες τις συναντήσεις-και δεν εννοώ της καλλιτεχνικής παρουσίας αλλά της φυσικής με ψυχικούς όρους- που δεν σου άφηνε το περιθώριο να χαλαρώσεις ούτε ένα λεπτό. Κι αυτό με τον πιο ευγενικό και αυτονόητο τρόπο. Άφηνε τη σταθερή εντύπωση πως είχε την απόλυτη ανάγκη μου, πως ήταν γι’ αυτόν σε κρίσιμο βαθμό απαραίτητο το να του υποδεικνύω ως μουσικός το πού ακριβώς θα έπρεπε να μπει, το να του εξηγώ την ειδική χροιά που θα έπρεπε να έχει μια συγκεκριμένη φράση σε σχέση με το νόημά της, σχεδόν μου πετούσε το μπαλάκι μιας σκηνοθεσίας που ενώ την είχε αποδεχτεί αρνιόταν τεχνηέντως την ευθύνη της κολυμπώντας σε ένα πέλαγος μετονομασιών. Τελικά τα έκανα όλα εγώ, εννοώ σε επίπεδο προετοιμασίας, και η παράσταση ήταν -παραδόξως- επιτυχέστατη, το κοινό πολυπληθές και η συγκίνηση η πρέπουσα για την περίσταση. Εγώ όμως βγήκα ράκος απ’ αυτήν, γιατί είχα την ευθύνη δυο ταυτοχρόνως ανασφαλών προσώπων που επί σκηνής αρτίωναν ένα -υποθέτω- γοητευτικό ντουέτο.
Η παράσταση επαναλήφθηκε στο φεστιβάλ Ηρακλείου τον ίδιο χρόνο, με τις ευλογίες του αντιδήμαρχου πολιτισμού και σκηνοθέτη Γιώργου Αντωνάκη, ο οποίος ήταν ευτυχής που καλούσε ταυτόχρονα εμένα -τον συντοπίτη του- και το ίνδαλμά του τον Βογιατζή. Στις φιλοφρονήσεις μετά ποτών και φαγητών, αμέσως μετά την παράσταση στο “Κηποθέατρο Μάνος Χατζιδάκις” (χώρος ταυτισμένος με το όνομα και φορτισμένος συναισθηματικά, αφού εκείνος για πρώτη φορά στους Μουσικούς Αυγούστους του 1980 τον είχε δημιουργήσει και εγκαινιάσει) και κοιτάζοντας από ψηλά το Ηράκλειο καθισμένοι σε μια δροσερή ταβέρνα στη Ρογδιά, παρακολουθούσα με σταθερό ενδιαφέρον τον τρόπο που ο Βογιατζής κατάφερνε να συντηρεί τον χαμηλόφωνο μύθο του με μια γλώσσα καθημερινή, που ως τέτοια στο δικό του στόμα έμοιαζε μυστηριώδης -και να κατά τη γνώμη μου ένα στοιχείο της τεχνικής του.
Πριν απ’ τη συναυλία, και ενώ έκανε τις χαλαρωτικές του ασκήσεις που μυστηριωδώς και πάλι είχε φροντίσει επί τόπου να τις αντιγράψει σαν μαθητούδι από μένα! -ένα ακόμα δείγμα παιδικής στάσης που τότε ακαριαία με γοήτευσε- με ρωτούσε και πάλι αν θα μπορούσαμε να κάνουμε μια ακόμα πρόβα, ένα πέρασμα στο φινάλε, σε ένα δύσκολο σημείο, σε ένα ακόμα ακατανόητο μέρος. Εκείνη τη φορά του το αρνήθηκα, είναι η αλήθεια, γιατί είχα το δικό μου άγχος και γιατί είχα ήδη αποφασίσει να μην δωρίσω σε κανέναν τις τελευταίες στιγμές της προετοιμασίας μου, ας ήταν και σ’ αυτόν, που τότε τις είχε ανάγκη. Δεν με παρεξήγησε, αλλά έμεινε μετέωρος χωρίς την πρόβα να φυλλομετρά τις απορίες του. Κι όμως πήγε καλύτερα αυτή τη φορά, πράγμα που κι ο ίδιος σχολίασε. Και αμέσως δήλωσε πως θα ήθελε να το κάνουμε κι άλλες, πολλές φορές, γιατί κάθε φορά ωριμάζει περισσότερο και γιατί κάθε φορά βρίσκει και ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα κείμενα και στον ρόλο του και στη συνεργασία μας και γιατί ο Αρανίτσης είχε κάνει πολύ καλή δουλειά και γιατί ίσως η αύρα μας επί σκηνής ήταν κοινή, κάτι που είναι αλήθεια. Μια συγγένεια την ένιωσα, αλλά και έναν θυμό επίσης προς αυτόν, που ποτέ δεν ήταν έτοιμος, πράγμα που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να υποπτευθώ πως ήταν αυτό που σήμερα ονομάζω Μέθοδο! Ίσως αυτή η έλλειψη να ήταν που τον κρατούσε σε διαρκή εγρήγορση, σε ένα διαρκές ενδιαφέρον μπροστά στην πιθανότητα να συναντήσει το φάντασμα μιας αποτυχίας, ήταν αυτή που κοκκίνιζε αδιόρατα τα μάγουλά του και διατηρούσε τους παλμούς της καρδιάς γρήγορους, σαν να έπρεπε να αντιμετωπίσει εκτός απ’ το κοινό και τον δαίμονα του εαυτού του. Και επειδή αυτός ο δαίμονας ήταν ακραία απαιτητικός έβαζε όλα τα άλλα φαντάσματα σε δεύτερη μοίρα. Έτσι ήταν.
Εδώ θα ανασύρω απ’ τη μνήμη μου την άνεση με την οποία μιλούσε μπροστά μου με μια υπόγεια απρέπεια προς τους ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος, που ήδη ήξερα και που εκτιμούσα. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω εκείνο που σε πρώτη ανάγνωση θα έλεγα ανεξήγητη αγένεια, ασυνεχή στάση, άνιση επιθετικότητα, πράγματα για τα οποία σήμερα στήνω πολέμους ολόκληρους. Μέχρι να εξιχνιάσω το μυστήριο αυτού του ειδικού τρόπου να εκτίθεται στον κόσμο, θα έμενα σοκαρισμένος. Ο Βασιλιάς ήταν για λίγο χωρίς ένδυμα και τα πρόσωπα γύρω του αμήχανα, όχι για αυτόν αλλά για μένα. Καταλαβαίνω σήμερα, πως οι πολύ κοντινοί του άνθρωποι θα έπρεπε -με αντίτιμο ίσως την προσωπική τους Άσκηση- να απορροφήσουν τους κραδασμούς ενός παράξενου αυτισμού, μιας ψυχικής ανάγκης να επιστρέφει στο παιδί για να μπορεί στη συνέχεια να έχει χώρο και αντοχές να βουτήξει απνευστί στα πιο βαθιά νερά της δημιουργικής του τρέλας. Γι’ αυτό νομίζω πως οι συνεργάτες του υπέφεραν. Όχι απ’ τον κακό του τρόπο, αλλά από μια αρρώστια που συνεχώς τον κατάτρωγε και ίσως να ήταν αυτή που τον πήρε μακριά μας πριν από λίγες μέρες.
Απ’ το πρόγραμμα της πρώτης παράστασης
Ευτύχησε μια μεγάλη φήμη και την αποδοχή όλου σχεδόν του φάσματος της καλλιτεχνικής ζωής. Και η πολιτεία ήταν ανάμεσα σε κείνους που τον στήριξαν. Το άξιζε ή όχι; Νομίζω προεξέχει μια τέτοια ερώτηση εδώ, αφού μόνο για έναν ετερόφωτο θα άξιζε να τεθεί. Για μένα το σημαντικό είναι πως πρότεινε ένα άλλο βλέμμα, και αυτό ήταν αρκετό για να τον δικαιώσει. Επίσης το ότι είχε την αντοχή του κοσμοκαλόγερου να υπερασπιστεί αυτό το βλέμμα σε διάρκεια. Το θέατρό του είχε πάντα κάτι δύσκολα κατορθωμένο, αλλά κάτι με χαρακτήρα.
Εγώ τον θυμάμαι δίπλα μου να συλλαβίζει αμήχανα εκείνα τα λόγια του Χατζιδάκι, να με περιμένει στις φράσεις μου, να κάνει λάθος στην είσοδο και να με κοιτά με τύψεις, μετά να το ξεχνά και να κολυμπά σε μια σχεδόν αδιόρατη ευτυχία, η οποία δεν ήταν άμοιρη και κάποιας δυσαρέσκειας που ο θεός δεν του έδωσε το χάρισμα που αυτονόητα του χρωστούσε να κάνει τα πράγματα χωρίς κανέναν απολύτως κόπο. Ήθελε μόνο τη χαρά της σκηνής, νόμιζα τότε, χωρίς τον κόπο της προετοιμασίας. Παράδοξο, αυτός που ζούσε με τις πρόβες. Με κάποιον τρόπο μπορεί να υποθέσει κανείς πως ήταν ένας τρυφερός σαδομαζοχιστής. Μαζί μου δεν πρόλαβε να δοκιμάσει αυτή του την πλούσια σε αποτελέσματα ψυχική ασθένεια. Στο παράξενο φως αυτής της υπόθεσης θα μπορούσα σε απόσταση χρόνου να τον βαφτίσω αγαπητικά Μίδα ενός βασιλικού αυτισμού. Έναν άνθρωπο που κατάφερνε να μεταμορφώνει μια καθημερινή αβάσταχτη αρρώστια σε χρυσή ομιλούσα τέχνη. Ακόμα αναρωτιέμαι πώς το έκανε.
Κάθε φορά που τον έβρισκα και πάλι στα καμαρίνια του θεάτρου του μετά από μια παράσταση, με κοιτούσε με εκείνην τη σχεδόν νοσταλγία μιας συνεργασίας που δεν διήρκεσε περισσότερο από μερικούς μήνες, και όσο περνούσε ο καιρός με τη νοσταλγία μιας νεότητας που πλέον δεν την είχε ούτε εκείνος ούτε εγώ. Η αγκαλιά μας ήταν πάντα θερμή και αινιγματική, όπως και η δική του τελικά ανεξιχνίαστη με τρέχοντες όρους πορεία στον χώρο του θεάτρου. Θέλω να τον θυμάμαι δίπλα σ’ αυτό το αίνιγμα, να καπνίζει το τσιγάρο του και να πίνει τον καφέ του βυθισμένος σε μια λευκή πολυθρόνα. Το βλέμμα του πάνω απ’ τα γυαλιά ήταν ένα ακόμα αίνιγμα. Κρατούσε κάτι απ’ την απορία ενός παιδιού που μόλις του αποκάλυψαν τη σκληρότητα της πραγματικής ζωής δίπλα στον προφυλαγμένο ονειρικό του κόσμο.
Γιώργος Μουλουδάκης
Ιούνιος 2013
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com/