Ο ΦΑΟΥΣΤ ΤΟΥ GOETHE ΚΑΙ Ο ΦΑΟΥΣΤ ΤΟΥ GOUNOD
«Ω χαρά σ'εκείνον που το ελπίζει
απ'της πλάνης τη θάλασσα να βγει!
Κανείς χρειάζεται ό,τι δε γνωρίζει
κι ό,τι γνωρίζει δεν τον ωφελεί».
Goethe,Faust,1790
ΦΑΟΥΣΤ: Η απόλυτη φιλοσοφική τραγωδία. Θεωρείται κατά κοινή ομολογία η πιο μεγαλειώδης δημιουργία του Johann Wolfgang von Goethe, καθώς εργάστηκε για αυτή σχεδόν όλη του τη ζωή (57 χρόνια) και συγκεκριμένα από το έτος 1774 έως το 1831 (με διακοπές). Μία τραγωδία που στηρίζεται στην αντιφατικότητα της ύπαρξης, στην αμφιταλάντευση του αποθαρρυμένου ανθρώπου μεταξύ Γης και Ουρανού, στον διχασμό της ψυχής του.
Φημολογείται ότι ο Φάουστ ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε τον 16ο αιώνα στη Γερμανία και διέθετε μαγικές ιδιότητες. Ωστόσο, λεπτομέρειες για τη ζωή του, αλλά και για τον θάνατό του δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Υπάρχουν μόνο εικασίες. Ο Goethe όμως αντλεί την έμπνευσή του από το ιστορικό αυτό πρόσωπο για την δημιουργία του διαχρονικού του έργου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο θρύλος του Φάουστ, όπως εξιστορείται μέσα από το επικό μυθιστόρημα του Goethe, ενέπνευσε ουκ ολίγους καλλιτέχνες στον χώρο του θεάτρου, της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής και φυσικά της μουσικής, ενώ επίσης ετοίμασε το έδαφος για την μετέπειτα εξέλιξη του θεάτρου. Τουλάχιστον δύο γενιές συνθετών ασχολήθηκαν σε βάθος με την δραματική φιγούρα του Φάουστ. Στο παρόν άρθρο όμως, θα σταθώ στην ομώνυμη όπερα του Charles Gounod, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 19 Μαρτίου του 1859 στο Λυρικό Θέατρο του Παρισιού και αποτελεί την πιο γνωστή διασκευή της τραγωδίας του Goethe, αλλά και την πιο ολοκληρωμένη. Ο Gounod ανακάλυψε τον Φάουστ του Goethe μέσα από την γαλλική μετάφραση του Gérard de Nerval(1828), όταν σπούδαζε μουσική στη Ρώμη και η ιστορία του κίνησε το ενδιαφέρον. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1846 ο Gounod παρακολούθησε στο Παρίσι την πρεμιέρα του έργου «Η καταδίκη του Φάουστ» (La Damnation de Faust) του Berlioz, από την οποία επηρεάστηκε βαθύτατα. Δέκα χρόνια μετά, ο Gounod παρακολούθησε το ρομαντικό δράμα «Faust and Marguerite» του Michel Carré και σκέφτηκε ότι θα ήταν δυνατό να σκηνοθετήσει τον Φάουστ του Goethe στην όπερα. Συναντήθηκε με τον λιμπρετίστα του έργου ονόματι Jules Barbier και ξεκίνησε μία επιτυχημένη συνεργασία. Το όνειρο έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Η όπερα Φάουστ του Gounod αποτελείται από 5πράξεις 1 και χρησιμοποιεί μόνο το πρώτο μέρος από το αριστούργημα του Goethe, έχοντας αποστασιοποιηθεί από τα φιλοσοφικά ζητήματα του. Ο Barbier διατήρησε κάποια από τα στοιχεία του έργου του Carré, όπως ότι έδωσε βαρύτητα στον ρόλο του Σιέμπελ και του Βαλεντίνο, ενώ τεράστια σημασία για τον ίδιο είχε η ερωτική ιστορία μεταξύ του Φάουστ και της Μαργαρίτας. Ωστόσο, έμεινε κοντά στο ύφος του Goethe διατηρώντας όλη την απαραίτητη τραγικότητα, η οποία και διακρίνει το μεγαλειώδες αυτό έργο.
J.V Goethe (1749-1832) Charles Gounod (1818-1893)
Όλα ξεκινούν με ένα στοίχημα μεταξύ του Κυρίου (Θεού) και του Μεφιστοφελή (Διαβόλου) με τίμημα την ψυχή ενός ανθρώπου, σεβαστού για την πολυμάθειά του, αλλά απογοητευμένου διότι παρά την όψιμη ηλικία του και τις πολύχρονες σπουδές και μελέτες του, δεν έχει καταφέρει να οδηγηθεί σε κανένα αποτέλεσμα σχετικά με τα μυστήρια της φύσης και Του Δημιουργού της. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον δόκτορα Φάουστ. Βυθισμένος σε έναν εσωτερικό διχασμό επιδιώκει να ξεφύγει από το σκοτεινό εργαστήριό του... με κάθε τρόπο... Ποιος θα βγει νικητής στο τέλος;
Ο Μεφιστοφελής έχει πλέον την Άνωθεν άδεια να επιχειρήσει να κερδίσει την ψυχή του Φάουστ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ:
Τι στοίχημα; Σας χάνεται κι αυτός! (ο λόγος για τον Φάουστ)
Την άδεια μόνο δώστε μου, και ξέρω
στα νερά μου σιγά πώς να τον φέρω.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (ΘΕΟΣ):
Όσο στη γης ακόμα τριγυρίζει,
σ'αυτό δεν είσαι εμποδισμένος,
ο άνθρωπος γελιέται όσο πασχίζει.
(Φάουστ, Goethe: Πρόλογος στον Ουρανό σελ.16)
Η αυλαία ανοίγει και ακούγεται μία μυστηριώδης, μελαγχολική ορχηστρική εισαγωγή στην Λα ύφεση μείζονα, αντικατοπτρίζοντας με αυτό τον τρόπο την συναισθηματική κατάσταση του ήρωα. Για την εισαγωγή ο ίδιος ο Gounod γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτές οι αργές διαδοχές συγχορδιών, αυτές οι σοβαρές αρμονίες, αυτές οι μεγάλες μουσικές περίοδοι που ανεβαίνουν και πέφτουν με μεγαλοπρέπεια, όλα αυτά (τα στοιχεία) αναγγέλουν ξεκάθαρα τις ανησυχίες αυτού του ηλικιωμένου φιλοσόφου, ο οποίος έχοντας αφιερώσει την ζωή του στην επιστήμη, έχει πλέον οδηγηθεί στην αμφιβολία». Βρισκόμαστε στην Γερμανία του 16ου αιώνα. Ο ηλικιωμένος Φάουστ βρίσκεται μόνος στο σπουδαστήριό του και απογοητευμένος μονολογεί λέγοντας ότι οι τόσες μελέτες του στη φιλοσοφία, τη νομική, την ιατρική και τη θεολογία αποδείχτηκαν άκαρπες, εφόσον δεν τον οδήγησαν στην κατανόηση του κόσμου και της δημιουργίας του. Ακόμα μία μέρα χαμένη για τον ίδιο. Έρχεται το ξημέρωμα και αποφασίζει να βάλει τέλος στην ζωή του πίνοντας δηλητήριο και λέγοντας χαρακτηριστικά «J'arrive sans terreur au terme du voyage= Φτάνω χωρίς τρόμο στο τέλος του ταξιδιού». Πριν προλάβει όμως να το πιει ακούγονται από το παράθυρο γυναικείες φωνές να τραγουδούν χαρμόσυνα (στην Ντο μείζονα). Ωστόσο, ο Φάουστ εξοργίζεται και αρχίζει να καταριέται τους φιλήδονους ανθρώπους, την προσευχή, την επιστήμη, τη θρησκεία και την υπομονή και καλεί τον Διάβολο. Εκείνη είναι η κρίσιμη στιγμή που ο Μεφιστοφελής κάνει την εμφάνισή του και ακούγεται έντονο πέρασμα των εγχόρδων και απρόσμενη αλλαγή τονικότητας (Μι ύφεση μείζονα), περιγράφοντας πλήρως την σκηνική και ψυχολογική κατάσταση που επικρατεί. Ο Φάουστ ωστόσο, εκνευρισμένος από την εισβολή του τον προτρέπει να φύγει. Ο Μεφιστοφελής όμως προσπαθεί να τον δελεάσει και του υπόσχεται εξουσία, πλούτο και φήμη. Ο Φάουστ τα αρνείται όλα και αυτό που του ζητάει είναι να γίνει ξανά νέος «Je veux un trésor, qui les contient tous. Je veux la jeunesse!» (βρισκόμαστε στο χαρούμενο περιβάλλον της Σολ μείζονας). Ο Μεφιστοφελής του υπόσχεται ότι θα πραγματοποιήσει την επιθυμία του με τον όρο να γίνει δικός του. Ο Φάουστ διστάζει. Ο Μεφιστοφελής, επινοώντας κάθε τρόπο ώστε να καταφέρει να κερδίσει την ψυχή του, προκαλεί το όραμα μίας όμορφης νεαρής κοπέλας να εμφανιστεί, ονόματι Μαργαρίτα. Ο Φάουστ μαγεύεται από την παρουσία της και υπογράφει αμέσως την συμφωνία με τον Μεφιστοφελή, ο οποίος του δίνει μία κούπα και του ζητά να πιει το περιεχόμενό της. Ευθύς αμέσως ο ηλικιωμένος Φάουστ μεταμορφώνεται σε έναν γοητευτικό νεαρό άνδρα. Πλέον πιστεύει ότι τα έχει όλα, ομορφιά, δύναμη, εξουσία, φήμη. Με αυτό τον τρόπο τελειώνει η πρώτη πραξη του έργου.
Η δεύτερη πράξη ξεκινά με ένα πανηγύρι, όπου στρατιώτες τραγουδούν εύθυμα τραγούδια, ενώ φοιτητές και χωρικοί απολαμβάνουν το ποτό. Ένας από τους στρατιώτες και αδερφός της Μαργαρίτας ο Βαλεντίνο, πρέπει να φύγει για τον πόλεμο με τον φίλο του τον Βάγκνερ και ανησυχεί να μην αφήσει απροστάτευτη την αδερφή του. Εν τέλει, την εμπιστεύεται στον νεανικό του φίλο Σιέμπελ. Ο Βάγκνερ ξεκινά να τραγουδά, αλλά τον διακόπτει ο Μεφιστοφελής, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά και τραγουδά ένα ασεβές ξεσηκωτικό τραγούδι. Στην συνέχεια, ο Βάγκνερ του προσφέρει ποτό και ο Μεφιστοφελής διαβάζει την γραμμή του χεριού του λέγοντάς του ότι θα σκοτωθεί (η φράση του αυτή υπογραμμίζεται με τρέμολο από τα έγχορδα της ορχήστρας και σκοτεινούς χρωματισμούς από τα κοντραμπάσα). Αμέσως μετά απευθυνόμενος στον Σιέμπελ του λέει ότι τα λουλούδια που μαζεύει για την Μαργαρίτα θα μαραθούν, ενώ στον γενναίο Βαλεντίνο λέει ότι τον περιμένει θάνατος από κάποιον που ο Μεφιστοφελής γνωρίζει. Στην συνέχεια πίνει απο το κρασί που του προσφέρουν οι στρατιώτες μα το πετά απογοητεμένος. Φτιάχνει ένα καλύτερο και κάνει πρόποση στην Μαργαρίτα. Ο Βαλεντίνο με την κίνηση αυτή εκνευρίζεται και επιτίθεται με το σπαθί του στον Μεφιστοφελή. Αμέσως αρχίζει να τρέμει το χέρι του και το σπαθί πέφτει κάτω. Εκείνη την στιγμή όλοι καταλαβαίνουν την παρουσία του Δαίμονα. Ο Βαλεντίνο τότε χρησιμοποιεί την λαβή του σπαθιού του σαν σταυρό για να καταφέρει να αποκρούσει την δαιμόνια δύναμη. Ο Μεφιστοφελής μη μπορώντας να τον αντικρίσει αποχωρεί λέγοντας: «Nous nous retrouverons, mes amis= Θα ξανασυναντηθούμε, φίλοι μου». Τότε εμφανίζεται ο Φάουστ, ο οποίος ρωτά τον Μεφιστοφελή πού βρίσκεται η Μαργαρίτα και αναρωτιέται αν τελικά όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο ένα μάταιο ξόρκι. Ο Μεφιστοφελής φυσικά το αρνείται, αλλά του απαντά ότι δεν είναι κάτι εύκολο, διότι ακόμα και ο ίδιος ο ουρανός την υπερασπίζεται (...Le ciel même la défend).Ο Φάουστ αδημονώντας να την δει, του λέει να τον οδηγήσει αμέσως σε αυτήν. Ο Μεφιστοφελής οδηγεί τον Φάουστ σε ένα μέρος, όπου ζευγάρια χωρικών χορεύουν βαλς. Τότε εμφανίζεται και το όραμά του, η Μαργαρίτα και ο Μεφιστοφελής τον προτρέπει να την πλησιάσει. O Σιέμπελ φωνάζει το όνομά της, αλλά ο Μεφιστοφελής με μία κίνηση του χεριού του τον απομακρύνει. Ο Φάουστ την πλησιάζει και την καλεί σε ένα περίπατο, αλλά η Μαργαρίτα από σεβασμό αρνείται. Η καρδιά του Φάουστ όμως αρχίζει να χτυπά ακόμα πιο δυνατά.
Στην τριτη πράξη βλέπουμε τον αληθινά ερωτευμένο και καλόκαρδο Σιέμπελ να στέκεται μπροστά στο σπίτι της όμορφης Μαργαρίτας κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια και τραγουδώντας στην αγαπημένη του, συνοδευόμενος από τα βιολοντσέλα της ορχήστρας (Ντο μείζονα). Τότε εμφανίζεται ξανά ο Μεφιστοφελής για να εμποδίσει φυσικά τον Σιέμπελ να συναντήσει την αγαπημένη του. Αρπάζει τα λουλούδια και τα πετάει. Ο Σιέμπελ φεύγει απογοητεμένος. Ο Φάουστ έχοντας «γλιτώσει» από τον αντίζηλό του, τραγουδά έξω από το σπίτι της Μαργαρίτας, συγκινημένος από την αθωότητά της, ενώ ο Μεφιστοφελής που τον παρακολουθεί αφήνει εκεί ένα κουτί με κοσμήματα. Ύστερα αποχωρούν. Τα κοσμήματα πλέον έχουν ανοίξει τον δρόμο για την βαθύτερη γνωριμία του Φάουστ και της Μαργαρίτας. Η Μαργαρίτα τα βρίσκει και με παρότρυνση της γειτόνισσάς της Μάρθας, τα δοκιμάζει και τα θαυμάζει. Ο Φάουστ με τον Μεφιστοφελή εμφανίζονται ξανά. O Μεφιστοφελής φλερτάρει με την Μάρθα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Φάουστ να βρεθεί μόνος του με την Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα σταδιακά αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο και στο τέλος επιτρέπει στον Φάουστ να την αποπλανήσει. Πλέον συνηδειτοποιεί ότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Έτσι η ευχή του γίνεται πραγματικότητα.
Τα δεδομένα πλέον έχουν αλλάξει. Στην αρχή της τέταρτης πράξης βλέπουμε την όμορφη Μαργαρίτα μόνη της, εγκαταλελειμμένη να περιμένει το παιδί του Φάουστ ακούγοντας τους χλευασμούς των φίλων της, οι οποίοι της λένε ότι ο Φάουστ έφυγε: «Le galant étranger s'enfuit et court encore...». Η Μαργαρίτα θλιμμένη και ντροπιασμένη ομολογεί ότι δεν έχει βιώσει ποτέ ξανά τέτοια οργή για τις αμαρτίες των άλλων. Έρχεται ωστόσο η μέρα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, που δεν έχουμε έλεος για τις δικές μας. Αναφέρει σπαρακτικά ότι δεν ήταν ποτέ άσημη και ο Θεός το γνωρίζει. Ό,τι την οδήγησε στην κατάσταση αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μόνο τρυφερότητα και αγάπη. Φοβισμένη ξεσπά σε κλάματα, γνωρίζοντας ότι ο Φάουστ δεν θα επιστρέψει: «Il ne revient pas!», αλλά εύχεται να μπορούσε να καταλάβει τον πόνο της. Απευθυνόμενη στον Θεό ομολογεί ότι η καρδιά της είναι τόσο κουρασμένη που δεν μπορεί να περιμένει, αλλά θα ένιωθε πολύ μεγάλη χαρά αν εμφανιζόταν αυτός που αγαπά. Καθώς ταλαιπωρημένη θρηνεί στο παράθυρό της εμφανίζεται ο Σιέμπελ (συνοδεία εγχόρδων στην Λα μείζονα), ο οποίος συμπαραστεκόμενος στην λύπη της της λέει ότι θα εκδικηθεί για την δειλή αυτή εγκατάλειψη, σκοτώνοντας τον Φάουστ, που την πρόδωσε. Η Μαργαρίτα όμως αντιτίθεται στα λόγια του και του λέει ότι τον αγαπά ακόμη και θα τον αγαπά για πάντα. Στον Σιέμπελ όμως, που μόνο εκείνος παραμένει στο πλευρό της, λέει ότι η φιλία του είναι γλυκιά για εκείνη. Στην συνέχεια η Μαργαρίτα πηγαίνει στην Εκκλησία, στην Πύλη του Ιερού Τόπου, όπως την αποκαλεί για να προσευχηθεί στον Θεό και να ζητήσει συγχώρεση: «Seigneur, daignez permettre à votre humble servant de s'agenouiller devant vous»(Κύριε, επέτρεψε στον ταπεινό δούλο σου να γονατίσει μπροστά σου).
'Οχι! Μην προσεύχεσαι! Χτυπήστε την κακά πνεύματα, φωνάζει ο Μεφιστοφελής, ο οποίος εμφανίζεται μπροστά της διακυρήττοντας ότι η Μαργαρίτα έχει χάσει την ψυχή της για πάντα. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται μια χορωδία να φωνάζει το όνομά της, ενώ η ίδια αναρωτιέται αν έφτασε η στιγμή της τιμωρίας της. Ο Μεφιστοφελής της λέει ότι κάποτε ερχόταν στον Ναό και υμνούσε τον Θεό με αγνές προσευχές. Τώρα οι φωνές που ακούει, είναι εκείνες της Κολάσεως που την ακολουθούν. Είναι η αιώνια ταραχή, η αιώνια αγωνία, η αιώνια νύχτα. Για εκείνη πλέον ο Θεός δεν δείχνει έλεος.
«Pour toi Dieu n'a plus de pardon..!» . Ο Μεφιστοφελής την παρακινεί να αποχαιρετήσει κάθε αυγή, κάθε νύχτα αγάπης, κάθε μέρα χαράς.
«Μαργαρίτα! Είσαι πλέον καταραμένη» (Marguerite! Sois maudite!), της φωνάζει! H Μαργαρίτα τότε γεμάτη πόνο και βαθιά θλίψη λιποθυμά.
Στην συνέχεια, κοντά στην εκκλησία, ο Βαλεντίνο (ο αδερφός της Μαργαρίτας) παρελαύνει με τον νικητήριο στρατό. Τότε εμφανίζεται ο Σιέμπελ και προσπαθεί να τον εμποδίσει να μπει στο σπίτι του για να μην δει την Μαργαρίτα, αλλά μάταια. Την νύχτα επιστρέφει ο Μεφιστοφελής με τον Φάουστ. Ο Φάουστ φωνάζει την Μαργαρίτα. O Μεφιστοφελής αποφασίζει να τον βοηθήσει, τραγουδώντας μία σερενάτα με την κιθάρα του, έξω από το σπίτι της.
Τότε εμφανίζεται ο Βαλεντίνο οργισμένος και αναρωτιέται ποιος από τους δύο οφείλεται για την ντροπή και την δυστυχία που τον κατακλύζουν. Στην συνέχεια, ο Βαλεντίνο και ο Φάουστ μάχονται και με την παρέμβαση του Μεφιστοφελή, ο
Βαλεντίνο τραυματίζεται θανάσιμα, ενώ ο Μεφιστοφελής και ο Φάουστ τον εγκαταλείπουν. H Μαργαρίτα βλέποντας τον αδερφό της στο έδαφος τρέχει κοντά του. Εκείνος όμως την διώχνει, διότι θεωρεί ότι εξαιτίας της τον βρήκε ο Χάρος: «Je meurs par elle». Απευθύνεται σε αυτή με την λίγη δύναμη που του απομένει λέγοντάς της ότι βρίσκεται σε λάθος δρόμο κι ότι θα αρνηθεί κάθε χαρά σε αυτή τη ζωή, κάθε αρετή και κάθε δικαίωμα. Μόνο η ντροπή κυριαρχεί πλέον. Με αυτά τα λόγια ο Βαλεντίνο αφήνει (άδικα) την τελευταία του πνοή. Η Μαργαρίτα κλαίει γοερά και αποχωρεί.
Η πέμπτη πράξη και τελευταία του έργου ξεκινά με την παρουσία κακών πνευμάτων να περικυκλώνουν τον Φάουστ, ο οποίος φοβισμένος ρωτά τον Μεφιστοφελή πού βρίσκονται κι εκείνος του απαντά ότι βρίσκονται στην αυτοκρατορία του. «Άλλωστε εσύ ο ίδιος δεν μου υποσχέθηκες ότι θα με ακολουθήσεις χωρίς να πεις τιποτα;», τον ρωτά χαρακτηριστικά. «Εδώ είναι η Βαλπούργεια Νύχτα!»
«Το αίμα μου παγώνει», του λέει απελπισμένα ο Φάουστ. Ο Μεφιστοφελής κάθεται στον θρόνο του, όπου βασίλισσες και ανήθικες γυναίκες της αρχαιότητας τον υπηρετούν. Ο Φάουστ θαμπώνεται από όλη αυτή την κατάσταση και ο Μεφιστοφελής του προσφέρει μία κούπα, η οποία προκαλεί την λήθη του παρελθόντος. Ο Φάουστ δέχεται, πίνει από την κούπα και λέει ότι έιναι ώρα πλέον η καρδιά του να ξεχάσει: «...Il est temps que mon cœur oublie!». Αμέσως κάθεται ο ίδιος στον θρόνο του Άρχοντα της Κολάσεως για να απολαύσει τις ηδονές.
Ξαφνικά όμως εμφανίζεται μπροστά του η εικόνα της θλιμμένης και χλωμής Μαργαρίτας, φέροντας ένα κόκκινο σημάδι στο λαιμό της. Ο Φάουστ ταράσσεται και ρωτά τον Μεφιστοφελή τι έχει κάνει, εκείνος όμως απαντά με γέλιο. Ο Φάουστ του λέει ότι θέλει να την δει αμέσως, αλλά η εικόνα της εξαφανίζεται.
Η Μαργαρίτα, έχοντας χάσει πλέον τα λογικά της, βρίσκεται στη φυλακή για την δολοφονία του παιδιού της.
Ο Φάουστ την επισκέπτεται, μη μπορώντας να την αντικρίσει πλέον. Εκείνη την ώρα φτάνει και ο Μεφιστοφελής, τον οποίο ο τρομοκρατημένος Φάουστ διώχνει. Πλέον ο Φάουστ είναι μία πηγή από την οποία πηγάζει η θλίψη, ο φόβος και τα βάσανα, ενώ η γλυκιά Μαργαρίτα, έχοντας χάσει την όμορφή της όψη και το νου της, βρίσκεται στο πάτωμα της φυλακής. Ο Φάουστ βλέποντας τον τάφο του παιδιού της, επικαλείται τον Θεό.
Η Μαργαρίτα αναγνωρίζει την φωνή του αγαπημένου της και η καρδιά της αισθάνεται ελεύθερη, ενώ και οι δύο ομολογούν την αγάπη τους και αναπολούν την περασμένη ευτυχία. Ο Φάουστ προσπαθεί να την ελευθερώσει, όμως εμφανίζεται ξανά ο Μεφιστοφελής και η Μαργαρίτα πανικοβάλεται στην παρουσία του (την συναισθηματική κατάσταση της τραγικής ηρωίδας συνοδεύουν γρήγορες και σπαστές συγχορδίες της άρπας στην Σολ μείζονα). Παρακαλεί τον Θεό να την προστατεύσει. O Φάουστ-με προτροπή του Μεφιστοφελή- της λέει να φύγουν, όσο προλαβαίνουν (ίδια μουσική συνοδεία στην Λα μείζονα). Η Μαργαρίτα παρακαλεί όμως τους αγνούς αγγέλους να πάρουν την ψυχή της στον ουρανό. Ο Φάουστ επιμένει και της λέει ότι είναι δική του. Όμως η Μαργαρίτα συνεχίζει να επικαλείται τους αγγέλους και τον Θεό. O Μεφιστοφελής φωνάζει να φύγουν γρήγορα από εκεί, αλλά η Μαργαρίτα επικαλώντας ξανά τον Θεό, Του λέει ότι Του ανήκει, ζητά συγχώρεση και παρακαλεί να την πάρει. Ο Φάουστ για τελευταία φορά της λέει να φύγουν κοιτώντας την επίμονα ( στο σημείο αυτό παρατηρείται πιο έντονη μουσική συνοδεία στην Σι μείζονα), αλλά η Μαργαρίτα του λέει επίμονα και φοβισμένα να φύγει, βλέποντας τα χέρια του να είναι γεμάτα αίμα.
Ο Φάουστ φεύγει, ενώ ο Μεφιστοφελής την καταριέται και φωνάζει τους δικαστές. Ο ουράνιος χορός όμως απαντά ότι Σώθηκε! «Sauvée!». Οι καμπάνες αντηχούν και οι αγγελικές φωνές ψέλνουν «Χριστός Ανέστη!» (Christ est ressucité!). Η Μαργαρίτα πηγαίνει προς τον Ουρανό, ενώ κάπου κοντά στον Μεφιστοφελή βλέπουμε τον Φάουστ. Τον γέρο Φάουστ, να παρακαλεί τον Θεό, στην θέα του οποίου ο Μεφιστοφελής γελά, καθότι κάθε παράκλησή του πλέον προς τον Κύριο είναι μάταιη. Με ένα ήρεμο pianissimo από την ορχήστρα στο περιβάλλον της Ντο μείζονα και σε μέτρο 4/4 ολοκληρώνεται το μεγαλειώδες αυτό έργο.
Αναμφισβήτητα ο θρύλος του Φάουστ ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, αποτελώντας κεντρικό θέμα των δραματικών τους έργων. Ο Φάουστ αποτελεί διαχρονικό πρόσωπο, το οποίο απασχολούσε, απασχολεί και θα συνεχίζει αενάως να απασχολεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο ξεπεσμός, η υποτέλεια και η παρακμή της ανθρώπινης αξίας ανέκαθεν ταλάνιζαν την κοινωνία μας. Η επίγευση των ηδονών, οι οποίες αποκτήθηκαν με δόλιο τρόπο είναι πρόσκαιρη και μάταια. Οι μέρες και οι ώρες κυλούν μα κάποια στιγμή οι δείκτες του ρολογιού θα παγώσουν και τότε κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί, μα τα υλικά αγαθά θα είναι πλέον περιττά.
Στο έργο του Goethe και του Gounod, ο Μεφιστοφελής προσφέρει. Ο Φάουστ δέχεται. Ο ένας έχει εκπέσει της χάριτος ένεκα της απληστίας του. Ο άλλος είναι εν δυνάμει σωσμένος, αλλά ταυτοχρόνως δέσμιος των παθών του, που τον απομακρύνουν από την λύτρωση.
''Αχ μέσα μου φωλιάζουν δυο ψυχές. Η μία θέλει την άλλη να χωρίσει''- Φάουστ Γκαίτε, στ.1112-13.
Ο Goethe στο φιλοσοφικό του έργο απεικονίζει συμβολικά την αναζήτηση της ψυχής. Δίνει έμφαση στην δυνατότητα του ανθρώπου να αντισταθεί στις καταστροφικές δαιμονικές δυνάμεις και να επιλέξει την σωτηρία της ψυχής του.
Ο Gounod χρησιμοποιεί τη μουσική του και την προσωπική του κατανόηση και παρουσιάζει έναν λίγο διαφορετικό Φάουστ από εκείνον του Goethe. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η τραγική διάσταση μετατοπίζεται από τον Φάουστ στο πρόσωπο της Μαργαρίτας, κάτι το οποίο γίνεται ολότελα φανερό στην καταληκτική σκηνή του έργου (5η πράξη). Ο Gounod αποτυπώνει με χαρακτηριστική μουσική αληθοφάνεια τον χαρακτήρα της Μαργαρίτας. Από μία αγνή, ευσεβής νεαρή κοπέλα μεταμορφώνεται σε τραγική ηρωίδα, η οποία οδηγείται ακόμη και σε φόνο. Στον φόνο του ίδιου της του παιδιού, του ίδιου της του σπλάχνου. Η αιτία όλων αυτών δεν είναι άλλη, από τον έρωτά της για τον Φάουστ. Για τον νεαρό Φάουστ που πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο, με αντάλλαγμα να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να κερδίσει ξανά την νιότη του. Αυτός ο έρωτας όμως, εν τέλει, οδήγησε την αθώα Μαργαρίτα σε απομακρυσμένα μονοπάτια. Μία ακόμη διαφορά μεταξύ του Φάουστ του Gounod και του Φάουστ του Goethe έιναι ότι στο έργο του Goethe ο Πασχαλινός Ύμνος ακούγεται στο πρώτο μέρος της τραγωδίας, όταν ο Φάουστ ακούγοντας τον χορό των Αγγέλων δεν αυτοκτονεί. Στην όπερα του Gounod όμως, ο ύμνος ακούγεται στην καταληκτική σκηνή, κατά την λύτρωση της τραγικής φιγούρας της Μαργαρίτας και της ανόδου της ψυχής της στα Ουράνια. Εάν παρατηρήσουμε και μουσικολογικά-μορφολογικά το έργο, θα εντοπίσουμε το εξής: Ο Gounod έχει επιλέξει την Ντο μείζονα ως την τονικότητα της λύτρωσης. Στην τέταρτη πράξη, στην σκηνή της εκκλησίας, η προσευχή της Μαργαρίτας στον Θεό είναι στην Ντο μείζονα. Η εμφάνιση και τα λόγια του Μεφιστοφελή προς το πρόσωπό της τοποθετούνται στο περιβάλλον της Ντο ελάσσονας. Η προσπάθεια της τραγικής ηρωίδας για αντίσταση στις δαιμονικές δυνάμεις είναι ξανά στην Ντο μείζονα. Το ίδιο παρατηρείται και στην τελευταία σκηνή, όπου η Μαργαρίτα κατόπιν ενός αλυσιδωτού περάσματος (Σολ μείζονα-Λα μείζονα-Σι μείζονα), καταλήγει και πάλι στην τονικότητα της Ντο μείζονος. Σε αυτή την τονικότητα ακούγονται και οι ψαλμοί των Αγγέλων.
Εν κατακλείδι, ο Φάουστ επιλέγει να πουλήσει την ψυχή του για να κερδίσει την νιότη του και να διεκδικήσει την όμορφη Μαργαρίτα. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε, οι συνέπειες όμως ήταν οδυνηρές. Επιπλέον, η μεταμόρφωσή του αυτή ήταν κάτι πρόσκαιρο, αφού στο τέλος του έργου ο Φάουστ παρουσιάζεται πάλι με την γέρικη μορφή του, βασανισμένος, έχοντας χάσει για πάντα την αγαπημένη του και παρακαλώντας για σωτηρία...μάταια.
Ας αναρωτηθούμε εμείς ως απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ως κάποιοι άλλοι Φάουστ, εάν γνωρίζαμε ότι οι δείκτες του δικού μας ρολογιού θα σταματούσαν λίαν συντόμως και μας δινόταν η δυνατότητα να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην ζωή από την αρχή πώς θα πράτταμε, αναλογιζόμενοι το πρόσωπο του Φάουστ;
Άραγε...μαθαίνουμε για να ζούμε ή ζούμε για να μαθαίνουμε; Ζούμε για την ευδαιμονία ή είμαστε ευδαίμονες που ζούμε;
Γιώτα Ευταξία
(Σεπτέμβριος 2022)
gteftaxia@gmail.com
Μουσικός & Μουσικολόγος (ΕΚΠΑ)
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)
Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι στην όπερα Φάουστ
Φάουστ: Τενόρος
Μεφιστοφελής: Μπάσος
Μαργαρίτα: Σοπράνο
Βαλεντίνο: Βαρύτονος
Βάγκνερ: Βαρύτονος
Σιέμπελ: Μέτζο Σοπράνο
Μάρθα: Κοντράλτο
Ενορχήστρωση:
1 πίκολο φλάουτο-2 φλάουτα-2 όμποε-1 αγγλικό κόρνο-2 κλαρινέτα-2 φαγκότα
4 κόρνα-2 κορνέτες-3 τρομπόνια
τύμπανο-κύμβαλα-μπάσο τύμπανο-ταμπούρο-τρίγωνο-γκόνγκ
1 όργανο- 4 άρπες
1α και 2α βιολιά-βιόλες-βιολοντσέλα-κοντραμπάσα
Βιβλιογραφία:
Goethe, J.W. (1991): Φάουστ (μτφρ:Κων/νος Χατζόπουλος).Αθήνα: Γράμματα.
Hoechst, R.C. (1916): Faust in Music: The Faust -Theme in Dramatic Music. Γκέτισμπεργκ:Gettysburg compiler print.
Sideri, M. (2012): Different Adaptations of Faust's lengend in musical theatre. ISBN 978-960-9432-26-9.
Williamson, J.C.(1971): Faust: Story of the Opera.
Διδικτυακές πηγές:
1 1η πράξη: Στο σπουδαστήριο του Φάουστ.
2η πράξη: Στις πύλες της πόλης
3η πράξη:O κήπος της Μαργαρίτας
4η πράξη: To δωμάτιο της Μαργαρίτας/ Η δημόσια πλατεία έξω από το σπίτι της Μαργαρίτας/ Ο καθεδρικός Ναός
5η πράξη: Η Βαλπούργεια νύχτα/ Το εσωτερικό της φυλακής