[ZipUnzip]
ΓΑΛΑΖΙΕΣ ΦΑΛΑΙΝΕΣ
Ο κόσμος έξω, ίσως
είναι αντίγραφο Αυτού
μες στο κεφάλι μας
Φθινοπωρινός ο καιρός. Νιφάδες μιας υποψίας από έναν Χειμώνα μέλλοντα, που ο καθένας μας κουβαλάει και στα πιο ηλιόλουστα μεσημέρια. Ο ουρανός αφήνει τις σκιές του στη θάλασσα, βάφει με λίγο σκούρο εκείνο που το καλοκαίρι σβήνει. Δέντρα που αναπνέουν τις κινήσεις ενός ανέμου βαφτισμένου στο ρίγος.
Το να κινείσαι από τη μια εποχή στην άλλη ανεξάρτητα απ’ τα ημερολόγια είναι ένα προνόμιο δοσμένο σε κάποιους, η εξαργύρωση μιας πολύχρονης κατάθεσης για άλλους. Ασχέτως του σε ποιά κατηγορία ανήκετε, καλοκαίρι και χειμώνας είναι ο Ιανός του χρόνου, είναι τα δυο προφίλ του ίδιου προσώπου.
Οι άνθρωποι αγαπάμε μια εποχή περισσότερο, όπως ένα παιδί λίγο περισσότερο από ένα άλλο χωρίς να το ξέρουμε. Είναι η εποχή που ταιριάζει στην τότε διάθεση, εκείνη που μοιάζει να συλλαβίζει διαυγέστερα τις αποχρώσεις και τους κυματισμούς της εσωτερικής μας ηπείρου, που κι αυτή με τη σειρά της μια βρίσκεται στον ισημερινό και μια στους πόλους.
Κάτω απ’ την επιφάνεια αυτών των διαθέσεων υποπτευόμαστε κατά καιρούς την κίνηση του αγνώστου, έναν ελαφρύ κυματισμό, μια ραγάδα στο δέρμα της θάλασσας, και μετά σιγά-σιγά αν είμαστε τυχεροί, βλέπουμε με ορθάνοιχτα μάτια την ανάδυση εκείνου του κρυμμένου βιότοπου που ορίζει την πραγματική μας ταυτότητα.
“...Σαργοί μεταξωτοί φωτίζουν
το βυθό της προσμονής
-Τώρα, μετά ή λίγο πριν
Πυγολαμπίδες από ιδανικούς υδροβιότοπους
Σχίζουν στα δύο την ακινησία του ναυάγιου
-Αν έρθει άραγε θα είναι με τον λαμπερό
μανδύα του νυμφίου;
Ιππόκαμποι σκαλίζουν το βυθό.
Η σημασία τους γαλάζιες φάλαινες
Με το σιντριβανάκι να φυσάει
στο φτερό του γλάρου...”
(Γ.Μ. - “Ημερολόγιο ενός Άλλου”)
Αυτή η γαλάζια φάλαινα που στοιχειώνει τα όνειρα κάθε ανθρώπου με αίτημα -για να ανασύρω με τη σειρά μου μια ελάχιστα αλαζονική σκέψη- είναι αυτό που αλλιώς θα λέγαμε: διαφεύγων πυρήνας της πραγματικής Παρουσίας, η νοηματοδότηση της ζωής με τον τρόπο του καλλιτέχνη - που υπάρχει τέτοιος.
Δουλειά του τεχνίτη -όποιου τεχνίτη- είναι να αναζητά την ομορφιά μέσα και έξω του, και να την ξαναχτίζει με υποτυπώδη μέσα, για να μπορεί αυτή να ξαναβρεί τον κοινό της τόπο μέσα σε μια καθαρισμένη-παρθένα περιοχή στην αντίληψη του κόσμου, που δεν κατέχει τα προνόμια του τεχνίτη (στο Αίσθημα αυτού του κόσμου, για να το πω καλύτερα).
Το σε τι μορφή θα επιστραφεί αυτή η ομορφιά στους αποδέκτες της δεν έχει τόση σημασία. Άλλος την επιστρέφει με μουσική, άλλος με λόγια, με χορό, ζωγραφική, άλλος με την ίδια του την καθημερινότητα.
Σε μια αυτοφυή παρένθεση, θα ήθελα να εξομολογηθώ ότι θαυμάζω κι αγαπώ εκείνους ανάμεσά μας που έχουν φτιάξει την ίδια τους τη ζωή ένα καλλιτέχνημα, κι έτσι η παρουσία τους και μόνο φωτίζει με ομορφιά τον κόσμο.
Αυτό για μένα θα ήταν η μεγαλύτερη φιλοδοξία. Να μιλάς και η ίδια η χροιά της φωνής σου να χαϊδεύει τις ψυχές. Να περπατάς μέσα στον κόσμο και το ίδιο το περίγραμμα του προσώπου σου να ακτινοβολεί την πλούσια εσωτερική ζωή που μας ταιριάζει.
Και πώς γίνεται αυτό; Ποιός είναι ο δρόμος; Ποιά βήματα να περπατήσεις για να βρεθείς σε τέτοιο ξέφωτο;
Δεν ξέρω.
Και σωστά, βέβαια, αφού αυτό μας υπαγορεύει ο μύθος της Πτώσης. Το να ξαναβρείς τον μοναχικό σου δρόμο προς τον παράδεισο, είναι το αντίτιμο της κάποτε αλαζονείας των πρωτοπλάστων.
Να μου επιτρέψετε όμως να πιστεύω -με όλο το συμβολικό και μόνο βάρος του σχήματος- ότι ο ίδιος ο “Θεός” είναι που αποφάσισε αυτή την “πτώση” για να προσφέρει στο δημιούργημά του την πρόσβαση στο πιο όμορφο μέρος του παραδείσου. Εκείνο που θα ήταν άνοστο να δωριθεί. Πλήρες κατακτάται μόνο στην περίπτωση που θα το κερδίσεις με τις δικές σου μάχες, σηκώνοντας τα μανίκια μετά από κάθε αστοχία.
“Σαν γλιστρώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι
βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι”
Καλά το ‘ξερε ο ρεμπέτης, και καλά μας το ‘πε σε δυο και μόνο κουβέντες. Να ‘χαμε τη χάρη του...
Χαμηλή πτήση. Ο εδώ ουρανός -εκείνος που βλέπεις με ανοιχτά μάτια- κατεβάζει τα σύννεφά του και γλύφει με παγωμένο αεράκι τις πλαγιές. Απέναντι μια τρικυμία αναδεύει το μέλλον της λιμνοθάλασσας. Οι σταγόνες στο τζάμι. Οδεύουμε προς την ώρα που χαλαρώνουν οι αντιστάσεις. Είθε.
Προσγείωση, μα όχι εντελώς.
Τα ωδεία άνοιξαν για όσους... Και οι μαθητές θα συνωστίζονται γύρω απ’ την εστία μιας οικογένειας φαντασιακής που θα τους μαλακώνει το πετρωμένο σύμπαν της ιδιοτέλειας. Τα “χρήσιμα” και τα “άχρηστα”.
Υπάρχουν κάποιοι ακόμα που ερωτεύονται τη Μουσική -που θα πει το εντός αίτημά τους- και που στην επαφή με τον δάσκαλο ζητούν την περιπέτεια μέσα απ’ τα σκοτεινά δάση. Την ανάληψη από έναν κόσμο σκεπασμένο τα πέπλα της χρησιμοθηρίας. Μακριά από πτυχία και διπλώματα - για να το πω μια κι έξω.
Το να κρατάμε ανοιχτή την αγκαλιά μας προς αυτήν την οικογένεια, είναι μια στάση επαναστατική όσο και η κάποτε λακωνική απάντηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στον Τούρκο, για όσους την ξέρουνε.
Αυτός (ή μήπως ένας Μπότσαρης;) επέστρεψε τον απεσταλμένο -που ζητούσε την “άμεση παράδοση, αλλιώς...” - με τη δοξαστική φράση:
“-Πες του ότι θα μας κλάσει τ’ αρχίδια!”
Αυτή η φράση ερύθρυνε ασφαλώς τα μάγουλα του υπουργείου παιδείας, και ως εκ τούτου απαλείφθηκε απ’ τα βιβλία της ιστορίας, ενώ κανονικά θα έπρεπε να μπει προμετωπίδα κάθε επαρκούς σχολικού αναγνώσματος, και όχι μόνον ελληνικού.
Αυτή η οικογένεια, η λίγη ίσως ακόμη -η υπό εξαφάνιση- είναι που αξίζει τον μικρό μας οβολό, αν τον αντέχουμε. Κι όχι απ’ την πλευρά του πάλαι ποτέ ολυμπιακού εθελοντισμού, αλλά απ’ την πλευρά της κατάθεσης απαστράπτοντος σπέρματος. Το μέλλον χαμογελά στις εκρήξεις, όπως ξέρει κι η ιστορία να πει σε κάθε της υποφωτισμένη σελίδα.
Οι γαλάζιες φάλαινες -που αφήσαμε πριν από λίγο να κολυμπάνε μόνες τους σε κάποια βάθη- αναδύονται στις πιο απρόσμενες στιγμές.
Όχι πως δε θένε κι αυτές την επίκληση, την προετοιμασία, τη σιωπή, τον διαλογισμό, αλλά... Είναι εκεί όταν δεν το ξέρεις, για να σφραγίσουν τη μέρα σου με την ανάταση του σιντριβανιού τους, με το λυρικό σύμβολο κάθε μέσα μας έκρηξης. Μια κινητή Σαντορίνη, ιδιωτική, ολάκερη, με τα ηφαίστεια και με τις κληματόβεργες, χωρίς τον φόβο καμιάς καταστροφής.
Τα πράγματα ξαναγεννιούνται. Οι Μινωίτες ρεμβάζουν ευτυχείς κάτω απ’ τις τοιχογραφίες. Ο πρίγκηπας προτείνει το κρίνο του, κι ο άλτης μένει για αιώνες μετέωρος πάνω στη ράχη του ταύρου, περιμένοντας τη μέρα που θα πατήσει και πάλι την κρητική γη. Όλες οι στιγμές περιμένουν κάτι, τη συνέχεια της κίνησης, τη ζωή.
Η Μουσική είναι μια τέτοια γαλάζια φάλαινα.
Φωτεινή στιγμή μας, νησί και όαση, ιδιωτικός παράδεισος που περιμένει να κατοικηθεί. Μια μάννα που βυζαίνει όλα τα παιδιά της, μα δεν ζητάει τίποτα για αντάλλαγμα. Είσαι σ’ απόσταση αναπνοής -τώρα θα αγγίξεις το παλλόμενο στήθος και θα μυρίσεις τη ζωή στην ακραία της λευκότητα. Είναι εκεί αν πραγματικά την έχεις ανάγκη - αν θα λιμοκτονούσες δίχως της.
Συνηθίζαμε να λέμε στα παιδιά μας -ετούτα, τα πνευματικά, τα πιο πραγματικά από τα άλλα- για τη μελέτη, την πειθαρχία, για έναν στρουφιγμένο ψυχαναγκασμό, ώστε να είναι έτοιμα να μπουν στον κόρφο της μαμάς.
Κι όμως ο τρόπος είναι η διαρκής χαρά, μια ηδονή εδώ και τώρα, παράλληλα με την πίστη πως -σαν τον μαθητή του Ζεν- το δέντρο που για χρόνια αγκάλιαζες θα σου μιλήσει επιτέλους, ο στόχος -που με κλειστά μάτια και με εμπιστοσύνη σημάδευες μέσα σου- στο τέλος θα υποκλιθεί και θα παραδοθεί εκούσια στο βέλος, πως τίποτα δεν είναι “επένδυση” με τον τρόπο των χρηματιστηρίων.
Ο δείκτης Dow Jones κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα.
Η ζωή θα πάλλεται στις φλέβες και της επανάληψης ακόμα, φτάνει αυτή να είναι άσκηση συνειδητή, έτσι καθώς των μοναχών. Ό,τι ζητάμε είναι η διαφεύγουσα επαφή με το ασυνείδητο - εκείνο το σκοτεινό πηγάδι απ’ όπου αναβλύζει κάθε τέχνη. Και για να ψιθυρίσει κάτι αυτό το δύσκολο ζώο στο αυτί του συνειδητού χρειάζεται να ‘χεις τ’ αυτιά σου καθαρά απ’ τους θορύβους μιας ανόητης καθημερινότητας. Και κάποιος μέσα σου να επιμένει χαμηλόφωνα απ’ το υποβολείο τι το ανόητο και τι μεστό νοήματος.
Καλή επιτυχία μας.
Οι φάλαινες χαμογελούν κι ας μην το ξέρουμε.
Γιώργος Μουλουδάκης
26 Οκτωβρίου 2009