ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΤΣΟΘΟΔΩΡΟΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Έχοντας πάρει πέρυσι το «βάπτισμα του πυρός», αλλά και τη θετική ανταπόκριση του κόσμου της μουσικής, βάζουμε φέτος τα πρώτα θεμέλια ενός θεσμού» ανέφερε στο δελτίο τύπου ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του 2ου Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης, Φώτης Κουτσοθόδωρος λίγο πριν την έναρξη της φετινής διοργάνωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε με επιτυχία από 27 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου 2015.
Με αφορμή την ολοκλήρωση του Φεστιβάλ, την ευθύνη του οποίου είχε ο «Σύλλογος Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ωδείου Τούμπας Κ. Ματσίγκου» με τη συνεργασία της 4ης Δημοτικής Κοινότητας Δήμου Θεσσαλονίκης, ο Φώτης Κουτσοθόδωρος κάνει μια εκ των υστέρων αξιολόγηση και ατενίζει το μέλλον του θεσμού. Υπογραμμίζει τον διεθνή χαρακτήρα του Φεστιβάλ, δεδομένου ότι ήταν προσκεκλημένοι οι Roland Dyens, Oscar Ghiglia και Cecilio Perera, αξιοποιεί την εμπειρία του από άλλα Φεστιβάλ του εξωτερικού και αρχίζει ήδη από τώρα να σχεδιάζει την επόμενη διοργάνωση.
Καθώς παρατηρώ το φωτογραφικό υλικό που μου έστειλε, συνειδητοποιώ ότι έχω παραλείψει μια ερώτηση: “ποιος ήταν ο εμπνευστής του Φεστιβάλ;» H απάντηση, «κρύβεται» στη λεζάντα της παρακάτω φωτογραφίας: «Ο Κώστας Ματσίγκος (Ο άνθρωπος που με παρακίνησε να δημιουργήσουμε αυτό το θεσμό) παίζει με μια κιθάρα του Γιάννη Παλαιοδημόπουλου»...
«Πιστεύω ότι το βραβείο σε έναν διαγωνισμό είναι η προετοιμασία του! Και αυτή είναι που κάποιος πιστώνεται στο μέλλον, ως θετικό απολογισμό, ανεξάρτητα από το αν η προσπάθεια επιφέρει κάποιο βραβείο». (…) Το επίπεδο των μαθητών στις μικρές ηλικίες είναι πολύ υψηλό και δεν υπολείπονται καθόλου εν συγκρίσει με τους μαθητές αντίστοιχων ηλικιών του εξωτερικού. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν το ρεπερτόριο γίνεται πλέον πιο απαιτητικό σε μουσική και αισθητική πληροφόρηση.
Τ.Β. Πραγματοποιήσατε εξαιρετικές σπουδές στο εξωτερικό και μάλιστα σε τρείς διάσημες για τη μουσική τους παράδοση χώρες: την Ισπανία , τη Γερμανία και την Αυστρία. Έχοντας, επομένως, ζήσει στο εξωτερικό και γνωρίσει σε βάθος τα εκπαιδευτικά συστήματα διακεκριμένων Ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, νομίζετε ότι υπάρχουν εκπαιδευτικές μέθοδοι ή παράμετροι που δημιουργούν «συγκριτικό πλεονέκτημα» σε σχέση με τις αντίστοιχες που υφίστανται στη χώρα μας;
Φ.Κ. Θεωρώ ότι η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στις εκπαιδευτικές μεθόδους, όπου ακόμα και σ’ αυτές τις χώρες διαφέρουν από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο και από Καθηγητή σε Καθηγητή, όσο στους θεσμούς, τα κριτήρια και τους στόχους, που έχουν τεθεί στη μουσική εκπαίδευση. Σε καθεμία από τις τρεις αυτές χώρες (Ισπανία, Γερμανία και Αυστρία) η κιθάρα έχει διαφορετικό τρόπο προσέγγισης μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Λόγου χάρη, στην Ισπανία, η κλασσική κιθάρα αποκαλείται ‘’guitarra spanola’’ – όρος που αποδίδει την εθνική ταυτότητα του οργάνου. Αυτό συνεπάγεται ότι ο κοινωνικός ρόλος του οργάνου είναι τέτοιος που η εκπαίδευση σ’ αυτό σε ακαδημαϊκό επίπεδο έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: λαϊκή παράδοση και εκμάθηση μέσα από το πρίσμα της λόγιας επεξεργασίας γίνονται ένα! Έτσι στην Ισπανία η εκπαίδευση στηρίζεται κατεξοχήν σε ισπανικό ρεπερτόριο και μεθόδους, με ό,τι θετικό ή αρνητικό ενδεχομένως συνεπάγεται αυτό. Θετικό είναι το ότι η πηγή έμπνευσης, τις περισσότερες φορές, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον καλλιτέχνη και την εκπαίδευση. Αρνητικό όμως είναι το ότι η διδασκαλία κιθάρας με αυτό τον προσανατολισμό, αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις του οργάνου στην Κεντρική Ευρώπη. Στη Γερμανία και την Αυστρία, μπορεί την κιθάρα να μην την ακούς στους κτύπους του ρολογιού, την ακούς στην Κόρδοβα, όταν αλλάζει η ώρα στην ‘’Plaza de las Tendillas’’! Η παράδοση των χωρών αυτών στη λόγια μουσική, η συγκέντρωση σπουδαίων εκτελεστών, αλλά και εκπαιδευτικών στα άρτια οργανωμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημιουργούν ένα ιδανικό περιβάλλον για την εξέλιξη της κιθάρας και την ένταξή της στην ακαδημαϊκή κοινότητα των μουσικών πανεπιστημίων. Άλλωστε, αρκεί να αναφέρω ότι η κιθάρα στο πανεπιστήμιο Mozarteum, ως όργανο ειδίκευσης, εντάχθηκε κατά τη δεκαετία του 1960. Θεωρώ ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα αυτών των χωρών είναι η μεθοδικότητα και η σωστή οργάνωση της εκπαίδευσης, η οποία, δίνει τη δυνατότητα στα Ανώτατα μουσικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, να επιλέγουν τα ίδια τους φοιτητές τους και αυριανούς εκπαιδευτικούς. Συγχρόνως, δίδεται η παροχή κινήτρων στους φοιτητές των ανώτατων μουσικών ιδρυμάτων μέσα λ.χ από τη χορήγηση υποτροφιών, διοργάνωση συναυλιών, τις συνεργασίες μεταξύ των μουσικών, την ύπαρξη οργανωμένων για μουσικολογική έρευνα βιβλιοθηκών. Τέλος, θεωρώ ότι το σπουδαιότερο πανεπιστήμιο για τη μελέτη και την εκμάθηση τους μουσικής, είναι οι ήχοι και ο ρυθμός της ζωής, η δεκτικότητα στο καινούργιο και διαφορετικό καθώς και η σοφία του να αναγνωρίζεις ότι η μάθηση δεν έχει χρονικούς ή άλλους περιορισμούς, ούτε τελειώνει με τα επιτεύγματα.
Τ.Β. Έχετε λάβει βραβείο από το Υπουργείο Τεχνών και Επιστημών της Αυστρίας. Με αφορμή αυτό το γεγονός, θα σας θέσω μια ερώτηση αποτελούμενη από δυο ενότητες:
α) αυτή η διάκριση επηρέασε τις μετέπειτα επιλογές και τη σταδιοδρομία σας;
β) νομίζετε ότι οι διακρίσεις νεαρών σολίστ σε διαγωνισμούς αποτελούν προϋπόθεση για να σταδιοδρομήσουν ως σολίστ;
Φ.Κ. Όπως σας προανέφερα, η φοίτηση σ’ ένα πανεπιστήμιο του εξωτερικού δίνει κίνητρα, αλλά και επιβραβεύει την καλή απόδοση. Μάλιστα, αυτή είναι και προϋπόθεση για να εισαχθεί κάποιος στο πανεπιστήμιο. Η συγκεκριμένη διάκριση για μένα ήταν πολύ σημαντική, καθώς μέχρι τότε, δεν είχε δοθεί το συγκεκριμένο βραβείο σε κανέναν κιθαριστή. Λογικό, βέβαια, για μία χώρα, όπου κατέχουν τα σκήπτρα τα όργανα της συμφωνικής μουσικής. Η συγκεκριμένη διάκριση, ήρθε ως αποτέλεσμα μιας μουσικής παιδείας, που διαμορφώθηκε βάσει αφενός υποκειμενικών επιλογών (σε μουσικό και γενικότερα καλλιτεχνικό, εκπαιδευτικό επίπεδο) αφετέρου, επίμονης, επίπονης προσπάθειας και εργασίας. Δηλαδή βάσει στοιχείων που προϋπήρχαν και με καθόριζαν ως καλλιτέχνη. Με αυτά τα ίδια εφόδια, αλλά πλέον και με την αυτοπεποίθηση και ηθική ικανοποίηση που, λογικά, σου εξασφαλίζει μία τέτοιου είδους διάκριση, συνέχισα την μετέπειτα καλλιτεχνική μου σταδιοδρομία. Οι διαγωνισμοί σίγουρα τη διευκόλυναν, αλλά δεν αποτέλεσαν και τη μοναδική προϋπόθεση για να σταδιοδρομήσω ως μουσικός. Αποφεύγω τον όρο «σολίστ», γατί θεωρώ ότι είναι μία έννοια λίγο «παρεξηγημένη». Αποδίδει χαρακτηριστικά που δεν σκιαγραφούν απόλυτα το πορτρέτο του σύγχρονου μουσικού, ο οποίος θα πρέπει, την ίδια στιγμή, να είναι άρτιος εκτελεστής, εκπαιδευτικός και ερευνητής.
Τ.Β. Στο πλαίσιο των σπουδών και διαμονής σας στο εξωτερικό, έχετε την εμπειρία πολλών διεθνών Φεστιβάλ. Έχετε εντοπίσει «καλές διεθνείς πρακτικές» στον τομέα τόσο της διοργάνωσης, όσο και του σχεδιασμού Μουσικών Φεστιβάλ του εξωτερικού, τις οποίες εφαρμόζετε (ή θα θέλατε μελλοντικά να εφαρμόσετε) στο δικό σας Φεστιβάλ;
Φ.Κ. Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας, η δημιουργία φεστιβάλ φαντάζει κάτι σχεδόν ακατόρθωτο λόγω των οικονομικών συνθηκών με ό,τι συνεπάγονται αυτές. Ο πρώτος, στόχος, ήταν να μπορέσουμε να καλέσουμε καλλιτέχνες καταξιωμένους σε διεθνές επίπεδο και με αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό έργο, προσπαθώντας έτσι να ανοίξουμε ένα «παράθυρο» στον έλληνα κιθαριστή στο εξωτερικό. Αυτός είναι, κατά την άποψή μου, ο λόγος και η ουσία, σε εκπαιδευτικό επίπεδο, μιας τέτοιας διοργάνωσης: το να έρθουν, οι έλληνες κιθαριστές σε επαφή με εκπροσώπους της κιθάρας, που θα τους δώσουν το επιπλέον κίνητρο να συνεχίσουν τη μελέτη τους. Άλλωστε, αυτή τη στιγμή στη χώρα μας γίνονται πολλά φεστιβάλ, που όλα έχουν να προσφέρουν κάτι περισσότερο ή λιγότερο. Εμείς κάναμε αυτή την επιλογή και από ιδεολογική προσέγγιση, αλλά και γιατί είδαμε ότι ήταν ένας θεσμός που με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά έτεινε να εκλείψει. Η αρχή έγινε με πέντε κιθαριστές, ο καθένας από τους οποίους σηματοδοτεί και κάτι διαφορετικό στον χώρο.
Roland Dyens, (Πρόεδρος του Φεστιβάλ) Έλενα Παπανδρέου, Oscar Ghiglia
Τ.Β. Στο 2ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν προσκεκλημένοι εξαιρετικοί Έλληνες σολίστ και δάσκαλοι, καθώς και οι διεθνώς γνωστοί Roland Dyens, Oscar Ghiglia και Cecilio Perera. Με ποια κριτήρια επιλέξατε να προσκαλέσετε τις συγκεκριμένες προσωπικότητες;
Φ.Κ. Τα κριτήρια είναι διαφορετικά για τον καθένα. Τον Roland Dyens, ως έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες για κιθάρα της εποχής μας, καθηγητή στο Concervatoire του Παρισιού. Τον Oscar Ghiglia, ως έναν από τους σημαντικότερους εκπαιδευτικούς και διανοούμενους της κιθάρας, μαθητή του Andres Segovia. Την Έλενα Παπανδρέου, μια ελληνίδα κιθαρίστρια με σημαντικότατη διεθνή καριέρα ως σολίστ, επίσης διδάσκουσα στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Τον Cecilio Pereira, ως έναν πολλά υποσχόμενο νέο κιθαριστή με προσωπικό στίγμα, βοηθό του καθηγητή Eliot Fisk στο Πανεπιστήμιο Mozarteum του Salzburg. Τέλος, τον έλληνα συνθέτη, κιθαριστή και παιδαγωγό Δημήτρη Κοντογιάννη, για την παρουσίαση του έργου του.
Στην κριτική επιτροπή των διαγωνισμών συμμετείχαν ακόμη, ο μουσικολόγος και πιανίστας Γεώργιος, Ιούλιος Παπαδόπουλος, καθώς και ο παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος και κιθαριστής, Στέλιος Μούστος. Επίσης, πολύ σημαντική θεωρώ την ιδιαίτερα αξιόλογη και σε πολύ υψηλό επίπεδο παρουσία των δύο νικητών στους περυσινούς διαγωνισμούς. Τα ρεσιτάλ της 11χρονης Ιωάννας Καζόγλου και του 13χρονου Φίλιππου Μανωλούδη στην έναρξη του φεστιβάλ, έδειξαν το πολύ υψηλό επίπεδο που επιθυμούμε. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε την καλύτερη, τηρουμένων των αναλογιών, βάση πάνω στην οποία θα στηρίξουμε το φεστιβάλ στο μέλλον. Μέλλον που ευχόμαστε να είναι μακρύ και ελπιδοφόρο! Σε αυτή τη βάση πιστεύω ότι κινούνται και τα φεστιβάλ του εξωτερικού. Ένα φεστιβάλ πρέπει να είναι ένα μικρό αλφαβητάρι γνώσης με τη βοήθεια του οποίου, ο συμμετέχων θα μπορεί, μετά το πέρας της διοργάνωσης, να επιλέξει την κατεύθυνση που θα χαράξει στη εκπαιδευτική, αλλά και γενικότερα καλλιτεχνική του πορεία.
Φ.Κουτσοθόδωρος…καλωσόρισμα
Τ.Β. Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ εντάξατε διαγωνισμό των συμμετεχόντων σε τρεις ηλικιακές ομάδες. Υπάρχουν εκπαιδευτικές απόψεις σύμφωνα με τις οποίες οι διαγωνισμοί (ειδικά στις μικρές ηλικίες) δεν καλλιεργούν την «ευγενή άμιλλα», αλλά αντιθέτως ενθαρρύνουν τον κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό που δημιουργεί άγχος και εμποδίζει την ανάπτυξη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων. Τι θα απαντούσατε σε κάποιον καθηγητή κιθάρας που ανέπτυσσε μια τέτοια επιχειρηματολογία;
Φ.Κ. Θα ήθελα να απαντήσω στην ερώτησή σας βάσει της προσωπικής μου εμπειρίας στους διαγωνισμούς. Η πρώτη μου συμμετοχή σε διαγωνισμό ήταν στην Ελλάδα στο «Φίλων», μετά από παρότρυνση του δασκάλου μου, Δημήτρη Κοντογιάννη. Φυσικά, σε ηλικία 14 ετών, δεν ήξερα τη σημασία του, μάλιστα θυμάμαι ότι δεν είχα ακούσει κανέναν συνδιαγωνιζόμενό μου και όταν ήρθε η σειρά μου με… περιμάζεψαν από ένα γήπεδο μπάσκετ εκεί κοντά! Έβρισκα πιο ενδιαφέρον να παρακολουθώ τα παιδιά να παίζουν! Το αποτέλεσμα ήταν, όμως, καλό και κυρίως έδειξε σ’ εμένα, αλλά και στους γονείς μου, ότι αυτό που κάνω, το κάνω αρκετά καλά. Κάποια στιγμή, σε ηλικία 20 ετών, έχοντας βραβευθεί, κάποιες φορές, εντός συνόρων και αφού πλέον έπαιζα έργα κατεξοχήν για δύο κιθάρες, με το φίλο και συμμαθητή μου Αλέξη Μουζουράκη, είχα ταχθεί δογματικά εναντίον των διαγωνισμών! Τους θεωρούσα ένα «Κολοσσαίο» για μουσικούς και κάτι εντελώς αντίθετο με τη ψυχοσύνθεσή μου. Μάλιστα, σ΄ ένα φεστιβάλ στην Ισπανία, θυμάμαι ότι όλοι με παρακινούσαν να συμμετάσχω, θεωρώντας με «φαβορί» για τη νίκη, ενώ ο ίδιος πεισματικά το αρνιόμουν! Λίγους μήνες μετά, βρέθηκα στην Ισπανία για σπουδές, με τα οικονομικά μου να μην είναι και τα πιο… ανθηρά! Η οικονομική ανάγκη συνεπώς και το περιβάλλον μιας χώρας, στην οποία γίνονταν δύο διαγωνισμοί κιθάρας το μήνα, με έκαναν να αναθεωρήσω τις απόψεις μου και να ψάξω να βρω στους διαγωνισμούς τη θετική τους πλευρά. Πιστεύω ότι το βραβείο σε έναν διαγωνισμό είναι η προετοιμασία του! Και αυτή είναι που κάποιος πιστώνεται στο μέλλον, ως θετικό απολογισμό, ανεξάρτητα από το αν η προσπάθεια επιφέρει κάποιο βραβείο. Συνεπώς, αυτή την προετοιμασία εκθέτεις, με στόχο- κι εδώ είναι η διαφορά- να παίξεις όσο καλύτερα μπορείς και να πείσεις τους κριτές ότι αξίζεις το βραβείο. Ένας καθηγητής μου με συμβούλευε πως, ανάλογα με τη σχολή από την οποία προέρχεται η πλειονότητα των κριτών, περιμένει ν΄ ακούσει και συγκεκριμένα πράγματα, λ.χ πιο πολύ βιμπράτο, συγκεκριμένες επιλογές σε tempo ή συγκεκριμένο ρεπερτόριο στα έργα ελεύθερης επιλογής. Επομένως, οι συν-διαγωνιζόμενοί σου δεν μπορούν παρά να είναι φίλοι σου, αφού μαζί τους μοιράζεσαι την ίδια αγωνία. Άλλωστε, στους διαγωνισμούς δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος, αλλά ο καλύτερα προετοιμασμένος. Στο πλαίσιο των διαγωνισμών μαθαίνεις πολλά και τους θεωρώ, για πολλούς λόγους, ισάξιους με ένα καλό πανεπιστήμιο. Παράγοντες όπως: το «υποχρεωτικό» ρεπερτόριο αποτελούμενο από έργα, τα οποία ίσως δεν θα επέλεγες, τα στενά χρονικά όρια προετοιμασίας πολλών και μεγάλης διάρκειας έργων, η ανάγκη διατήρησης ενός απαιτητικού ρεπερτορίου, η συναναστροφή με σπουδαστές διαφόρων σχολών, και εν τέλει, η γνωριμία με τον ίδιο σου τον εαυτό, τα ‘’θέλω’’ του και τα ‘’μπορώ,’’ είναι μερικοί από τους λόγους που οι διαγωνισμοί αποτελούν ένα σημαντικότατο κομμάτι της εκπαίδευσης ενός μουσικού.
Τ.Β. Στο πλαίσιο των μαθημάτων εντοπίσατε (ή σας μετέφεραν άλλοι διδάσκοντες) αδυναμίες μαθητών και εάν ναι, ποιους τομείς αφορούσαν; (πχ τεχνική, ερμηνεία, σκηνική παρουσία, υπερβολικό άγχος κτλ)
Φ.Κ. Είναι αλήθεια ότι το επίπεδο των κιθαριστών στην Eλλάδα είναι υψηλό. Εντούτοις, υπάρχουν τομείς που χρειάζονται βελτίωση, κυρίως ως προς την οπτική με την οποία οι κιθαριστές βλέπουμε τη μουσική. Το επίπεδο των μαθητών στις μικρές ηλικίες είναι πολύ υψηλό και δεν υπολείπονται καθόλου εν συγκρίσει με τους μαθητές αντίστοιχων ηλικιών του εξωτερικού. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν το ρεπερτόριο γίνεται πλέον πιο απαιτητικό σε μουσική και αισθητική πληροφόρηση. Τότε παρατηρείται το φαινόμενο να έχουμε κιθαριστές με πολύ υψηλές τεχνικές δυνατότητες, που δεν υποστηρίζονται, ωστόσο, από την ανάλογη γνώση. Ο λόγος είναι προφανής αν λάβει υπόψη του κανείς τη δομή της μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Πρακτικά μιλώντας, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό στον έλληνα κιθαριστή, διδάσκοντα και διδασκόμενο, είναι ότι τα θεωρητικά μαθήματα γίνονται για να λειτουργήσουν ως βάση της ερμηνείας και εκτέλεσης στο μουσικό όργανο. Εκεί, νομίζω, ότι πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο: στην εκπαίδευση, δηλαδή στη δημιουργία του συνδετικού κρίκου μεταξύ θεωρίας και πράξης. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε όλο το εύρος του ρεπερτορίου της κιθάρας, αποφεύγοντας τους αποκλεισμούς λόγω άγνοιας και παράλληλα εντοπίζοντας τα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να προσεγγίζουμε τη μουσική κατά τη δημιουργία της. Θεωρώ ότι πάνω σε αυτή τη συλλογιστική στηρίχθηκε η εξέλιξη όλων των μουσικών οργάνων και η σωστή τους εκμάθηση.
Μελετώντας…
Τ.Β. Ποιες ήταν οι πηγές χρηματοδότησης του Φεστιβάλ; Η οικονομική κρίση σας δημιούργησε προβλήματα στη διοργάνωση;
Φ.Κ. Οι άνθρωποι που με παρότρυναν σε αυτή την προσπάθεια είναι ο Σύλλογος Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ωδείου Τούμπας ‘’Κ. Ματσίγκος,’’ που αποτελεί μέχρι αυτή τη στιγμή και την οικονομική δικλείδα ασφαλείας σε έναν θεσμό που στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην ανταποδοτικότητα των συμμετοχών. Αυτοί, μαζί με τις σημαντικές χορηγίες των βραβείων από τους κατασκευαστές Γιάννη Παλαιοδημόπουλο και Χαράλαμπο Κουμρίδη, καθώς και τα μουσικά καταστήματα της πόλης, αποτελούν τους υποστηρικτές του φεστιβάλ. Η οικονομική κρίση είναι γεγονός ότι δυσχεραίνει το έργο μας και κυρίως μας κάνει να λειτουργούμε πολύ προσεκτικά και σχετικά συντηρητικά, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέπεια των λόγων μας. Έχοντας, όμως, ήδη αυτόν τον τόσο θετικό απολογισμό φέτος, πιστεύω ότι για τον επόμενο χρόνο θα έχουμε περισσότερη οικονομική και όχι μόνο υποστήριξη.
Το έντυπο πρόγραμμα του 2ου Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης
Τ.Β. Στο πλαίσιο των σπουδών σας στο Πανεπιστήμιο “Mozarteum” του Salzburg , ειδικευτήκατε μεταξύ άλλων και στην Παλαιά Μουσική με καθηγητή τον J. Huebsher. Θα θέλατε μελλοντικά να εντάξετε στο φεστιβάλ ενότητες που να άπτονται του τομέα της παλαιάς μουσικής;
Φ.Κ. Η σχέση μου με την παλιά μουσική ξεκινάει από τα πρώτα μου βήματα στο ωδείο, μια και αποτελούσε το ρεπερτόριο που με συγκινούσε περισσότερο. Σ’ αυτό, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε η συμμετοχή μου σε μια παιδική χορωδία, όπου ήρθα σε επαφή με έργα των Orlando di Lasso και Perluigi da Palestrina. Έτσι, η αισθητική μου προσανατολίστηκε προς αυτή την κατεύθυνση από πολύ νωρίς. Θεωρώ δε για το λόγο αυτό τον εαυτό μου πολύ τυχερό, μια κι έκτοτε προσέγγιζα τη μουσική μέσα από το πρίσμα της ιστορικής της εξέλιξης. Πιστεύω πως η παλαιά μουσική είναι τρόπος προσέγγισης της μουσικής γενικότερα και τούτο γιατί σε μπολιάζει με το στοιχείο και τις αναζητήσεις του ερευνητή. Στον J. Huebsher οφείλω τη σχέση μου με το μπάσο κοντίνουο στην πράξη, την ενασχόληση μου με όργανα εποχής: (μπαρόκ και ρομαντική κιθάρα). Οφείλω όμως κυρίως την απελευθέρωσή μου από τα δεσμά της μουσικολογικής στειρότητας, στην οποία κινδυνεύει κάποιος να υποπέσει, καθώς αποτελεί μουσική άμεσα συνδεδεμένη με τα ελεύθερα ανθρώπινα συναισθήματα και όχι με νότες «δέσμιες» σε δόγματα, γενικεύσεις και μανιερισμούς. Συνεπώς τόσο εγώ, όσο και άλλοι μουσικοί από τη χώρα μας, στην οποία έχουμε πολύ αξιόλογο δυναμικό σ΄ αυτόν τον τομέα, θα αποτελέσουν κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας του φεστιβάλ με σκοπό την ιστορικά ενημερωμένη εκτέλεση.
Τ.Β. Έχετε εντοπίσει στοιχεία της φετινής διοργάνωσης που θέλετε να βελτιώσετε ή ακόμη και να καταργήσετε; Τι απώτερους στόχους έχετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Φ.Κ. Σκοπός μας είναι να εμπλουτίσουμε τους ήδη υπάρχοντες βασικούς άξονες, αλλά και να δημιουργήσουμε νέους. Στο εκπαιδευτικό κομμάτι θα εντάξουμε την παλαιά μουσική, καθώς και τη μουσική δωματίου. Επίσης δημιουργούμε τρεις νέους διαγωνισμούς: σύνθεσης έργου για κιθάρα, έργου μουσικής δωματίου για δύο κιθάρες ή για κιθάρα και οποιοδήποτε άλλο μουσικό όργανο, καθώς και έναν διαγωνισμό διασκευής για κιθάρα. Η σύνθεση θεωρώ ότι πρέπει να βρίσκεται στη ζωή όλων μας ως αναζήτηση και πιστεύω ότι, μέσα στο «εργαστήρι» του συνθέτη απολαμβάνεις τη γνωριμία με έναν πολύ ξεχωριστό κόσμο. Έναν κόσμο που ανοίγει παράθυρο στην πραγματική έκφραση των συναισθημάτων, μέσω της ηχοχρονικής τέχνης, που είναι η μουσική. Η μουσική δωματίου αποτέλεσε ένα σημαντικότατο κομμάτι της καλλιτεχνικής μου εξέλιξης. Ο διαγωνισμός διασκευής, επίσης είναι μια ιδέα πρωτότυπη και πολύ ξεχωριστή, μια και ένα μεγάλο κομμάτι της εξέλιξης της κιθάρας βασίστηκε στη διασκευή, αλλά και την παράφραση έργων γραμμένων για άλλα μουσικά όργανα, καθώς και συμφωνικών ή οπερατικών έργων. Πρόκειται για πρακτική που ακολούθησαν πολλοί μεγάλοι εκτελεστές και συνθέτες από την αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας. Το ραντεβού μας ανανεώνεται για τον Μάρτιο του 2016, ενώ το αναλυτικό πρόγραμμα θα σας κοινοποιηθεί σύντομα. Οι όροι και οι προθεσμίες των διαγωνισμών θα βρίσκονται στη διάθεση των ενδιαφερομένων στην προσωπική μου ιστοσελίδα, στη σελίδα του Ωδείου Τούμπας ‘’Κ.Ματσίγκος’’, καθώς και στην ιστοσελίδα του φεστιβάλ.
Η Έλενα Παπανδρέου στο πλαίσιο masterclass
Τ.Β. Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο;
Φ.Κ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συμμετείχαν στο φεστιβάλ, καθώς και εκείνους που βοήθησαν από οποιαδήποτε θέση, στο να θέσουμε τις βάσεις του Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης. Έναν θεσμό στον οποίο από την αρχή έχουμε δώσει διεθνή χαρακτήρα και ευχόμαστε να γίνει το σπίτι και ο χώρος έκφρασης κιθαριστών κάθε εθνικότητας με σεβασμό και αγάπη για τη μουσική και την κιθάρα.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Ιούνιος 2015
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)
Η απονομή των βραβείων
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Διαγωνισμός για κιθαριστές ως 13 ετών
Δεν δόθηκε 1ο βραβείο
Γιάννης Χατζούλης: 2ο βραβείο
Ηλίας Λαγανάς:3ο βραβείο
Διαγωνισμός για κιθαριστές έως 17 ετών
Ιωάννα Καζόγλου: 1ο βραβείο
Αθανάσιος Τζανετάκης: 2ο βραβείο
Κωστής Ζαχαριάδης: έπαινος
Διαγωνισμός χωρίς όριο ηλικίας
Δεν δόθηκε 1ο βραβείο
Δημήτρης Σουκαράς: 2ο βραβείο
Χριστίνα Παλατζόγλου: 3ο βραβείο
Σαράντης Αγιάνογλου: έπαινος
Δημήτρης Σουκαράς: 2ο βραβείο στην κατηγορία χωρίς όριο ηλικίας