"Ταξίδι στις ρίζες του φλαμένκο"
Το άρθρο που ακολουθεί είναι ελεύθερη μετάφραση ενός μέρους της Διδακτορικής Διατριβής της καθηγήτριας της Μουσικολογίας κ. Μαρίας Παπαπαύλου με τίτλο: «flamenco ως παρουσίαση της διαφορετικότητας». Η κ. Παπαπαύλου είχε την ευγενή καλοσύνη να μου δώσει την άδεια να μεταφράσω και να παρουσιάσω ορισμένα αποσπάσματα που ρίχνουν φως σε πολλά ερωτήματα που απασχολούν τους «εραστές» του flamenco.
«Στο παρακάτω απόσπασμα θα ρίξουμε μια ματιά στις διάφορες θεωρίες γύρω από την προέλευση του ονόματος «flamenco», αλλά και στο πρόβλημα του καθορισμού της ακριβούς ηλικίας του flamenco.
Υπάρχουν πολλές προσπάθειες και διαφορετικές κοινωνιολογικές και γλωσσολογικές ερμηνείες για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε της ετυμολογία της λέξεώς «flamenco». Μια από αυτές θεωρεί ότι η λέξη «flamenco» προέρχεται από την λέξη «Flamen» (Φλαμανδός – φλαμανδικό).
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε από την φλαμανδική αυλική ακολουθία, όταν η αυλή ακολούθησε τον βασιλιά Κάρολο τον 5ο μετά τον φλαμανδικό πόλεμο του 16ου αιώνα στην Ισπανία. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε η λέξη «Flamen» με μεταφορική έννοια για να χαρακτηρίσει τις ομάδες των Τσιγγάνων που γύριζαν από την Γερμανία στην Ισπανία, και τους οποίους ονόμαζαν άλλοτε Γερμανούς και άλλοτε Φλαμανδούς, μιας και η γεωγραφική διαφορά δεν ήταν ξεκάθαρη για τους ντόπιους.
Μια άλλη ερμηνεία αναφέρεται σε συγκεκριμένους Τσιγγάνους οι οποίοι πολέμησαν στον Φλαμανδικό πόλεμο σαν Ισπανοί στρατιώτες και μετά γύρισαν πίσω στην Ανδαλουσία όπου και πήραν το 1626 άδεια ιδιοκτησίας και εμπορίου, κάτι που πριν απ’ αυτό το έτος ήταν απαγορευμένο στους Τσιγγάνους.
Ίσως έκτοτε ο χαρακτηρισμός Φλαμανδός να χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τσιγγάνικες οικογένειες.
Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία (Molina y Mairena, Pohren, Infante Perez) η λέξη «Flamen» προέρχεται από την αραβική λέξη «fellah – mengu» (φυγάς – περαστικός χωριάτης). Ίσως αργότερα η παραπάνω λέξη να προφέρονταν λάθος «felamengu» ή «flamengu» και κατέληξε τελικά «flamenco» (άνθρωπος της γης) και «mangou» (τραγουδώ). Yπάρχει επίσης η εκδοχή, οι Τσιγγάνοι να ονομάστηκαν «flamencos» γιατί με τα λεπτά τους πόδια και τα ανοιχτόχρωμα και φωτεινά ρούχα τους μοιάζουν με πουλιά φλαμίνγκο, ή γιατί κάποιες στάσεις των χορευτών (πόζες) μοιάζουν με φλαμίνγκο (Rodrigez Marin 1962 Pohren). Σύμφωνα με μια κοινωνιογλωσσική εξήγηση το «flamenco» προέρχεται από την αργκό των κλεφτών (απατεώνων) του δεκάτου όγδοου αιώνα, και είχε την έννοια του «επιβλητικός», «αρειμάνιος». Με τον όρο αυτόν χαρακτήριζαν τα άτομα που μιλούσαν αργκό είτε επρόκειτο για Τσιγγάνους είτε για μη Τσιγγάνους.
Ο κοινωνιολόγος Gerhard Steingress γράφει:
«Ο όρος «flamenco» εμφανίζεται στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Σεβίλλης το 1830. Κατά βάση δεν αναφέρονταν στους Τσιγγάνους ως κοινωνική εθνική ομάδα αλλά σε κάποιους ρομαντικούς «τσιγγανίζοντες» καλλιτέχνες και συγγραφείς. Έτσι η σχέση μεταξύ του «flamenco» και του «Τσιγγάνος» είναι έμμεση ενώ η ρεαλιστική βάση υπήρξε το περιβάλλον των Ανδαλουσιανών μποέμ.»
Με την παραπάνω προβληματική συνδέεται και το ερώτημα της ηλικίας του flamenco. Παρόμοιες ασάφειες παρουσιάζονται και σε αυτό το ζήτημα. Από πότε χορευόταν και τραγουδιόταν το flamenco; οι ερευνητές που υποθέτουν ότι η ρίζα του flamenco βρίσκεται στους Τσιγγάνους, λένε ότι αυτό ήταν μέρος της ζωής τους από τότε που εγκαταστάθηκαν στην Ανδαλουσία. Σύμφώνα με αυτούς το flamenco εκκολάφθηκε στο ερμητικά κλειστό περιβάλλον των Ανδαλουσιανών οικογενειών. Αυτή η διαδικασία δεν είναι εύκολο να τοποθετηθεί ακριβώς χρονικά, υποθέτουν όμως ότι κράτησε πολύ και ότι μας οδηγεί πίσω μέχρι τον 17ο αιώνα. Παρόλο που το flamenco ανεβαίνει επισήμως στην σκηνή το 1840, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε πρωτύτερα.
Ο Γερμανός Μουσικολόγος Garms γράφει:
«Η αιτία για τον ερμητικά κλειστό κύκλο μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε το flamenco, βρίσκεται στην σκληρή πολιτική που είχαν οι Ισπανικές αρχές κατά των Τσιγγάνων. Για να αποφύγουν τους διωγμούς και την καταπίεση, οι Τσιγγάνοι ήταν αναγκασμένοι να κρύβουν την περιουσία τους».
Μετά από τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο Κάρολος ο τρίτος το 1782 άρχισε να εμφανίζεται αυτή η τέχνη από τον κλειστό κύκλο των οικογενειών προς τα έξω.
Μια άλλη ομάδα ερευνητών του flamenco υποθέτει ότι το flamenco δεν έχει καθαρά τσιγγάνικη προέλευση. Αυτοί θέλουν το flamenco να εμφανίζεται γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, εποχή στην οποία εμφανίζονται στην σκηνή τα cafes cantantes και οι Academias de baile.
Η φιλόλογος Genesis Garcia Gomez γράφει:
«Δεν υπάρχει τίποτα στις αναφορές (γράμματα, ημερολόγια, βιογραφίες κ.λ.π) που αναφέρονται στην κλίση των Τσιγγάνων στον χορό και στο τραγούδι που να μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε την τέχνη τους από το φολκλόρ. Μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Ισπανία δίνει μια απάντηση στην κατανάλωση ρομαντικοτσιγγάνικων, γαλλοευρωπαϊκών επιδράσεων, μπορούμε να μιλήσουμε για χορούς flamenco».
Πάνω- κάτω αυτές είναι οι θέσεις γύρω από την ηλικία του flamenco.
Το βασικό ερώτημα είναι το εξής: «είναι το flamenco προϊόν της τσιγγάνικης κουλτούρας της Ανδαλουσίας ή αποτέλεσμα μιας μίξεως στοιχείων μεταξύ Τσιγγάνων και Ανδαλουσιανών;» επιπλέον τίθεται το ερώτημα, σε ποιόν «ανήκει» το flamenco, στους Τσιγγάνους μόνο, ή είναι μέρος του ανδαλουσιανού πολιτισμού γενικότερα; Η συζήτηση γύρω από το ζήτημα έχει οδηγήσει σε έντονες αντιθέσεις Τσιγγάνους και μη Τσιγγάνους καλλιτέχνες, και όχι μόνο, το ίδιο συμβαίνει και με τους ερευνητές του flamenco. Εδώ πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι ερευνητές είναι μη Τσιγγάνοι και σ’ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό μη Ισπανοί. Φαίνεται ότι όλος ο καυγάς που έχει συναισθηματική ρίζα μεταξύ Τσιγγάνων και μη Τσιγγάνων καλλιτεχνών, μεταφέρθηκε και στους ερευνητές!
Ο αμερικάνος εθνολόγος και ερευνητής του flamenco William Washadaugh διακρίνει δύο βασικές κατευθύνσεις της παραπάνω προβληματικής: για την απάντηση του ερωτήματος της προέλευσης του flamenco υπάρχουν δύο βασικά επιχειρήματα : α) το Ανδαλουσιανό, β) το Τσιγγάνικο
Το «Ανδαλουσιανό επιχείρημα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε σχέση με τον διαγωνισμό του cante jondo (concurso del cante jondo) που οργανώθηκε το 1922 από τους Federico Garcia Lorca και Manuel de Falla στην Γρανάδα.
Ο όρος cante flamenco αντικαταστάθηκε από τον όρο cante jondo (βαθύ άσμα) για να αποφευχθούν οι αρνητικοί συνειρμοί που μπορεί να προκαλούσε η λέξη flamenco. Έτσι ορίστηκε το cante jondo σαν ψυχή της ανδαλουσιανής κουλτούρας.
Ο ερευνητής Gonzales Climent συνηγορεί υπέρ της ανδαλουσιανής προέλευσης.
Ο Ισπανός ερευνητής Galindo Camacho προσπάθησε να ενισχύσει το «ανδαλουσιανό επιχείρημα» στο βιβλίο του «Los Payos tambien cantan flamenco» (Και οι μη Τσιγγάνοι τραγουδούν flamenco). Όπως γράφει: «το flamenco είναι ένα γεωγραφικά ανδαλουσιανό, μουσικά ανδαλουσιανό, ανθρωπολογικά ανδαλουσιανό φαινόμενο. Όλοι οι ερμηνευτές του είναι Ανδαλουσιανοί, ή ανδαλουσιανής καταγωγής.»
Ο γνωστός ερευνητής του flamenco Angel Alvares Caballero δείχνει καθαρά την κατεύθυνση της έρευνας για την προέλευση του flamenco: «όχι, όχι αυτοί (οι Τσιγγάνοι) δεν έφεραν μαζί τους το flamenco.» Υποθέτει ότι οι Τσιγγάνοι δεν μπορούσαν κατά την διάρκεια των μακρόχρονων περιπλανήσεων τους να έχουν φέρει το flamenco στην Ανδαλουσία, παραδέχεται όμως την επίδραση τους στη περαιτέρω εξέλιξη του.
Το «Τσιγγάνικο επιχείρημα» από την άλλη μεριά παρουσιάζεται για πρώτη φορά από τον Antonio Machado y Alvarez (Demofilo) (Σεβιλλιάνος φολκλορίστας του 19ου αιώνα). Ο Machado ήταν ένας από τους πρώτους που μίλησαν για την διαφορά μεταξύ του cante gitano και του cante flamenco και πίστευε ότι το τσιγγάνικο τραγούδι είναι το μόνο αυθεντικό και γνήσιο (cante primitivo) και ότι όλα τα άλλα τραγούδια flamenco έγιναν αργότερα μέσα από μια μίξη με τις ανδαλουσιανές μουσικές παραδόσεις. Πάνω απ’ όλα το «Τσιγγάνικο επιχείρημα» υποστηρίχθηκε από τους Antonio Mairena και Ricardo Molina. Στα γραπτά τους υποστήριζαν πάντοτε ότι το flamenco είναι δημιουργία των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας. Εξάλλου, ο διευθυντής της Catedra de Flamencologia της πόλης Jerez de la Frontera, Juan de la Plata είναι υπέρ των Τσιγγάνων. Στο βιβλίο του «flamencos de Jerez» γράφει: «Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των τραγουδιστών του flamenco του Jerez του τελευταίου αιώνα, ήταν Τσιγγάνοι. Ακόμα κι όταν ο Don Antonio Chacon (γνωστός τραγουδιστής του flamenco, μη Τσιγγάνος) τραγουδούσε «por solea» ή «por siguiryas» ήταν σαν το ψάρι στην στεριά».
Άλλοι ερευνητές είναι της άποψης ότι οι Τσιγγάνοι δημιούργησαν τον πυρήνα του flamenco όπως οι Tonas, Soleares, siguiriyas, alegrias και bulerias ενώ οι νεότερες φόρμες όπως Fandangos, fandanguillos, malaguenas, προήλθαν από την ανδαλουσιανή λαϊκή παράδοση.
Εκτός από τη βιβλιογραφία το «Τσιγγάνικο επιχείρημα» υποστηρίχθηκε από το ντοκιμαντέρ Rito y Geografia del Cante (1971 – 1973) της Ισπανικής τηλεόρασης καθώς επίσης και από το ντοκιμαντέρ An Andalusian Journey του BBC που γυρίστηκε το 1989.
Εκεί μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων με καλλιτέχνες flamenco που στην πλειοψηφία τους είναι Τσιγγάνοι (Farruco, Pedro Bacan, Ia Fernanda de Utrera) φαίνεται το flamenco vw δημιουργία των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας. Εκεί υποστηρίζεται ότι το Duende (αισθητική ποιότητα της τέχνης του flamenco, οίστρος, δαίμων ή υπνωτιστική ενέργεια) είναι μέρος της βιολογικής κληρονομιάς των Τσιγγάνων.
Στα επόμενα άρθρα μας θα αναλύσουμε τα παραπάνω είδη ένα προς ένα.
Χρίστος Τζιφάκις
tzifakis@tar.gr
(Ιανουάριος 2007)
Παρακάτω παρατίθενται δύο πίνακες με τις επιρροές και τα παρακλάδια των ειδών του flamenco.