Γεράσιμος Μηλιαρέσης (1918-2005)
Ομιλία του Ευάγγελου Ασημακόπουλου από τη εκδήλωση της 2.12.2005 στην αίθουσα ‘Φ. Νάκας’ στη μνήμη του εκλιπόντος κιθαριστή
Κυρίες και Κύριοι,
Είμαστε όλοι απόψε εδώ για να τιμήσουμε ένα μοναδικό καλλιτέχνη και άνθρωπο που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας. Με το θάνατο του Γεράσιμου Μηλιαρέση έκλεισε ο κύκλος των πρωτοπόρων της κλασικής κιθάρας στην Ελλάδα, των πρώτων επαγγελματιών του είδους.
Με δεδομένο πως οι νεότεροι ελάχιστα ασχολούνται με τους παλιούς, αλλά και με τη σκέψη πως θα ήταν άδικο να μην γίνουν γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του Γεράσιμου Μηλιαρέση, θα πρότεινα σε όσους ενδιαφέρονται, να διαβάσουν την αυτοβιογραφία του από τις εκδόσεις ‘Κέδρος’, που ανεπιφύλακτα συστήνω ως ένα ντοκουμέντο μοναδικό μιας εποχής αλλά και ένα βιβλίο που το χαρακτηρίζει η λιτότητα, η ευγένεια και το χιούμορ. Γιατί στο βιβλίο αυτό αναφερόμενος στη ζωή του ο συγγραφέας, περιγράφει ουσιαστικά την εξέλιξη της κλασικής κιθάρας στον τόπο μας – μια καλλιτεχνική προσφορά τόσο για τη δική μας γενιά όσο και τις επερχόμενες.
Ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης που πέθανε τον Ιούνιο στο νοσοκομείο της Αλικάντε στην Ισπανία, γεννήθηκε στη Βράϊλα της Ρουμανίας από Κεφαλλονίτες γονείς. Ήταν ένας πρωτοπόρος καλλιτέχνης που κυριάρχησε στα κιθαριστικά δρώμενα της χώρας μας τις δυο μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο Μηλιαρέσης υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας Έλληνας κιθαριστής αλλά και αυτός που έφερε τα ‘μυστικά’ του οργάνου στον τόπο μας αφού διετέλεσε μαθητής του Αντρές Σεγόβια τη πρώτη κιόλας χρονιά που ο μεγάλος Ισπανός απεφάσισε να διδάξει στην Ακαδημία Κιτζάνα στη Σιένα της Ιταλίας (1950).
Για τις εμφανίσεις του Μηλιαρέση έχουν γραφεί διθυραμβικές κριτικές από ελληνικές και ξένες εφημερίδες, περισσότερο όμως στέκεται κανείς στην εκτίμηση του ίδιου του Σεγόβια στο πρόσωπο του Έλληνα καλλιτέχνη: Όταν το 1951 επισκέφθηκε τη χώρα μας για συναυλίες, τον χαρακτήρισε ως έναν από τους κορυφαίους στον κόσμο. Αλλά και όταν αργότερα με τη Λίζα, βρεθήκαμε στην Ακαδημία του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα να παίρνουμε τα καλοκαίρια εμείς πια μαθήματα από τον μεγάλο Ισπανό, ο Σεγόβια δεν παρέλειπε να μας ρωτά για τον Μηλιαρέση και να του στέλνει χαιρετισμούς. Εδώ και χρόνια μάλιστα ο ίδιος ο Μηλιαρέσης μου είχε εκμυστηρευτεί ότι ο Σεγόβια, όταν χρειάστηκε να λείψει από τα μαθήματα της Ακαδημίας για κάποιες συναυλίες που θα έδινε, τον είχε αφήσει στο πόδι του για 2 εβδομάδες. Χωρίς έπαρση, χωρίς ίχνος κομπορρημοσύνης, ο σεμνός καλλιτέχνης μου ανέφερε ότι μεταξύ των μαθητών που δίδαξε ήταν και ο ηλικίας τότε 11 ετών Τζον Γουίλιαμς, ένα παιδί θαύμα για την εποχή του που "…μάλλον αυτός έπρεπε να με διδάξει παρά εγώ εκείνον!" μου συμπλήρωνε με χιούμορ. Αλλά και ο Τζον Γουίλιαμς οσάκις ερχόταν στην Ελλάδα αναζητούσε πάντα μετά τη συναυλία τον "dear Gerassimo", διατηρώντας μια πολλή ζεστή ανάμνηση από τον περιστασιακό του δάσκαλο.
Είχα την τύχη να γνωρίζομαι με τον Γεράσιμο Μηλιαρέση σχεδόν μισόν αιώνα. Η γυναίκα μου κι εγώ ανήκουμε στην αμέσως επόμενη γενιά των κιθαριστών, που πήραμε την σκυτάλη από τους δασκάλους μας για να συνεχίσουμε το έργο τους. Αυτό σημαίνει πως όταν ο Μηλιαρέσης μεσουρανούσε, εμείς ήμασταν ακόμα μαθητές της σχολής Φάμπα και ωστόσο ποτέ δεν λείψαμε από κάποιο ρεσιτάλ του, μια εμπειρία για μας πραγματικά μοναδική. Το παίξιμο του Μηλιαρέση εξέπεμπε μια φινέτσα, ένα λεπτό γούστο και κυρίως ένα μουσικό ήθος, ένα ήθος που κυριαρχούσε και στη γενικότερη παρουσία και συμπεριφορά του. Πολλά χρόνια αργότερα είχα την ευκαιρία, τη χαρά θα έλεγα, να γνωρίσω τον Γεράσιμο Μηλιαρέση περισσότερο και να επιβεβαιώσω μέσα από τις πολυάριθμες συζητήσεις που είχα μαζί του, αυτό που είχα επισημάνει για τον χαρακτήρα του από την πρώτη στιγμή: Έναν ευπατρίδη της κιθάρας, ένα στοχαστή, ένα γνήσιο καλλιτέχνη.
Η ζωή του Μηλιαρέση, όπως και των περισσότερων αξιόλογων δημιουργών, δεν υπήρξε καθόλου εύκολη. Μεγαλωμένος την εποχή του πολέμου, της πείνας και της ανέχειας και κρατώντας στα χέρια του ένα όργανο με εντελώς λαϊκή ταυτότητα, χρειάστηκε να αγωνισθεί για να το εμφανίσει και να το καθιερώσει ως ‘σοβαρό’ και συγχρόνως να επιβληθεί ο ίδιος ως σολίστας κλασικής μουσικής. Ήταν η περίοδος της δεκαετίας του 40 και του 50, τότε που στην Ελλάδα η κιθάρα ήταν γνωστή μόνον ως όργανο συνοδείας ελαφρών τραγουδιών, ως όργανο της παρέας, της καντάδας και της διασκέδασης. Το όργανο με τις συρμάτινες χορδές που παιζόταν με πένα και στα χέρια του Γούναρη, του Μαρούδα και του Πολυμέρη ξύπναγε καημούς. Ήταν φυσικά η περίοδος που στην Ελλάδα δεν υπήρχε η τηλεόραση, το κασετόφωνο ή ο δίσκος, μα ακόμη και το ραδιόφωνο με τους 2 σταθμούς όλους κι όλους κι αυτό ένα είδος πολυτελείας ήταν, ένα προνόμιο των ευκατάστατων μόνον οικογενειών. Τα δύσκολα αυτά χρόνια θυμάμαι πως ένα ρεσιτάλ κιθάρας αποτελούσε είδηση, χωρίς να είμαι βέβαιος ότι το ακροατήριο τελικά γνώριζε τι ακριβώς πήγαινε να ακούσει. Με όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης εκπροσωπώντας και διαδίδοντας σαν ιεραπόστολος ένα ‘καινούργιο’ όργανο και συγχρόνως πληρώνοντας το τίμημα της άγνοιας και της αμφισβήτησης του κοινού, χάραζε νέους δρόμους, έγραφε την ιστορία της εξέλιξης της κιθάρας στην Ελλάδα. Ο Μηλιαρέσης, ερμηνεύοντας το κονσέρτο του Καστελνουόβο –Τεντέσκο , ήταν ο πρώτος κιθαριστής που εμφανίστηκε στον τόπο μας ως σολίστ με την ΚΟΑ αλλά και ο πρώτος που έδωσε ρεσιτάλ στο Ραδιόφωνο, γεγονός με ιδιαίτερη αξία για κείνη την εποχή. Ο δάσκαλός του μάλιστα, ο Νίκος Πατρώνας – ένας γλυκύτατος ερασιτέχνης του οργάνου – θεωρούσε τις επιτυχίες αυτές ως σημαντικές κατακτήσεις όχι μόνο για το μαθητή του αλλά και για την εξέλιξη της κιθάρας γενικότερα.
Λίγο αργότερα, όταν έμελλε να αλλάξει εντελώς το σκηνικό, όταν το όργανο απέκτησε ξαφνικά μια ραγδαία εξέλιξη, όταν τα πρώτα πικ-απ με τους δίσκους των 33 στροφών άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια των νοικοκυραίων, όταν με τα νύχια που χάιδευαν τώρα τις νάιλον χορδές, ο ήχος της κιθάρας ακούστηκε πρωτόγνωρος, βελούδινος και μαγικός, ο Μηλιαρέσης, καθιερωμένος πια, έγινε περιζήτητος στις ηχογραφήσεις, σε συναυλίες, σε συμμετοχές κινηματογραφικών έργων ή στο Εθνικό Θέατρο. Η φήμη του κυριαρχούσε σε όλους τους μουσικούς κύκλους και η προσέλευση των μαθητών στις τάξεις του Ελληνικού Ωδείου όπου δίδασκε ήταν αθρόα. Ήταν η περίοδος που γεύτηκε επί τέλους τους καρπούς ενός πολυετούς αγώνα, ήταν η ικανοποίηση της δικαίωσης ενός οράματος.
Πολύ αργότερα και με την πάροδο των χρόνων, ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης ένοιωσε έγκαιρα ότι το νευρικό του σύστημα δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τη δοκιμασία της σκηνής, την ένταση της ανταγωνιστικότητας, την τρέλα του πρωταθλητισμού και αποτραβήχτηκε σιγά-σιγά από το παλκοσένικο, έτσι αθόρυβα και ταπεινά όπως πορεύτηκε ο ίδιος πάντα στη ζωή. Ωστόσο δεν σταμάτησε να εργάζεται καθημερινά, να διδάσκει, να κάνει μεταγραφές, να συνθέτει και να στοχάζεται. Στοχασμούς που μας διάβαζε όταν η Λίζα κι εγώ τον επισκεπτόμασταν συχνά στο σπίτι του στους Θρακομακεδόνες ή μεταγραφές του από έργα του Μπαχ που μας έπαιζε κάποιες άλλες φορές. Με μια εκπληκτική για την ηλικία του διαύγεια πνεύματος, με μια μοναδική ζωντάνια δεν παρέλειπε να αναφέρεται σε ένα παρελθόν φορτωμένο με πλούσιες για μας εμπειρίες και να σχολιάζει το παρόν με λεπτό χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Μακριά από εγωισμούς, φανατισμούς και εμπάθειες, ο Μηλιαρέσης με τη συμπεριφορά του μας υπογράμμιζε την απλότητα, την ηρεμία και τη γοητεία του αληθινού καλλιτέχνη.
Πριν ταξιδέψει για τον εγγονό του φέτος στην Ισπανία – ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή – έμελλε να γίνουν και οι τελευταίες συναντήσεις μας: Από αυτές ωστόσο, ξεχώρισε η συγκέντρωση στο σπίτι μας με τη συμμετοχή πρώην μαθητών μας, σημερινών επαγγελματιών σολίστ και καθηγητών, μια βραδιά που έγινε προς τιμήν του, μια ανεπανάληπτη επαφή με τη νέα γενιά που τον γέμισε ευτυχία. Σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα και στα 87 του χρόνια, ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης ακμαίος όπως πάντα, ερμήνευσε σε δική του μεταγραφή ολόκληρη την 6η σουίτα για τσέλο του Μπαχ και μερικές ακόμα διασκευές του πάνω σε δημοτικά θέματα. Στη συνέχεια διάβασε, σε ένα ακροατήριο που κυριολεκτικά κρεμόταν απ’ τα χείλη του, κάποιους από τους στοχασμούς του. Ήταν μια αλησμόνητη για όλους εμπειρία, το ‘κύκνειο άσμα’ ενός αληθινού καλλιτέχνη.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος