EΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΛΙΖΑ ΖΩΗ
Συνέντευξη στον Graham Wade
(classicalguitarmagazine.com)
Το ντουέτο κιθάρας του Ευάγγελου Ασημακόπουλου και της συζύγου του Λίζας Ζώη θεωρείται μεταξύ των κορυφαίων της γενιάς τους.
Από το 1967 που εμφανίσθηκαν στη διεθνή μουσική σκηνή, ο Ευάγγελος και η Λίζα έχουν δώσει ρεσιτάλ για δυο κιθάρες σε όλο τον κόσμο και έπαιξαν κονσέρτα με πολλές μεγάλες ορχήστρες. Ο Σεγκόβια τους θεώρησε ως άξιους διαδόχους του ντουέτου Πρέστι-Λαγκόγια σχολιάζοντας: “Εύχομαι ολόψυχα ο Ευάγγελος και η Λίζα να κατακτήσουν την υψηλή εκτίμηση του κοινού όπως κατέκτησαν και τη δική μου!”
Classical Guitar: Σε ποια ηλικία αρχίσατε να παίζετε κιθάρα?
ΛΙΖΑ: Γεννημένοι και οι δυο το 1940 αρχίσαμε να παίζουμε κιθάρα στα 13 μας χρόνια. Σπουδάσαμε με τον Δημήτρη Φάμπα (1921-1996) στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας. Εκείνη την εποχή η κιθάρα ήταν γνωστή κυρίως ως ένα λαϊκό όργανο και όχι ως κλασικό.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ: Ο Φάμπας ήταν ένας σολίστ και δάσκαλος ο οποίος ενέπνεε τους μαθητές του διδάσκοντας τη σωστή τεχνική. Την εποχή εκείνη μια τέτοια διδασκαλία ήταν σπάνια αφού τα μυστικά του οργάνου έγιναν γνωστά τον Αύγουστο του 1950 όταν ο Σεγκόβια στη Σιένα της Ιταλίας για πρώτη φορά δίδαξε την τεχνική, τον ήχο, τους συνθέτες, το ρεπερτόριο κλπ. Ο Φάμπας που υπήρξε μαθητής του Σεγκόβια το 1954 στη Σιένα έφερε αυτές τις γνώσεις στους μαθητές του.
Με τον Μαέστρο Andrés Segovia, Academy of Santiago de Compostela
C. G: Πότε συναντηθήκατε οι δυο σας για πρώτη φορά?
Ε: Συναντηθήκαμε ως μαθητές στην τάξη του Φάμπα την δεκαετία του ’50. Συνήθιζε ο Φάμπας να οργανώνει κονσέρτα για τους προχωρημένους μαθητές του. Αποφοιτήσαμε το 1960-61 παίρνοντας ‘Αριστείο’ στα πρώτα διπλώματα κιθάρας που έδωσε το Εθνικό Ωδείου της Αθήνας και ήταν αυτό μια αναγνώριση της παιδαγωγικής ικανότητας του Δημήτρη Φάμπα.
C. G: Πότε αποφασίσατε να σχηματίσετε ένα επαγγελματικό ντουέτο?
Ε: Στην αρχή, δίναμε σόλο ρεσιτάλ δημιουργώντας ξεχωριστό όνομα. Αυτό όμως άλλαξε όταν την Αθήνα επισκέφτηκε το 1960 το ντούο Πρέστι-Λαγκόγια. Ήταν μια επιρροή που άλλαξε τη διαδρομή μας. Ο Φάμπας είχε καλέσει σπίτι του για δείπνο το ντουέτο καθώς και κάποιους προχωρημένους μαθητές του. Την βραδιά εκείνη μας δόθηκε η ευκαιρία να παίξουμε για τους Πρέστι-Λαγκόγια αλλά και την συγκινητική εμπειρία να τους ακούσουμε. Νοιώσαμε με τις ερμηνείες τους πως οι δυο κιθάρες παρουσιάζουν μια ευρύτερη παλέτα ηχοχρωμάτων .
C. G: Ποια είναι η ομορφιά του ντουέτου?
Λ: Η σύμπραξη, η συνεργασία και ο μουσικός διάλογος. Υπάρχουν περισσότερες επιλογές, η μουσική αναπνέει πιο πολύ, οι τεχνικές και μουσικές απαιτήσεις ξεπερνιούνται ευκολότερα. Υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή ήχου, ποικιλία ηχοχρωμάτων και άρθρωσης.
C. G: Και ποια είναι τα προβλήματα του ντουέτου?
Ε: Το ιδεώδες είναι να πετύχεις οι δυο κιθάρες να ακούγονται σαν μια. Μπορεί να αφιερώσουμε ώρες μελέτης για να πετύχουμε το ανσάμπλ, την ομοιογένεια του ήχου και της έντασης σε τεχνικά εύκολες μουσικές φράσεις. Ακόμη υπάρχει και το πρόβλημα του συσχετισμού της ερμηνευτικής άποψης. Μια μουσική φράση η οποία για τον σολίστα μπορεί να έλθει αυθόρμητα, στο ντουέτο αποτελεί θέμα συζήτησης.
C. G: Πότε και που παίξατε μαζί για πρώτη φορά σε ρεσιτάλ?
Ε: Το 1960 για πρώτη φορά ως ντουέτο και το 1963 στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις σε πρόγραμμα για μια και δυο κιθάρες. Αυτά τα ρεσιτάλ μας καθιέρωσαν ως ντουέτο στη μουσική και στη ζωή, ενώ αργότερα το ενδιαφέρον μας στράφηκε μόνο στα έργα για δυο κιθάρες. Εμπλουτίσαμε το ρεπερτόριό μας με δικές μας μεταγραφές και με έργα που ζητήσαμε να μας γράψουν Έλληνες συνθέτες.
C. G: Στην εποχή αυτή περίπου σπουδάσατε με το ντούο Πρέστι-Λαγκόγια?
Λ: Μάλιστα. Το 1964 πήραμε μια υποτροφία για την Θερινή Διεθνή Ακαδημία στη Nice της Γαλλίας στα Master Classes του ντούο Πρέστι-Λαγκόγια. Όλο το ενδιαφέρον της διδασκαλίας τους ήταν στραμμένο στην ποιότητα του ήχου. Το ντούο έπαιζε με την δεξιά πλευρά του νυχιού. Στα τρία συνεχόμενα καλοκαίρια που παρακολουθήσαμε την Ακαδημία ακούσαμε την ποιότητα του ήχου τους τόσο μέσα στην τάξη όσο και στα κονσέρτα τους και ομολογώ πως ήταν ο πιο μεστωμένος, φωτεινός και πολυποίκιλος ήχος που είχαμε ποτέ ακούσει.
C. G: Και μετά βεβαίως παντρευτήκατε!
Λ: Ναι. Η Πρέστι και ο Λαγκόγια ήταν οι κουμπάροι στο γάμο μας! Και το δώρο που μας έκαναν στο γάμο μας ήταν να μας παρουσιάσουν σε ένα κονσέρτο τους στο Μοντόν (στην Κυανή Ακτή της Γαλλίας) όπου παίξαμε στο πρώτο μέρος. Στα επόμενα χρόνια διατηρήσαμε μια στενή σχέση μαζί τους που ενέπνεε την σταδιοδρομία μας. Ο θάνατος της Ίντα Πρέστι το 1967 στέρησε από τον κόσμο της κιθάρας ένα τεράστιο κεφάλαιο.
C. G: Τον Σεγκόβια πότε τον συναντήσατε για πρώτη φορά?
Ε: Τον Σεπτέμβριο του 1967 στην θερινή του έπαυλη στη Γρανάδα.
Λ: Για τρία καλοκαίρια πήραμε μαθήματα από τον Σεγκόβια τόσο στην Ακαδημία του Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα όσο και στο σπίτι του το Los Olivos (ελιές) στην Χερραδούρα ένα χωριό κοντά στη Γρανάδα. Στο τέλος ο Σεγκόβια μας έγραψε μια συστατική επιστολή στην οποία μας αναφέρει ως το καλύτερο ντουέτο συστήνοντάς μας σε διάφορα Φεστιβάλ, σε συνθέτες, στον Εγγλέζο ιμπρεσάριό του Ibbs & Tillet και στον επίσης ιμπρεσάριό του, τον πασίγνωστο Αμερικανό Sol Hurok, κορυφαίο στον κόσμο. Στα χρόνια που ακολούθησαν κάναμε 19 εκτεταμένες περιοδείες στην Αμερική και τον Καναδά, δίνοντας εκατοντάδες ρεσιτάλ και κονσέρτα με ορχήστρες.
C. G: Φαίνεται πως εκείνη την εποχή υπήρχαν άφθονες ευκαιρίες για κονσέρτα.
Λ: Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 υπήρξε ξαφνικά μια παγκόσμια έκρηξη στη δημοτικότητα της κιθάρας με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για κονσέρτα και Master Classes.
C. G: Πιστεύετε πως αυτές οι δεκαετίες ήταν τα καλύτερα χρόνια?
Ε: Και βέβαια ήταν. Στη δεκαετία του ’70 πουλιόντουσαν ένα εκατομμύριο κιθάρες στην Ευρώπη κι άλλο ένα στην Αμερική όπως έγραψε η γαλλική εφημερίδα Le Monde. Θυμάμαι το ντελίριο που προκάλεσε το Κονσέρτο Αρανχουέζ του Ροδρίγκο παιγμένο από τον Νάρκισσο Υέπες αλλά και τους πολλούς μαθητές που συνέρεαν στις τάξεις μας στο Εθνικό Ωδείο για να μάθουν το Recuerdos de la Alhambra ή το Asturias!
C. G: Και τι λέτε για τον 21ο αιώνα?
Ε: Τα πάντα έχουν αλλάξει. Οι αίθουσες συναυλιών παλιά ήταν γεμάτες από ένα ακροατήριο που απολάμβανε ένα δίωρο πρόγραμμα. Δείτε στις μέρες μας πόσοι κιθαριστές παίζουν σε γεμάτη αίθουσα το μιας ώρας πρόγραμμά τους. Σήμερα τα πράγματα αλλάζουν τόσο γρήγορα που οι μεγάλες διαφορές φαίνονται κάθε πέντε χρόνια!
C. G: Υπάρχει πρόοδος?
Λ: Ζούμε σε μια εποχή ταχύτητας με την εισβολή των υπολογιστών. Αυτό έχει επίδραση και στη μουσική. Οι σημερινοί κιθαριστές έτσι εκφράζονται. Παίζουν γρηγορότερα, αλάνθαστα και πιο επιθετικά από τους παλιούς. Πριν πενήντα χρόνια οι κιθαριστές δεν είχαν την ταχύτητα αλλά ούτε και τις πληροφορίες γύρω από τη μουσική σε σχέση με τους σημερινούς. Αλλά είχαν μια αληθινή αγάπη για το όργανο και αγκάλιαζαν την κιθάρα με μεγάλη στοργή. Το παίξιμό τους σε συγκινούσε.
C. G: Ποια είναι η φιλοσοφία για την καριέρα σας?
Λ: Η λέξη ‘καριέρα’ είναι εκπλήρωση. Δεν κυνηγάμε την καριέρα μας για να παγιδευτούμε σε έναν άρρωστο τρόπο ζωής και ποτέ δεν πιεστήκαμε να θυσιάσουμε τη φιλοσοφία της ζωής μας. Το 1969 ο John Duarte μας συνέστησε να ζήσουμε στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στο Παρίσι αν θέλαμε να παραμείνουμε στην κορυφή. Δεν το κάναμε και δεν έχουμε μετανιώσει γι αυτό. Κατά τη διάρκεια της καριέρας μας έχουμε κάνει πολλούς φίλους, απολαύσαμε τη μουσική αλλά παράλληλα έχουμε την οικογένειά μας.
Ε: Να προσθέσω πως υπήρξαμε τυχεροί με το ακροατήριο. Ερχόντουσαν στα ρεσιτάλ μας για να απολαύσουν μουσική δωματίου. Τώρα το κοινό πηγαίνει σε ρεσιτάλ σόλο περισσότερο για να κρίνει, να συγκρίνει, να επικρίνει. Πολύ επιθετικό!
Στις μέρες μας πολλοί μουσικοί ονειρεύονται μια καριέρα ζώντας μια απάνθρωπη ζωή κλεισμένοι με τις ώρες σε ένα δωμάτιο με μια υπερβολική πίεση του εαυτού τους για να πετύχουν τον στόχο. Η καριέρα στην Τέχνη δεν είναι επάγγελμα, είναι δημιουργία γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος για οποιαδήποτε θυσία στο όνομα της επιτυχίας ή της καριέρας. Αυτά τα πράγματα έρχονται ως αποτέλεσμα της δημιουργίας και το ένα προέρχεται από το άλλο. Όταν ο μουσικός απολαμβάνει τη μουσική, η ουσιαστική αμοιβή του είναι ότι πέρασε τη ζωή του με κάτι που αγαπούσε. Εάν έλθει στο τέλος και η αναγνώριση, τόσο το καλύτερο!
C. G: Πέστε μας για την κιθάρα στην Ελλάδα.
Λ: Παραδοσιακά η Ελλάδα υπήρξε ένα φυτώριο της κιθάρας. Ως λαός με ισχυρό ταμπεραμέντο, αγαπάμε τη λαϊκή μας μουσική, τα τραγούδια και τους παραδοσιακούς χορούς. Πρόσφατα και σε πείσμα της τρομερής οικονομικής κρίσης, υπάρχουν πολλές κιθαριστικές δραστηριότητες. Η διαφορά με το παρελθόν είναι στην ποιότητα. Τελικά η κιθάρα στην Ελλάδα όπως και παντού άλλωστε έχει μετακινηθεί και στις δυο κατευθύνσεις, μπρος-πίσω με ενέργειες και παρενέργειες.
C. G: Τι αλλαγές έχετε δει στους μαθητές σας αυτά τα χρόνια?
Ε: Έχω κερδίσει πολλά από τους μαθητές μου. Ένας κακός μαθητής είναι όταν ο δάσκαλος δεν έχει να κερδίσει τίποτα από αυτόν. Ένας σπουδαστής κερδίζει τις μουσικές γνώσεις και εμπειρίες του δασκάλου και ο δάσκαλος κερδίζει τις φρέσκες ιδέες του μαθητή καθώς και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Ωστόσο η πλειονότητα των σημερινών σπουδαστών δεν έχουν την ίδια αγάπη για την κιθάρα. Έχουν υψηλότερο επίπεδο και μεγαλύτερη καλλιέργεια αλλά συχνά βλέπουν την κιθάρα μόνον ως μέσον επαγγελματισμού. Οι ιδεαλιστές – οι πραγματικοί λάτρεις του οργάνου – συνεχώς λιγοστεύουν με τα χρόνια. Όσο για την αισθητική πλευρά, η πλειονότητα δείχνει λιγότερο σεβασμό στην ποιότητα του ήχου, ίσως γιατί εμπνέεται από άλλα είδη μουσικής που η ποιότητα δεν έχει τόση σημασία.
C. G: Ποιο είναι το αγαπημένο σας ρεπερτόριο?
Λ: Παίζουμε μουσική κάθε εποχής από την μπαρόκ ως τη σύγχρονη. Τελικά η ουσία δεν είναι το είδος της μουσικής – απλά υπάρχει η καλή ή η κακή μουσική.
C. G: Πότε ηχογραφήσατε για πρώτη φορά?
Ε: Ο πρώτος μας δίσκος έγινε το 1965 και αυτός ήταν ο πρώτος δίσκος κλασικής μουσικής στην Ελλάδα. Από τότε έχουν κυκλοφορήσει 16 δίσκοι μας με συνθέτες κάθε εποχής περιλαμβανομένων και τριών κονσέρτων με ορχήστρα.
C. G: Πρόσφατα διοργανώσατε το Φεστιβάλ της Πάτρας. Πώς πήγε?
Λ: Αυτό το Φεστιβάλ ξεκίνησε το 1991 στην Πάτρα που είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα. Είναι ένα πολύ επιτυχημένο φεστιβάλ που συγκεντρώνει γύρω στους 150 σπουδαστές κάθε Απρίλιο. Προσφέρουμε στους συμμετέχοντες συναυλίες, διαλέξεις και μαθήματα από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες.
Τελικά, τo Φεστιβάλ της Πάτρας είναι μια γιορτή της κιθάρας για τέσσερις μέρες και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό!
(Πηγή και ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης στα Αγγλικά:
http://classicalguitarmagazine.com/)
Graham Wade
Μάϊος 2018
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου