Για τον Δημήτρη Φάμπα
Ομιλία του Ευάγγελου Ασημακόπουλου από τη εκδήλωση της 19ης Μαΐου 2006 στην αίθουσα του Ωδείου Φίλιππος Νάκας με τίτλο "Δημήτρης Φάμπας, ο Δάσκαλος. 10 χρόνια μετά"Κυρίες και Κύριοι,
Συμβαίνει σε όλους μας να συναντάμε κάποια δυσκολία όταν καλούμαστε να αναφερθούμε στον χαρακτήρα και το έργο ενός προσώπου που γνωρίσαμε από κοντά. Ομολογώ πως η δυσκολία αυτή μου φάνηκε ανυπέρβλητη στην προκειμένη περίπτωση που χρειάστηκε να πω δυο λόγια για τον Δημήτρη Φάμπα, το δάσκαλό μου. Ήταν ίσως ο δισταγμός που ένοιωσα πως όσες μνήμες κι αν ανακαλέσω από το παρελθόν σίγουρα θα φανούν λίγες ή φτωχές αλλά ακόμα περισσότερο ήταν αυτή η αμηχανία που κυριεύει τον μαθητή όταν έρχεται η στιγμή να σχολιάσει το έργο του δάσκαλου. Τελικά αποφάσισα πως θα ήταν προτιμότερο, από το τρίπτυχο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Φάμπα, του σολίστα δηλαδή, του συνθέτη και του παιδαγωγού, να περιοριστώ μόνο στη τελευταία δραστηριότητα – σ’ αυτήν του παιδαγωγού – αφού έτσι κι αλλιώς τις δύο πρώτες, του σολίστα και του συνθέτη, θα τις κρίνουν οι μέλλουσες γενιές και η Ιστορία.
Θέλω ευθύς εξ αρχής να υπογραμμίσω πως η Λίζα Ζώη κι εγώ ήμασταν από τους πρώτους μαθητές που δίδαξε ο Φάμπας. Ήταν η περίοδος 1953-54 όταν είχε πάρει μόλις το Δίπλωμά του από το Εθνικό Ωδείο. Το γεγονός αυτό για μας έχει ιδιαίτερη αξία, αλλά και για τον ίδιο φαίνεται πως αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην διδακτική του σταδιοδρομία αφού ένοιωσε από νωρίς πως καρποφορούσαν άμεσα και χωρίς προβλήματα οι προσπάθειες και οι κόποι του στον τομέα της διδασκαλίας. Φαίνεται ακόμη πως εμείς, που ήμασταν και τα πρώτα Διπλώματα που υπέγραψε κάποια χρόνια αργότερα, αποτελέσαμε για τον ίδιο ‘ένα δείγμα γραφής’ για τη δουλειά του, ένα επιχείρημα απέναντι σ’ αυτούς που τον αμφισβητούσαν αλλά και ένα απτό παράδειγμα για τους μαθητές που ακολουθούσαν. Ήταν φυσικό λοιπόν μεταξύ μας να αναπτυχθεί μια σχέση μοναδική, που ξεπερνά τα συμβατικά όρια της επαφής του δάσκαλου με τον μαθητή. Μια σχέση που μπορώ να πω πως δεν διέφερε και πολύ από αυτή του πατέρα με τα πρωτότοκα παιδιά του. Μια σχέση αμοιβαίας αγάπης, εκτίμησης και φιλίας – όπως εξελίχθηκε αργότερα – που κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του.
Τον Δημήτρη Φάμπα τον συνάντησα για πρώτη φορά τον Μάη του 1954 στο πατρικό του σπίτι στη Δάφνη, σε μια μονοκατοικία τότε, στη συμβολή των οδών Μελαντίας και Αναξάνδρου. Ήταν μια ανοιξιάτικη βραδιά που ακόμα παραμένει ζωντανή στη μνήμη μου αφού για μένα, αυτή ακριβώς η βραδιά, υπήρξε καθοριστική στη μετέπειτα πορεία μου. Ήταν, σκέπτομαι τώρα, μια ευτυχής συγκυρία συμπτώσεων, ήταν μια αναπάντεχη εύνοια της τύχης να χτυπήσω απ’ ευθείας την πόρτα του Δημήτρη Φάμπα, μολονότι εκείνο τον καιρό πρόθεσή μου ήταν να γνωρίσω κάποιον δάσκαλο που θα με μάθαινε να παίζω σωστά το ‘άστα τα μαλάκια σου ανακατεμένα’, τον ‘τρίτο άνθρωπο’ και τα άλλα ακκομπανιαμέντα που τα πάλευα ένα ολόκληρο μήνα σε μια κιθάρα με συρμάτινες χορδές και δεν έβρισκα άκρη. Δεκατριών χρονών εγώ, χωρίς μουσική παιδεία, χωρίς γνώσεις, χωρίς πληροφορίες, με τη σύσταση – τρέχα γύρευε – ενός γνωστού, του φίλου του ξάδερφου του γείτονα, έμελλε από τύχη να πέσω ξαφνικά στα χέρια ενός κορυφαίου δάσκαλου. Εξοικειωμένος με τους σκληρούς και μονότονους ήχους της πένας πάνω στις συρμάτινες χορδές αλλά και συνηθισμένος να ακούω το όργανο που αγαπούσα μόνο στο μίζερο ρόλο της συνοδείας, βρέθηκα ξαφνικά εκείνο το βράδυ σε μια πανδαισία πολυφωνίας και μουσικής έκφρασης, με τα δάχτυλα του Φάμπα να οργιάζουν πάνω στην ταστιέρα, βγάζοντας με τις νάιλον χορδές έναν ήχο πρωτόγνωρο και μαγικό μέσα από ένα άγνωστο για τα αμάθητα αυτιά μου ρεπερτόριο.
Νεαρός τότε ο Φάμπας – μόλις είχε πάρει το Δίπλωμά του – δεν ξέρω αν είχε περισσότερους από 3 μαθητές. Τον Σταμάτη Ροζάκη θυμάμαι, τον Μιχάλη Γιαννακόπουλο και τη Λίζα Ζώη που είχαν αρχίσει κάποιους μήνες πριν από μένα. Τα μαθήματα γινόντουσαν σπίτι του δυο φορές την εβδομάδα. Άλλες εποχές τότε, άλλες συνθήκες διαβίωσης, άλλοι άνθρωποι. Φανταστείτε μια ζωή χωρίς τηλεόραση, χωρίς κομπιούτερ και κινητά, χωρίς την τρέλα του πάρκινκ. Φανταστείτε μια Αθήνα ανθρώπινη που χαιρόσουν να την περπατάς. Σε αντίθεση με το σημερινό τρέξιμο, την αφόρητη πίεση του χρόνου, το συνεχές κοίταγμα του ρολογιού, παιδάκι τότε εγώ με κοντά παντελόνια, ξεκινούσα από την οδό Κομνηνών στα Εξάρχεια και, αλλάζοντας 2 συγκοινωνίες, έφτανα στη Δάφνη, όπου δύο ολόκληρα απογεύματα την εβδομάδα πλούτιζα τα ψυχικά μου αποθέματα με μουσική, με συζήτηση, με ακούσματα. Έφευγα, θυμάμαι, για το μάθημα της κιθάρας το μεσημέρι, αμέσως μετά το σχολείο και γύριζα βραδάκι στο σπίτι. Δεν σε άφηνε να φύγεις ο Φάμπας. Μετά το μάθημα σε κρατούσε να ακούσεις και τον άλλον. Και όταν έφευγες και σ’ έβγαζε στην πόρτα, πάλι σε κρατούσε κι εκεί ατέλειωτη ώρα για να σου μιλήσει για την κιθάρα, τον Σεγόβια, την καριέρα. Είχε μεράκι με τη κιθάρα ο Φάμπας, ένα πάθος, μια φλόγα που διαρκώς έκαιγε μέσα του κι αυτή τη φλόγα ήταν που σου μεταλαμπάδευε όταν σου ξεσήκωνε τα μυαλά για σταδιοδρομίες, για δόξες και μεγαλεία.
Από τα πρώτα μαθήματα, από τον πρώτο κιόλας χρόνο, πόσες φορές δεν κάθισε, θυμάμαι, να μου γράψει ευχάριστες μελωδίες ή μικρά βαλς επειδή αντιδρούσα με τις κλίμακες, τις ασκήσεις και τις σπουδές. Και πόσες άλλες φορές δεν με στήριζε, δίνοντας μου δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια ενός αγώνα που, εδώ που τα λέμε, δεν είχε και κάποια προοπτική εκείνες τις μέρες. Ντροπή άλλωστε ήταν να λες ότι σπουδάζεις κλασική κιθάρα. Ντροπή και τα νύχια στο δεξί χέρι και ακόμα πιο ντροπή και αφέλεια να κάνεις όνειρα για επαγγελματισμό. Σε μια εποχή δύσκολη και με στερήσεις, σ’ ένα περιβάλλον άγνοιας και αμφισβήτησης υπήρχε αυτός ο δάσκαλος, που ήταν πάντα έτοιμος να σου τονώσει το ηθικό και να σε γεμίσει αισιοδοξία. Έστω κι αν έπαιζες δυο κομματάκια σε κάποια αίθουσα στην άλλη άκρη της Αθήνας, ο Φάμπας έτρεχε για συμπαράσταση. Κι εσύ, ο μαθητής των 3 ετών, είχες δίπλα σου τον δάσκαλο που σε φρόντιζε λες και ήταν ο μάνατζερ, με το να σε εμψυχώνει, να σου δίνει οδηγίες λίγο πριν παίξεις, να σου επιβραβεύει την απόδοσή σου μετά, ακόμα και να σου προγραμματίζει μια καινούργια εμφάνιση.
Ποιος από τους μαθητές του δεν θυμάται την εμμονή του πάνω στην τεχνική και τις ερμηνείες του Σεγόβια, που τον είχε μοναδικό και αξεπέραστο σημείο αναφοράς. Ποιος ξέχασε τα τραπεζώματα και τη γενναιόδωρη φιλοξενία σπίτι του, με την ευκαιρία της επίσκεψης κάποιου επώνυμου κιθαριστή κι ακόμα ποιος δεν θυμάται τις ετήσιες μαθητικές συναυλίες της σχολής του και τις πρόβες που διοργάνωνε πριν απ’ αυτές, έτσι που χαιρόταν να μας έχει όλους μαζί. Ο Δημήτρης Φάμπας ένιωθες πως δεν ζούσε από τους μαθητές του, αλλά ζούσε με τους μαθητές του και για τους μαθητές του.
Οι περισσότεροι από μας που ξεκινήσαμε μαζί του εκείνα τα χρόνια είχαμε πλήρη άγνοια από κιθάρα, από μουσική από τέχνη. Δίπλα σ’ έναν τέτοιο δάσκαλο δεν αποκτήσαμε μόνον γνώσεις, αλλά διαμορφώσαμε χαρακτήρα. Διανύσαμε για πολλά χρόνια όλη τη διαδρομή των σπουδών και καταλήξαμε χάρις σ’ αυτόν, επαγγελματίες κιθαριστές.
Πριν ολοκληρώσω την ομιλία μου, σκέφτηκα πως ενίοτε υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που θεωρούνται δεδομένα ή αυτονόητα και γι’ αυτό παραλείπονται. Παρακάμπτοντας αυτή την παγίδα θεώρησα απαραίτητο, έτσι ως επίλογο, να αναφερθώ στη καλλιτεχνική δράση του Δημήτρη Φάμπα παραθέτοντας συνοπτικά τα πιο σημαντικά στοιχεία, έστω για κάποιους από τους ακροατές που για πρώτη φορά έρχονται σε επαφή με την κιθάρα και την ιστορία της.
Ο Δημήτρης Φάμπας λοιπόν γεννήθηκε το 1921 στη Μηλίνα του Βόλου από πατέρα ναυτικό και πέθανε στην Αθήνα τον Μάιο του 1996. Σπούδασε κιθάρα με τον Νίκο Ιωάννου, ενώ παράλληλα μελέτησε θεωρητικά στο Ωδείο Αθηνών με τον Κώστα Κυδωνιάτη. Πήρε το Δίπλωμα της κιθάρας το 1953 από το Εθνικό Ωδείο αλλά συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στην Ακαδημία Κιτζάνα της Σιένα στην Ιταλία κοντά στον Αντρές Σεγόβια και στην Ισπανία με τον Αιμίλιο Πουζόλ.
Μοναδικός λάτρης του οργάνου και ακούραστος εργάτης της Τέχνης, ο Δημήτρης Φάμπας έδωσε πολλά ρεσιτάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ηχογράφησε μουσική σε δίσκους, συνεργάστηκε κατ’ επανάληψη με τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη σε ηχογραφήσεις για το θέατρο και τον κινηματογράφο και δίδαξε για 4 δεκαετίες στο Εθνικό Ωδείο αναδεικνύοντας πολλούς από τους κιθαριστές που σήμερα διαπρέπουν. Στη δραστηριότητα αυτή αλλά και τη γενικότερη προσφορά του Φάμπα στον παιδαγωγικό τομέα, αναφέρθηκε με κολακευτικά σχόλια σε ιδιόχειρη επιστολή του και ο μεγάλος Αντρές Σεγόβια.
Ο Δημήτρης Φάμπας έκανε πολλές μεταγραφές και έγραψε πάνω από 200 συνθέσεις για κιθάρα, οι περισσότερες από τις οποίες εκδόθηκαν από γνωστούς εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή έργα του είναι οι Ελληνικοί χοροί και οι Ελληνικές Σουίτες.
Σας ευχαριστώ.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
Μάιος 2006