[συνεντεύξεις]
FUEGO GUITAR TRIO
Nτουέτα κιθάρας υπάρχουν πολλά στη χώρα μας. Κιθαριστικά trio όμως; Αυτό το «κενό» σκέφτηκαν να «καλύψουν» τρεις καταξιωμένοι σολίστ κιθάρας: οι Μιχάλης Σουρβίνος, Άγγελος Μπότσης και Roland Hoffmann. Τους απολαύσαμε πριν λίγο καιρό στο “Athenaeum” και κάποιοι «τυχεροί» την Κυριακή των Βαΐων στο “Faust”. Τον προσεχή Μάιο ο Άγγελος Μπότσης και ο Μιχάλης Σουρβίνος θα συμμετάσχουν με ρεσιτάλ και σεμινάρια στο φεστιβάλ κιθάρας της Καλαμάτας που διοργανώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του δημοτικού ωδείου που δεν είναι άλλος από τον κ. Διονύση Μαλούχο, ενώ τον Ιούλιο θα συμμετάσχουν στo πλαίσιo του 1ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρου, καθώς και στο Φεστιβάλ Κιθάρας Καρδίτσας.
Ο Μιχάλης Σουρβίνος θα συμμετάσχει και στο Φεστιβάλ της Σύρου το καλοκαίρι. Στα σχέδιά τους και η ηχογράφηση cd, η ερμηνεία έργων από σύγχρονους συνθέτες που γράφουν για κιθάρα ή ειδικά για αυτό το trio.
To “Fuego Guitar Trio” φαίνεται (και ακούγεται) ως πολλά υποσχόμενο, όχι μόνο για την πρωτότυπη ιδέα δημιουργίας «κιθαριστικού» trio, όχι μόνο για τις υπέροχες διασκευές, αλλά κυρίως για λόγους που δεν γίνονται αντιληπτοί ακούγοντας μια συναυλία τους, αλλά διαβάζοντας, τη γεμάτη ιδέες και προτάσεις, συνέντευξή τους.
«Tείνουμε να βλέπουμε ομοειδή ακροατήρια στην Ελλάδα. (…) Δεν ξέρω αν κάποιος λέει στο μαθητή του «μην πας», αλλά πάντως δεν του λέει «πήγαινε». Εμείς είμαστε από τους ανθρώπους που πάμε γενικά παντού. Αλλά ανάλογα με το που πάμε, βλέπουμε είτε μια παρέα, είτε άλλη. Αυτό δεν μας αρέσει. Δεν έχει νόημα. Ούτε κόμματα να ήταν! Ακόμη και τα κόμματα έκαναν συνεργασία!».
(…) Μονίμως ζητάμε από τους «από πάνω» να αναγνωρίσουν ότι τα πτυχία μας είναι ανώτερα. Θέλω επιτέλους να δω η προσπάθεια να γίνεται από «κάτω» προς τα πάνω. (…) Με αφορμή αυτή την κρίση, είναι ευκαιρία όλοι να επανατοποθετηθούμε, να μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο τις προσπάθειές μας και όσον αφορά το επάγγελμά μας και το χώρο που κατέχουμε στην κοινωνία ως άνθρωποι, ως μουσικοί, ως καλλιτέχνες, ως εκπαιδευτικοί.»
Τ.Β. Πότε δημιουργήθηκε το «Fuego Guitar Trio» και με ποια αφορμή;
Μ.Σ. Στην τελική του μορφή φέτος τον Οκτώβριο. Παλιά με τον Roland ήμασταν σε ένα κουαρτέτο, με τον Άγγελο Μπότση σε ένα τρίο.
Α.Μ. Ήμασταν δηλαδή σε διάφορα σύνολα, αλλά ποτέ δεν είχαμε συγκροτήσει ένα αμιγώς κιθαριστικό σχήμα. Από φέτος τον Οκτώβριο αποφασίσαμε ότι θα θέλαμε να κάνουμε αυτό το σχήμα και να προτείνουμε ένα ρεπερτόριο που δεν το ακούμε πολύ στις αίθουσες.
Μ.Σ. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει από μπαρόκ μουσική, εισαγωγές για όπερα, μέχρι φλαμένκο.
Α.Μ. Αφορμή για να κάνουμε αυτό το σχήμα ήταν και το γεγονός ότι όποτε είχαμε βρεθεί μαζί σε σχήματα περνούσαμε πολύ καλά και παρ΄όλες τις όποιες καλλιτεχνικές διαφωνίες, πάντα τα βρίσκαμε στο τέλος. Συζητάμε γύρω από τη μουσική, έχουμε κοινές αντιλήψεις και αυτή ήταν μια πολύ σημαντική αφορμή.
R.H. Για μένα πέρα από τη αυτή την προϋπόθεση πιστεύω ότι όλοι ανταποκρίνονται στην απαίτηση που έχουμε να παίξουμε από προκλασικά μέχρι έθνικ μουσική έχοντας τόσο τις τεχνικές προϋποθέσεις, όσο και τη μουσική αντίληψη. Είναι κάτι που αποτελεί «ζητούμενο». Για παράδειγμα, δεν συμβαίνει να διαλέγω κάτι και οι άλλοι να λένε «δεν θέλω» ή «δεν μπορώ». Αυτό είναι κάτι που πιστεύω ότι θα μας πάει πολύ μακριά αν το «κυνηγήσουμε» με το σωστό τρόπο.
Τ.Β. Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη μουσική αντίληψη που σας οδήγησε στην απόφαση να δημιουργήσετε trio ή αν υπήρχε και κάποιο άλλο μέλος θα σχηματίζατε κουαρτέτο;
Μ.Σ. Γενικά, κουαρτέτα υπάρχουν πιο πολλά από trio. Είναι πιο ευρύ το ρεπερτόριο, όμως για τις τρείς κιθάρες πιστεύουμε ότι τα μέρη είναι πολύ πιο απαιτητικά, άρα και πιο ενδιαφέροντα.
Συναυλία του “Fuego Guitar Trio” στο ωδείο “Athenaeum,” 28 Mαρτίου 2013
Τ.Β. Mε αφορμή το ρεπερτόριο, ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για τις διασκευές. Εκείνες που άκουσα στο Athenaeum είχαν πολύ ενδιαφέρον. Τις κάνετε όλοι μαζί;
Μ.Σ. Τις διασκευές σε 2-3 κομμάτια στο έργο του Piazzola και του Paco de Lucia τις έχει κάνει ο Roland, οι υπόλοιπες είναι «έτοιμες» με κάποιες δικές μας παρεμβάσεις.
Τ.Β. Άρα περισσότερο ο κ Hoffmann ασχολείται με τις διασκευές;
R.H. Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα στο “Athenaeum” έτυχε να κάνω εγώ τις διασκευές. Σε κάποιο άλλο πρόγραμμα θα μπορούσε να αναλάβει πχ ο Μιχάλης ή ο Άγγελος.
Α.Μ. Υπήρχαν στο πρόγραμμα και κάποια κομμάτια που ήταν original για trio και αυτό βέβαια έχει ένα ενδιαφέρον για μας. Απλώς αυτό που λέει ο Μιχάλης για το trio όντως είναι μια πρόκληση για μας, γιατί δεν υπάρχει τόσο πολύ «έτοιμο» ρεπερτόριο, ενώ το κουαρτέτο για παράδειγμα είναι πιο καθιερωμένο, υπάρχουν και πιο πολλά original και πιο πολλές έτοιμες διασκευές που μπορεί να βρει κανείς
Μ.Σ. Και από κουαρτέτο εγχόρδων μπορείς να πάρεις και να το προσαρμόσεις για trio
Τ.Β. Έχετε την ανάγκη να αναφερθείτε σε κάποιους συγκεκριμένους συνθέτες; υπάρχει κάποιος που είναι πολύ αντιπροσωπευτικός του γούστου σας;
Α.Μ. Και εκεί συμπίπτουμε. Δεν μας αρέσει μόνο το αμιγώς κλασικό ρεπερτόριο. Και τα παιδιά έχουν παίξει με πολλά διαφορετικά σχήματα πέρα από το χώρο της κλασικής μουσικής. Δηλαδή, μας αρέσει και το φλαμένκο και η latin μουσική - οτιδήποτε δηλαδή έχει να κάνει με την κιθάρα. Σίγουρα όμως παίζουμε με τον «τρόπο» της κλασικής κιθάρας. Kαι Paco de Lucía παίξαμε και τάνγκο, (Piazzolla κτλ), αλλά με κλασικό τρόπο, κλασικές κιθάρες, κλασικό παίξιμο. Οτιδήποτε μπορούμε να πάρουμε και από άλλα είδη μουσικής μας αρέσει και μας συγκινεί.
Μ.Σ. Στο ηχόχρωμα της κιθάρας ταιριάζει πολύ μεγάλο ρεπερτόριο.Υπάρχουν αντιπροσωπευτικοί συνθέτες της κάθε περιόδου που παίζουμε πχ μπαρόκ, μοντέρνα, κλασικά κτλ
Α.Μ. Εκεί που βρίσκω κοινά, που μας ταιριάζουν, σίγουρα από τη μπαρόκ μουσική ο Bach - αποτελεί πάντα μια σταθερή αξία. Επίσης, ο Piazzolla μας συγκινεί και πάντα έχουμε κάτι να διασκευάσουμε, καθώς επίσης και το παραδοσιακό Ισπανικό ρεπερτόριο όπως είναι ο Albeniz ή ο Manuel de Falla.
Τ.Β. Όλοι έχετε παρακολουθήσει σεμινάρια εκτός συνόρων με τον Leo Brouwer και πολλούς σημαντικούς σολίστ και δασκάλους. Εντοπίζετε κάποια στοιχεία διδασκαλίας τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτό που λέμε «καλές πρακτικές διεθνούς εμπειρίας»; τι καινούργιο πήρατε που νομίζετε ότι μπορείτε οι ίδιοι πλέον ως καθηγητές να το «μεταφέρετε» εδώ;
Α.Μ. Εγώ δεν θα το χώριζα «εντός και εκτός συνόρων». Θεωρώ ότι και εντός και εκτός Ελλάδας ο διαχωρισμός είναι ανάμεσα σε κάποιους καθηγητές που βλέπουν την κιθάρα πολύ σφαιρικά και ολοκληρωμένα, έχουν άποψη γύρω από την τεχνική και το ρεπερτόριο και βαθιά γνώση της μουσικής και όχι απλά μια «οργανοπαικτική» γνώση. Θεωρώ ότι και στην Ελλάδα έχουμε αξιόλογους καθηγητές και σολίστες όπως και στο εξωτερικό.
Τ.Β. Σύμφωνοι. Απλώς όταν πάει κανείς σε μια Ακαδημία του εξωτερικού είναι πιθανόν να βρει συνθήκες που αντικειμενικά δεν υπάρχουν εδώ: καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή, διαφορετική κουλτούρα και άλλες ευκαιρίες. Δεν ισχύει;
Α.Μ. Αυτό που αλλάζει με το εξωτερικό είναι η υποδομή. Πηγαίνοντας σε μια Ακαδημία βλέπεις πόσα περισσότερα πράγματα έχεις να σε υποστηρίξουν: πχ μια πολλή καλή βιβλιοθήκη, πολύ καλοί καθηγητές, είτε στα ανώτερα θεωρητικά, είτε στη μουσική δωματίου όπου μπορείς να πάρεις άλλες πληροφορίες ανεξάρτητα από τον καθηγητή του μουσικού οργάνου. Αυτό πιστεύω ότι απουσιάζει στην Ελλάδα. Ένα πρόγραμμα σπουδών πολύ πιο σφαιρικό, αλλά και υλικοτεχνικές υποδομές. Όταν έχεις μια βιβλιοθήκη που μπορείς να πας μέσα να δεις όλες τις παρτιτούρες που χρειάζεσαι, να βρεις τα αυθεντικά κείμενα και να τα μελετήσεις, ή μια δισκοθήκη να ακούσεις 4-5 διαφορετικές εκτελέσεις. Επίσης είναι καλύτερες οι αίθουσες διδασκαλίας και συναυλιών. Επιπλέον, έχεις τη δυνατότητα να παίξεις με σύνολα που εδώ στα μικρότερα ωδεία που σπουδάσαμε ήταν πιο περιορισμένα.
Μ.Σ. Συμφωνώ με τον Άγγελο αν και στην Ελλάδα έχουμε κάποια-ελάχιστα βέβαια-ωδεία που τηρούν αυτές τις προδιαγραφές.
Τ.Β. Σε σχέση με σεμινάρια που κάνατε όλοι στο εξωτερικό, υπήρχε κάποιος καθηγητής που αισθάνεστε ότι σας «σημάδεψε»;
Μ.Σ. Εμένα προσωπικά δεν με σημάδεψε κάποιος, ώστε να πω ότι αυτός ήταν ο καλύτερος ή ότι μου έδωσε κάτι που δεν έχω ξανακούσει ποτέ. Αυτά τα σεμινάρια έχουν το χαρακτηριστικό ότι σου λέει κάποιος καθηγητής κάτι και μετά μπορεί να πας σε κάποιον άλλο που να σου πει κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό, είτε σε θέματα τεχνικής, είτε σε θέματα Σχολών, (στάση της κιθάρας, ήχος, που γίνεται μεγάλη συζήτηση γι΄αυτό). Ένας δάσκαλος μπορεί να είναι εξίσου καλός με κάποιον άλλο, αλλά να είναι διαφορετικός. Εγώ απ΄όλους έχω πάρει κάτι. Απόψεις. Δεν σημαίνει ότι τις έχω κάνει πράξη. Απλά παίρνεις μια γενική άποψη και μετά διαμορφώνεις το δικό σου χαρακτήρα.
Το “Fuego Guitar Trio” στο “Faust,” 24 Απριλίου 2013
Τ.Β. Αναφορικά με το θέμα των Σχολών, έχετε υπάρξει και οι τρεις, μαθητές του ίδιου δασκάλου. Να υποθέσω ότι είναι και αυτό ένα στοιχείο που σας έχει ενώσει σε θέματα τεχνικής και κουλτούρας;
Α.Μ. Σίγουρα.Εγω ήμουν μαθητής του Κώστα Γρηγορέα από την τάξη του οποίου αποφοίτησα,και αργότερα παρακολούθησα μαθήματα με τον Κ.Κοτσιώλη. Η αλήθεια είναι ότι το φεστιβάλ που διοργάνωνε ο Κ. Κοτσιώλης στο Βόλο ήταν μεγάλο «σχολείο» και τόπος συνάντησης για όλους εμάς. Άλλωστε εκεί γνωριστήκαμε με το Μιχάλη και το Roland. Από αυτή την άποψη έχουμε μια κοινή συνισταμένη: όλοι είχαμε βρεθεί σε αυτό το φεστιβάλ, όλοι είχαμε ακούσει τους σολίστες που ερχόντουσαν από το εξωτερικό, είχαμε αυτή την κοινή εμπειρία. Αυτό ναι, είναι ένας συνδετικός κρίκος πολύ ισχυρός. Δεν θέλω όμως να το διαχωρίσω πολύ στο θέμα της Σχολής διδασκαλίας της κιθάρας, γιατί δεν σημαίνει ότι όλοι οι μαθητές ενός καθηγητή έχουν το ίδιο παίξιμο. Αυτό για ένα δάσκαλο θα το θεωρούσα αποτυχία! Σε όλους τους αξιόλογους καθηγητές, οι μαθητές έχουν μια ποικιλία στον τρόπο παιξίματος και στην τεχνική.
Μ.Σ.Εγώ ξεκίνησα κιθάρα με τον Μ.Βαϊνδιρλη και συνέχισα με τον Κ.Κοτσιώλη,με τον οποίο και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου. Μέσα από τη διδασκαλία του, αλλά και το φεστιβάλ του Βόλου που συμμετείχαμε, αποκτήσαμε μία κοινή και ολοκληρωμένη άποψη για την κιθάρα.
Τ.Β. Εσείς ως δάσκαλοι, αισθάνεστε ότι έχετε κάποια συγκεκριμένα πρότυπα καθηγητών; Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται οι μαθητές σας;
M.Σ.Πιστεύω ότι ένας καλός καθηγητής θα πρέπει να γνωρίζει καλά το αντικείμενό του. Πιο σημαντικό όμως είναι να τους κάνω να αγαπήσουν τη μουσική. Πρώτα απ΄όλα αυτό. Δεν θεωρώ ότι ο κάθε δάσκαλος είναι «αυθεντία». Μπορεί να τους πω κάτι και μετά να πάνε σε κάποιον άλλο και να τους πει κάτι διαφορετικό. Θέλω να πηγαίνουν παντού. Γιατί είμαστε στο 2013! Υπάρχει και το YouTube! Άμα του πω «μην πάς», θα δει κάτι στο YouTube και θα πει: «αυτό, γιατί δεν μου το πε». Η συμβουλή μου είναι: «Πήγαινε, άκου, γιατί μπορεί να σου ταιριάζει αυτό και εμένα να μου ταιριάζει το άλλο».
Τ.Β. Έχετε και οι τρεις την εμπειρία της σύμπραξης με ορχήστρες. Υπάρχει κάποια εμπειρία από αυτές που θεωρείτε πολύ σημαντική;
R.H. Το σολιστικό ρεπερτόριο για κιθάρα και ορχήστρα είναι για τον σολίστ κιθάρας μια ωραία εμπειρία, επειδή δεν υπάρχουν πολλά έργα ώστε να μπορεί κανείς να μελετά όλη του τη ζωή όπως οι πιανίστες ή οι βιολιστές. Τώρα ως μέλος μιας συμφωνικής ορχήστρας εμένα δεν με εντυπωσίαζε ποτέ αυτό που έπαιζε εκείνη τη στιγμή η κιθάρα, όσο αυτό που ακουγόταν γύρω μου.
Μ.Σ. Εκτός των άλλων έχω παίξει υπό τη διεύθυνση του L. Brouwer στο ΜΜΑ το έργο «Concerto Andaluz» του J. Rodrigo. Είχε ένα μαγικό τρόπο να διευθύνει ο Brouwer. Δυο πρόβες και ήταν όλα τέλεια! Αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι…
Σε σχέση με τις ορχήστρες όμως, έχω να παρατηρήσω ότι στην Ελλάδα, δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά συμπράττουν με τις ορχήστρες οι ίδιοι άνθρωποι!
Τ.Β. Υπονοείτε ένα έλλειμμα αξιοκρατίας;
Μ.Σ. Όχι, γιατί μπορεί να είναι εξίσου καλοί ή καλύτεροι. Απλά υπάρχουν και άλλοι καλοί μουσικοί. Και οι πιο νέοι που τώρα αποφοιτούν.
Α.Μ. Για να βελτιωθεί κανείς σε αυτό που κάνει θα πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία. Ένας άνθρωπος που είναι «φτασμένος» σολίστας και έχει παίξει πολλές φορές με ορχήστρα σίγουρα θα παίξει καλά. Ένας άνθρωπος που δεν έχει παίξει αν δεν του δοθεί η ευκαιρία να το δοκιμάσει στην πράξη δεν είναι εύκολο να το «χτίσει» αυτό. Στην Ελλάδα που δεν υπάρχουν πολλές ορχήστρες είναι ακόμη χειρότερα να ανακυκλώνονται οι ίδιοι άνθρωποι. Ίσως οι διοργανωτές στην αγωνία τους να εξασφαλίσουν κάποιο ακροατήριο θεωρούν πιο «ασφαλή» επιλογή έναν άνθρωπο που είναι ήδη γνωστός παρά κάποιον άλλο.
Θα μπορούσαν να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους. Μάλιστα, είδα πρόσφατα στο «TaR» ότι η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης κάνει έναν διαγωνισμό κιθάρας. Το πρώτο βραβείο θα είναι να συμπράξει ο νικητής με την ορχήστρα. Αυτό θα μπορούσαν να το είχαν σκεφτεί χρόνια τώρα. Να γινόταν ένας διαγωνισμός ακροάσεων που θα ήταν ένα κίνητρο για όλους να μελετήσουν και να προσπαθήσουν να διακριθούν.
Τ.Β. Έχετε και τις δυο εμπειρίες: σύμπραξη κιθάρας με ορχήστρα, αλλά και με σύνολα μουσικής δωματίου. Αν είχατε τόσες ευκαιρίες ώστε να μπορείτε να επιλέγετε σε ποια από τις δυο καταστάσεις νομίζετε ότι η κιθάρα αναδεικνύεται περισσότερο ή το ρεπερτόριο σας φαίνεται πιο ενδιαφέρον;
Μ.Σ. Με το fuego guitar trio είμαστε και φίλοι, αναλύουμε τα έργα, το βάθος της δουλειάς είναι διαφορετικό. Δεν το συγκρίνω με μια ορχήστρα που θα πάω να παίξω μια φορά και θα φύγω και ίσως να μην γνωρίζω προσωπικά τους μουσικούς. Μου αρέσουν όλα, αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και βεβαίως εξαρτάται και από το ρεπερτόριο. Σε ένα σύνολο μουσικής δωματίου αν η κιθάρα παίζει μόνο συνοδεία δεν θα μου άρεσε. Δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Τελευταία, κάποιοι νέοι συνθέτες γράφουν για κιθάρα. Μακάρι να παιχτούν κάποια στιγμή αυτά τα έργα.
R.H. Στη Γερμανία αυτά είναι αυτονόητα. Η μουσική δωματίου στις σπουδές των Ακαδημιών είναι υποχρεωτικό μάθημα για μεγάλο χρονικό διάστημα και όχι για ένα εξάμηνο. Υπάρχει μάθημα συνοδείας φωνής στο προκλασικό ρεπερτόριο, όπως και για να πάρει κανείς πτυχίο είναι υποχρεωτική και η σύμπραξη με ορχήστρα. Θα πρέπει να δώσεις στο τέλος εξετάσεις σε πραγματικές συνθήκες. Η φοιτητική ορχήστρα της Κολωνίας είναι σχεδόν ισάξια σε επίπεδο με μια επαγγελματική ορχήστρα! Βέβαια είναι νέοι σολίστ, δεν έχουν την ίδια εμπειρία, αλλά έχουνε δυνατότητες απίστευτες, το τεχνικό τους επίπεδο είναι καταπληκτικό!
Σε όλες τις σχολές, έχουνε μια ορχήστρα! Ερασιτεχνική βέβαια. Αλλά μπορεί να πάει ένας μουσικός και να πει: «έχω παίξει δυο κονσέρτα με την ορχήστρα του Πανεπιστημίου της Κολωνίας» στην οποία μπορεί να συμμετέχουν ιατροί, δικηγόροι κτλ Δεν μιλάμε για επαγγελματίες μουσικούς, αλλά παίζουν καλά.
Α.Μ. Mε αυτές τις ορχήστρες μπορεί ένα νέο παιδί να παίξει ένα κονσέρτο, να κάνει την πρόβα του, να δει πως εξελίσσεται και αν έχει αργότερα μια επαγγελματική ευκαιρία που θα πρέπει να παίξει πάρα πολύ καλά, να έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις του! Πολύ σημαντικό! Εδώ που θα το κάνει αυτό;
R.H. Για να έρθουμε επομένως στην ερώτηση «τι μου αρέσει» αυτό έχει να κάνει με το τι σε διδάσκουν, ώστε να μπορείς να πεις ότι «μου αρέσει να παίξω με ορχήστρες» ή «δεν μου αρέσει». Aν δεν το έχεις κάνει, δεν μπορείς να έχεις άποψη. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με τη μουσική δωματίου έχουν ξεκινήσει με δική τους πρωτοβουλία. Το ίδιο το σύστημα δεν βοηθάει.
Σε ό,τι με αφορά, εξαρτάται: αν είναι εύκολο το ρεπερτόριο και δεν έχω πρόκληση-τελικά μάλλον δεν θα μου αρέσει. Πρέπει να έχει μια πρόκληση το ρεπερτόριο.
Τ.Β. Με δεδομένη τη διαφορά ευκαιριών σε Γερμανία και Ελλάδα, τι σας παρακίνησε να έρθετε στην Ελλάδα αντί να μείνετε στη Γερμανία;
R. H. Ο συγκεκριμένος Καθηγητής. Τον γνώρισα στη Φιλανδία το 1990-91 σε σεμινάρια και σε έναν διαγωνισμό που είχα πάει. Μετά ήρθα στο Φεστιβάλ του στο Βόλο. Αργότερα τελειώνοντας ένα μέρος των σπουδών μου στη Γερμανία, ήθελα να πάω στο εξωτερικό και τελικά επέλεξα την Ελλάδα.
Τ.Β. Αισθάνεστε δικαιωμένος από αυτή σας την απόφαση;
R.H. Αυτό που πίστευα ότι μου έλειπε, το πήρα.
Τ.Β. Θα μείνω πάλι σε κάτι κοινό και για τους τρεις: έχετε βραβευτεί όλοι σε διεθνείς διαγωνισμούς. Θυμάστε κάποιο βραβείο που υπήρξε καθοριστικό για τη σταδιοδρομία σας;
Α.Μ. Πέρα απ΄το ότι είναι μια ευκαιρία των μουσικών να αναδειχθούν, να δείξουν τη δουλειά τους, θεωρώ ότι οι διαγωνισμοί είναι μια χρήσιμη εμπειρία, γιατί δοκιμάζεις τις δυνάμεις σου, αναγκάζεσαι να τελειοποιήσεις στοιχεία που ακόμη και σε μια συναυλία θα περνούσαν απαρατήρητα, ενώ εκεί περνάνε από ένα «ψιλό κόσκινο» και έτσι γίνεσαι καλύτερος. Καταρχάς έχουν έναν εκπαιδευτικό ρόλο. Κατά δεύτερον, ένας νέος μουσικός εκεί έχει την ευκαιρία να δείξει τη δουλειά του.
Για μένα πολύ σπουδαίο ήταν το βραβείο που κέρδισα στο Φεστιβάλ του Βόλου με την έννοια ότι ένοιωσα ότι το παίξιμο μου έφτασε σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο, καθώς το συγκεκριμένο φεστιβάλ ήταν από τα πιο σημαντικά διεθνώς.
Στο φεστιβάλ του Βόλου το βραβείο εκτός των άλλων ήταν να παίξεις την επόμενη χρονιά ένα ρεσιτάλ εκεί - κάτι το οποίο σου έδινε μια ακόμη ευκαιρία να δείξεις τη δουλειά σου και αυτό ίσως είναι και το πιο χρήσιμο «κομμάτι» στα βραβεία των διαγωνισμών.
Μ.Σ.Προσωπικά από τα πιο σημαντικά πρώτα βραβεία που έχω πάρει ήταν αυτά του Βόλου και των Καναρίων Νήσων στην Ισπανία. Γενικά και το πρώτο βραβείο και το δεύτερο είναι η επιβράβευση της απόδοσης που έχεις εκείνη τη στιγμή. Το βραβείο είναι πολύ σημαντικό, αλλά δεν είναι τα πάντα! Μπορεί κάποιος να πάρει βραβείο και να μην είναι πολύ καλός. Ιδίως τα τελευταία χρόνια υπάρχει πληθώρα βραβείων. Υπάρχουν «σοβαροί» διαγωνισμοί των οποίων οι επιτροπές λένε: «δεν θα δώσουμε πρώτο. Δεν αξίζει». Υπάρχουν άλλοι που λένε: «ο σπόνσορας μας έχει δώσει κάποια χρήματα. Τι θα τα κάνουμε;» οπότε «αναγκάζονται» να δώσουν πρώτο βραβείο ή έχουν έπαθλο μια κιθάρα. Τι θα κάνουν, δεν θα τη δώσουν; οπότε έτσι γεμίζουν τα βιογραφικά με πρώτα βραβεία και μετά ακούει κανείς και λέει είναι δυνατόν αυτός να έχει πρώτο βραβείο; Είχα τύχει ως μέλος επιτροπής σε διαγωνισμό που σε μια από τις κατηγορίες συμμετείχε μόνο ένας! ο οποίος πήρε το τρίτο βραβείο. Επίσης γνωρίζω συναδέλφους που παίζουν καταπληκτική κιθάρα και δεν έχει τύχει να πάρουν βραβείο.
Τ.Β. Δεδομένου ότι τα βραβεία δίνονται συχνά και στο πλαίσιο κιθαριστικών φεστιβάλ, ας υποθέσουμε ότι εσείς ως trio είχατε απέναντί σας την… Τρόικα (!) η οποία στο πλαίσιο περικοπής δαπανών είχε επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης των επικείμενων φεστιβάλ που γίνονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας το καλοκαίρι και έπρεπε να την πείσετε ότι αξίζει να δίνονται κονδύλια για να «επιβιώνουν» αυτοί οι θεσμοί. Ποια θα ήταν η βασικότερη επιχειρηματολογία σας;
Μ.Σ. Εγώ θα έλεγα ότι αν η διοργάνωση είναι σοβαρή και υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου θα έκανα τα ρεσιτάλ και τα σεμινάρια αφιλοκερδώς.
Α.Μ. Αν είχα την Τρόικα απέναντί μου θα έλεγα ότι: δεν έχει νόημα να ζούμε αν δεν έχουμε και κάτι στο οποίο να προσβλέπουμε. Kαι η μουσική μας δίνει ακριβώς αυτό το "κάτι", το οποίο είναι απολύτως απαραίτητο. Ειδικά για τα νέα παιδιά, που όταν πηγαίνουν σε ένα Φεστιβάλ το οποίο συνήθως συνδυάζεται με κάποιο σεμινάριο, τους δημιουργεί αυτή την ελπίδα ότι: «δούλεψε στη μουσική, μάθε κάτι και θα βγεις και εσύ να παίξεις σε μια συναυλία». Αν αυτό το πράγμα σταματήσει, σταματάει και κάθε προοπτική.
Τ.Β. Θεωρείτε όμως το Κράτος είτε ως υπουργείο, είτε ως Χ Δήμος, πρέπει να μένει αμέτοχο σε μια προσπάθεια πολιτισμού;
Μ.Σ. Όχι, απλά δεν ξέρω αν οι Δήμοι έχουν χρήματα, είναι πολύ χρεωμένοι. Βέβαια απ΄την άλλη κάποια Φεστιβάλ έχουν σταματήσει, ενώ ταυτόχρονα βλέπω κάποιον λαϊκό τραγουδιστή (πίστας) να δίνει συναυλία και μαθαίνουμε ότι πήρε αμοιβή 10.000 ή 20.000 Ευρώ! Μα με 10.000 μπορείς να κάνεις δυο Φεστιβάλ!
Α.Μ. Όχι μόνο τώρα με την κρίση, αυτό συνέβαινε πάντα. Όταν οι μουσικοί έπρεπε να πάρουν μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή αμοιβή για να παίξουν σε κάποιο φεστιβάλ πάντα οι αμοιβές ήταν το ελάχιστο που μπορούσαν να δώσουν, ενώ μαθαίναμε από τα ΜΜΕ ότι καλλιτέχνες «εμπορικοί», αμείβονταν πολύ παραπάνω
Μ.Σ. Συχνά σε αυτές τις «εμπορικές» συναυλίες η είσοδος είναι ελεύθερη. Άρα δεν έχουν έσοδα οι Δήμοι από αυτό, όμως προσβλέπουν σε πολιτικό όφελος.
Α.Μ. Έχουμε στην Ελλάδα μία κακή νοοτροπία.Η μόνιμη επωδός είναι ότι «το Κράτος δεν βοηθάει». Φυσικά και θα μπορούσαν να βοηθήσουνε - περισσότερο βέβαια σε τοπικό επίπεδο. Η κάθε τοπική κοινωνία θα πρέπει να κάνει τις επιλογές της και να διαλέξει να στηρίξει αυτά που θεωρεί σημαντικά. Ας μην πάμε σε μεγαλόσχημες κουβέντες ότι το Υπουργείο θα πρέπει να δώσει μεγάλες επιχορηγήσεις. Ως άνθρωποι, αποφασίζουμε ότι σε αυτή την τοπική κοινωνία χρειαζόμαστε ένα φεστιβάλ κιθάρας. Θα βρούμε τον τρόπο. Για παράδειγμα με δυο σπόνσορες και ενδεχομένως μια μικρή επιχορήγηση από το Δήμο και κάποιους σολίστες που θα έρθουν αφιλοκερδώς θα τα καταφέρουμε.
Μ.Σ. όπως γίνεται για παράδειγμα στο Φεστιβάλ Καλαμάτας που θα πάμε τώρα το Μάιο.
Τ.Β. Μιλήστε μας λίγο γι΄αυτό. Θα πάτε ως fuego guitar trio;
M.Σ. Όχι θα πάμε ως σολίστ, ο Άγγελος και εγώ.
Τ.Β. πότε γίνεται;
Μ.Σ. 9-11 Μαΐου
Α.Μ. Στο δημοτικό ωδείο Καλαμάτας, όπου είναι Διευθυντής ο Διονύσης Μαλούχος
Μ.Σ. «Γεράσιμος Μηλιαρέσης» είναι το όνομα του Φεστιβάλ
Α.Μ. Ο κ Μαλούχος, παρότι πιανίστας ο ίδιος, αποφάσισε κάποια στιγμή ότι θέλει εκεί να διοργανώσει Φεστιβάλ κιθάρας. Εφόσον υπάρχει το δημοτικό ωδείο που διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές και με τη στήριξη του συλλόγου γονέων του Ωδείου, το πραγματοποίησε. Εμείς δεχόμαστε να πάμε αφιλοκερδώς, να παίξουμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας να διδάξουμε τα παιδιά, οπότε να ένα παράδειγμα: σε τοπικό επίπεδο η Καλαμάτα αποφάσισε ότι θέλει να έχει Φεστιβάλ και το έπραξε.
Τ.Β. Είναι αμιγώς φεστιβάλ κιθάρας;
Μ.Σ. Ναι. Και αναφορικά με αυτό που λέγαμε πριν, στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν γίνει φοβερά άλματα. Βλέπεις και παίζουν κλασική μουσική ακόμη και σε μπαράκια, σε βιβλιοπωλεία μικρά, γίνονται ρεσιτάλ οπουδήποτε. Δηλαδή ο κόσμος φαίνεται ότι θέλει να πηγαίνει. Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές εκδηλώσεις. Δεν είναι μόνο στους γνωστούς καταξιωμένους χώρους
Τ.Β. Παίρνω ως αφορμή και κάτι άλλο: στον Φ.Σ. «Παρνασσό» στις 16 και 18 Απριλίου η καλλιτεχνική διευθύντρια του διεθνούς φεστιβάλ Αίγινας διενήργησε δυο συναυλίες για την ενίσχυση του Φεστιβάλ. Αυτό δεν δείχνει ότι υπάρχει πρόβλημα; Ότι απειλείται η βιωσιμότητα των Φεστιβάλ;
Μ.Σ. Εάν το δει κάποιος αποστασιοποιημένα θα σου πει: «εντάξει αν δεν έχουμε μουσική, δεν θα πεθάνουμε». Ο συνταξιούχος έχει πρόβλημα, δεν θα στηρίξουμε ένα Φεστιβάλ. Επειδή είμαστε μουσικοί και μας ενδιαφέρει το θέμα, γι΄αυτό ασχολούμαστε συνέχεια με τη μουσική.
Α.Μ. Συμφωνώ. Αλλά σε περιόδους κρίσης, ο άνθρωπος χρειάζεται την ελπίδα, την αισιοδοξία. Αν δεν του δώσεις προοπτική, τότε καταστρέφεται τελείως.
Μ.Σ. Παρόλα αυτά και αναλογικά με τον πληθυσμό μας έχουμε αρκετά Φεστιβάλ και συναυλίες, ίσως περισσότερο στις πόλεις. Η μουσική είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο. Και επειδή συζητάμε πολύ για τον ρατσισμό νομίζω ότι υπάρχει πολύ έντονα και στην τέχνη της μουσικής. Θα ήθελα ας πούμε τα ΜΜΕ να παίζουν περισσότερο κλασική μουσική με τις όποιες προεκτάσεις της. Να ακούγονται φυσικά και άλλα είδη, αλλά να προβάλουν και την κλασική.
Α.Μ. Τα περισσότερα ΜΜΕ αποκλείουν την κλασική μουσική.
R.H. Κάθε Δήμος στην Ελλάδα έχει κάποια λεφτά για να κάνει το καλοκαίρι ένα Φεστιβάλ. Ρίξετε μια ματιά στα προγράμματα: πόσες κλασικές συναυλίες περιέχουν και πόσες από αυτές που ανακοινώνονται αξίζουν. Εγώ έχω πάει σε πολλά φεστιβάλ με διάφορα σχήματα (εννοώ τα λεγόμενα «έντεχνα» σχήματα). Τα περισσότερα από αυτά τα σχήματα δεν ήταν σε επίπεδο για να εμφανιστούν σε ένα φεστιβάλ. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς πήγε ο Χ άνθρωπος εκεί; Ενώ ο «καλός» μουσικός είναι κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένος.
Μετά, το θέμα είναι πώς παρουσιάζεται η κλασική μουσική. Για παράδειγμα, στο BBC υπάρχει μια πρωινή εκπομπή, 6.00 – 8.00 κάθε μέρα, όπου παίζουν πχ Beethoven, Haydn κτλ αλλά το παρουσιάζουν με πρωτότυπο τρόπο. Έχουν τρομερή ακροαματικότητα, αλλά δεν το παρουσιάζουν «στεγνά».
Τ.Β. Έχετε κάποια πρόταση για την επιβίωση των Φεστιβάλ κιθάρας;
M.Σ. Είναι λίγο δύσκολο. Γιατί αν είναι διεθνές το Φεστιβάλ και πρέπει ο διοργανωτής να καλέσει δέκα άτομα από το εξωτερικό με μέσο όρο εισιτηρίων και εξόδων φιλοξενίας το λιγότερο 400,00 Ευρώ (αν είναι από Ευρώπη), δεν μπορεί να βάλει ο ίδιος τα χρήματα από την τσέπη του, ούτε να πει στο μαθητή να δώσει μια υψηλή συμμετοχή. Είναι δύσκολο.
Α.Μ. Γι΄αυτό επιμένω στις προσπάθειες της τοπικής κοινωνίας. Tο budget ενός μεγάλου Φεστιβάλ, δεν νομίζω ότι θα αποτελούσε πρόβλημα για ένα Δήμο, αν πραγματικά το έθετε στις προτεραιότητές του. Για παράδειγμα, οι εταιρείες οι αεροπορικές ή οι ακτοπλοϊκές θα μπορούσαν να παραχωρήσουν κάποια εισιτήρια και πολλοί καλλιτέχνες θα δεχόντουσαν να έρθουν χωρίς αμοιβή αν το Φεστιβάλ έχει προοπτικές. Εκεί τοποθετώ εγώ το ζήτημα: η εκάστοτε τοπική κοινωνία εδώ στην Ελλάδα δεν το θεωρεί άμεση προτεραιότητα. Όπου οι άνθρωποι έχουν αρκετό πείσμα να «κρατήσουν» ένα Φεστιβάλ, το «κρατάνε».
Τ.Β. Προσφάτως ακούσαμε στο Athenaeum ένα πολύ ενδιαφέρον έργο του Ν. Ξανθούλη με τρομπέτα, κιθάρα, πιάνο και κοντραμπάσο, όπου στην κιθάρα σολίστ ήταν ο κ Μπότσης. Γιατί κατά τη γνώμη σας δεν είναι πολύ συνηθισμένη η σύμπραξη κιθάρας με άλλα όργανα;
Α.Μ. Από τη μια πλευρά η κιθάρα ως όργανο αποκόπηκε από την κύρια παράδοση των οργάνων της κλασικής μουσικής κυρίως λόγω χαμηλού ήχου - μπορούμε να το δούμε αυτό ιστορικά. Η κιθάρα του 19ου αιώνα είχε σαφώς πολύ χαμηλότερο ήχο και δύσκολα θα μπορούσε να «συμβαδίσει» με τα υπόλοιπα όργανα. Αυτό την κράτησε πίσω και στη συμμετοχή στα σύνολα και ως προς το ότι οι συνθέτες οι «μεγάλοι» της εποχής δεν ενδιαφέρθηκαν και τόσο να γράψουν γι΄αυτό το όργανο. Πλέον, η κιθάρα έχει αλλάξει ηχητικά και η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να παρέχει ενίσχυση στο όργανο, χωρίς να αλλάζει σημαντικά η φυσιογνωμία του. Αλλά και οι τεχνικές δυνατότητες των κιθαριστών είναι τέτοιες, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν άνετα σε τέτοια σχήματα. Να αρχίσουμε πλέον να βλέπουμε ότι η κιθάρα δεν είναι μόνο ένα σολιστικό όργανο, αλλά και ένα όργανο μουσικής δωματίου.
R.H. Τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια, θεωρώ ότι έχουν γραφτεί αρκετά κομμάτια με σύνολα όπως αυτό που έπαιξε ο Άγγελος. Δεν είναι αυτό λοιπόν το πρόβλημα, αλλά ότι το σύγχρονο άκουσμα δεν θεωρείται «εύκολη» μουσική για τον ακροατή. Γίνονται διαγωνισμοί συνθετών που είναι υποχρεωτική η συμμετοχή της κιθάρας σε ένα σύνολο. Δηλαδή γράφονται έργα. Μόνο που το ύφος είναι σύγχρονο και πάρα πολύ δύσκολο να το κατανοήσει ο ακροατής.
Τ.Β. Γιατί είναι μικρός κύκλος, επειδή λίγοι μπορούν να κατανοήσουν;
R.H. Δεν είναι θέμα κατανόησης, αλλά αισθητικής
Μ.Σ. Πόσο συναίσθημα να έχει, ας πούμε, μία «τεχνοκρατική» μουσική. Μπορεί να είναι πολύ μπροστά. Εγώ είμαι υπέρ της καινοτομίας, αλλά θέλει προσοχή, είναι ρίσκο. Το μέλλον είναι κατά τη γνώμη μου το έξυπνο «πάντρεμα». Πώς έκανε ο Πιατσόλα; «πάντρεψε» τη τζαζ με την κλασική και το τάγνκο. Ή όπως το ταγκό –φλαμένγκο και άλλα είδη μουσικής που δημιουργούνται από συνδυασμούς
Α.Μ. Θα ήταν απλοϊκό να απορρίψουμε μια μουσική. Σίγουρα υπάρχουν μουσικές που είναι «προσιτές» και άλλες που δεν είναι. Και σε αυτές τις μη προσιτές μουσικές υπάρχουν «καλά» πράγματα, τα οποία όμως για να τα συναντήσει ο ακροατής θέλει κάποια προεργασία. Εκεί είναι το πρόβλημα. Όμως υπάρχει και το ενδεχόμενο ο ακροατής να κάνει όλη την προεργασία που απαιτείται και αυτό που θα συναντήσει να μην αξίζει τον κόπο. Δηλαδή, η καλή και η κακή μουσική υπάρχει σε όλα τα είδη. Δεν σημαίνει ότι επειδή είναι κλασική μουσική γραμμένη από σπουδαγμένους συνθέτες θα είναι απαραίτητα και καλή. Όμως δεν νοείται κατά τη γνώμη μου μουσική, όσο εγκεφαλική και να την πούμε, που να μην έχει κάποιο συναισθηματικό υπόβαθρο. Αν πάρουμε όλες τις εποχές για παράδειγμα ο Bach ήταν ένας από τους εγκεφαλικούς συνθέτες. Διαβάζοντας από τις πηγές κατηγορήθηκε στην εποχή του γι΄αυτό. Σήμερα όμως αναγνωρίζουμε ότι ή μουσική του έχει ένα τεράστιο συναισθηματικό περιεχόμενο. Εκεί που απουσιάζει το συναισθηματικό περιεχόμενο, η μουσική έχει αποτύχει. Για να μείνει αυτή η μουσική και να μην είναι της μιας φοράς θα πρέπει να μας αφήσει και κάτι για να την αναζητήσουμε ξανά.
Τ.Β. Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε;
Α.Μ. Ευχαριστούμε πολύ το “TaR” που μας έδωσε την ευκαιρία γι΄ αυτή την συνέντευξη, καθώς και για την προσπάθεια που γίνεται να υπάρχει όλη αυτή η ενημέρωση και η κυκλοφορία των ιδεών και των συμβάντων στον ελληνικό κιθαριστικό χώρο και όχι μόνο.
Εγώ κάποια στιγμή θα ήθελα να ανοίξει μια μεγάλη κουβέντα για το θέμα της μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι το σύστημα διδασκαλίας το ωδειακό είναι πλήρως απηρχαιωμένο. Μιλάω ειδικά για την κιθάρα. Με αφορμή αυτή την κρίση όπου είναι μια ευκαιρία όλοι να επανατοποθετηθούμε και να μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο τις προσπάθειές μας και όσον αφορά το επάγγελμά μας και όσον αφορά το χώρο που κατέχουμε στην κοινωνία ως άνθρωποι, ως μουσικοί ως καλλιτέχνες ως εκπαιδευτικοί. Αυτή τη στιγμή ένα πάρα πολύ καλό δίπλωμα που μπορεί να παράγει ένα καλό ωδείο τηρώντας ακριβώς τις προϋποθέσεις του νόμου, με τα σημερινά δεδομένα είναι «ελλιπές». Ακόμα, ακόμα είδαμε ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί από μας μπήκαν στην περιπέτεια να διδάξουν στα μουσικά σχολεία…
Τ.Β. Γιατί το χαρακτηρίζετε ως περιπέτεια;
Γιατί για μένα δεν είχε μέχρι τώρα κανένα αίσιο τέλος. Έχω διδάξει δέκα χρόνια ως ωρομίσθιος αναπληρωτής μάλιστα έχοντας περάσει και το σεμινάριο της παιδαγωγικής κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ που το υπουργείο Παιδείας έθεσε ως προϋπόθεση για το μόνιμο διορισμό μας, αλλά και πάλι με διάφορα προσκόμματα δεν διορίστηκε κανένας από μας. Υπάρχει ένα κράτος που δεν ξέρει που βαδίζει. Ιδρύει μουσικά σχολεία μην έχοντας μόνιμο προσωπικό. Αν υποθέσουμε ότι αυτό το μουσικό Γυμνάσιο ήταν μια ιδιωτική επιχείρηση, υπήρχε ποτέ περίπτωση να μην έχει εξασφαλισμένο το προσωπικό; προφανώς όχι. Ξεκινάει το μουσικό Γυμνάσιο το Σεπτέμβριο χωρίς να έχει καθηγητές. Στην πορεία προσλαμβάνει καθηγητές που είναι ωρομίσθιοι. Τους απασχολεί κάποια χρόνια και στη συνέχεια αποφασίζει ότι τα προσόντα με τα οποία τους επέλεγε δεν του κάνουνε πια. Δηλαδή, δεν έχει κανένα στόχο, καμία οργάνωση. Η μεγαλύτερη ζημιά ήταν στα παιδιά που αποφοίτησαν από αυτά τα σχολεία βλέποντας πλήρη απαξίωση. Άρα τι μήνυμα περάσαμε σε αυτά τα παιδιά; αντί να εστιάσουμε την προσοχή μας στο ότι θα πρέπει να αναγνωριστούν τα διπλώματα ή τα πτυχία του ωδείου ως ένα «ανώτερο» δίπλωμα, θα πρέπει να εξετάσουμε την ουσία του πράγματος και να δούμε τι είναι επιτέλους αυτό το δίπλωμα.
Μ.Σ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν γίνεται αυτό ακόμη. Τα λένε από την δεκαετία του 90!
Α.Μ. Μονίμως ζητάμε από τους «από πάνω» να αναγνωρίσουν ότι τα πτυχία μας είναι ανώτερα. Να αναγνωρίσουν ότι πρέπει να στηρίξουν το φεστιβάλ. Θέλω επιτέλους να δω η προσπάθεια να γίνεται από «κάτω» προς τα πάνω. Δεν είδα ποτέ να γίνεται διαδήλωση, διαμαρτυρία, έγγραφα για να μάθουμε στα ωδεία δέκα μαθήματα παραπάνω, ο πτυχιούχος της κιθάρας να έχει παιδαγωγική κατάρτιση. Έχουν συμβεί εξελίξεις στη παιδοψυχολογία, στην μεθοδολογία της διδακτικής, τις οποίες δεν έχουμε πάρει είδηση! έρχονται παιδιά που αργούν πολύ να αναγνώσουν την παρτιτούρα, ή άλλα που διαπιστώνουμε μια τεράστια δυσκολία στην ανάγνωσή της. Αυτά τα παιδιά πως θα τα στηρίξουμε; με τι εφόδια; Ποιος θα μας εκπαιδεύσει; Είναι ολόκληρη επιστήμη η παιδαγωγική. Επίσης γιατί το ωδείο στο δίπλωμά του να μην έχει την ιστορία της τέχνης στο υποχρεωτικό πρόγραμμα; Γιατί αντί να έχει ένα «στεγνό» μάθημα αρμονίας, να μην ζητά από το μαθητή την παρουσίαση μιας καλής διασκευής; Αν γίνουν αυτά, το ωδείο αυτόματα αναβαθμίζεται. Και μετά «χτυπάς την πόρτα» του Υπουργείου και λες: «αφού γίνει όλη αυτή η δουλειά δεν μπορείς να με αντιμετωπίζεις όπως πριν». Η αλλαγή γίνεται από «κάτω». Το να έρθει κάποιος και να μας ονομάσει «ανώτερους» δεν θα αλλάξει τίποτε στην ουσία των πραγμάτων.
R.H. Στη Γερμανία υπάρχει το πτυχίο, δίπλωμα και μετά μια επιπλέον σπουδή τελειώνοντας το δίπλωμα με άριστα παμψηφεί. Εγώ πήγα σε μια Σχολή που είναι η παλαιότερη ακαδημία της Γερμανίας όπου δεν είχε καθηγητή κιθάρας. Σπούδασα ένα χρόνο με έναν βιολιστή και έναν χρόνο με έναν πιανίστα. Δεν μου δίδασκαν δακτυλοθεσία. Μου έδιναν κατευθύνσεις ερμηνείας και μου έπαιζαν αυτά που έπαιζα εγώ στην κιθάρα στο πιάνο ή στο βιολί και έτσι κατάλαβα πόσο πιο ολοκληρωμένα εκπαιδευμένοι είναι. Τώρα τελευταία υπάρχει μια γενιά κιθαριστών που έχει ασχοληθεί πολύ πιο ολοκληρωμένα με τη μουσική. Πρέπει να ξέρει ο άλλος γιατί παίζω αυτή τη νότα δυνατά. Ένα πολύ μικρό ποσοστό καθηγητών κάνουν αυτή τη δουλειά. Οι υπόλοιποι έχουν πάρει το «δίπλωμα» και «μεταφέρουν» αυτό που τους έχει πει ο δάσκαλός τους.
Μ.Σ. η κιθάρα έχει αλλάξει πάρα πολύ και από άποψη ρεπερτορίου και από άποψη τεχνικής. Και αυτός ο «μύθος» ότι η κιθάρα δεν μπορεί να συνοδεύσει ισάξια με το πιάνο τη φωνή (κάποιοι από εμάς έχουμε κάνει μεταγραφές για κιθάρα-φωνή)... με λίγα λόγια , ό,τι παίζει το πιάνο μπορεί να το παίξει η κιθάρα ακόμα και στο λεγόμενο «βαρύ» ρεπερτόριο.
Τ.Β. Υπάρχει κάτι που δεν το έθεσα;
Μ.Σ. Θα ήθελα στις συναυλίες να έρχονται μαθητές και από όλους τους καθηγητές. Άκουσε κάτι και μετά πες «μου αρέσει ή δεν μου αρέσει». Η κάθε παρέα, πάει στην παρέα της. Εγώ πάω παντού, όταν έχω χρόνο.
Τ.Β. Υπονοείτε μια διαμάχη Σχολών;
Μ.Σ. Δεν ξέρω αν κάποιος λέει στο μαθητή του «μην πας», αλλά κάποιοι πάντως δεν του λένε «πήγαινε»
Α.Μ. Τείνουμε να βλέπουμε ομοειδή ακροατήρια στην Ελλάδα. Εμείς είμαστε από τους ανθρώπους που πάμε γενικά παντού. Ανάλογα με το που πάμε βλέπουμε είτε μια παρέα, είτε άλλη. Αυτό δεν μας αρέσει.
Μ.Σ. Δεν έχει νόημα. Ούτε κόμματα να ήταν! Ακόμη και τα κόμματα έκαναν συνεργασία! Εμείς ως trio και ως άνθρωποι και ως σολίστες δεν ανήκουμε κάπου. Πρέπει να πηγαίνουν όλοι σε όλους!
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Μάϊος 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας